Κυριακή ΙΕ' Λουκά (του Ζακχαίου) –
Θα 'ρθω σπίτι σου
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
[Ας πούμε δυο λόγια μια και σ’
ένα βαθμό γυρίσαμε σε μία σχετική κανονικότητα. Τώρα μπορεί κάθε εκκλησία να
έχει εικοσιπέντε εκκλησιαζόμενους. Βέβαια, ο Θεός να βάλει το χέρι Του να
αυξηθούν, γιατί υπάρχει ενδεχόμενο και να μειωθούν.
Αν τα πράγματα δυσκολέψουν θα
γυρίσουμε πάλι στην προηγούμενη φάση. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του να τελειώσει
αυτό το μαρτύριο, να κολοβωθούν αυτού του είδους οι μέρες για κοινωνικούς,
ψυχολογικούς, οικονομικούς, πνευματικούς λόγους, για χίλιους λόγους που αυτή η
πανδημία έφερε στην ανθρώπινη ζωή μια γενική αναστάτωση.]
Σήμερα διαβάσαμε το κομμάτι του Ευαγγελίου που περιγράφει τον Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος σαν όνομα είναι γνωστό στα αυτιά μας. Ένας άνθρωπος που εισέπραττε τους φόρους για λογαριασμό του ρωμαϊκού δημοσίου και δεν τους εισέπραττε βέβαια ακριβοδικαίως, αλλά τους μάζευε αδικώντας. Έπρεπε να πάρει πέντε και έπαιρνε δεκαπέντε. Δεν τον ήλεγχε κανένας. Οι ταλαίπωροι οι άνθρωποι υπέφεραν από την κακία αυτών των τελωνών. Γι’ αυτό ήταν μέσα στη συνείδηση του εβραϊκού λαού ότι ο τελώνης χωρίς καμμία άλλη αμαρτία, μόνον από την επαγγελματική του κακία, ήταν από τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς. Τελώνες-άδικοι, φαρισαίοι-υποκριτές, αμαρτωλοί γενικότερα.
Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους
τελώνες, που ονομαζόταν Ζακχαίος, άκουσε ότι ήρθε στην περιοχή του, στην
Ιεριχώ, ο Χριστός. Και επειδή ήταν κοντός κατά το ύψος και είχε μαζευτεί πολύς
κόσμος γύρω από τον Χριστό, δεν ήξερε πώς να Τον δει. Ήθελε να Τον δει, ποιος
είναι, «τίς ἐστιν» που λέει το κείμενο. Αυτό είναι μια ανθρώπινη αγωνία,
η οποία έχει και τα εξωτερικά της στοιχεία. Βασικά όμως είναι μια αγωνία
εσωτερική, γιατί πολλές φορές τα εξωτερικά απατούν ή αδικούν, αναλόγως. Αυτός
όμως σ’ αυτήν την φάση βρισκόταν. Ανέβηκε λοιπόν πάνω σε μια μουριά να Τον δει,
όταν θα περνούσε από εκεί ο Χριστός. Ο Ιησούς όταν τον είδε πάνω στη μουριά τον
φώναξε και συνέβησαν τα υπόλοιπα γνωστά. Ο Ζακχαίος Τού έκανε τραπέζι μαζί και
με άλλους τελώνες, διδασκαλία, μετάνοια, ομολογία, διόρθωση.
Εκείνο που έχει σημασία σήμερα
για εμάς είναι ότι θα πρέπει να ξεμπερδέψουμε δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι το
αν έχει απαντηθεί μέσα στη συνείδησή μας το «τίς ἐστιν, (ποιος είναι) ο
Χριστός»; Αν ξέρουμε σαφώς, ποιος είναι. Και ένα δεύτερο. Όλο αυτό το διάστημα,
(σχεδόν κοντεύουμε έναν χρόνο), που ήμασταν μαζεμένοι, και ήμασταν από πλευράς
εκκλησιαστικής αποκομμένοι απ’ το να κάνουμε συνάξεις για την Ευχαριστία, και
βρισκόμασταν κοινωνικά σε μια κατάσταση απομόνωσης, όλο αυτό το διάστημα
λοιπόν, είχαμε έστω την ελάχιστη πρόνοια να έχουμε αγωνία να αναζητήσουμε
απάντηση σ’ αυτό το μόνο καίριο ερώτημα: «τίς ἐστιν ὁ Χριστός»; Πήραμε
στα χέρια μας αυτό το διάστημα ένα Ευαγγέλιο να το διαβάσουμε; Κάτι τέτοιο
είναι μία απορία, που χρειάζεται να γίνει τρόπος, δεν χρειάζεται να μείνει
απορία.
Λέμε «μας έκλεισαν τις Εκκλησίες,
μας έκαναν, μας έραναν». Ναι, εντάξει, ωραία, πολύ καλά, όλα αυτά είναι
αλήθεια, αλλά και συναισθήματα. Το βαθύτερο θέμα είναι, αυτό το πρόσωπο που
πάμε να συναντήσουμε, όταν πάμε στον Ναό, τον Χριστό εννοώ, Τον γνωρίζουμε; Για
να συναντήσεις κάποιον πρέπει να τον γνωρίζεις. Αν δεν τον γνωρίζεις, δίπλα σου
να περάσει δεν θα τον πάρεις είδηση. Πρέπει να τον γνωρίζεις για να τον
συναντήσεις.
Αν λοιπόν ο Ζακχαίος είχε την
απορία «τίς ἐστιν», την ίδια απορία πρέπει να την έχουμε, πολύ βαθύτερη
και πολύ μεγαλύτερη, κι εμείς. Δεν έχει σημασία αν δεν είμαστε τόσο άδικοι,
όπως ο Ζακχαίος. Είμαστε άδικοι σε άλλους τομείς. Είμαστε σε χίλια δυο άλλα
πράγματα. Είμαστε αμαρτωλοί όλοι μας, έτσι ή αλλιώς, γιατί η σύγκριση δεν
γίνεται με τον διπλανό, γίνεται με τον Θεό. Από τον Θεό η απόστασή μας είναι
χαοτική, οπότε έτσι ή αλλιώς αμαρτωλοί είμαστε.
Εκείνο που έχει σημασία είναι αν,
αυτό το διάστημα που διατρέχουμε, έχουμε αυτή την αγωνία αναζήτησης του
Χριστού. Και αν έχουμε και τη διάθεση να κάνουμε αυτόν τον κόπο· να πάρουμε
σιγά-σιγά τα Ευαγγέλια και να Τον γνωρίσουμε. Να μάθουμε το «τίς ἐστιν»,
από τα Ευαγγέλια. Σ’ εμάς δεν θα περάσει από τον δρόμο, απ’ έξω, για ν’
ανεβούμε σε μια συκομοριά και να Τον δούμε! Εκείνο που πρέπει να σκεφτούμε
είναι ότι στο περιστατικό του Ζακχαίου επειδή υπάρχουν πάρα πολλοί γύρω στον
Χριστό δεν μπορούσε να πλησιάσει ο Ζακχαίος. Ο Χριστός όλο αυτό το χαοτικό
πλήθος, το προσπέρασε για να δώσει την προσοχή Του, σ’ αυτό το (θα λέγαμε)
αστείο θέαμα, που ο διευθυντής της Εφορίας ήταν πάνω σε μια μουριά και
χάζευε σαν πιτσιρίκος. Του λέει «κατέβα κάτω, θα έρθω σπίτι σου».
Προσωπικά στον καθένα, όχι στα
πλήθη, θα πει ο Χριστός, (σε μένα, σε σας, στον διπλανό), «θα έρθω σπίτι σου».
Αυτό πρέπει να είναι η αγωνία μας. Να μας πει κι εμάς ότι θα ’ρθεί στο σπίτι
μας. Όχι στο σπίτι στο οποίο κατοικούμε, αλλά στο σπίτι της καρδιάς μας. Όταν
έρθει στο σπίτι της καρδιάς μας, μετά τα πράγματα θα αλλάξουν. Πρέπει, λοιπόν
πρώτα, να Τον γνωρίσουμε για να Τον αναζητήσουμε και να Τον συναντήσουμε. Κι
Εκείνος να μας πει τότε ότι θα έρθει στο σπίτι μας.
Ο Θεός να το δώσει για όλο τον
κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου