Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Mνήμη Ἐθνοϊερομάρτυρος Μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου στήν Πάτρα.

     Μέ λαμπρότητα καί συγκίνηση, ἐτιμήθη καί ἐφέτος, μάλιστα μέ τήν συμπλήρωση 200 ἐτῶν ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ μνήμη τοῦ ἐνδόξου Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου, Μητροπολίτου Δέρκων, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπό τήν Ζουμπάτα τῶν Πατρῶν, ὃπου ἐγεννήθη ἐκ γονέων εὐσεβῶν Κανέλλου καί Μαλάμως.

    Τῶν ἑορταστικῶν λαμπρῶν ἐκδηλώσεων οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν στή Ζούμπατα, στίς 4 Ἰουλίου ἐ.ἒ., προέστη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ζουμπάτας καί μίλησε μέ παλμό καί συγκίνηση γιά τόν μεγάλο καί ἒνδοξο Ἱεράρχη.



          Ἐν συνεχείᾳ μετέβησαν ἃπαντες, ἐν πομπῇ στόν τόπο ὃπου μέ πρωτοβουλία τοῦ Σεβασμιωτάτου, σέ συνεργασία μέ τόν δραστήριο Πολιτιστικό Σύλλογο Ζουμπάτας, ἒχει στηθῆ ἡ προτομή τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρος Ἱεράρχου, ὃπου ἀνεπέμφθη δέησις καί κατετέθησαν στέφανοι ἀπό τούς τοπικούς Ἂρχοντες.

   Ψυχή τῆς ἐκδηλώσεως καί ἐφέτος ὁ φέρελπις νέος, Κωνσταντῖνος Ἀγγελόπουλος, Πρόεδρος τοῦ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Μοίρα- Ζουμπάτας, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τούς συνεργάτες του, ἐνδεδυμένοι μέ ἐθνικές ἐνδυμασίες, ἒδωσαν ἰδιαίτερο τόνο στούς ἑορτασμούς. Συγκινητική ἦτο ἡ παρουσία τῶν Στρατιωτῶν ἀπό τήν Στρατιωτική Λέσχη Πατρῶν, τῶν Μελῶν τοῦ Σκοπευτικοῦ Ὁμίλου Πατρῶν καί τῶν νέων τοῦ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Σουλίου Πατρῶν.

          Συμμετεῖχαν στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις ὁ Πρόεδρος τοῦ Περιφερειακοῦ Συμβουλίου κ. Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου κ. Παναγιώτης Μελᾶς ὡς Ἐκπρόσωπος τοῦ Δημάρχου Πατρέων, ἡ Ἀντιδήμαρχος κ. Ἀναστασία Τογιοπούλου καί ἂλλοι Ἐκπρόσωποι Ἀρχῶν καί Φορέων.

          Δημοσιεύομε στή συνέχεια ἂρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου γιά τόν Ἐθνοϊερομάρτυρα Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο.

          Γρηγόριος, ὁ ἀοίδιμος τῶν Δέρκων Μητροπολίτης, ὁ Ἐθνοϊερομάρτυς.

(200 χρόνια ἀπό τό μαρτύριό του)

 

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν

κ.κ. Χρυσοστόμου.

 

            Μετά δέους ψυχῆς, ἀτενίζοντες πρός τήν πανσεβάσμιον μορφήν τοῦ μεγίστου ἐν Ἱεράρχαις, ἐν καιροῖς δυσχειμέροις διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος ἡμῶν, ἀοιδίμου Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου Μητροπολίτου Δέρκων καί ἐξαιτούμενοι τήν χάριν τοῦ Κυρίου, διά τῶν ἁγίων εὐχῶν καί πρεσβειῶν αὐτοῦ, ἀναφερόμεθα εἰς τά ἱστορικά καί ἀδιαμφισβήτητα στοιχεῖα τά ὁποῖα συνθέτουν τήν φωτεινήν προσωπικότητά του καί συνιστοῦν αὐτόν ἀναμφιβόλως ὡς ἅγιον Ἱερομάρτυρα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί γενναιότατον ἣρωα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πατρίδος.

          Ὁ τρισμακάριος αὐτός πατήρ τῆς Ἐκκλησίας καί Ἐθνοϊερομάρτυς ἐγεννήθη περί τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος (1750 περίπου) εἰς τό ὀρεινόν χωρίον τῆς Ἐπαρχίας Πατρῶν, ὀνομαζόμενον «Ζουμπάτα» ἐκ γονέων εὐσεβῶν, Κανέλλου καί Μαλάμως, οἱ ὁποῖοι ἐκαλλιέργησαν εἰς τήν ψυχήν αὐτοῦ ὡς καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μήτρου, τήν ἀγάπην πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί πρός τήν Πατρίδα. Διεκρίνετο παιδιόθεν διά τε τήν εὐσέβειαν, τήν εὐφυίαν καί τό ἀποφασιστικόν τοῦ χαρακτῆρος του.

          Ἐκ τῆς ἐφηβείας αὐτοῦ ἐπόθησεν τήν ἐλευθερίαν καί ἐζήλωσεν τήν μοναχικήν πολιτείαν, θεωρῶν ὃτι διά τῆς προσευχῆς καί τῆς εἰς τόν Θεόν ἀφοσιώσεως θά ἐνίσχυε τήν ὑπόδουλον Πατρίδα καί θά ἐνέπνεε τούς ἀγωνιστάς, ὣστε νά νικήσουν τόν Τοῦρκον κατακτητήν.  Ὡς ἀπεδείχθη ἐν τοῖς πράγμασι, εἶχεν δίκαιον ὁ ἐκ Ζουμπάτας νεανίας.

          Συνεκινεῖτο βαθύτατα ἀπό τάς θυσίας Κληρικῶν οἱ ὁποῖοι ἐτίθεντο ἐπικεφαλῆς τῶν ἀγωνιζομένων Ἑλλήνων, πολλάκις δέ ἐθυσίαζον τήν ζωή αὐτῶν, προασπιζόμενοι τά Ἱερά καί τά Ὅσια τοῦ Γένους.

          Διά τοῦτο ἐγκατέλειψεν, ἐνωρίς, τήν πατρικήν πτωχικήν ἑστίαν καί τήν ὀρεινήν ἰδιαιτέραν του πατρίδα, τό ποίμνιον τῶν προβάτων τό ὁποῖον ἐφύλασσε καί τάς ἂλλας ἀσχολίας καί εἰσῆλθεν ἳνα μονάσῃ εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Ἀθανασίου Φιλίων  Καλαβρύτων, ὃπου ἐμόναζε καί ἐξ’ αἳματος συγγενής του. Ἐκεῖ μετά τήν ἀπαιτουμένην δοκιμασίαν, ἐκάρη Μοναχός.

          Εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Ἀθανασίου ὁ Γρηγόριος, ἀργότερον, ἐξ’ εὐγνωμοσύνης κινούμενος καί εἰς μαρτυρίαν τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του ὡς Μοναχοῦ, κατεσκεύασε (διά δωρεᾶς του) κρήνην, ἣτις φέρει τό ὂνομά του.

          Κεκοσμημένος μέ σπάνια χαρίσματα καί πολλάς ἀρετάς, ὁ Γρηγόριος ἀπεστάλη ἐκ τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ Μονῆς ἳνα σπουδάσῃ τά ἱερά γράμματα καί τήν θύραθεν σοφίαν εἰς τάς φημισμένας σχολάς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατ’ ἀρχάς εἰς Δημητσάναν, ὓστερον εἰς Ναύπλιον καί ἐν τέλει εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὃπου ἐπεράτωσε τάς σπουδάς αὐτοῦ εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Γένους Σχολήν.

          Οὐδέν τυχαῖον συμβαίνει εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τά πάντα διέπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ οἰκονομία Αὐτοῦ. Διά τοῦτο καί ὁ Γρηγόριος εὑρέθη εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὁδηγούμενος ὑπό τῆς πανσθενουργοῦ Χειρός τοῦ Κυρίου.

          Διακρινόμενος διά τήν μόρφωσίν του, τήν γλωσσομάθειάν του καί τό ἀκέραιον καί αὐστηρόν αὐτοῦ ἦθος, ἐγένετο συντόμως γνωστός εἰς εὐρύτατον κύκλον κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς Πόλεως, ἑλκύσας τήν εὒνοιαν καί μεγάλην ἐκτίμησιν αὐτῶν.

          Ἡ φήμη του ἒφθασεν εἰς τά Πατριαρχεῖα, ὃπου ἐκλήθη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου τοῦ Β’ (1774-1780) ἳνα ὑπηρετήσῃ τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καταθέτων τόν πνευματικόν αὐτοῦ ὀβολόν, εἰς τό ἱερόν κανίσκιον τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς χρόνους καί καιρούς δυσκόλους διά τό ὑπόδουλον ὀρθόδοξον ἡμῶν Γένος.

          Ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ἐκτιμήσας τά ποικίλα αὐτοῦ χαρίσματα καί τάς πολλάς ἀρετάς, ἀλλά καί τήν ἀπόφασιν ἳνα θυσιάσῃ ἑαυτόν ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος, εἰσηγήθη εἰς τήν Πατριαρχικήν Σύνοδον τήν ἐκλογήν του εἰς Ἀρχιερέα καί τόν ἐχειροτόνησε Μητροπολίτην Λακεδαιμονίας, κατά τό ἒτος 1777, καταστήσας αὐτόν ἅμα καί Συνοδικόν Μητροπολίτην καθ’ ὃλον ἐκεῖνο τό ἒτος, ἳνα προσφέρῃ ἀπό τῆς ὑπευθύνου ἐκείνης θέσεως τάς πολλάς καί μεγάλας αὐτοῦ ὑπηρεσίας εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.

          Ἓν ἒτος ἀργότερον ἒφθασεν εἰς τήν πολυώδυνον ἐπαρχίαν του, ὃπου ἒτυχε συγκινητικῆς ὑποδοχῆς ὑπό τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖον ἒφερε βαθύτατον ψυχικόν ἂλγος, ἀπορφανισθέν, μετά τόν μαρτυρικόν θάνατον ὑπό τῶν Τούρκων, τοῦ ἡγιασμένου καί ἡρωικοῦ Ἱεράρχου των Ἀνανίου, τόν ὁποῖον εἰς τόν θρόνον διεδέχθη ὁ Γρηγόριος, ὃστις ἐπίσης ἒμελεν ἳνα θυσιασθῇ, ὡς κατωτέρω θά περιεγράψωμεν, ὑπέρ τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καί τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος.

          Ὁ νέος Ἱεράρχης τῆς ἱστορικῆς καί μαρτυρικῆς ἐπαρχίας, φλεγόμενος ἀπό τά ἲδια ἰδανικά μέ τόν μάρτυρα Προκάτοχόν του, ἠγωνίσθη νυχθημερόν, ὣστε νά ἀναζωπυρώσῃ τήν πίστιν καί τήν ἐλπίδα εἰς τάς ψυχάς τῶν δούλων Ἑλλήνων.

          Ἡ περίοδος ἦτο ἐξόχως δύσκολος καθ’ ὃσον οἱ Ἀλβανοί τούς ὁποίους εἶχον ἐξαπολήσει οἱ Τοῦρκοι, ἒκαιον, ἒσφαζον καί ἐλεηλάτουν, ὡς ἀντίποινα διά τήν συμμετοχήν τῶν Ἑλλήνων εἰς τά Ὀρλωφικά (1770).

          Ἂλλον μέλημα τοῦ λαμπροῦ Ἱεράρχου, ἦτο ἡ ἐνίσχυσις τῶν ἀγωνιστῶν Ἑλλήνων, τῶν Κλεφτῶν καί Ἁρματωλῶν καί ἡ ἀναζωπύρωσις τῆς ἰδέας διά τήν ἐπανάστασιν μέ σκοπόν τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικόν ζυγόν.

          Ἕνεκα τῆς μεγάλης αὐτοῦ δράσεως καί φιλοπατρίας, ὁ  πασᾶς τοῦ Μωρέως Σαλάμπασης ἀποφασίζει ἳνα συλλάβῃ καί φονεύσῃ τόν ἡρωϊκόν Ἱεράρχην. Ἀποστέλλει πρός τοῦτο ἀπόσπασμα ἐκ φανατικῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι συλλαμβάνουν τόν ἀοίδιμον ἂνδρα καί δέσμιον τόν ὁδηγοῦν εἰς τήν ἒδραν τοῦ πασᾶ εἰς Τριπολιτσάν, ὃπου καί φυλακίζεται μέ τήν ἀπόφασιν ἳνα κρεμασθῇ, ἀφοῦ δώσει πρός τοῦτο ἂδειαν ὁ Σουλτάνος, εἰς τόν πλάτανον, εἰς τό κέντρον τῆς πόλεως, ὃπου πλεῖστοι ὃσοι Ἓλληνες, Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, εὗρον θάνατον φρικτόν.

          Κατ’ οἰκονομίαν ὃμως τοῦ Θεοῦ, ἡ τοιαύτη, ζητηθεῖσα ὑπό τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ἂδεια, οὐδέποτε ἒφθασε καί ὁ Ἱεράρχης μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια ἐννέα μηνῶν ἐν τῇ φοβερᾷ εἰρκτῇ, ἀφέθη ἐλεύθερος.

          Ὁ Λαός ἐπανηγύρισε διά τήν ἐπιστροφήν τοῦ πνευματικοῦ των πατρός. Ὃμως ἡ χαρά δέν διετηρήθη ἐπί πολύ, ἀφοῦ τό ἒτος 1790, ὁ ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου πασᾶς, προσπαθεῖ νά παγιδεύσῃ τόν Ἱεράρχην καί μέ δόλον νά τόν ὁδηγήσῃ καί πάλιν εἰς Τρίπολιν. Ὁ εὐφυής Γρηγόριος, εὑρίσκει τρόπον ἳνα δραπετεύσῃ καί μέ τό γρήγορον ἂλογόν του φθάνει εἰς Μαραθωνήσιον (Γύθειον) καί ἐκεῖθεν μέ πλοιάριον εἰς Ὕδραν διά νά καταλήξῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὃπου ὁ Πατριάρχης καί οἱ περί αὐτόν τόν ὑποδέχονται ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει.

          Τοποθετεῖται τό 1791 εἰς τήν ἐπισκοπήν Βιδύνης (Βουλγαρίας), ὃπου νέαι βάσανοι καί ἀγῶνες μεγάλοι ἀναμένουν τόν Γρηγόριον. Συνδέεται μέ τόν Πεσβάνογλου τοῦ Βιδυνίου, ὁ ὁποῖος ἐπανεστάτησε ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου. Ἐπίσης συνάπτει ἰσχυρούς δεσμούς φιλίας μετά τοῦ Ρήγα Φεραίου. Ὃμως νέοι κίνδυνοι ὑποχρεώνουν τόν σεβάσμιον Ἱεράρχην, ἳνα  μεταβῇ, μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του, καί πάλιν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὃπου τόν ὑποδέχεται ἐν συγκινήσει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος ὁ Ε΄, ὁ ὁποῖος γνωρίζων τήν αὐταπάρνησιν τοῦ ἀνδρός τόν μεταθέτει εἰς τήν ἱστορικήν καί περιώνυμον Ἱεράν Μητρόπολιν Δέρκων.

          Ὁ σεπτός, ὁ τίμιος, ὁ ἀγωνιστής καί πολυώδυνος Ἱεράρχης, ἐργάζεται εἰς τήν ὡς εἲρηται Μητρόπολιν, ἀπό τοῦ ἒτους 1801 ἓως τοῦ ἒτους 1821, ὃτε μαρτυρικόν θάνατον ὑπέμεινε ὑπέρ  τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος. Καθίσταται στενώνατος συνεργάτης τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου, ἐπιστηρίζων αὐτόν εἰς ὣρας δυσκόλους διά τό Γένος καί προσφέρων ὑπηρεσίας πολυτίμους διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό Ἒθνος.

          Φλεγόμενος ἀπό ἱερόν ζῆλον ἳνα μορφωθοῦν οἱ Ἑλληνόπαιδες, ἐφρόντισε διά τήν ἳδρυσιν σχολείων εἰς τήν Μητρόπολίν του, διά τήν καλλιέργειαν καί διατήρησιν τῆς γλώσσης καί τοῦ ἑλληνορθοδόξου φρονήματος. Τά μέγιστα ἐπίσης συνετέλεσεν, ὁ μακάριος ἀνήρ, εἰς τήν ἀναδιοργάνωσιν τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς.

          Νοῦς διορατικότατος ἐφρόντισε διά τήν εἴσοδον νέων εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τούς ὁποίους ὁ ἲδιος ἐπαιδαγώγησεν καί ἐμόρφωσεν, ὣστε ἀργότερον νά ἀναδειχθοῦν ἐξ’ αὐτῶν καί Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι, ὡς ὁ Γρηγόριος ὁ Στ’ (1835-1840 καί 1867-1871)  καί Ἂνθιμος ὁ Ε’ (1841-1842).

          Ἐμυήθη εἰς τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν καί κατέστησε τήν οἰκίαν αὐτοῦ κέντρον συνάξεως Ἑλλήνων φλεγομένων ὑπό τοῦ πόθου τοῦ ἀγῶνος διά τήν ἐλευθερίαν, φάρον φωτεινόν εἰς τήν ἀσέληνον νύκτα καί τόπον πνευματικῆς ἀναψυχῆς καί ἀναπαύσεως τῶν διωκομένων καί κατατρεγμένων ὑπό τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, Ἑλλήνων καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

          Εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Γρηγορίου ἐγένετο ἡ τελευταία (τρίτη) ἐκλογή τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’, ὡς Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἐκεῖ εὗρεν καταφύγιον ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος,  ὁ καί παπα-Φλέσσας ἐπικαλούμενος καί ἐκεῖ ἐμυήθη εἰς τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν.

          Ἀλλ’ ἡ ὣρα τῆς ἐνδόξου ἐξόδου ἐκ τῆς πολυταράχου καί πολυωδύνου βιοτῆς τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, ἢδη πλησιάζει.

          Ὁ ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγωνιζόμενος Μητροπολίτης Δέρκων, ἐπρόκειτο, τήν στενήν ὁδόν ἳνα βαδίσῃ, αἳρων τόν σταυρόν τοῦ μαρτυρίου, ἑπόμενος τοῖς ἲχνεσι τῶν μεγάλων μαρτύρων τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί τῆς ἐνδόξου ὀρθοδόξου ἡμῶν πατρίδος. Ὁ Γρηγόριος τό γνωρίζει, ἀλλ’ οὐδόλως δειλιᾶ. Μᾶλλον χαίρει καί ἀγάλλεται καί εἰς τόν Πατριάρχην ἀπευθυνόμενος λέγει: «...Ἂν δέν προφθάσωμεν νά κοινωνήσωμεν εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν, θά ἲδωμεν τήν δόξαν καί τήν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν οὐρανόν...»

          Τόν Φεβρουάριον τοῦ 1821, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης διέβη τόν ποταμόν Προῦθον καί ὓψωσε τήν σημαίαν τῆς Ἐπαναστάσεως εἰς τάς παραδουναβίους περιοχάς, ἐκδίδων τήν ἐπαναστατικήν προκήρυξιν: «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος».

          Ὁ Μωρέας ἀνέστη καί εἰς τήν Ἁγίαν Λαύραν καί τάς Πάτρας, ὁ Ἱεράρχης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός ὓψωσε τό Λάβαρον καί τήν σημαίαν τοῦ ἀγῶνος. Ὁ Σουλτάνος ἢδη ἐταράχθη καί ζητεῖ ἀπό τόν Πατριάρχην ἐγγυήσεις, ἀπαιτῶν ὁμήρους, ὣστε νά εἶναι βέβαιος διά τήν ὑποταγήν τῶν ραγιάδων. Τήν 9ην Μαρτίου 1821, ὁ ἀοίδιμος Δέρκων Γρηγόριος μετέχει ἀντιπροσωπείας καί ἐπισκέπτεται τόν Σουλτᾶνον μετά τῶν Μητροπολιτῶν, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Ἀγχιάλου Εὐγενίου, Τυρνόβου Ἰωάννου, Νικομηδείας Ἀθανασίου, Ἀδριανουπόλεως Δωροθέου καί Ἐφέσου Διονυσίου.

          Μετά ἀπό πολλήν προσευχήν ὁ ἁγιώτατος τῶν Δέρκων Ἐπίσκοπος, κατορθώνει ἳνα κερδίσῃ χρόνον συνομιλῶν μετά τοῦ Σουλτάνου, ὣστε νά σωθοῦν οἱ Ἓλληνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί οἱ Ἀρχιερεῖς νά ἐπιστρέψουν σῶοι εἰς τό Πατριαρχεῖον.

          Τήν 30ην Μαρτίου 1821, ἒφθασεν ἡ εἲδησις ὃτι ἡ Ἐπανάστασις ἐν Πελοποννήσῳ ἐγενικεύθη.

          Ὁ Σουλτάνος ἀφρίζων καί τρίζων τούς ὁδόντας στρέφεται ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου καί τῶν, ὡς εἲρηται, Ἀρχιερέων.

          Τό Πάσχα τῆς Ὀρθοδοξίας πλησιάζει, ἢδη ὃμως ἒφθασε καί τό ἰδικόν των πάσχα. Τό Μέγα Σάββατον ὁ Πατριάρχης ἐρωτᾶ τόν Γρηγόριον, διατί εἶναι εὒχαρις καί ὁ ἡρωϊκός καί μέγας Ἱεράρχης ἀπαντᾶ: «Διατί Παναγιώτατε, νά λυπηθῶ; Ἀφοῦ συντόμως θά μεταβῶ διά τῆς σπάθης τοῦ δημίου ἀπό τόν πρόσκαιρον βίον εἰς τήν αἰωνιότητα».

          Καί ἰδού ἀνέτειλε ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα. Ἦτο 10η τοῦ μηνός Ἀπριλίου τοῦ 1821. Τό ἐθελόθυτον θῦμα, ὁ Ἐθνάρχης, ὁ Ἃγιος Ἐθνοϊερομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’, ὑπογράφει βαφαῖς ἐρυθραῖς, τό συμβόλαιον τῆς ἐλευθερίας κρεμάμενος ἐκ τῆς ἀγχόνης, ἣτις ἐστήθη δι’ αὐτόν ὑπό τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, εἰς τήν κεντρικήν πύλην τοῦ Πατριαρχείου.

          Τήν ἰδίαν ἡμέραν, ὑψιπέτες ἀετοί, φεύγουν μαρτυρικῶς διά τήν αἰωνιότητα, φέροντες τά στίγματα τοῦ Κυρίου καί τῆς πολυωδύνου Ἑλλάδος, ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καί ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος.

          Οἱ ἐλεύθεροι πλέον ἀπό τῆς πικρᾶς δουλείας καί τοῦ σαρκίου τά δεσμά, μακάριοι καί ἃγιοι Ἱεράρχαι μέ πρῶτον τόν Πατριάρχην Γρηγόριον,  ἐμψυχώνουν πνευματικῶς ἐκ τῶν οὐρανίων σκηνωμάτων, τούς ἐν φυλακῇ οἰκτρῶς βασανιζομένους Ἀρχιερεῖς, Δέρκων Γρηγόριον, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Τυρνόβου Ἰωαννίκιον καί Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεον.

          Θαυμάσιος πίναξ, ἀπεικονίζων τούς ἐν τῇ φυλακῇ κεκλεισμένους καί φρικτῶς βασανιζομένους Ἱεράρχας, μέ ἱστάμενον ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν τόν ἀοίδιμον Δέρκων Γρηγόριον, ἐμψυχώνοντα αὐτούς, εὑρίσκεται εἰς τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν.

          Ὁ Γάλλος Πουκεβίλ διασώζει τήν περιγραφήν τῆς ζοφερᾶς φυλακῆς τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ὡς ἐξῆς: "Σκοτεινόν δεσμωτήριον ἐπιφυλασσόμενον εἰς τούς προωρισμένους διά τάς βασάνους, ἐφιλοξένει κατά τόν χρόνον τοῦτον τά μέλη τῆς Συνόδου. Ἀνοιγομένων τῶν θυρῶν του μετά μεγάλου πατάγου, ἀντίκρυζεν ὁ εἰσερχόμενος ἐν αὐτῷ στρέβλας, στεφάνους, σιδηρούς καί ὄνυχας. Εἷς Οὐλεμάς, βοηθούμενος ὑπό πολλῶν ἄλλων κρατούντων λαμπάδας ἐκ ρητίνης, προτείνει αὐτοῖς τήν ἐξωμοσίαν, ἐνῶ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἀόρατος εἰς πάντας, τοποθετεῖται ἐν μέσῳ τῶν πατέρων ἵνα ὑποστηρίζῃ αὐτούς ἐν τῇ μάχῃ, ἐκ τῆς ὁποίας πρέπει νά ἐξέλθωσι νικηταί" .

          Εἰς τάς ἀπειλάς τῶν Τούρκων, ὁ Δέρκων ἀπαντᾶ ὃτι οἱ Ἀρχιερεῖς θυσιάζονται  ὑπέρ τοῦ ποιμνίου των, μή  προδίδοντες τά ἱερά καί ὃσια τά ὁποῖα φυλάσσουν ὡς θησαυρόν ἀτίμητον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν, οὐδόλως δειλιῶντες πρό καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου.

Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων εἰς τόν ἐκφωνηθέντα ὑπ' αὐτοῦ λόγον διά τούς Ἐθνοϊερομάρτυρας Ἱεράρχας εἰς τήν "Γραικικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας" κατά τήν τέλεσιν τοῦ μνημοσύνου των, ἀναφέρει: "Οἱ Ὀθωμανοί ἐνεθάρρυνον αὐτούς δολίως καί τούς ἐκολάκευον, ἐλπίζοντες ὅτι διά τῆς πλαστῆς καί προσωρινῆς ἡμερότητος θέλει μαλάξῃ καί αὐτούς ἀναδείξῃ προδότας τῆς πίστεως καί τοῦ Ἔθνους. Ἀλλ' οἱ ὅσιοι πρός ἕν βλέποντες, τό ὕψος τοῦ ἀξιώματος αὐτῶν διεφύλαττον ἀκλόνητον καί ἀκράδαντον τό φρόνημα τῆς ψυχῆς. Μεταβαλόντες τήν εἰρκτήν των εἰς ναόν, ἔψαλον παρρησίᾳ τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας ἔμπροσθεν τῶν ἀγρίων δεσμοφυλάκων καί κατ' αὐτό πολλάκις τό μεσονύχτιον ὡς ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας εἰς τό δεσμωτήριον τῶν Φιλίππων" Συνθέτει μάλιστα ὁ ἱερώτατος Δέρκων Γρηγόριος, ἐντός τῆς φυλακῆς καί ὕμνον πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον: "Τῇ Θεοτόκῳ οἱ πιστοί νῦν προσπέσωμεν ἐν μετανοίᾳ κράζοντες καί δάκρυσι θερμοῖς, λύτρωσον τούς δούλους σου τοῦ παρόντος κινδύνου, τῆς αἰχμαλωσίας τε καί σφαγῆς καί ἀγχόνης..." Καί ὁ ὕμνος καταλήγει μέ θερμάς προσευχάς πρός τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων. "Κύριε ἰδού προσπίπτομεν κλίνοντες τά γόνατα καί δεόμενοι. Ἴδε τήν θλίψιν τοῦ ταλαιπώρου γένους ἡμῶν καί κάμφθητι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας.

Ἐλέησον ἡμᾶς τυραννουμένους, οἴκτειρον ἀδυρωμένους πρός Σέ τόν εὔσπλαχνον, ἰδού γάρ ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τήν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν ναούς τούς ἁγίους σου. Ἰδού οἱ διώκοντες ἡμᾶς οὐκ ἀπέλιπον εἶδος κακώσεως καί τυραννίας ὅπερ οὐκ ἐποίησαν ἐφ' ἡμᾶς. Τούς προκρίτους τοῦ γένους ἡμῶν ὡς πρόβατα σφαγῆς ἐν τοῖς τριόδοις κατασφάττουσι. Τούς ἱερεῖς ἡμῶν καί ποιμένας ὡς ληστάς πρός τῶν πυλῶν δι' ἀγχόνης φονεύουσι! Τάς εὐκόσμους χώρας καί νήσους ἡμῶν λεηλατοῦσι..".

          Καί τήν ἐξόδιον Ἀκολουθίαν των, ἀρχόμενος ὁ Δέρκων μετά τῶν ἂλλων, ἒψαλε.

          Ἡ ὣρα τῆς λυτρώσεως καί τῶν στεφάνων ἢδη ἒφθασεν...Τήν 3ην Ἰουνίου 1821, τά ἱερά ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος σφάγια, ὁδηγοῦνται  εἰς τήν ἀγχόνην. Ὁ Παπαρηγόπουλος μᾶς πληροφορεῖ:

"Ἀκάτιον κομίζον τά τέσσερα θύματα καί τόν δήμιον ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Κερατίου Κόλπου καί ἤρχισε νά διαπλέῃ παρά τήν Εὐρωπαίκήν παραλίαν τοῦ Βοσπόρου. Οἱ τρεῖς τοῦ Δέρκων σύντροφοι ἦσαν ὀπωσοῦν ἐπτοημένοι, ἀλλ΄ αὐτός ἀγέρωχος πάντοτε παρεμύθει τούς ἄνδρας καί ἐνεθάρρυνε καί ἔψαλεν τήν νέκρωσιμον ἀκολουθίαν. Ὄταν προσωρμίσθη τό ἀκάτιον εἰς Ἀρναούτκιοϊ, πρῶτος ἀπήχθη εἰς τήν ἀγχόνην ὁ Τυρνόβου. Τήν στιγμήν ταύτην οἱ ἄλλοι ἀπέστρεψαν τούς δακρύοντες ὀφθαλμούς τους, ὁ δέ Δέρκων ὄρθιος ἱστάμενος καί παρακολουθῶν τό θῦμα μέχρι τῆς τελευταίας περιπετείας τοῦ θανάτου, ἀνέκραξε διά τῆς στεντορείας αὐτοῦ φωνῆς "Μακαρία ἡ ὁδός ἦ πορεύη σήμερον ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως". Κατά τά αὐτά ἀπαραλλάκτως ἐγένετο εἰς Μέγα Ρεῦμα, ὅπου ἀπηγχονίσθη ὁ Ἀδριανουπόλεως καί εἰς Νεοχώριον ὅπου τόν αὐτόν ἔλαβε θάνατον ὁ Θεσσαλονίκης. Ὁ Δέρκων, καίπερ ὑπεραβδομηκοντούτης, ἐπήδησεν ἐλαφρός καί θαρραλέος εἰς τήν ἀποβάθραν (τῶν Θεραπειῶν) ὡς ἄν ἀπήρχετο εἰς θρίαμβον".

          Εἰς τήν ὁδόν πρός τό μαρτύριον ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἀδελφούς του καί συμμάρτυρας Ἀρχιερεῖς ἒλεγεν:

«...Μή δειλιάσητε ἀδελφοί, βαδίσατε γενναῖοι τήν ὁδόν τῆς ἀθλήσεως. Ἐντός ὁλίγου  θά συναντηθῶμεν ἐν τῇ Οὐρανίῳ Βασιλείᾳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν»

          Εἶδε τό μαρτύριον δι’ ἀγχόνης τοῦ Μητροπολίτου Τυρνόβου εἰς Ἀρναούτκιοϊ καί τοῦ Ἀδριανουπόλεως εἰς Μέγα Ρεῦμα καί τοῦ Θεσσαλονίκης εἰς Νεοχώριον. Τούς ἐσταύρωσε μέ τό ἡγιασμένον χέρι του τρεῖς φοράς καί ἀτενίζων πρός τόν οὐρανόν, δι’ ἓνα ἓκαστον, ἐξ’ αὐτῶν ἒψαλε τό, «Μετά τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ τήν ψυχήν τοῦ δούλου σου...»

          Ταύτας τάς λεπτομερείας ἐδιηγήθη ὁ δήμιος αὐτοῦ, ὃστις ἦτο ἐξωμότης Χριστιανός καί μετά ταῦτα συγκλονισθείς, προσῆλθεν εἰς τό Πατριαρχεῖον γονυπετής τήν συγγνώμην ἐκζητῶν.

          Παρέμεινεν ἂταφον τό σεβάσμιον λείψανόν του ἐπί τρεῖς ἡμέρας, κρεμάμενον ἒμπροσθεν τῆς Μητροπόλεως. Τήν νύκτα ἐφαίνετο ὁλοφώτεινον καί εἰς αὐτούς τῶν βαρβάρων τούς ὀφθαλμούς. Ἐν συνεχείᾳ παρεδόθη εἰς τόν βάρβαρον ὂχλον, ἐποδοπατήθη εἰς τάς ὁδούς καί τάς ρύμας καί ἐρρίφθη εἰς τά νερά τοῦ Βοσπόρου. Ἡ θάλασσα τῆς σκλάβας Πόλης ἐγένετο ὁ ὑγρός τάφος τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρος Ἱεράρχου.

          Ἓν ἒτος ἀργότερον, τήν 10ην Ἀπριλίου 1822, κατά τό ἱερόν μνημόσυνον τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε’, ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ’ Οἰκονόμων, ἀναφερόμενος εἰς τόν μέγαν Ἱεράρχην, Γρηγόριον Δέρκων, τόν ἣρωα καί μάρτυρα, ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, ἒλεγε.

    «...Ὧ μεγάλε τῶν Δέρκων καί τῆς Ἁγίας Συνόδου φωστήρ, ὧ Γρηγόριε, τό καύχημα τῆς Πελοποννήσου καί πάσης Ἑλλάδος, ἡ λαμπάς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας, ἡ σάλπιξ τοῦ θείου κηρύγματος. Ποιμήν ἀγαθέ, τοῦ ὁποίου τάς ἀρετάς καί τούς ἀγώνας καί τούς κινδύνους μαρτυροῦσιν ἡ Λακεδαίμων, ἡ Βιδύνη καί οἱ Δέρκοι, τρεῖς ἐπαρχίαι, τάς ὁποίας μίαν μετά τήν ἂλλην ἐποίμανας ἐνδόξως καί θεοφιλῶς...»

          Αὐτός ἦτο ὁ μέγας τῷ ὂντι, Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος, ὁ ἐπ’ ἀρετῇ, ὁσιότητι βίου, ἀνδρείᾳ καί μαρτυρίῳ διακριθείς καί ὑπό πάντων τιμηθείς καί ἂχρι τοῦ νῦν τιμώμενος καί ὡς ἃγιος ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καί τῇ Ἱερᾷ τῶν Πατρῶν Μητροπόλει, ὑπό πάντων μακαριζόμενος.

          Εἰς τήν γενέτειράν του Ζουμπάταν, ὑπάρχει ἡ εἰκών αὐτοῦ ἱστορηθεῖσα ἀπό παλαιῶν ἐτῶν, εἰς ἣν φέρει ὁ Ἐθνοϊερμάρτυς πέριξ τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας αὐτοῦ κεφαλῆς φωτοστέφανον, διότι ὡς Ἐθνοϊερομάρτυς εἶχον καί ἒχουν ἐν τῇ συνειδήσει αὐτῶν ὃ τε ἱερός Κλῆρος καί ὁ εὐσεβής Λαός, τῆς κατά Πάτρας Ἐκκλησίας.

          Κατ’ ἒτος, εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς γενετείρας αὐτοῦ Ζουμπάτας, ἀπό τῆς ἐγκαταστάσεως ἡμῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μητροπόλει τῶν Πατρῶν, τελοῦμεν τήν Θείαν Λειτουργίαν καί ἐν συνεχείᾳ λαμπράς ἐκδηλώσεις τιμῆς καί μνήμης διά τόν Ἐθνοϊερομάρτυρα Δέρκων Γρηγόριον.

          Ἐφιλοτεχνήθη δέ, ἐν συνεργασίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μετά τοῦ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου τοῦ χωρίου, ἡ προτομή τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου καί ἐτοποθετήσαμεν αὐτήν εἰς τήν εἲσοδον τῆς ἰδιαιτέρας αὐτοῦ πατρίδος. Κατ’ ἒτος δέ στεφανώνωμεν ἂνθεσι καί στεφάνοις ἐκ δάφνης αὐτήν εἰς ἒνδειξιν τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν μεγάλον Ἱεράρχην, τόν ὁποῖον ἐχαρακτηρίσαμεν εἰς ὁμιλίαν ἡμῶν, «Λέοντα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἑλλάδος».

          Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη.











































1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Έχει εθνικό φρόνημα ο καλός μητροπολίτης Χρυσόστομος.
Ευχόμαστε να προστατεύει τους καλούς κληρικούς του, τους ορθόδοξα παραδοσιακούς από τούς κακόγλωσσους και κακούς ανθρώπους.