ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Σήμερα Τετάρτη 18 Μαΐου 2022,
«Μεσοπεντηκοστή», εδώ απλά, πολύ απλά 25η μέρα από το Πάσχα, και το
αναστάσιμο πνεύμα καλά κρατεί. Το προσεγγίζουμε από Κοντάκιο του κορυφαίου Υμνογράφου Ρωμανού του Μελωδού-δεκαέξι
αιώνες πριν-αποδοσμένο σε λόγο νεοελληνικό-Βιβλίο, «Στο Χριστό με Ρωμανό το Μελωδό»,σ.144κε.
«Στο κορυφαίο θέμα της Ανάστασης του Χριστού Ρωμανός ο Μελωδός έχει αφιερώσει έξι Κοντάκια. Το πιο ωραίο για την απλότητα, την ανθρωπιά, την αμεσότητα, το ρεαλισμό, τη ζωντάνια της εικόνας είναι αυτό που ακολουθεί. Αποδίδει ποιητικά την αναστάσιμη περικοπή του κατά Μάρκον Ευαγγελίου(16,1-7) σε συσχετισμό με αντίστοιχη από το κατά Ιωάννη(20,1-18) που αναδείχνουν την τρυφερή αφοσίωση και λατρευτική αγάπη των αγίων Μυροφόρων γυναικών στο Χριστό ως την έσχατη ώρα. Την ώρα που όλοι τον είχαν αφήσει μόνο εντελώς. Επί πλέον η δεύτερη περικοπή αναδείχνει, την ύψιστη προς αυτές τιμή του Κυρίου να γίνουν πρώτες, οι «από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι» της Ανάστασης στους μαθητές του και σε όλο τον κόσμο.
Στο Κοντάκιο μας εισάγουν
πολύ ωραία, Δυο Προοίμια, -το πρώτο:
«Ει και εν τάφω κατήλθες αθάνατε,- αλλά του Άδου καθείλες την δύναμιν,- και
ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός ημών,- γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος
‘χαίρετε’,- και τοις σοις Αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος,- ο τοις πεσούσιν
παρέχων ανάστασιν», το ψάλλουμε ευρύτερα και σήμερα στην Εκκλησία. Ενώ στη
μεταμεσονύκτια Αναστάσιμη Ακολουθία του Μ. Σαββάτου-Όρθρος της Κυριακής του
Πάσχα-ακούμε τον Αναγνώστη να διαβάζει σε παπαδικό μέλος εκτός από αυτό, και τον πρώτο Οίκο του-«Τον προ ηλίου
Ήλιον δύναντα ποτέ εν τάφω-προέφθασαν προς όρθρον, εκζητούσαι ως
ημέραν,-μυροφόροι κόραι, και προς αλλήλας εβόων:-«Ω φίλαι, δεύτε τοις αρώμασιν
υπαλείψωμεν σώμα ζωηφόρον τεθαμένον εν τω μνήματι.- -Άγωμεν, σπεύσωμεν, ώσπερ
οι μάγοι,-και προσκυνήσωμεν και προσκομίσωμεν τα μύρα ως δώρα-τω μη εν
σπαργάνοις αλλ’ εν σινδόνι ενειλημμένω.-Και κλαύσωμεν, και κράξωμεν.-Ω Δέσποτα,
εξεγέρθητι,-ο τοις πεσούσι παρέχων
ανάστασιν». Τα δυο Προοίμια ακολουθούν Είκοσι
Τέσσερις Οίκοι-«στροφές», νεοελληνικά-
που έχουν ως Ακροστιχίδα τη φράση: «Του
ταπεινού Ρωμανού Ψαλμός», και για
Εφύμνιο, το στίχο που συνοψίζει το καίριο, ουσιαστικό, μοναδικό χριστιανικό
μήνυμα ελπίδας: «Ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν».
……………………………………………………………
Β. Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΠΟΔΟΣΗ
α. Π ρ
ο ο ί μ ι α.
1. Αν και κατέβηκες σε τάφο,
Αθάνατε,- -όμως κατέλυσες τη δύναμη του Άδη,- -και αναστήθηκες ως νικητής,
Χριστέ ο Θεός μας,- -στις Μυροφόρες γυναίκες απευθύνοντας το «χαίρετε»,- -και
την ειρήνη στους Αποστόλους σου δωρίζοντας,- -Εσύ που παρέχεις στους πεσμένους
την Ανάσταση.
2. Όταν οι γυναίκες μπήκαν στο
μνήμα σου- -και δε βρήκαν εκεί το Άχραντο Σώμα σου- -έχυναν δάκρυα πικρά, κι
έλεγαν.- -«Μήπως κλέφτηκε Αυτός,- -που του «έκλεψε» η αιμορροούσα την ίαση;-
-Μήπως αναστήθηκε, Αυτός που πριν το Πάθος προείπε την Ανάσταση;- -Όντως αναστήθηκε ο Χριστός,- -που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση.
β. Ο ί
κ ο ι.
1. Τον προαιώνιο Ήλιο, που
έδυσε στον τάφο κάποια στιγμή,- -αποζητούσαν απ’ τα χαράματα, σαν να ’ταν μέρα-
-οι Μυροφόρες γυναίκες, κι η μια στην άλλη έλεγαν:- -«Φίλες, πάμε ν’
αρωματίσουμε με αγάπη,- -σώμα ζωηφόρο, παρότι θαμμένο,- -σώμα που ανασταίνει
τον πεσμένο Αδάμ,- -αλλά τώρα είναι στο μνήμα καταχωμένο.- -Ας σπεύσουμε να
προσκυνήσουμε, όπως οι Μάγοι,- -και να προσφέρουμε ως δώρα τα αρώματα,- -όχι
στο σπαργανωμένο, αλλά στο σαβανωμένο.- -Πάμε να κλάψουμε, και να κράξουμε:-
-«Αναστήσου, Κύριε, Εσύ που παρέχεις στους πεσμένους την Ανάσταση.
2. Μόλις οι θεοφόρες γυναίκες
είπαν μεταξύ τους αυτά,- -πιο σοφά σκέφτηκαν, και άλλο η μια στην άλλη είπαν:-
-«Γυναίκες, γιατί γελιόμαστε;- -Γιατί ο Κύριος πρέπει να είναι στον τάφο;-
-Μπορεί εκεί ως τώρα να ’χει κρατηθεί,- -Αυτός που καβάλα διαβαίνει πάνω σε
κάθε πνοή ζωής;- -Μπορεί Αυτός να κείτεται νεκρός;- -Απίστευτος, αβάσιμος ο
λόγος αυτός.- -Καλύτερα να συσκεφτούμε και τούτο να πράξουμε.- -Πρώτη να πάει η
Μαρία στον τάφο να ιδεί- -κι αυτό που θα πει, ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς.-
-Μπορεί να αναστήθηκε ο Αθάνατος ως το προείπε πολλές φορές- -Αυτός που παρέχει
στους πεσμένους την Ανάσταση.
3. Μ’ αυτό το σκεπτικό ρύθμισαν
το θέμα οι συνετές,- -και κατευόδωσαν, ως νομίζω, Μαρία τη Μαγδαληνή,- -προς το
μνημείο, ως Ιωάννης ο Θεολόγος ιστορεί.- -Πυκνό σκοτάδι ακόμα έξω κρατούσε,-
-μα στην ψυχή της το φως της αγάπης φωτοβολούσε!- -Για τούτο ως πιο καλά πρόσεξε
και είδε,- -πως από την είσοδο του τάφου η μεγάλη πέτρα είχε κυλιστεί,-
-γύρισε, και τρέχοντας γρήγορα στους Μαθητές, είπε:- -«Μαθητές του Χριστού,
ακούστε και μάθετε αυτό που είδα,- -και μη μου κρύψετε αυτό που θα καταλάβετε.-
-Η πέτρα δεν κλείνει τον τάφο πια.- -Μήπως τον Κύριό μου σήκωσαν κάποιοι;-
-Γιατί έφυγαν κι οι φρουροί, δε φαίνονται πουθενά.- -Μήπως όμως έχει
αναστηθεί,- -Αυτός που παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση»;
4. Ως άκουσαν Πέτρος, κι ο γιος
του Ζεβεδαίου Ιωάννης αυτά,- -βγήκαν τρέχοντας παρευθύς ο ένας απ’ τον άλλο πιο
πολύ.- -Και πρώτος από τον Πέτρο βγήκε ο Ιωάννης.- -Μα όταν έφτασε στον τάφο,
απέφυγε μέσα να μπει,- -περίμενε, ως όφειλε σαν πρόβατο, ν’ ακολουθήσει τον
κορυφαίο. - -Γιατί στον Πέτρο είχε λεχθεί: «Πέτρο, αγαπάς με;- -Τα αρνιά μου
ποίμαινε ως θέλεις εσύ».- -Επίσης στον Πέτρο είχε ειπωθεί:- -«Μακάριε Πέτρο, θα
σου δώσω τα κλειδιά της Βασιλείας».- -Και, για χάρη του Πέτρου παλιά, υπέταξε
τα κύματα, όπου πάνω τους βάδιζε,- - Αυτός που παρέχει στους πεσμένους την
Ανάσταση.
5. Ο Πέτρος, ως προείπα, κι ο
γιος του Ζεβεδαίου,- -μετά απ’ αυτά που είπε η Μαρία, έφτασαν στο μνήμα,- -και
μπήκαν, όμως τον Κύριο δε βρήκαν.- -Από τούτο οι άγιοι φοβήθηκαν και είπαν:-
-«Γιατί άραγε δεν εμφανίστηκε σ’ εμάς;- -Μήπως θεώρησε το θάρρος μας
υπερβολικό;- -Περάσαμε, φαίνεται, τα όρια εμείς.- -Μάλλον έξω έπρεπε να σταθούμε,-
-κι από κει τα εντός του μνήματος να δούμε.- -Γιατί ο τάφος αυτός, δεν είναι
τάφος κοινός,- -είναι οίκος του Θεού
πραγματικός,- -αφού ως ευδόκησε, σ’ αυτόν κατοίκησε κι έμεινε,- -Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
6. «Ως θράσος, φαίνεται, το
θάρρος μας θα λογίστηκε,- -μάλλον ως περιφρόνηση, και ίσως γι αυτό,- -ως
ανάξιους, δεν εμφανίστηκε σ’ εμάς».- -Ενώ αυτά μιλούσαν και έλεγαν οι γνήσιοι
φίλοι του Πλάστη,- -είπε η Μαρία που τους ακολουθούσε διακριτικά:- -«Μύστες του Κυρίου, και της Αγάπης του
θερμοί εραστές,- -αυτά που άκουσα να λέτε, δεν είναι σωστά.- -Μη λιποψυχείτε,
κάνετε λίγο ακόμα υπομονή.- -Αυτό που έγινε, είναι θεία οικονομία,- -κι έγινε
για να δουν τον Αναστημένο πρώτες- -οι γυναίκες που έπεσαν πρώτες.- -Σ’ εμάς
που πενθήσαμε πικρά,- -θέλησε πρώτα να χαρίσει το «χαίρετε»,- - Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
7. Πείθοντας μ’ αυτά τον εαυτό
της η Μαρία,- -έμεινε στον τάφο, κι όταν οι Απόστολοι έφυγαν.- -Κι επειδή
συνέχιζε να πιστεύει- -ότι κλάπηκε το Σώμα του Χριστού,- -με δάκρυα, όχι με λόγια, θρηνούσε κι έκραζε:- -«Αλίμονο, Ιησού μου,
πού σε μετέφεραν;- -Πώς καταδέχτηκες, Αθάνατε, από χέρια κηλιδωμένα να βασταχτείς;-
-Άγιος, Άγιος, Άγιος, Σου κράζουν Πολυόμματα κι Εξαπτέρυγα,- -κι οι ώμοι τους
μόλις που να σε βαστάξουν μπορούν.- -Κι αποτόλμησαν χέρια πλάνων ανθρώπων να σε
βαστάξουν,- -όταν αυτός ο Πρόδρομος διστάζοντας να σε βαπτίσει έλεγε:- -«Το πρέπον είναι να με βαπτίσεις Εσύ,-
-που παρέχεις στους πεσμένους την Ανάσταση».
8. «Έλα όμως που κείτεσαι τρεις
μέρες νεκρός,- -Εσύ που τα πάντα ανακαινίζεις,- -Εσύ που ανάστησες το Λάζαρο, τετραήμερο
νεκρό,- -και παρευθύς τον έβγαλες ζωντανό,- - τυλιγμένο ακόμα στα νεκρικά.- -Σε
τάφο κείτεσαι, και μακάρι να είχα δει- -πού είναι ο τόπος, που σ’ έχουν τώρα
θαμμένο,- -να τρέξω, με δάκρυα, όπως η πόρνη, να βρέξω,- -όχι μόνο τα πόδια, μα
όλο το Σώμα και το μνήμα σου, και να πω:- -‘Κύριε, όπως ανάστησες της χήρας το
γιο,- -ανάστησε τώρα, και το δικό σου Εαυτό.- -Εσύ που ξανάφερες την κορούλα
του Ιάειρου στη ζωή,- -γιατί μένεις ακόμα στο μνήμα εκεί;- -Αναστήσου, στάσου
στα πόδια ορθός,- -και σε αυτούς που Σε
αποζητούν, εμφανίσου- -Εσύ που παρέχεις στους πεσμένους την Ανάσταση».
9. Από το κλάμα νικημένη, και
από την Αγάπη του ηττημένη, - -ως είδε Μαρία τη Μαγδαληνή Αυτός που τα πάντα ορά- -τη σπλαχνίστηκε, εμφανίστηκε στην κόρη,
και είπε:- -«Γιατί κλαις γυναίκα; Ποιον στο μνήμα ζητάς»;- -Γύρισε τότε η Μαρία
και είπε:- -«Κλαίω, γιατί σήκωσαν τον Κύριό μου από τον τάφο,- -και τώρα δε
γνωρίζω, πού έχει ταφεί.- -Σίγουρα δεν έκανες εσύ τη δουλειά αυτή;- -Αν δεν κάνω
λάθος, είσαι ο κηπουρός.- -Πες μου, αν σήκωσες το Σώμα του,- -πες μου, να πάω
να πάρω το Λυτρωτή,- -το Διδάσκαλό, τον Κύριό μου,- - Αυτόν που παρέχει στους
πεσμένους την Ανάσταση».
10. Κι Αυτός που γνωρίζει τα
μυστικά της καρδιάς,- -και στ’ άδυτα βάθη του είναι εισχωρεί,- -ξέροντας πως η
Μαρία γνωρίζει τη φωνή του,- -καλεί ως
Ποιμένας την αμνάδα που θρηνεί:- -«Μαρία», της κράζει,- -κι εκείνη τον
αναγνωρίζει και λέει παρευθύς:- -«Όντως,
ο καλός μου Ποιμένας με καλεί,- -στα ενενήντα εννιά πρόβατα να με καταριθμήσει.-
-Βλέπω ν’ ακολουθούν πίσω από Αυτόν που
με καλεί,- -σώματα αγίων και τάγματα δικαίων.- -Κι αναρωτιέμαι : ‘Ποιος με
καλεί’; Καλά το κατάλαβα,- -ο Διδάσκαλός και Κύριός μου με φωνάζει,- -
Αυτός που παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
11. Από πόθο θερμό κι αγάπη
φλογερή,- -παρωθούμενη η κόρη, θέλησε ν’ αγγίξει,- -Αυτόν που καλύπτει απερίγραπτα όλη την κτίση.- -Μα ο Πλάστης της
μέμφεται τη σπουδή,- -την κατευθύνει στα άνω, τα θεία με τα εξής:- -«Μη με αγγίζεις. Ή μήπως ως άνθρωπο μόνο
με θεωρείς;- -Θεός είμαι, μη με αγγίζεις.- -Ύψωσε το βλέμμα ψηλά, γυναίκα
σεμνή,- -κατάλαβε την τάξη των ουρανίων πραγμάτων,- -και αναζήτησέ με εκεί.-
-Γιατί, ανεβαίνω στον Πατέρα μου, Αυτόν
που δεν άφησα ποτέ.- -Κάθομαι σε ίδιο θρόνο μ’ Εκείνον, ως Άναρχος και Συν-Άναρχος,-
-και παρέχω στους πεσμένους την Ανάσταση».
12. «Αυτά να διαλαλήσει η γλώσσα
σου, γυναίκα,- -αυτά να εξηγήσει στης Βασιλείας τους υιούς,- -που προσμένουν
ζωντανό και Αναστημένο να με δουν.- -Τρέξε, Μαρία, και σύναξε τους μαθητές
μου,- -γίνε γι αυτούς σάλπιγγα
μεγαλόφωνη.- -Σάλπισε το μήνυμα της
ειρήνης στις ακοές- -των φοβισμένων και κρυμμένων φίλων μου.- -Ξύπνησε όλους σαν από ύπνο,- -με αναμμένα
τα λυχνάρια τους να με υποδεχτούν.- -Ο
Νυμφίος, πες τους, αναστήθηκε,- -τίποτα στον Τάφο δεν άφησε.- -Μακριά η
νέκρωση, Απόστολοι, από σας- -γιατί έχει κιόλας αναστηθεί,- - Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
13. Μόλις που άκουσε καλά όλα του
Λόγου τα λόγια,- -η κόρη στις
συντρόφους της γυρίζει, λέει, και ομολογεί:- -«Γυναίκες, είδα πράγματα
θαυμαστά,- -και όλα θα σας τα διηγηθώ.- -Καμιά σας τα λόγια μου μην πάρει για
φλυαρία,- -δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας,- -μου τα εμπιστεύθηκε αυτός ο
Θεός.- -Απόλαυσα θέα, συνομιλία,
κοινωνία με το Χριστό.- -Ακούστε και μάθετε, πώς έγινε και πότε αυτό.-
-Όταν ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής με άφησαν κι έφυγαν,- -μόνη στεκόμουν κι
έκλαιγα στο μνήμα κοντά, - -Νόμιζα πως κάποιοι ήρθαν και σήκωσαν απ’ τον τάφο,-
-το θείο Σώμα του Αθάνατου.- -Τα δάκρυά
μου δε βράδυνε να σπλαχνιστεί,- -κι εμπρός μου να εμφανιστεί,- -Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
14. Και παρευθύς η λύπη μου έγιν’
ευφροσύνη,- -μέσα μου γαλήνεψαν όλα, έλαβαν όψη χαρωπή.- -Και, δε διστάζω να σας ειπώ τούτο:- -‘Όμοια με το Μωυσή δοξάστηκα κι
εγώ- -Γιατί είδα, όχι στο βουνό,
αλλά στο μνήμα,- -όχι κάτω από σύννεφο,
αλλά κάτω απ’ το Σώμα,- -τον Κύριο των ασωμάτων και των νεφελών,- -τον Όντα και
πριν, και τώρα, και πάντα, να μου λέει:- - «Σ’
αυτούς που μ’ αγαπούν, τρέξε, και ότι αναστήθηκα πες!- -Κάνε τη γλώσσα σου κλαράκι της ελιάς,-
-πήγαινε το χαρμόσυνο άγγελμα στους απογόνους του Νώε,- - πες και τόνισέ τους καλά, η εξουσία του θανάτου παύτηκε πια,- -γιατί
αναστήθηκε Αυτός που παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
15. Ως άκουσε αυτά ο σύλλογος των ευλαβών
νεανίδων,- -με μια φωνή απάντησε και είπε στη Μαρία τη Μαγδαληνή:- -«Ότι αυτά
που μας είπες είναι αληθινά,- -είμαστε σύμφωνες όλες, καμιά μας καθόλου δεν
απιστεί.- -Μα αυτό που μας βάζει σε απορία είναι,- -πώς έμενε στον τάφο ως τώρα,- -πώς τρεις ολόκληρες μέρες ανεχόταν,- -με
τους νεκρούς να καταριθμείται η Ζωή;- -Όλες μας λέγαμε κι ελπίζαμε ότι
έμελλε να γυρίσει από τον Άδη.- -«Από το κήτος έβγαλε το δικό του υπηρέτη
παλιά,- -πώς μπορούσε απ’ το θάνατο να κρατηθεί;- -Αφού ανάγκασε το θαλάσσιο
κήτος να δώσει πίσω τον υπηρέτη του,- -σημαίνει
ότι έμελλε από το μνήμα ν’ αναστηθεί,- -Αυτός που παρέχει στους πεσμένους
την Ανάσταση».
16. «Το λέμε και το ξαναλέμε,
φίλη μας σεμνή,- -δε θεωρούμε πως χωλαίνουν όσα μας λες.- -Μας μίλησες σωστά,
τίποτα παράξενο δεν είπες.- -Ο λόγος σου είναι αληθινός, κι ο τρόπος σου
ευγενικός.- -Μα θέλουμε κι εμείς, Μαρία,- -να
’χουμε στα δικά σου κοινωνία,- -μην τ’ απολαύσει ένα μέλος μοναχά,- -κι
αμέτοχα, κι άγευστα μείνουν τα άλλα- -αυτής
της ζωής που ευτύχησες ν’ απολαύσεις. εσύ.- -Μαζί με το δικό σου στόμα, να γίνουν πάμπολλα- -τα στόματα που τη
μαρτυρία σου θα επικυρώνουν.- -Να
πάμε στο μνήμα όλες μαζί,- -για την οπτασία σου να βεβαιωθούμε.- -Να γίνει, φίλη μας, καύχημα όλων μας
κοινό,- -η τιμή που έκανε σ’ εσένα,- - Αυτός που παρέχει στους πεσμένους
την Ανάσταση».
17. Αυτά έλεγε ο σύλλογος των
θεοφόρων γυναικών,- -ως έβγαινε με την αφηγούμενη από την πόλη,- -όταν
κοιτώντας κατά τον τάφο από μακριά,- -άρχισε ξαφνικά να υμνεί και να λέει με
μια φωνή:- -«Ελάτε να δείτε τον τόπο,
μάλλον τον άφραστο κόλπο.- -Ελάτε να
δείτε τον τόπο που κράτησε το Βασιλιά.- -Να δείτε τον τόπο που χώρεσε, Αυτόν,
που οι ουρανοί δε χωρούν,- -μα τον χωρούν των αγίων οι καρδιές.- -Αίνος και
δοξολογία για σένα, άγιε Τάφε,- -μικρέ και μέγιστε, φτωχέ και πλούσιε,- -Ζωής
ταμείο, ειρήνης δοχείο, χαράς σημείο, Χριστού μνημείο.- -Μνημείο του Μόνου, του
Ενός, και Μοναδικού,- -και καύχημα όλου του κόσμου, όπως ευδόκησε,- -Αυτός
που παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
18. Ως υμνολόγησαν τον Τάφο του
Ζωοδότη,- -στράφηκαν και είδαν αυτόν που πάνω στην πέτρα καθόταν,- -και μέγας τις
κατέλαβε φόβος.- -Έκαναν πίσω ένα βήμα,-
-έγειραν το πρόσωπο κάτω σεμνά,- -και μίλησαν και είπαν δειλά-δειλά:- -«Τι να ’ναι αυτό που θωρούμε;- -Τίνος το
πρόσωπο, ποίου η όψη;- -Ποιος είναι αυτός που ορούμε;- -Άνθρωπος είναι ή
άγγελος από τον ουρανό;- -Ή μήπως
ξεπρόβαλε κι ήρθε απ’ τη γη;- -Φλόγα είναι, φως ακτινοβολεί,- - αστράφτει και
καταυγάζει.- -Πάμε, κόρες, να φύγουμε, μη και καούμε.- -Ρίξε μας, Κύριε, ουράνια θεία βροχή,-
-σταλαματιές της Αγάπης σου ρίξε σ’ όσους διψούν για Σένα,- -Εσύ που
παρέχεις στους πεσμένους την Ανάσταση».
19. «Τα λόγια του θείου σου στόματος- -ας δροσίσουν τις ψυχές μας, ωσάν
σταγόνες δροσιάς,- - Χαρά των θλιμμένων Εσύ και των πάντων Ζωή,- -μήπως
πεθάνουμε από το φόβο».- -Ως οι φιλόθεες γυναίκες έλεγαν αυτά ικετευτικά,-
-ο καθήμενος πάνω στην πέτρα,- -ήρεμα στις όσιες απευθύνθηκε και είπε απαλά, τρυφερά:- -«Μην έχετε φόβο κανέναν εσείς, μόνο οι
φύλακες να έχουν,- -αυτοί που μόλις με είδαν, έφριξαν, μαράζωσαν, πέθαναν
απ’ το φόβο,- -κατάλαβαν πως τον Κύριο
των αγγέλων φρουρούν, μα πια δεν τον κρατούν.- -Ο Κύριος αναστήθηκε, και είδηση δεν πήραν που εγέρθηκε,- -Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
20. «Κρατείστε την ψυχραιμία
σας, γυναίκες,- -μην από φόβο παγώνετε πια.- -Εσείς που ζητάτε να δείτε το Δημιουργό των αγγέλων,- -καταληφθήκατε από
δειλία μόλις μορφή αγγέλου είδατε.- -Δούλος
είμαι κι εγώ, Εκείνου που κατοίκησε στον τάφο αυτόν,- -από τη φύση μου ταγμένος
να τον υπηρετώ,- -και, αυτά που προστάχθηκα, ήρθα και σας αναγγέλλω με χαρά.-
-‘Αναστήθηκε ο Κύριος,- -σύντριψε τις
χάλκινες πύλες του Άδη,- -κι έσπασε τις σιδερένιες αμπάρες τους.- -Την προφητεία επαλήθευσε, την παράταξη των
Αγίων ανύψωσε.- -Ελάτε, κόρες, και με τα
μάτια σας δείτε,- -τον τόπο όπου κείτονταν
ο Αθάνατος,- - Αυτός που παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση».
21. Με τα λόγια του αγγέλου
αυτά, όλες οι γυναίκες ηρέμησαν,- -κι απάντησαν φρόνιμα και συνετά.- -«Όντως, όπως το είπες, αναστήθηκε ο
Κύριος.- -Κι ο λόγος σου μας έπεισε και η μορφή σου,- -ότι σίγουρα ο Ελεήμων
αναστήθηκε.-Αν δεν είχε αναστηθεί, και δεν είχε φύγει απ’ τον τάφο,- -δε θα
καθόσουν σ’ αυτή τη θέση εσύ.- -Ο στρατηγός του Βασιλιά δε στέκει ποτέ να
συζητά, όταν ο ίδιος είναι παρών.- -Κι αν αυτό μπορεί να συμβεί κάποια φορά στη
γη,- -στα ουράνια δεν μπορεί να συμβεί,- -όπου
είναι ο αθέατος θρόνος,- -και ο απερίγραπτος με λόγια καθήμενος σ’ αυτόν,-
-ο παρέχων στους πεσμένους την Ανάσταση».
22. Έσμιξαν το φόβο με χαρά, τη
λύπη μ’ ευφροσύνη,- -κι έτρεξαν οι γυναίκες απ’ τον Τάφο στους Αποστόλους, και
είπαν- -ως το Ευαγγέλιο ιστορεί:- -«Γιατί
είστε γεμάτοι στενοχώρια; Γιατί είναι τα πρόσωπά σας σκυθρωπά;- -Αναστήθηκε ο Χριστός, υψώστε τις καρδιές
σας στον ουρανό.- -Συστήστε χορό και
πείτε όλοι με μια φωνή:- -‘Ο Κύριος
αναστήθηκε, ο πριν τον Εωσφόρο γεννημένος, έλαμψε.- -Αναθαρρήστε, μην είστε πια
σκυθρωποί.- -Η άνοιξη φάνηκε, κλωνάρια του εσείς ανθήστε,- -φέρτεπια, όχι
στενοχώρια, μα καρπό πολύ.- -Τα χέρια ας κροτήσουμε όλοι, και ας πούμε όλοι
μαζί:- -‘Αναστήθηκε Αυτός που
παρέχει στους πεσμένους την Ανάσταση’».
23. Ευφράνθηκαν κι αυτοί πολύ, -
-τα λόγια ήταν καθαρά, ξάστερα- -απόμειναν εμβρόντητοι κυριολεκτικά, και στις
γυναίκες είπαν:- -«Κόρες, από πού μάθατε ή πώς, αυτό που διαλαλείτε;- -Άγγελος
από τον ουρανό σας το ανάγγειλε»;- -«Ναι», αποκρίθηκαν με μια φωνή. «Και μας το είπε και μας το έδειξε- -Μα κι ο Θεός και Πλάστης των αγγέλων,-
-εμφανίστηκε στη Μαρία, και της είπε αυτά:- -‘Πήγαινε στους δικούς μου και να πεις, ο Κύριος αναστήθηκε’!- -Εμπρός, λοιπόν, όλοι μαζί,
κριάρια, πρόβατα, κι αρνιά,- -ας ψάλλουμε σκιρτώντας από χαρά:- -‘Ποιμένα μας καθόλου μην αργείς, έλα και σύναξε- -όλους εμάς που σκορπίσαμε από
δειλία.- -Ως είσαι του θανάτου ο
νικητής, εμφανίσου σε όσους Εσένα αγαπούν,- -Εσύ που παρέχεις στους
πεσμένους την Ανάσταση’».
24. «Κάνε, Σωτήρα μου, μ’ Εσέ μαζί,- -και η δική μου νεκρή ψυχή ν’
αναστηθεί,- -μη και από τη λύπη διαλυθεί,- -και παραδώσει στη λησμονιά ύμνους
που κομίζουν αγιάσματα.- -Σε ικετεύω, Ελεήμονα Κύριε, μη μ’ εγκαταλείψεις
ποτέ,- -γιατί είμαι κριματισμένος πολύ.- -Μάνα με συνέλαβε αμαρτωλή,- -κι ως με
γεννούσε ήταν αμαρτωλή.- -Πατέρα μου Άγιε, Φιλεύσπλαχνε Εσύ ,- -κάνε ν’ αγιάζεται πάντα το Όνομά σου,- -στο
στόμα μου, στα χείλη μου, στη φωνή μου, στην ωδή μου.- -Δώσε μου το χάρισμα να σε κηρύττω με
ύμνους.- -Το γνωρίζω πολύ καλά, είσαι ο Μόνος που το μπορείς,- -γιατί
Εσύ παρέχεις στους πεσμένους την Ανάσταση».
Ο 24ος Οίκος,
ευχή-προσευχή Οσίου Ρωμανού του Υμνογράφου, να δίνει ελπίδα και χάρη σε όσες
στις μέρες μας δοκιμάζονται ψυχές.
«Χριστός Ανέστη»
Αθανάσιος Κοτταδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου