Στις 14 Απριλίου του 1920 έγινε η πρώτη γενικευμένη επίθεση στο Ορτάκιοϊ, απαρχή της καταστροφής. Την ημέρα εκείνη μια πολυάριθμη συμμορία τσετών περικύκλωσε την κωμόπολη. Χτύπησαν την καμπάνα και, αφού μαζεύτηκαν οι κάτοικοι στην πλατεία, τους διέταξαν να φύγουν όλοι άμεσα από τα σπίτια τους, χωρίς να πάρουν μαζί τους απολύτως τίποτε και να μεταβούν στη γειτονική Γκέιβε. Κάτω από τα απειλητικά βλέμματα και τα υψωμένα όπλα των επιδρομέων υπάκουσαν, χωρίς αντίλογο. Έφυγαν έντρομοι και σαστισμένοι από την απρόσμενη και ανεξήγητη εντολή, χωρίς να ξέρουν αν θα ξαναδούν την πατρίδα και τα σπιτικά τους. Τότε οι τσέτες όρμησαν ανενόχλητοι και, αφού λεηλάτησαν τα μαγαζιά και τα αρχοντόσπιτα, όπου πίστευαν ότι υπάρχει αξιόλογη λεία, έκαψαν τριάντα σπίτια. Μετά απ’ αυτό κατέβηκαν στη Γκέιβε και με ντελάλη έδωσαν εντολή στους κατοίκους να επιστρέψουν. Επέστρεψαν εντελώς αμήχανοι, με σπαραγμένη καρδιά και μπαίνοντας στην πόλη αντίκρυσαν ένα θέαμα φρικτό, ελάχιστο όμως μπροστά σ’ αυτά που θα ακολουθούσαν.
Πόρτες και βιτρίνες των καταστημάτων
σπασμένες και λεηλατημένες, έπιπλα και σκεύη πεταμένα από τα σπίτια στους
δρόμους και μια έντονη μυρωδιά από τα καμμένα σπίτια και καταστήματα γέμιζε την
ατμόσφαιρα και τους έκοβε την ανάσα. Τα νέα μαθεύτηκαν αστραπιαία στο Χουδί και
στο Μπουρχανιέ, όπου δεν είχαν επιδράμει οι τσέτες και σφίχτηκε η καρδιά όλων.
Λίγοι, οι πιο προνοητικοί και από τα τρία χωριά, πήραν τις οικογένειές τους,
ένα εικόνισμα, κάποιο κειμήλιο και ό,τι χρήματα είχαν και έφυγαν κρυφά για να
αποφύγουν την ολοκληρωτική καταστροφή που ήταν φανερό ότι πλησίαζε…
Επίχαρις Μιχαηλίδου
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ιστορία ενός Βιθυνού»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου