Κυριακή Η' Λουκά
Ο Χριστός… Σαμαρείτης, αλλά και μετανάστης
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Το θέμα της υπόθεσης που διαβάσαμε
σήμερα στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, είναι τόσο «μεγάλο» και ουσιαστικό που δεν
είναι δυνατόν να το αφήσουμε χωρίς δύο σκέψεις.
Ένας άνθρωπος πάει και λέει στον
Χριστό ότι: Δεν έχω πρόβλημα με την ύπαρξη του Θεού. Έχω πρόβλημα με το πώς θα
πάω κοντά του! Πώς θα έχω ζωή αιώνια. Πώς θα ζήσω «μετά θάνατον», όπως λέμε
εμείς μ’ αυτήν την κρύα έκφραση!
Ο Χριστός του λέει: Τι λέει ο
Νόμος του Θεού; Δεν τον ξέρεις;
Ο άνθρωπος απαντά: Τον ξέρω και
λέει ότι πρέπει να αγαπάω τον Θεό με όλη την καρδιά μου, με όλη την ψυχή μου,
με όλη την διάνοιά μου, και τον διπλανό μου, τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό
μου.
Του λέει τότε ο Χριστός: Έ, αυτό
κάνε και θα γίνει πραγματικότητα αυτό που θέλεις.
Αλλά επειδή εκείνος ήθελε απλώς «να γίνεται κουβέντα», ξαναρωτάει: Και ποιος είναι ο πλησίον μου; Όλοι πλησίον μου είναι; Ο καθένας είναι ο πλησίον μου; Είναι ένας ο πλησίον μου; Και ο Χριστός για να μη συνεχίσει την αοριστία των λόγων, διηγήθηκε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που λίγο ή πολύ την ξέρουμε.
Ένας άνθρωπος, λοιπόν, που τον είχαν κλέψει και ήταν και χτυπημένος σ’ ένα δρόμο, βρίσκεται παρατημένος στη διάθεση του θανάτου και της καλοσύνης. Θα πεθάνει αν δεν υπάρξει καλωσύνη και θα ζήσει αν υπάρξει καλωσύνη. Ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει κάτι για τον εαυτό του. Περνάει ένας παπάς, και προσπερνάει τρέχοντας μπροστά στο θέαμα το οποίο βλέπει. Περνάει και ένας διάκος, και προσπερνάει κι εκείνος τρέχοντας. Τι πρυτανεύει στη σκέψη τους; «Πού να μπλέξεις τώρα! Πού να ξέρεις τι είναι γύρω εδώ! Άραγε αυτοί που τον έκλεψαν και τον χτύπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο, μήπως είναι παραδίπλα και περιμένουν κρυμμένοι να επαναλάβουν τα ίδια και σ’ αυτόν που θα φροντίσει αυτόν τον τραυματισμένο; Φεύγα καϋμένε! ‘Φύλαγε τα ρούχα σου, να ’χεις τα μισά’».
Και μετά από λίγο πέρασε και
κάποιος, ο οποίος δεν ήταν ούτε παπάς, ούτε διάκος, ούτε καν Ιουδαίος. Ήταν
Σαμαρείτης. Και ασχολήθηκε αυτός με τον τραυματισμένο. Του περιποιήθηκε τις
πληγές, τον φόρτωσε πάνω στο ζώο του, τον πήγε σ’ ένα πανδοχείο για να ’χει
ασφάλεια, και πλήρωσε και τη δαπάνη που θα έκανε το πανδοχείο για τη φροντίδα
αυτού του ανθρώπου.
Ο Χριστός περιγράφει με τον
Σαμαρείτη, τον Εαυτό του προφανώς. Αλλά, κυριολεκτικώς «φωνάζει» ότι
αν θέλεις να είσαι κοντά Μου θα πρέπει να είσαι κι εσύ το ίδιο. Εγώ είμαι Ένας
(ο Χριστός), αλλά πρέπει ο καθένας να γίνει ένας. Πρέπει να κάνεις κι εσύ τα
ίδια. Θα πει κάποιος: Μα πόσους ανθρώπους μπορώ να φροντίσω;
Αδελφοί μου, η καλωσύνη ή η
σκληράδα δεν ξεκινάει από τις ενέργειες. Ξεκινάει από τις σκέψεις. Αυτοί
οι δυο, ο παπάς και ο διάκος που έφυγαν τρέχοντας, δεν είχαν κανένα πρόβλημα
αντοχών! Είχαν μια συγκεκριμένη σκέψη, που τους έκανε να τρέχουν! Έτσι λοιπόν
και η καλωσύνη ή η σκληράδα ξεκινάει από μια σκέψη. Η πρώτη αρχή κάθε αρετής
και πολύ περισσότερο της καλωσύνης είναι: Έχω καλή διάθεση απέναντι
στον καθένα άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη; Τον βλέπω σαν τον εαυτό μου; Ακόμα
σπουδαιότερα, βλέπω σ’ αυτόν το πρόσωπο του Χριστού;
Όταν ο Χριστός, στο 25ο κεφάλαιο
του κατά Ματθαίον, που περιγράφει την επανέλευσή του στον κόσμο και λέει ότι θα
χωρίσει τα πρόβατα από τα κατσίκια, τους καλούς από τους κακούς, κλπ, λέει:
Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω,
βρισκόμουνα στη φυλακή και δεν ήρθατε να με δείτε, ήμουνα άρρωστος και δεν με
νοιαστήκατε. Οι άλλοι Του λένε: Μα πότε έγιναν αυτά και δεν τα πήραμε είδηση;
Θα ήσουνα Εσύ πεινασμένος, νηστικός, φυλακισμένος, στον δρόμο και δεν θα
νοιαζόμαστε εμείς για Σένα;
Τους απαντά ο Χριστός: Έξυπνες
κουβέντες! Το πρόβλημα δεν είναι αν φροντίζεις Εμένα, στον οποίον «επενδύεις»
τα συμφέροντά σου για αιώνια ζωή, αλλά εάν φροντίζεις αυτόν που είναι δίπλα
σου! Γιατί αδελφοί μου, ό,τι διάθεση έχουμε, όποια διάθεση αποχτήσουμε, αυτή θα
έχουμε απέναντι σε όλους. Στον Θεό, στη γυναίκα μας, στον άνδρα μας, στα παιδιά
μας, στους ανθρώπους μας, στους φίλους μας, στους ξένους. Είμαστε «ένας»
άνθρωπος, και η ποιότητα που θα αποχτήσουμε σιγά-σιγά μέσα στην Εκκλησία, θα
είναι αυτή με την οποία θα έχουμε «χτίσει» όλες αυτές τις σχέσεις, που
συμβαίνουν γύρω μας.
«Πλησίον μας είναι όποιος
βρίσκεται δίπλα μας την οποιαδήποτε στιγμή. Είναι κάθε άνθρωπος, που για
οποιοδήποτε λόγο, ήρθε σε επαφή μαζί μας». (George MacDonald)
Λέει ο Χριστός λοιπόν σήμερα, ότι
θα πρέπει να γίνεις κι εσύ Σαμαρείτης. Σαμαρείτης σαν Αυτόν ο οποίος είναι μεν
Ένας, αλλά και πρέπει ο κάθε ένας από μας, να γίνει επίσης σαν Αυτόν. Δεν
ξεκινάει, φυσικά, κανείς κάτι τέτοιο με το να γίνει αύριο το πρωί μητέρα
Τερέζα, να τρέχει στην Καλκούτα. Ξεκινάει με το να βλέπει με καλή διάθεση τον
άγνωστο, τον ξένο, τον ταλαίπωρο, τον δυστυχισμένο, τον αναγκεμένο, τον
οποιονδήποτε είναι ξένος. Γιατί ο Ξένος με κεφαλαίο, είναι ο Χριστός.
Και κάθε ξένος μοιάζει σ’ αυτόν τον Ξένο ακόμη κι αν γράφεται με μικρό.
Αν δεν το καταλάβουμε αυτό και,
όντας χριστιανοί υποτίθεται και έχοντας καταπιεί λίτρα Θείας Ευχαριστίας,
κάνουμε δηλώσεις και διαδηλώσεις εναντίον των ξένων ή αρνούμαστε τους
ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται σε ανάγκη, τότε φανερώνουμε ότι δεν καταλάβαμε
κι εμείς τίνος πνεύματος είμαστε (Λουκ. 9, 55)! Όταν θέλουμε να… «ρίξουμε
φωτιά» σε κάθε διαφορετικόν, ο Χριστός θα… διαφοροποιηθεί από μας και θα μας
πει… απέλθετε! (Ματθ. 25, 41)
Μ’ αυτά που λέμε δεν έχουμε την
αυταπάτη ότι θα λύσουμε το ζήτημα της μετανάστευσης!! Δεν είμαστε στον κόσμο
μας! Είναι υπόθεση κρατικής διαχείρισης και συνδυαστικών δεδομένων και αντοχών…
Πρέπει όμως εμείς, απαραιτήτως και επειγόντως, να λύσουμε τα «σκοινιά» που
σφίγγουν την καρδιά μας και δεν μπορεί να αγαπάει. Να την μάθουμε να
χωράει έναν άνθρωπο πλησίον. Ο Σαμαρείτης ανέλαβε έναν. Φυσικά
δεν θα μπορούσε να αναλάβει τους πάντες. Οπωσδήποτε λοιπόν, η καρδιά μας πρέπει
να ανοίξει και να μπορεί να χωράει έναν άνθρωπο! Όχι όλους τους ανθρώπους, έναν
και μόνον.
Άμα χωρέσει έναν, θα μπορεί να
χωρέσει καθέναν.
Αν δεν χωράει έναν, δεν θα
μπορέσει να χωρέσει ούτε τον Έναν.
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Κ’ ΚΥΡΙΑΚΗ
Πρός Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου
τό Ἀνάγνωσμα.
Κεφ. Α'11-19
Aδελφοί,
11τό Εὐαγγέλιο
πού σᾶς ἐκήρυξα, δέν εἶναι διδασκαλία ἀνθρώπου. 12Καί ἐγώ δέν
τό παρέλαβα ἀπό ἄνθρωπο οὔτε μοῦ τό δίδαξε κάποιος. Μοῦ τό ἀποκάλυψε, ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς Χριστός.
13Σίγουρα ξέρετε τήν ἄλλοτε
ζωή μου στόν Ἰουδαϊσμό. Κατεδίωκα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί προσπαθοῦσα νά
τήν καταστρέψω! 14Καί στόν ἀγώνα μου αὐτό γιά τήν στήριξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ,
διέπρεπα περισσότερο ἀπό πολλούς συνομηλίκους μου Ἰουδαίους γιατί εἶχα
μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς παραδόσεις τῶν Πατέρων μου.
15Ὅταν ὅμως ὁ
Θεός ἀπό δική του καλωσύνη, μέ κάλεσε καί μοῦ φανέρωσε τόν Υἱόν του, 16ἐπειδή
ὅπως φαίνεται, ἔτσι μέ εἶχε προορίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου, μοῦ ἔδωσε
τήν ἐντολή νά τόν κηρύξω στά ἔθνη.17Ἐγώ τότε δέν ἔτρεξα νά πάρω
γνώμη καί συμβουλή ἀπό ἄνθρωπο, οὔτε ἀνέβηκα στά Ἰεροσόλυμα πρός τούς πρίν ἀπό ἐμένα
ἀποστόλους, ἀλλά πῆγα στήν Ἀραβία, καί ἀπό τήν Ἀραβία ξαναγύρισα στήν
Δαμασκό. 18Καί μετά ἀπό τρία χρόνια, πῆγα στήν Ἰερουσαλήμ νά
γνωρίσω τόν Πέτρο. Καί ἔμεινα μαζί του δεκαπέντε ἡμέρες. 19Δέν
εἶδα κανέναν ἄλλο ἀπόστολο, παρά μόνο τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ Κυρίου.-
Η’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν(ι'25-37)
Tόν καιρό ἐκεῖνο, κάποιος
διδάσκαλος τοῦ Νόμου παρουσιάστηκε στόν Ἰησοῦ, καί γιά νά τόν φέρει σέ δύσκολη
θέση τοῦ εἶπε: "Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια
ζωή;" Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: "Ὁ νόμος τί γράφει;" Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
"Ν' ἀγαπᾶς Κύριο τόν Θεό σου μ' ὅλη τήν καρδιά σου καί μ' ὅλη τήν ψυχή
σου, μ' ὅλη τή δύναμή σου καί μ' ὅλο τό νοῦ σου· καί τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό
σου"."Πολύ σωστά ἀπάντησες", τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· "αὐτό κάνε
και θά ζήσεις". Ἐκεῖνος ὅμως, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, εἶπε
στόν Ἰησοῦ: "Καί ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;" Πῆρε τότε ἀφορμή ὁ Ἰησοῦς
καί εἶπε: "Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπό τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν Ἱεριχώ,
ἔπεσε πάνω σέ ληστές. Αὐτοί τόν ξεγύμνωσαν, τόν τραυμάτισαν καί ἔφυγαν
παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Ἀπό 'κεῖνο τό δρόμο ἔτυχε νά κατεβαίνει καί
κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, ἀλλά τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει
σημασία. Τό ἴδιο καί κάποιος λευίτης, πού περνοῦσε ἀπό 'κεῖνο τό μέρος· παρ' ὅλο
πού τόν εἶδε κι αὐτός, τόν προσπέρασε χωρίς νά ἀσχοληθεῖ. Κάποιος ὅμως
Σαμαρείτης πού ταξίδευε, ἦρθε πρός τό μέρος του, τόν εἶδε καί τόν σπλαχνίστηκε.
Πῆγε λοιπόν κοντά του, ἄλειψε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί καί τίς ἔδεσε
καλά. Μάλιστα τόν ἀνέβασε στό δικό του ζῶο, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί
φρόντισε γι' αὐτόν. Τήν ἄλλη μέρα φεύγοντας ἔβγαλε κι ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο
δηνάρια καί τοῦ εἶπε: "φρόντισέ τον, κι ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ ὅταν
επανέλθω θά σέ πληρώσω".
Ποιός λοιπόν ἀπ' αὐτούς τούς τρεῖς
κατά τή γνώμη σου ἀποδείχτηκε "πλησίον" ἐκείνου πού ἔπεσε στούς ληστές;"
Ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπάντησε: "Ἐκεῖνος πού τόν σπλαχνίστηκε". Τότε ὁ Ἰησοῦς
τοῦ εἶπε: "Πήγαινε, καί νά κάνεις κι ἐσύ τό ἴδιο".-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου