Έχεις το Χριστό; Μη φοβάσαι!
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο (Ματθ. 17,14-23). Τί μᾶς
λέει;
Μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν ἄρρωστο. Ποιός ἦταν
ἄρρωστος; Ἕνα παιδί, παιδὶ μονάκριβο. Ὅταν τό ᾽πιανε τὸ κακό, ἡ ἀρρώστια, τὸ
πρόσωπό του ἀγρίευε, τὰ μάτια του κοκκίνιζαν, τὰ δόντια του ἔτριζαν, τὸ στόμα
του ἄφριζε. Κ᾽ ἔβγαζε φωνὲς ἄγριες, τέτοιες ποὺ ὅποιος ἄκουγε θὰ νόμιζε πὼς οὐρλιάζουν
λύκοι καὶ τσακάλια στὸ βουνό. Καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο, ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε
σὰν τὸ ψάρι· ἄλλοτε στὸ νερὸ κι ἄλλοτε στὴ φωτιά, καὶ ἂν δὲν βρισκόταν ἐκεῖ
κάποιος νὰ τὸν πιάσῃ, κινδύνευε νὰ καῇ ἢ νὰ πνιγῇ. Δυστυχία· μιὰ φορὰ
δυστυχισμένο τὸ παιδί, ἑκατὸ φορὲς δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς.
–Μὰ τί ἀσθένεια ἦταν αὐτὴ ποὺ βασάνιζε
τὸ παιδὶ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου;
Ἂν μποροῦσε νὰ τὸ πάρῃ στὴν ἀγκαλιὰ ὁ πατέρας, νὰ τὸ πάῃ σ᾽ ἕνα σημερινὸ γιατρὸ ἢ νοσοκομεῖο καὶ τὸ ἐξέταζαν, θὰ ἔβλεπαν ὅτι σωματικῶς δὲν ἔχει τίποτα. Καὶ ἡ καρδιά, καὶ τὰ νεφρά, καὶ τὰ πνευμόνια, καὶ τὰ νεῦρα, ὅλο τὸ κορμί του ἦταν καλά. Τί εἶχε τότε; Ἔμ, αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Μακάρι νὰ ἦταν ἀρρώστια σωματική· ὑπάρχει κάτι ἄλλο χειρότερο. Ποιό δηλαδή, ποιό εἶνε τὸ χειρότερο; Ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶχε δαιμόνιο, ἦταν δαιμονισμένο.
* * *
–Δαιμόνιο; Μπᾶ, θὰ ποῦνε τώρα κάποιοι, ἄκου ᾽κεῖ· μᾶς μιλᾷς ἐσὺ σήμερα
γιὰ δαιμόνια;…
Μακάρι, ἀδέρφια μου, νὰ μὴν ὑπῆρχαν
δαιμόνια· καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Εἶνε κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει νύχτα; ὅταν
βασιλέψῃ ὁ ἥλιος κ᾽ἔρθῃ τὸ βράδυ, βεβαιώνεται ὅτι ὑπάρχει νύχτα. Ὅπως λοιπὸν εἶνε
βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα καὶ στὰ βουνὰ γυρίζουν λύκοι καὶ τσακάλια, ἔτσι εἶνε
βέβαιο ὅτι ὑπάρχουν καὶ δαιμόνια.
Τί εἶνε τὰ δαιμόνια; Ὅπως διδάσκει ἡ
Γραφή, ἦταν κάποτε ἄγγελοι φωτεινοί, τάγμα ὁλόκληρο μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἑωσφόρο. Αὐτός,
ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος ἄγγελος, ἀρχάγγελος, κάποια στιγμὴ ὑπερηφανεύτηκε,
δέχτηκε τὴ σκέψι ὅτι μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀνώτερος ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ στήσῃ τὸ θρόνο
του πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, νὰ εἶνε αὐτὸς παραπάνω ἀπὸ τὸ Θεό. Τί κακὸ πρᾶγμα ἡ ὑπερηφάνεια!
Ὁ διάβολος δὲν ἔκανε ἄλλες ἁμαρτίες, ἔκανε μία, τὴ χειρότερη ἀπ᾽ ὅλες· κι αὐτὴ
εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια.
Τί τοῦ προκάλεσε ἡ ὑπερηφάνεια;
Γκρέμισε τὸν Ἑωσφόρο ἀπὸ τὸ ὕψος του καὶ τὸν ἔκανε διάβολο· καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτὸν
ἔγιναν σκοτεινοὶ δαίμονες καὶ ὅσοι ἄγγελοι τὸν ἀκολούθησαν. Αὐτὰ λέει ἡ Γραφὴ
μὲ γλῶσσα ἀλληγορική (βλ. Ἠσ. 14,12-15. Ἰεζ. 28,2-17) καὶ πραγματική (βλ.
Λουκ. 10,18), κι ὅτι ἀπὸ τότε ὁ διάβολος ἔχει μῖσος· μισεῖ τὸ Θεό, μισεῖ καὶ τὸ
δημιούργημά του, τὸν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ ζήσῃ κοντὰ στὸ Θεό, καὶ προσπαθεῖ νὰ
τὸν χωρίσῃ ἀπὸ αὐτόν (βλ. Ματθ. 13,39. Λουκ. 8,12).
Εἶνε ἄγριος. Δὲν ἡσυχάζει οὔτε μέρα οὔτε
νύχτα. Πασχίζει νὰ παρασύρῃ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη. Δὲν εἶνε
φαντασία. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὸν παρομοιάζει μὲ τὸ λιοντάρι, ποὺ πεινασμένο
μουγκρίζει τὴ νύχτα καὶ τὰ μικρὰ ζῷα τρέμουν καὶ κρύβονται· ἔτσι, λέει ὁ
Πέτρος, καὶ ὁ σατανᾶς ἀπειλεῖ τὸν κόσμο. «Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν (=ὁ ἐχθρός σας ὁ)
διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ (=κυκλοφορεῖ σὰν λιοντάρι ποὺ
μουγκρίζει) ζητῶν τίνα καταπίῃ (=ψάχνοντας ποιόν θὰ βρῇ νὰ καταπιῇ)» (Α΄ Πέτρ.
5,8).
Εἶνε φθονερός. Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου
λέει, ὅτι στὴν ἔρημο τὸν καταδίωξαν τὰ δαιμόνια – δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά, εἶνε
γεγονότα. Μιὰ νύχτα ὁ σατανᾶς ἔκανε σεισμὸ στὸ κελλί του, ἀλλὰ ὁ ἅγιος μὲ τὸν
τίμιο σταυρὸ καὶ τὴν προσευχή του ἔδεσε τὸν διάβολο. –Δὲν σ᾽ ἀφήνω, τοῦ εἶπε, ἂν
δὲν μοῦ πῇς τί κάνετε σεῖς οἱ δαίμονες. –Δὲν καθόμαστε καθόλου. Πηγαίνουμε
παντοῦ, στὰ σπίτια τὰ φτωχὰ καὶ στὰ παλάτια. Ἂν δοῦμε ἀντρόγυνο ἀγαπημένο,
βάζουμε τὰ δυνατά μας νὰ τὸ χωρίσουμε…
Τίποτ᾽ ἄλλο, πράγματι, δὲν εὐχαριστεῖ
τόσο τὸν διάβολο ὅσο τὸ νὰ δῇ ἀντρόγυνο νὰ χωρίζῃ. Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνα
ζευγάρι· δέκα χρόνια ἀγαπημένοι, μὲ τέσσερα παιδάκια χαριτωμένα, καὶ ξαφνικὰ
ζητᾶνε διαζύγιο. Οὔτε κι αὐτοὶ καταλαβαίνουν γιατί. Εἶνε ὁ σατανᾶς στὸ μέσον. Ὁ Χριστὸς
ἑνώνει, ὁ σατανᾶς χωρίζει, μὲ διάφορες ἀφορμές. Μεγάλη ἁμαρτία. Προτιμότερο νὰ
γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιὰ παρὰ νὰ διαλύσῃς ἕνα γάμο. Σικάγο γίναμε. Ἀλλ᾽ ἂς
γυρίσουμε στὸν ἅγιο Ἀντώνιο νὰ δοῦμε, τί τοῦ ἀπεκάλυπτε ὁ διάβολος·
… Στὰ σπίτια χωρίζουμε τ᾽ ἀντρόγυνα, στὰ
σχολειὰ δὲν ἀφήνουμε τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα, στὰ δικαστήρια βάζουμε τοὺς
μάρτυρες νὰ παίρνουν ψεύτικο ὅρκο καὶ πᾶνε ἀθῷοι στὴ φυλακὴ καὶ κακοῦργοι
βγαίνουν ἔξω, στὴν ἀγορὰ μὲ τὰ παζάρια τοὺς δείχνουμε πῶς νὰ γελᾶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο·
μαθαίνουμε ἄλλους νὰ κλέβουν, ἄλλους νὰ λένε ψέματα, ἄλλους νὰ βλαστημᾶνε τὰ
θεῖα, ἄλλους νὰ πορνεύουν, ἄλλους νὰ μοιχεύουν, ἄλλους νὰ κάνουν διάφορα ἐγκλήματα
καὶ σκοτωμούς. Νά, αὐτὴ εἶνε ἡ δουλειά μας· εἴμαστε πολὺ ἀπασχολημένοι… Αὐτὰ ἔλεγε
ὁ διάβολος τρόπον τινὰ ἐξομολογούμενος στὸν ἅγιο Ἀντώνιο.
Εἶνε λοιπὸν φοβερὸς ὁ διάβολος, ἀλλὰ σὲ
ποιούς; σ᾽ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν. Σ᾽ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ξέρετε τί εἶνε ὁ
σατανᾶς; Εἶνε ἕνα λιοντάρι ποὺ τοῦ ξερρίζωσαν τὰ δόντια, τοῦ ἔβγαλαν τὰ
νύχια καὶ τοῦ ᾽κοψαν τὴν οὐρά· δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα. Ποιός τὸν ἀφώπλισε
καὶ τὸν νίκησε; Ὁ Χριστός. Λοιπὸν ἔχεις ἐσὺ τὸ Χριστό; Μὴ φοβᾶσαι! Ὁ σατανᾶς εἶνε
φοβερὸς καὶ κυριαρχεῖ – ποῦ; σὲ σπίτια ποὺ δὲν καίει καντήλι, σὲ σχολειὰ ποὺ δὲν
κάνουν σταυρό, σὲ δικαστήρια ποὺ βασιλεύει τὸ ψέμα, σὲ ἀγορὲς ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ
κλεψιά… Ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἰσχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ ἀναστατώνει τὰ
πάντα.
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀδελφοί μου. Καμμιά σχέσι μὲ τὸ διάβολο! Ἀρρώστησε τὸ
παιδί; Μὴν τὸ πᾷς στὸ μάγο. Ἀκόμα καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὸ
θεραπεύσῃ –ποὺ δὲν ἔχει τέτοια δύναμι–, χίλιες φορὲς νὰ μείνῃ τὸ παιδί μας ἄρρωστο
ἢ καὶ νὰ πεθάνῃ, παρὰ νὰ τὸ κάνῃ «καλὰ» ὁ μάγος· γιατὶ παιδί, ποὺ θὰ ζήσῃ μὲ
τὴ μαγεία, παραχωρεῖ ἔδαφος καὶ δικαιώματα στὸν ἐχθρό· μεθαύριο θὰ κυριαρχήσῃ
πάνω του ὁ διάβολος καὶ θὰ σὲ σκοτώσῃ. Μακριά ἀπὸ μάγια καὶ μάγους λοιπόν. Ἀρρώστησε
τὸ παιδί; Φέρ᾽ το στὴν Ἐκκλησία. Ἕνας εἶνε ὁ μεγάλος γιατρός, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός.
Παλαιότερα δὲν ὑπῆρχαν γιατροί,
κλινικές, φάρμακα· ὑπῆρχε ὅμως πίστι στὸ Θεό. Τώρα ἔχουμε στὴ διάθεσί μας πολλὲς
δυνατότητες, πολλὲς ὑπηρεσίες τῆς ἐπιστήμης καὶ πολλὲς ἀνέσεις τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ
τότε, ποὺ ζοῦσαν φτωχικά, μέσα στὶς καλῦβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἐνῷ τώρα στὰ
πολυτελῆ διαμερίσματα καὶ τὶς πολυκατοικίες κατοικοῦν δαίμονες. Τότε στὶς καλῦβες
εἶχαν πίστι στὸ Θεό, κι ὅταν ἀρρώσταιναν οἱ ἴδιοι ἢ τὸ παιδί τους ἢ τὸ ζῷο
τους, κατέφευγαν στὴν Ἐκκλησιὰ μὲ πίστι, γονάτιζαν καὶ ἔκλαιγαν. Πίστευαν ὅσο δὲν
πιστεύουν τώρα οὔτε παπᾶδες καὶ δεσποτάδες –ἀδυνάτισε ἡ πίστι– καὶ μὲ τὴν πίστι
τους ἔκαναν θαύματα καὶ σῴζονταν.
Ἔτσι καὶ τὸ ἄρρωστο παιδὶ τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσῃ, τὸ θεράπευσε ὁ
Χριστός. Πῶς; Ὅταν ὁ πατέρας ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ εἶπε «Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν
υἱόν…» (Ματθ. 17,15). Τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε·
ἄψυχα, ψυχρά, μπούζι.
Ἕνα θὰ πῶ ἀκόμη καὶ τελειώνω. Πῆγαν ἀπὸ
τὴν Ἑλλάδα μερικοὶ δημοσιογράφοι σ᾽ ἕνα ἄθεο κράτος. Οἱ κυβερνῶντες ἐκεῖ ἦταν
ἄπιστοι, ἀλλὰ ὁ λαὸς εἶχε πίστι, πίστι ποὺ εὔκολα δὲν συναντᾷ κανεὶς ἀλλοῦ. Μπῆκαν
στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς πρωτευούσης καὶ τί εἶδαν· πλῆθος γυναῖκες, παιδιὰ
καὶ ἄντρες. Μικροὶ – μεγάλοι, στέκονταν ὅλοι ὄρθιοι, καὶ δὲν ἀκουγόταν
τσιμουδιά, λὲς κ᾽ ἦταν νεκροταφεῖο· ἄκρα ἡσυχία μέσ᾽ στὸ ναό. Ὅταν περνοῦσε τὸ
Εὐαγγέλιο στὴ μικρὰ εἴσοδο κι ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια στὴ μεγάλη εἴσοδο, οἱ
πιστοὶ γονάτιζαν· ὅταν θύμιαζε ὁ παπᾶς, ἔσκυβαν τὸ κεφάλι. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ
τὸ «Πιστεύω» τό ᾽λεγαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή. Τὸ σταυρό τους, ὅταν ἄκουγαν τὸ ὄνομα
τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, δὲν τὸν ἔκαναν βιαστικὰ σὰν
παιχνίδι ὅπως κάνουν πολλοὶ ἐδῶ, ἀλλὰ ἤρεμα, σιγά, κανονικά. Ἦταν φανερὸ ὅτι
λατρεύουν μὲ πίστι.
Ἐμεῖς ἐδῶ; Μπὲς στοὺς ναούς μας νὰ δῇς.
Οὔτε τὸ σταυρό τους κάνουν σωστά· λὲς καὶ παίζουν μαντολίνο. Ἐνῷ ἡ πίστι μας εἶνε
ζωντανή, ποῦ καταντήσαμε! Πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησιά· δὲν πιστεύεις;
πήγαινε ὅπου θέ᾽ς.
Μένετε πιστοὶ στὸ Χριστό, ἀδέρφια μου, ἁγνοὶ
καὶ ἀμόλυντοι στὴ ζωή σας. Φράξτε τ᾽ αὐτιά σας καὶ μὴν ἀκοῦτε τὶς φωνὲς τῆς ἀπιστίας.
Κρατῆστε ψηλὰ τὶς καρδιές, ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Παρακαλεῖτε τὸν Κύριο νὰ μᾶς σῴζῃ
διὰ τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σκεπάζῃ καὶ
θὰ μᾶς φυλάττῃ ἐκ παντὸς κακοῦ· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου