Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης
Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Πολλὰ εἶνε,
ἀγαπητοί μου, τὰ ἐλαττώματα καὶ οἱ κακίες ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἕνα ἀπὸ τὰ
πιὸ φοβερὰ εἶνε αὐτὴ ἡ κακία ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τόσο ζωηρά· εἶνε
ἡ σκληροκαρδία, τὸ νὰ ἐμμένῃ δηλαδὴ κανεὶς στὴν κακία πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν
ἔχῃ τὴ διάθεσι νὰ συγχωρήσῃ αὐτὸν ποὺ τοῦ ἔφταιξε.
Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὴν ψυχὴ τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἦταν δυνατὸν ν᾽ ἀφήσῃ τὴν πληγὴ αὐτὴ χωρὶς φροντίδα καὶ γειατριά. Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσῃ τὴ βασιλεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καταλλαγῆς. Θέλοντας λοιπὸν νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ ἀγκάθι αὐτὸ τῆς σκληροκαρδίας καὶ στὴ θέσι του νὰ φυτέψῃ τὸ οὐράνιο φυτὸ τῆς ἀγάπης, δίδαξε μία γλαφυρὴ παραβολή, τὴν παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα(βλ. Ματθ. 18,23-35).
Ἂν ἀνοίξουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη, βλέπουμε ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν περικοπὴ αὐτὴ λέει, ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ρώτησε τὸν Θεῖο διδάσκαλο· –Κύριε, ἂν μοῦ φταίξῃ ὁ ἀδελφός μου, πόσες φορὲς ἔχω χρέος νὰ τὸν συγχωρήσω; εἶνε ἀρκετὸ μέχρι ἑπτὰ φορές; (τὸ ἑπτὰ ἦταν ὁ ἀριθμὸς ποὺ γιὰ τὰ μέτρα τῆς παλαιᾶς διαθήκης σημαίνει ἐπάρκεια, πληρότητα). Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐγκαινίασε τὴν καινὴ διαθήκη κ᾽ ἔφερε τὴ δική του βασιλεία, τοῦ ἀπαντᾷ· –Δὲν σοῦ λέω μέχρι ἑπτά, ἀλλὰ μέχρι ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτά· μ᾽ αὐτὸ δὲν ἐννοεῖ 70Χ7=490 ἀλλὰ ἄπειρες φορές. Καὶ μετὰ τὴν ἀπάντησι αὐτή, γιὰ νὰ ἐξηγήσῃ καλύτερα αὐτὸ ποὺ εἶπε, κάνει τὴ σημερινὴ διδασκαλία.
* * *
Ὑπῆρχε, λέει στὴν παραβολή, ἕνας
καλὸς βασιλιᾶς, πλούσιος καὶ ἔνδοξος, ποὺ μοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς ὑπηκόους
του, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή (κάτω ἀπὸ τὰ πλούτη αὐτὰ ἐννοοῦνται τὰ διάφορα
χαρίσματα). Σὲ ἄλλον ἔδωσε χρήματα, σὲ ἄλλον κτήματα, σὲ ἄλλον μιὰ ἱκανότητα, σὲ
ἄλλον τέχνη, σὲ ἄλλον ἐπιστήμη, σὲ ἄλλον ὑγεία, σὲ ἄλλον κάτι ἄλλο. Ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε
κεφάλαια, μὲ τὰ ὁποῖα προικίζονται ὅλοι· ὁ Θεὸς τὰ ἐμπιστεύεται στὸν καθένα, γιὰ
νὰ τὰ ἐπωφεληθῇ πρὸς τὸ καλὸ τὸ δικό του καὶ τῶν συνανθρώπων του.
Κάποτε λοιπὸν ἦρθε καὶ ἡ μέρα ποὺ
ἔπρεπε ὅλοι νὰ λογοδοτήσουν γιὰ τὴ διαχείρισι τῶν κεφαλαίων ποὺ πῆραν. Κάλεσε
τοὺς «δούλους» του νὰ λογαριαστοῦν μαζί του. Τὸ εὐαγγέλιο τοὺς ὀνομάζει
«δούλους» (Ματθ. 18,23), διότι καὶ ὁ πιὸ ἔνδοξος ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου δὲν
εἶνε παρὰ ἕνας μικρὸς καὶ ἀσθενὴς θνητός. Φέρνουν λοιπὸν μπροστά του ἕνα δοῦλο ὁ
ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰ λογιστικὰ βιβλία, χρωστοῦσε ἕνα ὑπέρογκο ποσό, 10.000
τάλαντα (1 ἀργυρὸ τάλαντο ἦταν 6.000.000 δραχμές, καὶ 1 χρυσὸ τάλαντο περίπου
10 φορὲς περισσότερο, δηλαδὴ 60.000.000 δραχμές).
Τὸ χρέος του ἦταν τόσο μεγάλο, ποὺ
δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ ποτέ. Τί τὸν περίμενε; ὁ δρόμος γιὰ τὴ φυλακή,
μέχρι ν᾽ ἀποδώσῃ τὸ χρέος. Στὴ φυλακὴ ὅμως δὲν ἐπρόκειτο νὰ βρῇ χρήματα γιὰ νὰ
ξεχρεωθῇ· θὰ ἔμενε δηλαδὴ ἰσοβίως φυλακισμένος χωρὶς ἐλπίδα ἀποφυλακίσεως. Τί νὰ
κάνῃ ὁ ταλαίπωρος, πέφτει στὰ πόδια τοῦ ἀφέντη καὶ ζητάει ἔλεος· παρακαλεῖ νὰ
τοῦ δοθῇ μιὰ προθεσμία καὶ ὑπόσχεται ὅτι θὰ ἐξοφλήσῃ – πρᾶγμα ἀδύνατο. Καὶ τότε
συμβαίνει κάτι ἀπροσδόκητο· ὁ κύριός του τὸν σπλαχνίζεται καὶ τοῦ χαρίζει ὁλόκληρο
τὸ χρέος! Ἀφάνταστη δωρεά.
Ἂς σταθοῦμε γιὰ λίγο ἐδῶ, ποὺ
κλείνει τὸ πρῶτο μέρος τῆς παραβολῆς.
Ποιόν εἰκονίζει ὁ βασιλεύς; Εὔκολα
τὸ καταλαβαίνουμε, εἰκονίζει τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, μπροστὰ στὸν ὁποῖον
ὅλοι, ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ βασιλεῖς, εἶνε δοῦλοι.
Καὶ τί εἰκονίζει τὸ χρέος τῶν δισεκατομμυρίων δραχμῶν; Εἶνε τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν.
Κάθε ἁμαρτία εἶνε ἕνα χρέος ποὺ τὸ καταγράφουν οἱ ἄγγελοι στὰ βιβλία τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ὁ Θεὸς τὸ χαράζει στὴν πλάκα τῆς συνειδήσεως. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας;
Πολλές, ἀναρίθμητες!
Μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τὶς τρίχες τῆς
κεφαλῆς ἢ τ᾽ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ ἢ τοὺς κόκκους τῆς ἀμμουδιᾶς στὸ ἀκρογιάλι; ἄλλο
τόσο μποροῦμε νὰ μετρήσουμε τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὴ φανῇ αὐτὸ ὑπερβολή. Ἁμαρτάνουμε
μὲ κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο· μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὸ σῶμα, μὲ κάθε μέλος μας. Ἁμαρτάνουμε
μὲ τὸ χέρι, μὲ τὸ μάτι, μὲ τὴ γλῶσσα (ποὺ φλυαρεῖ, λέει ψέματα, προσβάλλει,
κατακρίνει, αἰσχρολογεῖ, χυδαιολογεῖ, βλασφημεῖ). Ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ νοῦ, ποὺ
γίνεται ἀποθήκη ἀνόμων καὶ ἀκαθάρτων σκέψεων (κενοδοξία, αὐταρέσκεια,
ματαιοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεια, οἴησι, ὑπερηφάνεια, περιφρόνησι τοῦ ἄλλου, δόλο
κατὰ τοῦ πλησίον, ἰδιοτελῆ σκοπιμότητα). Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν καρδιά, ἡ ὁποία μὲ
τὴν κτηνώδη ἐμπάθεια καταντᾷ ἕνας σταῦλος ῥυπαρῶν ἐπιθυμιῶν. Ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα,
ἁμαρτάνουμε καὶ τὴ νύχτα. Ἁμαρτάνουμε ὅλοι· μεγάλοι καὶ μικροί, πλούσιοι καὶ
φτωχοί, ἄρχοντες καὶ λαός, ἄντρες καὶ γυναῖκες, γέροι ποὺ ζύγωσαν στὸν τάφο ἀλλὰ
καὶ νέοι καὶ παιδιά. Οἱ ἁμαρτίες εἶνε ἕνα ἄθροισμα ἀφάνταστο.
Καὶ τί κάνει ὁ πανάγαθος Θεός; ἀποφασίζει
νὰ μᾶς ἀφανίσῃ ὅπως τοὺς κατοίκους τῶν Σοδόμων; ῥίχνει ἀπ᾽ τὰ οὐράνια κεραυνοὺς
νὰ μᾶς κάψῃ; Ὄχι. Ἀλλὰ τί; Τὸ λέει ἡ παραβολή· συγχωρεῖ! Ἅμα μετανοήσῃς, ἅμα
συναισθανθῇς βαθειὰ τὸ σφάλμα σου, ἅμα στάξῃ ἀπὸ τὸ μάτι μας ἕνα θερμὸ δάκρυ
μετανοίας, παίρνει τότε τὸ σφουγγάρι καὶ σβήνει ἀπὸ τὸ μαυροπίνακα τὶς ἁμαρτίες
καὶ τὶς ἐνοχές.
Ἔτσι κάνει ὁ καλὸς Θεὸς στὸν
φταίχτη καὶ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ἐμεῖς τώρα πῶς συμπεριφερόμεθα στοὺς ἄλλους, στοὺς
συνανθρώπους ποὺ τυχὸν μᾶς ἀδίκησαν; Αὐτὸ βλέπουμε στὸ δεύτερο μέρος τῆς
παραβολῆς.
Μόλις ὁ δοῦλος –χωρὶς νὰ πῇ οὔτε ἕνα
εὐχαριστῶ στὸν ἀφέντη– βγαίνει ἀπ᾽ τὸ παλάτι τοῦ βασιλιᾶ, συναντᾷ ἕνα συνάδελφό
του, ποὺ χρωστοῦσε σ᾽ αὐτὸν ἑκατὸ δηνάρια (100 δραχμές). Τὸν πιάνει ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ
νὰ τὸν πνίξῃ καὶ τοῦ φωνάζει· –Δός μου ἀμέσως ὅ,τι μοῦ χρωστᾷς. –Σὲ παρακαλῶ,
λέει ἐκεῖνος, δός μου μιὰ προθεσμία καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω. Αὐτὸς ὅμως δὲν τὸν
λυπᾶται· ἄσπλαχνος καὶ σκληρὸς ἀπέναντί του, πάει καὶ τὸν ῥίχνει ἀμέσως στὴ
φυλακή. Τί ἀπάνθρωπη διαγωγή! ὁ βασιλιᾶς τοῦ χάρισε δισεκατομμύρια, κι αὐτὸς δὲν
χαρίζει οὔτε ἕνα μεροκάματο.
Ὁ ἄσπλαχνος δοῦλος ὅμως δὲν μένει
ἀτιμώρητος. Ὁ ἀφέντης, ποὺ μαθαίνει τὴ σκληροκαρδία του, τὸν καλεῖ καὶ τοῦ λέει
αὐστηρά· Πονηρὲ δοῦλε, σοῦ ἔδειξα τόση συμπάθεια· δὲν ἔπρεπε νὰ συμπαθήσῃς κ᾽ ἐσὺ
τὸν ἀδελφό σου; Ἀποδείχθηκες ἀνάξιος, γι᾽ αὐτὸ ἀνακαλῶ τὴ δωρεά· θὰ πᾷς στὴ
φυλακὴ ὥσπου νὰ ἐξοφλήσῃς ὅλο τὸ χρέος σου!
Τὸ ἴδιο, λοιπόν, θὰ πάθουμε καὶ ὅλοι
ὅσοι δὲν συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς μας.
* * *
Ὤ, ἀγαπητοί μου, πόσο τὸ μῖσος ἔχει
ῥιζώσει στὶς ψυχές μας! Γιὰ μηδαμινὰ πράγματα κηρύττουμε πόλεμο κατὰ τοῦ
πλησίον. Γιὰ ἀνάξιες λόγου ἀφορμὲς διακόπτουμε σχέσεις· γιατὶ δὲν μᾶς ἔδωσαν
σημασία, δὲν μᾶς πρόσεξαν, δὲν μᾶς τίμησαν ὅπως περιμέναμε, δὲν μᾶς μίλησαν εὐγενικὰ
κ.λπ.. Κι ἀμέσως τοὺς κάνουμε ἐχθρούς, δὲν τοὺς μιλᾶμε, τοὺς μισοῦμε, τοὺς
κατηγοροῦμε… Τὸ μῖσος σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις εἶνε τόσο, ὥστε ἀκόμα καὶ στὸ
τέλος τῆς ζωῆς, σὲ παραμονὲς θανάτου, δὲν συμφιλώνονται, δὲν συγχωροῦνται.
Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὸ τὸ συμφέρον
μας, οὔτε τὸ ἐπίγειο οὔτε τὸ οὐράνιο.
Τὸ ἐπίγειο, διότι αὐτὸς ποὺ μισεῖ
ζῇ μιὰ ταραγμένη ζωή. Ἔχει διαρκῶς τρικυμία στὴν ψυχή. Σκορπιοὶ τύψεων κεντοῦν
τὴ συνείδησί του. Ἔχει χάσει τὴν εἰρήνη καὶ γαλήνη του.
Ἀλλὰ καὶ τὸ οὐράνιο. Διότι, ὅπως
εἴδαμε στὴν παραβολή, ὁ Θεὸς τὸν κρίνει ἀνάξιο τοῦ ἐλέους. Ἄνθρωπε, φωνάζει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος, ὁ Θεὸς σοῦ χαρίζει ἕναν ὠκεανὸ ἀγάπης, κ᾽ ἐσὺ δὲν
παραδειγματίζεσαι νὰ χαρίσῃς οὔτε μιὰ σταγόνα συμπαθείας; Ἀποκλείεις λοιπὸν τὸν
ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ μέγα ἔλεός του.
Ὅταν ἡ μνησικακία φωλιάσῃ στὸν ἄνθρωπο,
εἶνε βαρειὰ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, φοβερὸ καρκίνωμα. Ὁ μνησίκακος εἶνε ἀξιολύπητος.
Ἂν θέλουμε νὰ λάβουμε ἀπ᾽ τὸ Θεὸ
τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων μας καὶ νὰ βροῦμε τὴ γαλήνη τῆς ψυχῆς μας, νὰ
συγχωροῦμε κ’ ἐμεῖς ὅσους τυχὸν μᾶς ἔφταιξαν.
Ἂς φροντίσουμε, ἡ ψυχή μας νὰ γίνῃ
περιβόλι τῆς ἀγάπης. Νὰ ξερριζώσουμε τὸ ἀγκάθι τοῦ μίσους ποὺ ματώνει τὴν
καρδιά. Νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅμοια μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου