Ἡ ἀλησμόνητη ὥρα
«Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. 1,40)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Γύρω ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο,
ὅπως ἔχουμε πεῖ, ὑπῆρχε ἕνας κύκλος μαθητῶν. Ποιοί ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ὁ
Ἰωάννης δείχνοντας τὸν Ἰησοῦ τοὺς εἶπε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ…» (Ἰω. 1,29); Ἦταν
ὁ Ἀνδρέας καὶ κάποιος ἄλλος ἀνώνυμος· κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης,
ποὺ ἀπὸ ταπείνωσι συνηθίζει νὰ κρύβῃ τὸ ὄνομά του.
Κι αὐτοὶ οἱ δύο τί ἔκαναν; Ἡ μαρτυρία τοῦ διδασκάλου τους βάρυνε πολὺ μέσα τους. Τὰ λίγα ἐκεῖνα λόγια του ἔρριξαν στὶς καρδιές τους ἕνα μικρὸ σπινθῆρα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, καὶ ἄναψαν φωτιὰ ποὺ δὲν ἐπρόκειτο πιὰ νὰ σβήσῃ. Δημιουργήθηκε περιέργεια νὰ μάθουν περισσότερα γιὰ τὸν Ἰησοῦ(βλ. Ἑ.Π. Migne 59,113-120).
Ἱεροκήρυκες καὶ κατηχηταὶ καὶ
δάσκαλοι, πάνω στὸ ζῆλο σας λέτε πολλὰ γιὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ οἱ ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν
σας μπορεῖ νὰ μένουν ἀδιάφορες. Καὶ ἴσως ἕνας ἄλλος νὰ πῇ λίγα, πέντε λόγια, κι
αὐτὰ ν᾽ ἀνάψουν μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸς ποὺ τ᾽ ἄκουσε δὲν ἡσυχάζει πιά. Ἡ ἐπιθυμία
του νὰ μάθῃ περισσότερα τὸν κάνει ν᾽ ἀνοίξῃ τὴ Γραφή, νὰ πιάσῃ πνευματικὰ βιβλία,
νὰ τρέξῃ σὲ ὁμιλίες καὶ σὲ κήρυκες, νὰ κάνῃ ἐρωτήσεις σὲ πνευματικούς· ἔτσι ἡ οὐράνια
φωτιὰ θὰ αὐξηθῇ.
Ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα λόγια τοῦ
Προδρόμου γεννήθηκε στὶς ψυχὲς τῶν δύο μαθητῶν ἡ ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουν τὸν Ἰησοῦ
ἀπὸ κοντά. Ἀπὸ τότε τὰ μάτια τους δὲν ξεκόλλησαν ἀπὸ πάνω του. Τὸν βλέπουν τώρα
ξαφνικὰ ν᾽ ἀπομακρύνεται καὶ ρωτοῦν· Ποῦ πηγαίνει; μὴν τὸν χάσουμε, ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε.
Καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
Ὁ Ἰησοῦς γυρίζει, τοὺς βλέπει καὶ
τοὺς ρωτάει· «Τί ζητεῖτε;». Μὰ τί, αὐτὸς ὁ καρδιογνώστης δὲν ξέρει τί θέλουν; Ὄχι
βέβαια· ἀλλὰ ρωτάει, γιὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴ συζητήσεως. Ξέρει καλὰ τὴν ἐπιθυμία
τους καὶ θέλει νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Πόσο ἀγαθὸς εἶνε ὁ Κύριος! Ποθεῖ
νὰ σώσῃ τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸν πιέσῃ, θέλει ἐλεύθερα ὁ ἄνθρωπος ν᾽
ἀποφασίσῃ νὰ τὸν πλησιάσῃ· καὶ τότε!…
Ἔρχεται ὁ ἁμαρτωλὸς πρὸς τὸν Ἰησοῦ;
Ἂν κάνῃ αὐτὸς ἕνα βῆμα, ἑκατὸ βήματα θὰ κάνῃ ὁ Κύριος. Ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει γιὰ
τὸν μετανοημένο ἄσωτο υἱό· «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. Ἔτι δὲ αὐτοῦ
μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν
ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (Λουκ. 15,20).
–«Τί ζητεῖτε;» ρώτησε τοὺς δύο
μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου. Τί θὰ ταίριαζε ν᾽ ἀπαντήσουν· Ἐσένα, Κύριε!… Ἀλλὰ γιά
σκεφθῆτε, ἂν ἔκανε τὴν ἴδια ἐρώτησι σ᾽ ἐμᾶς, τί θὰ τοῦ ἀπαντούσαμε; Θὰ
μπορούσαμε νὰ τοῦ ποῦμε «Ἐσένα ζητοῦμε, Κύριε»; εἶνε ὁ Κύριος ὁ μεγάλος πόθος
μας; εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἡ ζωηρὴ ἀνησυχία μας; εἶνε ἡ βασιλεία του τὸ πρῶτο
ποὺ θερμὰ ζητοῦμε; Ἐλάχιστοι θ᾽ ἀπαντοῦσαν ἔτσι. Οἱ ἄλλοι; Ὤ, ἂν ἀπαντοῦσαν εἰλικρινά,
θὰ ἔδειχναν τὶς ἀβυσσαλέες ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου· Θέλουμε λεφτά, δόξες καὶ
τιμές, ἔρωτες καὶ ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις· θέλουμε νὰ ἐκδικηθοῦμε τοὺς ἐχθρούς
μας, θέλουμε… Τὸ νὰ ζητάῃ κανεὶς τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην»(Ματθ. 13,46) εἶνε ἀπὸ
τὸ πιὸ σπάνια σήμερα.
«Τί ζητεῖτε;». Ἂς ἀπευθύνουμε
συχνὰ - πυκνὰ τὴν ἐρώτησι αὐτὴ στὸν ἑαυτό μας. Κάποιος μεγάλος ἀσκητής, ποὺ εἶχε
βγῆ στὴν ἔρημο, κάθε μέρα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του· «Πρὸς τί ἐξῆλθες;», γιατί βγῆκες;
Ν᾽ ἀναζητοῦμε διαρκῶς τὸν Ἰησοῦ, νὰ μὴν ἀπομακρυνώμαστε ἀπὸ κοντά του, νὰ μὴ
χάνουμε τὴν ἐπαφὴ μαζί του, ἀλλὰ βλέποντας τὰ ματωμένα ἴχνη του νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε
ὅπου κι ἂν πάῃ· νά τὸ ἰδανικὸ μιᾶς ἁγίας ζωῆς.
Πολλὲς φορὲς ἡ ἀναζήτησι τοῦ Ἰησοῦ
δὲν εἶνε καθαρή. Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχαν βγῆ μέχρι τὴ Βηθανία, πήγαν ὄχι μόνο ἀπὸ
θαυμασμὸ ἀλλὰ καὶ μὲ κάποια περιέργεια· «οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾽ ἵνα καὶ
τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Ἰω. 12,9). Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωσι ζητοῦσαν
τὸν Ἰησοῦ γιὰ μιὰ εὔκολη καὶ ἄκοπη ἐξασφάλισι τῶν ἀναγκαίων τῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ ὁ
Κύριος τοὺς εἶπε· «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾽
ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε»(ἔ.ἀ. 6,26). Πόσο λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ
ἀναζητοῦν τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ μόνο! Ὁ ἀπολογητὴς Αὔγουστος Νικόλαος
κλείνει τὸ σύγγραμμά του μὲ τὴν ἀπάντησι παλαιοτέρου συγγραφέως· στὴν ἐρώτησι
τοῦ Κυρίου «τί ἀμοιβὴ ζητᾷς γιὰ τοὺς κόπους σου;» λέει κι αὐτός· «Ἐσένα μόνο,
Κύριε».
Στὰ Εὐαγγέλια βλέπουμε ὅτι καὶ
κάποιος ἄλλος, ὄχι ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς διανοουμένους τῶν
γραμματέων, θέλησε ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Ἰησοῦ. «Διδάσκαλε», τοῦ λέει, «ἀκολουθήσω
σοι ὅπου ἂν ὑπάγῃς». Καὶ ὁ Ἰησοῦς, θέλοντας νὰ τὸν διδάξῃ ὅτι ἡ ἀποστολικὴ ζωὴ ἔχει
φτώχεια καὶ θέλει αὐταπάρνησι, τοῦ ἀπαντᾷ· «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν
κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58). Ἐδῶ ὅμως, στοὺς μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου, δὲν
δίνει αὐτὴ τὴν ἀπάντησι. –«῾Ραββί, ποῦ μένεις;» ρωτοῦν αὐτοί. Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπαντᾷ·
–«Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» ἐλᾶτε νὰ δῆτε(Ἰω. 1,39-40).
Ἦρθαν καὶ εἶδαν ποῦ μένει. Δικό
του σπίτι δὲν εἶχε· ἔμενε, ὁ μεγάλος Ξένος, φιλοξενούμενος προσωρινὰ στὸ φτωχικὸ
κάποιου πιστοῦ ἀκροατοῦ του. Στὸ ἥσυχο ἐκεῖνο περιβάλλον, μακριὰ ἀπὸ θορύβους
τοῦ κόσμου, ἔμειναν μαζί του ὅλη ἐκείνη τὴ μέρα, ἴσως καὶ νὰ διανυκτέρευσαν. Ὁ Ἰωάννης,
ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, δὲν λέει λεπτομέρειες γιὰ τὸ τί συζήτησαν. Σίγουρα θὰ
μίλησαν γιὰ ὅ,τι εἶνε ἀληθινό, ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο· τὸ θέμα τους θὰ ἦταν –τί ἄλλο– ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Θεϊκὸ συμπόσιο μὲ οὐράνιες ἀλήθειες τοὺς παρέθεσε ὁ
Κύριος, ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὰ συμπόσια τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων στὴν Ἀθήνα.
Αὐτὸ μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ πρέπει ν᾽ ἀκούγεται παντοῦ, «εὐκαίρως ἀκαίρως» ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
(Β΄ Τιμ. 4,2). Ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ ἄριστο παράδειγμα· κήρυξε στὸ ναό, σὲ
συναγωγές, σὲ σπίτια, σὲ πλοῖα, στὸ γιαλό, σὲ πλαγιές, σὲ κορυφές, σὲ κάθε
τόπο, ἀκόμα καὶ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό. Σήμερα οἱ κήρυκες τὸν μιμοῦνται ἆραγε, ἢ
περιορίζουν τὴ διδασκαλία μόνο μέσα στοὺς ναούς, καὶ κατηγοροῦν κάθε ἄλλο
κήρυγμα ποὺ γίνεται ἐκτὸς ναοῦ;
Κηρύττει στὸ σπίτι ὁ Ἰησοῦς. Καὶ
πόσοι τὸν ἀκοῦνε; Δύο μόνο. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ χιλιάδες. Αὐτοὶ ἀργότερα
θὰ κηρύξουν σὲ πλήθη μεγάλα. Κ᾽ ἐσὺ ποὺ κηρύττεις τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μὴν ἀπογοητευθῇς
ὅσο κι ἂν εἶνε τὸ ἀκροατήριό σου. Ποιός ξέρει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Μπορεῖ καὶ ὁ
ἕνας ἀκροατὴς νὰ γίνῃ ἅγιος, ἐνῷ οἱ χιλιάδες ποὺ σ᾽ ἀκοῦνε ν᾽ ἀποδειχθοῦν ἄκαρποι.
Ποιά ἦταν ἡ ἐντύπωσι τῶν δύο
μαθητῶν ἀπὸ αὐτὴ τὴ συναναστροφή; Καταπληκτική. Πῶς τὸ ξέρουμε; Ἀπὸ μιὰ
λεπτομέρεια ποὺ ὑπάρχει στὸ κείμενο. Γράφει· «Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»(Ἰω. 1,40). Ἡ
δεκάτη ὥρα ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 4η ἀπογευματινή.
* * *
«Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη». Ἂς
προσέξουμε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ τὴ χρονικὴ σημείωσι. Ὁ χρόνος τρέχει συνεχῶς καὶ
στὸ πέρασμά του συμβαίνουν πολλά. Ἄλλα εἶνε ἀνιαρὴ ἀνακύκλωσι τῶν ἴδιων
γεγονότων (ὕπνος, ξύπνημα, δουλειά, φαγητό, φυσικὲς ἀνάγκες) καὶ δὲν ἀφήνουν ἰσχυρὲς
ἐντυπώσεις. Συμβαίνουν ὅμως κάποτε καὶ μερικὰ ἔκτακτα συνταρακτικά, ποὺ ἀφήνουν
ἴχνη ἀνεξίτηλα. Οἱ ὧρες καὶ οἱ μέρες ποὺ ἔγιναν δὲν λησμονοῦνται.
Ὁ καθένας ἔχει ὧρες καὶ ἡμέρες ποὺ
δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ξεχάσῃ· ἡ ὥρα π.χ. ποὺ ὁ νέος πῆρε τὸ πτυχίο του, ἡ ὥρα τῶν ἀρραβώνων,
ἡ ὥρα τοῦ γάμου, ἡ ὥρα ποὺ ἀπέκτησε παιδί, ἡ ὥρα ποὺ κέρδισε στὸ λαχεῖο κ.λπ..
Ναί· ἀλλὰ οἱ ὧρες αὐτὲς ἢ καὶ κάποιες ἄλλες δὲν συγκρίνονται μὲ μία μοναδικὴ ὥρα
(βλ. βιβλίο μας Σαλπίσματα, Ἀθῆναι 1952, σσ. 24-30). Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἁμαρτωλὴ
ψυχὴ τρέχει καὶ συναντᾶται μὲ τὸν Σωτῆρα της. Καὶ τὸν Σωτῆρα Χριστὸ μπορεῖ νὰ τὸν
συναντήσῃ καὶ ἀλλοῦ ἀλλὰ πρὸ παντὸς στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Ὤ ἡ ὥρα αὐτή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος γονατίζει μετανοημένος μπροστὰ στὸν πνευματικό, ἐξομολογεῖται
συντετριμμένος τὰ κρίματά του καὶ παίρνει τὴν ἄφεσι! εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς
ζωῆς του καὶ μένει ἀλησμόνητη. «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε μέσα μου»,
ἔγραφε κάποτε πονεμένη ἡ φιλόσοφη ψυχὴ διασήμου ῾Ρώσου συγγραφέως.
Ὁ Δάντης σὲ ποίημά του λέει, ὅτι
τὴν ἡμέρα ποὺ συνάντησε τὴ Βεατρίκη του ἄρχισε γι᾽ αὐτὸν νέα ζωή, χαρᾶς καὶ εὐτυχίας.
Ἀλλ᾽ ὦ θνητοί, ἡ εὐτυχία ἀρχίζει ἀπὸ τὴ γνωριμία μὲ μιὰ γυναῖκα; Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἀρχίζει
ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸν Ἰησοῦ! Γιὰ τὴ συνάντησι αὐτή, μόνο ὅποιος
ἦρθε σὲ στενὴ γνωριμία καὶ ἐπαφὴ μαζί του μπορεῖ νὰ πῇ τί αἰσθάνεται· τὴ θεϊκὴ
μυστικὴ χαρά, ποὺ εἶνε ἡ ζωή, ὄχι κλάσμα ζωῆς ἀλλὰ ζωὴ ὡλοκληρωμένη, αἰώνια. «Αὕτη
ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή», εἶπε ὁ Κύριος, «ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).
Ἐπίτρεψέ μου, ἀδελφέ, νὰ σὲ
ρωτήσω· στὸ ἡμερολόγιο τῆς ζωῆς σου ὑπάρχει ἡ ὥρα αὐτή; Ἂν ὑπάρχῃ, θὰ δοκιμάζῃς
ἀσφαλῶς χαρὰ καὶ ἀγαλλίσι, ποὺ προμηνύει τὴ χαρὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἂν ὅμως
δὲν ὑπάρχῃ, τότε τί καθυστερεῖς; Δὲν ἔφτασε στ᾽ αὐτιά σου ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου
«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29,36); Μιμήσου κ᾽
ἐσὺ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔτρεξαν καὶ συνάντησαν τὸν Ἰησοῦ· τόσο βαθειὰ
χαράχτηκε στὴ μνήμη τους ἡ ἀλησμόνητη ἐκείνη συνομιλία, ὥστε ἔγραψαν καὶ τὴν ὥρα
ποὺ ἔγινε· «ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»!
Μακάρι, ἀγαπητέ μου, νὰ γραφτῇ καὶ
στὸ δικό σου ἡμερολόγιο μιὰ παρόμοια ὥρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου