Ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ πίστι στὸ
Χριστό, εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, ἡ μόνη ζωντανή. Ἀποδείξεις ἀναρίθμητες. Ἂν μπορῇ
κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ποὺ ἐκπέμπει καθημερινῶς τὸ φωτεινὸ τοῦτο
ἄστρο τῆς ἡμέρας, τότε θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὰ τεκμήρια ζωῆς τῆς πίστεώς
μας, ποὺ σὰν ἀκτῖνες ἐκπέμπει ὁ ὑπερφυσικὸς ἥλιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός, «ἡ αἰωνίος ζωὴ» γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο(Ἰω. 17,2-3).
Κι ὅσο εἶνε γεγονὸς ὅτι καὶ μία ἀκτίνα φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει πηγὴ
φωτός, ἔτσι καὶ ἕνα μόνο δεῖγμα, καὶ ἕνα θαῦμα, καὶ μία λεπτομέρεια, καὶ ἕνα
κόμμα, καὶ «ἕνα ἰῶτα» (Ματθ. 5,18) τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, εἶνε ἀρκετὸ νὰ πείσῃ, ὅτι
ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή, ζωντανή.
Μία τέτοια ἀπόδειξις εἶνε καὶ τὸ ἱστορικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι καμμία ἄλλη θρησκεία δὲν πολεμήθηκε μὲ τόσο μῖσος ὅσο ἡ δική μας. Ἂν ἦταν ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ διαλυθῆ.
Πολεμήθηκε μὲ λύσσα, ὥστε ἦρθαν
στιγμὲς ποὺ θά ᾽λεγε κανείς· Πάει ὁ Χριστιανισμός! σὲ λίγο σβήνει· δὲν θὰ ὑπάρχουν
ἱερεῖς, θυσιαστήρια, σύμβολα, σταυρός· θὰ καταλήξῃ κι αὐτὸς στὸ νεκροταφεῖο τῶν
θρησκευτικῶν καὶ φιλοσοφικῶν συστημάτων… Τί διάψευσι ὅμως! Ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνες ἡ
πίστι μας ἐξακολουθεῖ νὰ ζῇ. Στὰ χρόνια τοῦ διαφωτισμοῦ ἕνας μεγάλος ἄθεος εἶχε
πεῖ, ὅτι μετὰ ἑκατὸ χρόνια τὸ ὄνομα Χριστὸς θὰ ἔχῃ λησμονηθῆ. Ἀλλὰ μετὰ ἑκατὸ
χρόνια τὸ σπίτι, ποὺ κατοικοῦσε αὐτός, ἔγινε βιβλιοπωλεῖο τῶν ἁγίων Γραφῶν!
Πολεμήθηκε ἡ πίστι μας, ἐσωτερικῶς
καὶ ἐξωτερικῶς. Ἐξωτερικῶς μὲν ἀπὸ διῶκτες αὐτοκράτορες. Ἡ σιδηρᾶ ῾Ρώμη ἐξαπέλυσε
λεγεῶνες ἐναντίον της θανανώνοντας πλῆθος μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ. Τὸ αἷμα τους
ποταμός, Ἁλιάκμονας καὶ Ἀξιός, ἄρδευσε τὴν Ἐκκλησία. Ἄντρες, γυναῖκες, μικρὰ
παιδιὰ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀναφέρω προχείρως π.χ. τὸν ἅγιο
Θαλλέλαιο, ποὺ μαρτύρησε τὸν 3ο αἰῶνα, ἐπὶ Νουμεριανοῦ (284 μ.Χ.). Ἦταν γιατρὸς
ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι. Συνελήφθη, ὡμολόγησε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Θεοδώρου, ὅτι
εἶνε Χριστιανός. Ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους, νὰ τὸν
κρεμάσουν κατακέφαλα, καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
* * *
Πολεμήθηκε ὅμως ἡ πίστι μας, ἀδελφοί
μου, ἐξίσου κι ἀκόμη περισσότερο, ἐσωτερικῶς. Κι ὁ ἐσωτερικὸς κίνδυνος εἶνε
σοβαρώτερος. Ἂς μᾶς πολεμοῦν ἀπ᾽ ἔξω ἐχθροί, ὁ κόσμος ὅλος· ἂν ἐμεῖς μεταξύ μας
εἴμαστε ἑνωμένοι, ἀντέχουμε. Ὁ ἐσωτερικὸς κίνδυνος, ὁ διχασμός, εἶνε τὸ πιὸ
φοβερό. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ κακὸ παρουσιάστηκε, μετὰ τοὺς διωγμούς, στὰ σπλάχνα
τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Διχασμὸς ἀπαίσιος. Παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ αὐτὴ τὰ βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἔγιναν μέλη της, ἀνδρώθηκαν,
καὶ πολλοὺς τοὺς τίμησε μὲ ἀξίωμα ἱερατικό (διακόνου, πρεσβυτέρου, ἐπισκόπου, ἀρχιεπισκόπου
καὶ πατριάρχου ἀκόμη), διέσπασαν τὴν ἑνότητά της. Κήρυξαν πλάνες, δημιούργησαν
αἱρέσεις, σήκωσαν ἐπανάστασι ἐναντίον τῆς Μάνας Ἐκκλησίας· προκάλεσαν μεγάλη
συμφορά. Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν, τὴ νίκησαν;
Ὅπως δὲν νίκησαν οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ
ποὺ ἐπὶ 3 αἰῶνες ἔπιναν τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία νίκησε καὶ τοὺς ἐσωτερικοὺς
ἐχθρούς της. Πῶς; Ἐδῶ ἔγκειται τὸ θαῦμα. Ἡ θεία πρόνοια στὴν κατάλληλη στιγμὴ ἀνέδειξε
μεγάλους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι κατέβαλαν τοὺς ἐναντίους, ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικούς.
Στὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἡ μορφὴ
τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου. Αὐτὸς ἦλθε στὸ προσκήνιο κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, νίκησε
σὲ ἱστορικὴ μάχη στὸν Τίβερι ποταμὸ τὸν ἀντίπαλό του Μαξέντιο, ἔγινε μονοκράτωρ
Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπέβαλε ἀνεξιθρησκία στὸ ἑνιαῖο κράτος (313 μ.Χ.).
Τότε σταμάτησαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶδε μία ἀνάπαυλα στὴ ζωή της, προτοῦ
ξεσπάσῃ ὁ μέγας σάλος τῆς αἱρέσεως. Στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας βοήθησε ὁ
μέγας Κωνσταντῖνος μὲ τὸ νὰ συγκαλέσῃ στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. τὴν
πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν ἀρειανισμό.
Ἐὰν ἐπὶ τοῦ πολιτικοῦ καὶ
στρατιωτικοῦ πεδίου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο, ἐπὶ τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ πεδίου ἀνέδειξε ἄλλους ἄνδρες, τοὺς 318 ἁγίους πατέρας. Εἶνε αὐτοὶ
ποὺ τιμοῦμε σήμερα.
Ὅπως οἱ ἀπόστολοι «ἐκ περάτων
συνέδραμον» (μην. Αὐγ. ιε΄, αἶν.) στὴ Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν ἄνοδο τῆς
Παρθένου Θεοτόκου, καὶ οἱ πατέρες συγκεντρώθηκαν μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς γιὰ νὰ
κρατύνουν τὴν Ἐκκλησία. Ἦταν ἱεράρχαι, ἄλλοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία,
τὴν Ἑλλάδα, τὴν Κρήτη, τὴν Κύπρο, τὴ Μακεδονία, τὴ Θρᾴκη, τὸ Δούναβι, τὴν Ἰλλυρία
(σημερινὴ Ἀλβανία), τὴ ῾Ρώμη… Γιατί συνῆλθαν, ποιό τὸ ζήτημα;
Εἶχε ἐμφανιστῆ τότε ὁ Ἄρειος, ἕνας
ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους αἱρετικούς. Ὅπως ὁ λύκος μπαίνει στὸ μαντρὶ καὶ
κατασπαράζει πρόβατα, ἔτσι αὐτὸς ἄνοιξε πελώριο στόμα καὶ βλαστήμησε ἐναντίον
τοῦ Χριστοῦ· διέδιδε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός. Καὶ μὲ τὴν πλάνη του εἶχε ἐπηρεάσει
πολλούς· τόσο εἶχε εἰσχωρήσει ἡ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι βρέθηκαν σὲ
σοβαρὴ ἀδυναμία. Ὁ Ἄρειος δημιουργοῦσε ἀπατηλὲς ἐντυπώσεις, ἦταν διαλεκτικός, εἶχε
ἐπηρεάσει ἄρχοντες, εἶχε μὲ τὸ μέρος του ἰσχυροὺς τῆς γῆς.
Γι᾽ αὐτὸ συνεκλήθησαν στὴν Σύνοδο
«οἱ σεπτοὶ πατέρες» (Πεντηκ. Κυρ. Πατ. αἴν.). Ὤ τί ἀναστήματα ἦταν αὐτοί! – μοῦ
ρχεται νὰ κλάψω. Συγκινοῦμαι, καθὼς τοὺς ἀναλογίζομαι, ὅπως ὅταν βλέπω ἀξιωματικοὺς
μὲ τὰ παράσημα ποὺ ἔλαβαν ἐπάνω σὲ μάχες τῆς πατρίδος. Γιατὶ καὶ οἱ πατέρες εἶνε
στράτευμα, «θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου» (αὐτ. δοξ. αἴν.).
Μόλις εἶχαν βγῆ ἀπ᾽ τὸ καμίνι τῆς μάχης τῶν διωγμῶν· εἶχαν ἀνοίξει οἱ φυλακές,
εἶχαν ἐπιστρέψει ἀπὸ ἐξορίες, ἔφεραν πάνω τους τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἑνὸς
τοῦ ἔλειπε τὸ μάτι, τοῦ ἄλλου τοῦ εἶχαν κόψει ἕνα αὐτί, ἄλλου τοῦ εἶχαν βγάλει
τὰ δόντια, ἄλλου τοῦ ᾽χαν κάψει τὰ χέρια, ἄλλου τοῦ εἶχαν τσακίσει τὴ σπονδυλικὴ
στήλη… Ἀντικρύζοντάς τους ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, ἔσκυβε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν σὰν ἱερὰ
λείψανα. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ποὺ μὲ θαῦμα ἔδειξε τὸ τριαδικὸν τοῦ
Θεοῦ, ὁ ἅγιος Νικόλαος ποὺ ἀκούγοντας τὴ βλασφημία τοῦ Ἀρείου σηκώθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε
ῥάπισμα, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ὁ δὲ μέγας Ἀθανάσιος ἀπεστόμωσε τὸν Ἄρειο μὲ τὴ
δύναμι τῆς θεολογίας.
Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες συνέθεσαν
καὶ θέσπισαν τὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας, τὸ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε καὶ ὁμολογοῦμε.
Τὸ ὑπέγραψαν μὲ μαρτύρια, μὲ τὸ αἷμα τους. Ὅ,τι εἶνε γραμμένο σὲ χαρτὶ μὲ
μολύβι ἢ μελάνι, μπορεῖ νὰ σβήσῃ· ὅ,τι εἶνε γραμμένο μέσα στὴν καρδιὰ μὲ αἷμα,
δὲν σβήνει. Καὶ τὸ «Πιστεύω» αὐτὸ γράφηκε μὲ αἵματα. Μετρῆστε τὶς λέξεις του! Εἶνε
διαλεγμένες ὅπως τὰ λιθάρια στὸν Παρθενῶνα τῆς Ἀκροπόλεως, ἀπείρως
πολυτιμότερες ἀπὸ ἐκεῖνα. Ἂς θαυμάζουν ἄλλοι τὸν Παρθενῶνα· ἐγὼ θαυμάζω αὐτὸν τὸν
πνευματικὸ Παρθενῶνα, τὸ «Πιστεύω». Προσέξτε το, μελετῆστε το! Ὅπως ἀπὸ τὸν
Παρθενώνα δὲν ἐπιτρέπεται ν᾽ ἀφαιρέσῃς ἕνα λιθάρι, γιατὶ διαταράσσεται ἡ ἁρμονία
του, ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ πειράξῃς οὔτε μία λέξι, ναὶ οὔτε μία λέξι, ἀπὸ τὸ
«Πιστεύω», τὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας. Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑκατὸν ἑβδομηνταπέντε
(175) λέξεις, πελεκημένες, ὄμορφα ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη. Σ᾽ αὐτὸ περικλείεται ἡ
παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αἰώνιο μνημεῖο αὐτό, τὸ ὁποῖο ὅμως ἐμεῖς
συχνὰ ἀκοῦμε μὲ τόση ἀδιαφορία.
* * *
Δὲν θὰ πῶ περισσότερα, ἀγαπητοί
μου. Ἡ πίστις μας, τὴν ὁποίαν ἐκράτυναν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶνε ἡ μεγαλυτέρα
δύναμις, τὸ πανίσχυρο μέσο ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσῃ τὰ πάντα. Ὁ Ἀρχιμήδης ἔλεγε γιὰ
τὴ δύναμι τοῦ μοχλοῦ «Δός μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω» (Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ
διατί, Ἀθῆναι 1972, σ. 149), δός μου ποῦ νὰ σταθῶ καὶ μπορῶ νὰ κινήσω τὴν οἰκουμένη.
Καὶ ἐμεῖς ἔχουμε τόπο, βράχο, στήριγμα ἀσάλευτο. Μὲ τὴν πίστι ζήσαμε καὶ ζοῦμε
διὰ τῶν αἰώνων. Ἔφτασε ὣς ἐμᾶς μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν πατέρων καὶ τὰ μαρτύρια
μαρτύρων καὶ νεομαρτύρων τῆς τουρκοκρατίας, ὅπως ἦταν π.χ. ὁ ἅγιος ὁσιομάρτυρτυς
Παχώμιος (21 Μαΐου).
Κι ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Λουκ. 19,40. Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου