Κυριακή Ε' Λουκά
«ΔΥΟ ΠΛΟΥΣΙΟΙ»
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Σήμερα διαβάσαμε μόνον δώδεκα
στίχους από το 16ο κεφάλαιο του Λουκά. Και όμως αυτοί οι δώδεκα στίχοι,
ουσιαστικά, είναι ολόκληρη η ζωή μας! Η «εδώ» ζωή και η «εκεί» ζωή.
Δύο ζωές; Όχι, μία ζωή. Μια ζωή
με δύο τμήματα.
Θυμάστε, λίγο-πολύ, τη διήγηση του Ευαγγελίου. Ένας αδιάφορος πλούσιος έχει μπροστά στην πόρτα του έναν ταλαίπωρο φτωχό, τον προσπερνάει μπαινοβγαίνοντας με παντελή αδιαφορία. Και εκείνος ο ταλαίπωρος και πτωχός μέσα στις τόσες του ανάγκες προσπαθεί από αυτά που περισσεύουν από το τραπέζι αυτού του πλούσιου να επιβιώσει! Αλλά όλη η ανθρώπινη ζωή είναι κύκλος που κλείνει. Και έκλεισε ο κύκλος της ζωής και του πλούσιου και του Λαζάρου. Ο πλούσιος είναι ανώνυμος στη διήγηση, ο φτωχός έχει όνομα. Βρίσκονται μετά θάνατον και οι δυο σε αλλαγή συνθηκών. Και τότε ξαφνικά βλέπει αυτός ο πλούσιος, ο οποίος στην εκεί κατάσταση ταλαιπωρείται, τον φτωχό εκείνον άνθρωπο που ήταν μπροστά στην πόρτα του… στα χέρια ενός πλούσιου! Ο ίδιος ήταν πλούσιος, αλλά και ο Αβραάμ ήταν πλούσιος. Ο ίδιος ήταν σε ταλαιπωρία. Ο Αβραάμ ήταν στην ανάπαυση της χαράς της Βασιλείας του Θεού, γιατί ήταν ακριβώς πατέρας των «πιστευόντων», όπως λέει ο Χριστός, και ο φτωχός εκείνος που περιφρονούσε ήταν στην «αγκαλιά» του Αβραάμ. Ας προσέξουμε όμως, δεν πήγε ο πλούσιος στην κόλαση επειδή ήταν πλούσιος. Ούτε ο φτωχός πήγε στον Παράδεισο επειδή ήτανε φτωχός.
Προχωρώντας η διήγηση, που κάνει
ο Χριστός, λέει ότι σ’ αυτήν την κατάσταση ο πλούσιος ζήτησε απ’ τον Αβραάμ να
στείλει τον Λάζαρο να του βρέξει λιγάκι τα χείλη γιατί αισθανόταν αφόρητα. Και
ο Αβραάμ του είπε: «Δεν γίνονται αυτά. Υπάρχει πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσά μας».
«Μα τι χάσμα λες, πάτερ Αβραάμ;»
θα μπορούσε να πει κανείς! «Με τα πόδια θα έλθει ο Λάζαρος»; Όντως δεν
πρόκειται για κατάσταση συνθηκών, η οποία περπατιέται με τα πόδια! Όμως
πρόκειται για κατάσταση συνθηκών, η οποία ή περπατιέται ή δεν περπατιέται, εξ
αιτίας δεδομένων προσωπικής ποιότητας. Είναι σαν τον τυφλό και τον άνθρωπο που
βλέπει, οι οποίοι βρίσκονται σε συνθήκες παντελώς διαφορετικές που δεν
αναιρούνται, εξ αιτίας των βιολογικών τους δεδομένων. Έτσι και εδώ τα υπαρξιακά
δεδομένα, η αγκύλωση του εγωϊσμού του πλουσίου, τον κάνει ξένο και μακρυνό από
τον Θεό. Απρόσιτο!
Του λέει λοιπόν τότε: «Στείλ’ τον
στ’ αδέλφια μου, που είναι στον κόσμο ακόμα και δεν έχουν πεθάνει, να
σοκαριστούν απ’ την θέα του και να προσέξουν να μην έλθουν κι αυτοί εδώ». Του
λέει ο Αβραάμ: «Ξέρεις, δεν γίνεται ούτε κάτι τέτοιο. Γιατί απλούστατα δεν
πιστεύει κανείς από ένα ψυχολογικό σοκ. Πρέπει να δεχθούν τον λόγο του
Μωυσή και των προφητών, για να μπορέσουν να δεχθούν στην ζωή τους την πίστη,
ζώντας με έναν σωστό τρόπο κατά το θέλημα του Θεού που θα εμπιστευθούν».
Ας δούμε όμως τώρα και τον εαυτό
μας απέναντι σ’ αυτή τη διήγηση… Δύο καταστάσεις. Εμείς τι σκεφτόμαστε γι’
αυτές τις δύο καταστάσεις; Εμείς, αδελφοί μου, σκεφτόμαστε ότι μας
συμφέρει στην από δω ζωή να είμαστε σαν τον πλούσιο, και στην από εκεί ζωή να
είμαστε σαν τον Λάζαρο. Θέλουμε και την από δω ζωή και την από κει ζωή,
κατά την στραβή αντίληψη ικανοποίησης, «νάναι όλα δικά μου». Όμως είμαστε ένας
άνθρωπος, δεν είμαστε δύο άνθρωποι. Θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε: Θα είμαστε ή
πλούσιοι ή Λάζαροι. Στις συνθήκες; Όχι. Πού; Στη διάθεση. Έχουμε έναν εαυτό,
τον οποίον σιγά-σιγά τον απαρτίζουμε και τον παγιώνουμε με τις επιλογές και τις
ενέργειές μας.
Ο ταλαίπωρος εκείνος πλούσιος, τα
χρήματα τα έβλεπε σαν μία λογική προσωπικής απολαύσεως. Οι άλλοι άνθρωποι
εξαφανιζόντουσαν μπροστά στη διάθεσή του αυτή. Αυτό μπορεί να συμβεί όχι μόνον
μ’ έναν πλούσιο· μπορεί να συμβεί και μ’ έναν φτωχό. Δεν είναι ο πλούτος ή η
φτώχεια, εκείνα που διαλέγουν για μας την κατάσταση. Είμαστε εμείς, που μπροστά
στο δίλημμα και τον πειρασμό του πλούτου ή της φτώχιας, και το πώς στεκόμαστε,
και πώς τα αντιμετωπίζουμε, και πώς τα χρησιμοποιούμε, που ρυθμίζει την πορεία
μας. Μπορεί ένας πλούσιος σαν τον Αβραάμ να χρησιμοποιεί τον πλούτο του για την
αγάπη των αδελφών του, και ένας φτωχός να «λυώνει» βουλιαγμένος σε μια
ανθρωποκτόνο κακία και ζήλεια αφόρητη.
Λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι ο
Αβραάμ κάθε πρωί έφευγε από εκεί που έμενε (έμενε σε μια σκηνή, δεν έφτιαξε
ποτέ σπίτι), για να θυμάται μονίμως ότι αυτός ο κόσμος είναι προσωρινός. Και
αυτό το για να μη βουλιάξει στην αυταπάτη «έχω, είμαι, μπορώ». Έφευγε λοιπόν
από εκεί που είχε στήσει την σκηνή του και πήγαινε σ’ ένα σταυροδρόμι, μπας και
περάσει κανένας άνθρωπος, κάποιος κουρασμένος διαβάτης, πεινασμένος και
διψασμένος, να τον πάρει, να τον φιλοξενήσει και να τον ξεκουράσει. Και όπως
συνεχίζει το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης διηγούμενο, εκεί μ’ αυτήν την διάθεση
υποδέχτηκε και φιλοξένησε και τον Θεό! Είδε κάποια μέρα τρεις ανθρώπους να
έρχονται περαστικοί, και κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, και έπεσε μπροστά τους
μπρούμυτα και τους είπε (έβλεπε τρεις και έλεγε), «Κύριέ μου! Έλα να ευλογήσεις
το σπίτι μου»!
Τώρα ο Θεός μάς έφερε κι εμάς σ’
αυτόν τον κόσμο. Τι μας έφερε να κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο άραγε;
Μας έβαλε σ’ ένα σχολείο, να
δούμε αν είμαστε καλοί ή κακοί μαθητές;
Μας έβαλε σ’ ένα γυμναστήριο, να
δούμε αν έχουμε κάνει καλή γυμναστική θέλησης, που μπορεί να νικάει τα
διλήμματα;
Μας έβαλε σ’ έναν τόπο, για να
μας τσεκάρει και να δει αν είμαστε υπάκουοι και υπομονετικοί στις ταλαιπωρίες
του τόπου στον οποίο βρεθήκαμε;
Στο σχολείο τα πιτσιρίκια
χρειάζονται να μάθουν μερικά πράγματα. Και στο γυμναστήριο κάποιοι άνθρωποι
εξασκούνται σε κάτι. Και κάθε άνθρωπος όταν αρχίζει και σκέφτεται την ζωή του,
αρχίζει και την αξιολογεί. Από κει και μετά, στα δεδομένα, στις συνθήκες, στις
δυσκολίες και στα διλήμματα αποφασίζει αν θα έχει υπομονή η οποία τον ξεντύνει
απ’ τον εγωισμό του, και αν υπακούει σ’ ένα πρόσωπο που αγαπάει και
εμπιστεύεται.
Δεν ήταν κακό ο πλούτος ή η
φτώχια από μόνα τους. Η πίστη δεν ξεκινάει απ’ τις εξωτερικές συνθήκες.
Ξεκινάει από το πόσο εμπιστευόμαστε, από το πόσο αγαπάμε. Σ’ αυτό ήτανε μίζερος
ο πλούσιος. Αυτό τον έστειλε στην κόλαση. Ούτε ο Θεός, ούτε τίποτα εξωτερικό. Η
δική του διάθεση. Ο Θεός φαίνεται στις σχέσεις που έχουμε μεταξύ μας.
Κερδίζουμε τα προς το ζειν απ’ αυτά που παίρνουμε, και κερδίζουμε τη ζωή απ’
αυτά που δίνουμε! Πότε δίνουμε; Όταν αγαπάμε. Ο πλούσιος δεν έδινε.
Όταν βρέθηκε στην άλλη συνθήκη, ζήταγε: στείλε τον Λάζαρο να μου φέρει νερό!
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό
μας ότι, ο Χριστός μ’ αυτό το κείμενο επισημαίνει και διδάσκει τα καίρια της
ζωής που πρέπει σιγά-σιγά να κατασταλάξουν μέσα μας και να τα μελετήσουμε. Ο
πλούσιος, όντας εγωιστής, είναι ανώνυμος. Ο φτωχός είναι επώνυμος και
ονομάζεται Λάζαρος. Λάζαρος στα εβραϊκά σημαίνει «βοήθεια του Θεού». Ο ένας δεν
την αναζητεί, ο άλλος την επιζητεί. Ο ένας μένει ανώνυμος, ο άλλος αποκτάει
όνομα.
Και μέσα στο χάος και την
ταλαιπωρία του, την μετά θάνατον, ξυπνάει ο βιταλισμός του αίματος… της
συγγένειας και έχει αγωνία να σκέφτεται τα αδέλφια του. Και λέει: Στείλε τον
Λάζαρο να τρομάξει τα αδέλφια μου. Όλοι μας, βέβαια, μόνον όταν πειθόμαστε
μετανοούμε. Άμα δεν πειστώ για κάτι, δεν μετανοώ, γι’ αυτό ο πατριάρχης Αβραάμ
του είπε «δεν γίνεται»! αναγκαστική πίστη είναι δαιμονική άποψη, όχι αγαπητική
σχέση όπως πρέπει νάναι η πίστη. Ελεύθερη και ολόκαρδη, όχι της λογικής… «τι να
κάνουμε;»!
Και κάτι πολύ ουσιαστικό: σε
όλη αυτή την διήγηση δεν «υπάρχει» πουθενά ο Χριστός! Ακόμα δεν έχει
εμφανιστεί. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους επισημαίνεται η κατάσταση των
συνθηκών τους. Αυτό σημαίνει, ο Χριστός δεν έχει έρθει! Από τον θάνατό
μας μέχρι που να ξανάρθει, ο Χριστός θα μας περιμένει ακόμα. Θα μας
περιμένει πάντα.
Πολλές φορές εμείς οι παπάδες
κάνουμε το λάθος και «λέμε ιστορίες», ότι σ’ αυτή τη ζωή ο Θεός μάς έφερε για
να γίνουμε τούτο, για να κάνουμε το άλλο, να γίνουμε καλοί άνθρωποι...!
Όχι. Σ’ αυτή την ζωή ο Χριστός μάς έφερε για να Τον αγαπήσουμε και να
Τον γνωρίσουμε. Τους ανθρώπους, πρώτα τους γνωρίζουμε και μετά τους αγαπάμε.
Στον Θεό τα πράγματα λειτουργούν ανάποδα. Πρώτα Τον αγαπάς και μετά Τον
γνωρίζεις. Αν δεν Τον αγαπήσεις, δεν θα Τον γνωρίσεις.
Τον άνθρωπο, τον γνωρίζουμε πρώτα
και μετά τον αγαπάμε, γιατί είναι άνθρωπος κι αυτός και οι συνθήκες των
δεδομένων μας βρίσκονται στην ίδια βάση. Στις σχέσεις μας με τον Θεό οι
συνθήκες δεν βρίσκονται στην ίδια βάση. Τον Χριστό δεν θα τον γνωρίσουμε με το
μυαλό μας. Τον Χριστό θα τον αγαπήσουμε με την καρδιά μας και θα τον γνωρίσουμε
υπαρξιακά, όταν θα βρεθεί μπροστά μας. Δεν μας έστειλε, λοιπόν, ούτε σ’
ένα σχολείο για να περάσουμε την τάξη, ούτε σ’ ένα γυμναστήριο για να γίνουμε
καλοί στις αποφάσεις και τα αθλήματα, αλλά μας έστειλε να καταλάβουμε ότι θα
πρέπει να ξεντυθούμε από τα ψεύτικα που κουβαλάμε, να γίνει ο εαυτός μας
αυθεντικός και ειλικρινής και να αρχίσουμε να Τον αγαπάμε και να τους αγαπάμε.
Δηλαδή, να αγαπάμε τον Χριστό και να αγαπάμε τους αδελφούς μας. Μετά από αυτό
καταλαβαίνουμε το γιατί των αρετών και την θέση τους ως μίμηση Χριστού και καλή
αλλοίωση. Όχι ως αυτοκαταξίωση. «Διὰ τὴν ἀλήθειαν ἐστίν ἡ ἀρετή, καὶ οὐχί
διὰ τὴν ἀρετὴν ἡ ἀλήθεια» μας φωνάζει ο
μέγας Μάξιμος ο ομολογητής.
Ο ληστής είναι το πιο κλασσικό
παράδειγμα για το ότι σ’ αυτό τον κόσμο ο Χριστός μάς έστειλε για να μάθουμε να
Τον αγαπάμε και μετά να Τον γνωρίσουμε. Τα κατάστιχα της ζωής του ληστή ήταν
κατάμαυρα. Δεν είχε ποιότητα, ούτε αρετές για να τον πάνε στον Παράδεισο.
Αγαπούσε και γι’ αυτό πήγε στον Παράδεισο. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, έχουμε
τον πελώριο κίνδυνο κι αυτά που προσπαθούμε να κάνουμε, -λίγη προσευχή, λίγο
νηστεία, λίγη απόχτηση αρετών- να τα δηλητηριάσουμε. Αντί να είναι εκφράσεις
αγάπης, να είναι απλώς εκδηλώματα για το πως θα εξασφαλιστούμε. Πάλι εγώ, πάλι
εμείς. Ο Θεός να μας ελεήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου