Κυριακή μετά τα Φώτα
Εσύ ποιά θέση
πιάνεις;
π.Θεοδόσιος
Μαρτζούχος
Ματθ. 4, 12-17
Τέλειωσαν και φέτος οι γιορτές.
Ήρθαν... έφτιαξαν ατμόσφαιρα... μας γέμισαν χαρά ή μελαγχολία, και μας άφησαν
στη μουντή καθημερινότητά μας, να πολεμάμε τη ρουτίνα του ο καθένας, που τελικά
δεν την σκοτώσαμε με το πνεύμα των εορτών.
Ξαναγύρισε ολοζώντανη, λες και
μας περίμενε κρυμμένη στη γωνία, ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια της: «Πού
θα μου πάτε; Σε μένα θα ξαναγυρίσετε για τα εννιάμισυ δέκατα του χρόνου σας!»
Άραγε μέσα στον ετήσιο κύκλο της
ζωής μας, οι γιορτές τι θέση έχουν; Νοηματοδοτούν το υπόλοιπο κομμάτι του
χρόνου ή απλώς είναι ένα break για να μη «κλατάρουμε»; Έχουν να μας δώσουν κάτι
ή απλώς μας ξεκουράζουν με την αλλαγή; Είναι θέμα και στοιχείο ουσιαστικό της
ζωής μας ή μια αυταπάτη για μεγάλους κατ’ αναλογίαν της παιδικής αυταπάτης του
Αη-Βασίλη;
Τα ερωτηματικά αυτά δεν είναι απορίες μόνο του μυαλού αλλά και κενά-τρύπες της ύπαρξής μας. Χρειάζονται επειγόντως απάντηση. Όχι για να ξέρουμε να απαντάμε, αλλά για να ξέρουμε τί και ποιοί είμαστε. Προσδιορίζουν οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτηματικά τον εαυτό μας και την ποιότητά του. Φανερώνουν τι κυριαρχεί στη ζωή μας. Από τί φωτίζεται και κατευθύνεται η ζωή μας.
Ατυχώς, πολλές φορές πλέον, για πλείστους όσους από μας αυτές οι «χριστιανικές»
γιορτές μας δεν είναι παρά, αυτό που γράφει ο μεγάλος συγγραφέας George Steiner
στο αυτο βιογραφικό βιβλίο του «Εrrata»: «Οι μεγάλες γιορτές...
τηρούνταν όχι για εθιμοτυπικούς ή θεολογικούς λόγους, αλλά σαν ετήσιο
προσκλητήριο ταυτότητας, πατρίδας, χιλιετιών» (σελ. 33).
Έτσι και για μας. Μια παραδοσιακή επανάληψη έχει κάνει αδιάφορη την
θεματολογική αιτία των γιορτών. Έμεινε η αργία σαν άδειο και νεκρό κέλυφος, που
φυσικά δεν μπορεί να «στεγάσει» τις απαιτήσεις της ψυχής μας για «περιεχόμενο
και τροφή» από την γιορτή. Πρέπει να είσαι χορτάτος για να μπορείς να μοιράσεις
το ψωμί. Άν δεν ξέρεις τι είναι Χριστούγεννα και Θεοφάνεια θα εύχεσαι με το
στόμα σαν παπαγάλος και συγχρόνως θα στενάζεις με το μυαλό, μη ξέροντας το
γιατί των ευχών.
Και έρχεται η Κυριακή της ολοκλήρωσης των γιορτών, η Κυριακή μετά τα Φώτα, όπως
λέγεται, και το Ευαγγέλιο κλείνοντας τον εορταστικό κύκλο φωνάζει μαζί με τον
προφήτη Ησαΐα ότι: «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» και
ότι «τοις καθημένοις εν χώρᾳ και σκιᾴ θανάτου φως ανέτειλεν».
Το μέγα φως που ανέτειλε για μας που καθόμαστε σε συνθήκες σκιάς και θανάτου,
και το οποίο πλέον μπορούμε να δούμε, είναι το Φως της Βασιλείας του Θεού. Το
κομμάτι του Ευαγγελίου (Ματθ. 4, 12-17) τελειώνει με την
προτροπή-διαπίστωση: «Μετανοείτε· ἠγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Και «τίς
εστίν η βασιλεία του Θεού, ειμή αυτός ο Χριστός;» ρωτάει απαντώντας ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αυτό ήρθε και πλέον είναι το μέτρο για να
ζυγιάσουμε τις πράξεις και τις σκέψεις μας. Να μετανοήσουμε. Όχι να
«μετανιώσουμε». Το πρώτο σημαίνει να αλλάξουμε κριτήριο (μετά-νοια=αλλαγή
μυαλού). Το δεύτερο σημαίνει να θυμώσουμε με τον εαυτό μας, που δεν τα κατάφερε
(μετάνιωμα=το να οικτίρω τον εαυτό μου για σφάλματά του). Η ανθρώπινη ζωή είναι
γεμάτη μετανιώματα. Λείπει η μετάνοια, που θα αλλάξει ρότα στη ζωή μας. Για να
συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζεται ως «καταλύτης» το πρόσωπο του Χριστού για τον
Οποίον μιλάει το κομμάτι του Ευαγγελίου. Όμως...
- Ο Χριστός είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει. Για ποιά από τις δύο
εκδοχές στοιχηματίζετε;
- Για καμμία. Η σωστή απάντηση είναι να μη στοιχηματίσουμε...
- Κάνετε λάθος. Πρέπει να στοιχηματίσετε. Δεν υπάρχει άλλη εκλογή.
(Βλάσιος Πασκάλ)
Όλοι μπορούμε να βρούμε τη θέση μας μέσα στο Ευαγγέλιο αυτού του «στοιχήματος».
Α. Μπορούμε να πιάσουμε θέση στην σειρά των αμαρτωλών που ζητούν το βάπτισμα
από τον Ιωάννη. Να αφουγκραζόμαστε αυτή την «ερημική φωνή» να μας
διδάσκει, ότι δεν χρειάζονται αυταπάτες αξίας από την καταγωγή. (Είμαστε
Έλληνες...). Ότι χρειάζονται καρποί μετανοίας, χωρίς τους οποίους το δέντρο της
ζωής μας θα κοπεί και θα ριχτεί στη φωτιά. Ότι πρέπει να μοιραζόμαστε ό,τι
έχουμε (δύο χιτώνες). Ότι πρέπει να μην εκμεταλλευόμαστε τη θέση μας (τελώνες,
δηλ. δημόσιοι υπάλληλοι) για προσωπικά κέρδη. Ότι δεν πρέπει να τεντώνουμε το
αυτί μας σε συκοφαντίες και φυσικά να διαφοροποιούμαστε απολύτως και πλήρως από
τη βία.
Β.
Μπορούμε να πιάσουμε θέση στους πάγκους της Συναγωγής της Ναζαρέτ ακούγοντας τη
διδασκαλία του Χριστού, όπου εκπληρώνοντας την προφητεία του Ησαΐα δίδασκε το χαρμόσυνο μήνυμα για τους φτωχούς (υλικά και ψυχικά φτωχούς,
που κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει, τι είναι το χειρότερο), που θα έδινε
ανάπαυση στην κουρασμένη (είτε από τις ελλείψεις είτε από την αφθονία) καρδιά
τους. Να ακούσουμε το κήρυγμα πραγματικής ελευθερίας των αιχμαλώτων στα δεσμά
(τα χειρότερα) του εγωισμού. Να μάθουμε για την ομορφιά του να μπορεί να βλέπει
κανείς τα πάντα, ενώ πριν ήταν θεότυφλος και δεν έβλεπε την ομορφιά του κόσμου.
Μια ομορφιά που μιλάει. Να ζήσουμε τη χαρά της αρτιμέλειας μετά από τόσα
συντριπτικά κατάγματα που είχε η ζωή μας. Να δούμε, τέλος, όλον τον χρόνο της
ζωής μας, ως προσφορά αγάπης του Χριστού σε μάς.
Γ.
Μπορούμε να πιάσουμε θέση μαζί Του ή «απέναντί του» στον κήπο των Ελαιών. Μετά
την μαθητεία στον Ιωάννη και την αποδοχή του τρόπου ζωής που προτείνει ο
Χριστός μένει να συνειδητοποιήσουμε ότι πλέον ζούμε σε μια «Γαλιλαία των Εθνών»
και πρέπει μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες να υλοποιήσουμε και να φανερώσουμε ότι
είδαμε μέγα Φως που ανέτειλε στη ζωή μας και την έκανε ολόφωτη ακόμα και για
την διαδρομή του θανάτου.
Ο κήπος των Ελαιών είναι η δοκιμασία των παραπάνω. Μπορούμε να τον πουλήσουμε
φιλώντας Τον. Μπορούμε να Τον εγκαταλείψουμε. Μπορούμε να Τον ακολουθούμε από
μακριά. Όταν θα Τον προδίδουμε, θα γυρνάει να μας κοιτάζει και μεις θα
κλαίμε...
Δεν μπορούμε όμως ΠΟΤΕ να Τον αντικαταστήσουμε με ένα «καθησυχαστικό» Θεό των
φιλοσόφων, που εκφράζεται με θρησκευτικά φολκλόρ και γίνεται εορταστική υπόθεση
με ληξιπρόθεσμη δικαιοδοσία χριστουγέννων, πάσχα, ή άλλων εορτών. Όλη μας η ζωή
θα είναι κήπος των Ελαιών. «Κάθε μέρα είναι η ημέρα της Κρίσεως», έλεγε ο
Albert Camus. Τα διλήμματα και τα προβλήματα θα ελέγχουν την ποιότητά μας.
Σε μας μένει να συνειδητοποιήσουμε ότι το φως παράγεται και από την φωτιά.
Πρέπει να παραδώσουμε στη φωτιά ό,τι άχρηστο και αντίθετο στο θέλημα του Θεού
έχει η ζωή μας, ώστε να φωτιστεί η συνείδησή μας και να καταλάβει γιατί ο
Χριστός μας είπε ότι «πυρ ήλθον βαλείν επί της γης» (Λουκ. 12, 49) και ότι
επιθυμία του μοναδική είναι «τι θέλω ει ήδη ανήφθη;». Δηλαδή, θέλω να καεί ό,τι
δεν είναι αληθές και υγιές, και αυτό όχι για μένα αλλά για σας...
Διαφωνούμε;
Με αγάπη και ευχές για ένα γεμάτο δυναμισμό και Φως 2022!
π. Θεοδόσιος
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον
Κεφ. δ’ 12-17
Εκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε
ὁ Ἰησοῦς ὅτι συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἀναχώρησε στήν Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅ-μως
τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες
τῆς λίμνης, στήν περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε
ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα του Νεφθα-λείμ,
ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδά-νη, ἡ Γαλιλαία πού
τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες· οἱ ἄνθρωποι πού εἶ-χαν καθηλωθεῖ στό σκοτάδι εἶδαν
πλούσιο φῶς. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος, ἀνέτειλε ἕνα
φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει:
«Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου