Η ΚΛΗΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (Β’
ΛΟΥΚΑ)
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶδε τόν Θεόν ἐπί
θρόνου δόξης ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου, τόν Κύριο Σαβαώθ. Ἡ καρδιά του κατηνύγη, ἡ ψυχή
του ἐφωτίσθη, ὁ νοῡς του ἐκαθαρίσθη καί ἀμέσως ἀντελήφθη τό αὐτονόητον γιά κάθε
ἀπόγονο τῶν πρωτοπλάστων μετά τήν πτῶσιν καί τήν ἔξωσιν ἐκ τοῦ παραδείσου. Ὁμολόγησε
ἁπλά καί γρήγορα τήν ἁμαρτωλότητά του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.« Ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος
πού ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καί ζῶ ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους ἀκαθάρτους».[1]
Ἐντούτοις ὁ παντοδύναμος Κύριος τόν εὐσπλαχνίσθη καί τοῦ χαρίζει δωρεάν τήν καθαρότητα, τόν ἁγιασμό. Στέλνει Χερουβίμ ἀπό τόν οὐράνιο θρόνο, τήν Ἁγία Τράπεζαν, μέ ἁγία λαβίδα (βλέπε Παναγία), ἔχων ἄνθρακα (βλέπε Χριστόν) καί ἀποπλένει τήν ρυπαρότητα, τήν ἁμαρτία. Ἀκολουθεῖ συνομιλία πρόσωπο πρός πρόσωπο.«Ποιόν νά ἀποστείλω ὥστε νά καταγγείλει τήν γενικευμένη ἀσέβεια τοῦ λαοῦ μου;» ἐρωτᾶ ὁ Θεός. Καί ἀπαντᾶ ὁ προφήτης. «Ἰδού ἐγώ Κύριε. Ἀπόστειλέ με». Ἡ ζωή, τό κήρυγμα καί τό μαρτύριο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, γνωστά σέ ὅλους μας.
Σήμερα σεβαστή γερόντισσα, στήν
κλῆσιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων πού ἀναγνώσαμε στήν Εὐαγγελική περικοπή, μέ τήν
παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ἐπιστρέφει ὁ παράδεισος στή γῆ. Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς
εἶναι ὁ παράδεισος. Συνομιλεῖ καί σήμερα ἐδῶ στήν Καπερναούμ μέ τούς Ἀποστόλους
καί τούς ζητάει νά γίνουν συνεργοί Του, γιά τήν ἀπαλλαγή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν εἰδωλολατρεία,
πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄρνηση τῆς θείας Ἐνανθρωπίσεως,τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας
ἐν Χριστῷ. Τούς καλεῖ νά γίνουν τό στόμα Του καί νά ἐπιστρέφουν ψυχές ἀπό τήν ἄγνοια
καί τόν Ἄδη, στήν γνώση, στόν παράδεισο μέ τόν ἁγιασμό, τήν προσευχή, τά ἄχραντα
μυστήρια. Τούς προτρέπει νά προσέχουν καί νά ἀγρυπνοῦν, ὥστε νά διαφυλάξουν καί
νά κηρύξουν τό πολυτιμότερο ἀγαθό στούς αἰῶνας, τουτέστιν τήν πίστιν, στό ἄμωμον
καί πανάγιον πρόσωπό Του. Στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, τό ἀπ’αἰῶνος ἀπόκρυφον,
δηλαδή τήν θείαν οἰκονομίαν καί νά κατανοήσουν τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, πού
εἶναι τό σῶμα Του.Τό γράφει καθαρά ὁ ἕνας ἀπό τούς τέσσερις πού κλήθηκαν σήμερα.«Ὁ
Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».[2]
Ἐντούτοις ἡ κλῆσις τῶν τεσσάρων Ἀποστόλων
γίνεται, ὄχι χωρίς προϋποθέσεις. Τούς πειράζει, τούς δοκιμάζει καί ὕστερα τούς
καλεῖ. Ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι εἶναι κουρασμένοι. Ὅλη τή νύχτα ἐργάσθηκαν, χωρίς ἀποτέλεσμα.
Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ὥρα, δοκιμάζει τήν ὑπομονή τους. Καί ἐδῶ φαίνεται καθαρά τό
μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς καί ἡ εὐγένεια τῆς καρδιᾶς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ γνώση τῆς
θείας καταγωγῆς τους ἔστω καί ἀμαυρωμένη. Ξεχνοῦν τήν κούραση, τήν ἀποτυχία τῆς
νύκτας καί ἀνταποκρίνονται μέ ἀπαράμιλλη εὐγένεια καί ὑπακοή στήν παράκληση τοῦ
Ἰησοῦ νά τοῦ παραχωρήσουν τό πλοῖο τους. Τοῦ τό παραχωροῦν. Ὅταν δέ τούς φτάνει
στή φοβερή δοκιμασία ζητώντας τους νά ξαναρίξουν τά δίχτυα ἐνῶ εἶναι μέρα καί
δέν πιάνονται τά ψάρια μέ τό φῶς, παρ’ ὅτι ὅλη τή νύκτα, πού ὑπάρχει ἡ
δυνατότητα «ψαριᾶς», ἁλιεύματα, οὐδέν ἔλαβον, ἐκεῖνοι ὑπήκουσαν.
Ἡ ὡραιότητα τῆς ψυχῆς τους, ἡ
ταπείνωση καί τό ἄδολο τῆς καρδιᾶς τους, ξεχείλισαν. Δέν κινήθηκε ἡ γλώσσα τους
νά ἀρνηθοῦν, ὥστε νά μή στενοχωρήσουν τόν ξένο πού τούς τό ζητοῦσε. Ἡ κουβέντα
αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «ἐπί τῷ ὀνόματί Σου χαλάσω τό δίχτυον» εἶναι λόγος ἀναψυχῆς
εἰς τούς αἰῶνας, γιά ὅλους ὅσους ἐπιζητοῦν τή σωτηρία τους καί δέν ἐνδίδουν στόν
κόσμο, ὁ ὁποῖος καλεῖ μέ τά σατανοκίνητα ὅργανά του, στή λήθη τοῦ Θεοῦ καί τήν
ρυπαρότητα αἰσχρῶν σαρκικῶν μίξεων καί πράξεων. Ἡ ἄγρα τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων
πού ἔπιασαν, σημεῖον φοβερόν, καί ἡ προηγηθείσα θεϊκή διδασκαλία, μετουσίωσαν
τόν νοῦν καί κατενόησαν ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅτι αὐτός ὁ ξένος εἶναι τό Φῶς
πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον.
Ὁ Πέτρος θαμβώθηκε, ὅπως κάποτε ὁ
Ἠσαΐας. Κατενόησε ὁ Ἀπόστολος, ὅπως τότε ὁ προφήτης, ὅτι ἔχει ἀκάθαρτα χείλη,
δηλαδή ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Παλαιά καί Καινή Διαθήκη ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἀποκαλύπτεται
καί ἐδῶ ἀδελφοί μου στήν κλήση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπως καί εἰς τούς προφῆτες,
ἡ μοναδική Ἀλήθεια ὑπό τόν ἥλιον, ὅτι ὅταν εἰσέλθει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στόν ἔσω
τῆς καρδίας ἄνθρωπον, τό πρῶτο πού φαίνεται εἶναι ἡ ρυπαρότητα, ἡ ἁμαρτωλότητά
του. « Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ Κύριε, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι». Σάν συνέπεια τῆς ἐξομολογήσεως ἀκολουθεῖ
ἡ κλῆσις. Ἐδῶ φανερώνεται , ὁ σκοπός , ὁ στόχος τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐν
Χριστῷ σαρκώσεως, τῆς θείας Ἐνανθρωπίσεως. Τουτέστιν νά φτάσουμε στήν αὐτογνωσία,
ὥστε νά βιώσουμε τήν μετάνοια. Ἀκολουθῆστε με, ἐλᾶτε, θά σᾶς καταστήσω ἁλιεῖς ἀνθρώπων,
συνεργάτες μου στή σωτηρία τοῦ κόσμου, στήν ἐπιστροφή, στήν μετάνοια, λέει ὁ Ἰησοῦς.
«Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».[3]
Παρακαλῶ σας, κηρύξατε μετάνοιαν, διδάξετε πανταχού τήν θείαν Ἐνανθρώπισιν,
φωνάξετε ἐπί τῶν δωμάτων καί ἀκουσθῆτε παντοῦ. Πέστε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα
στόν οὐρανό καί στή γῆ ἐν ᾦ δύναται κάποιος σωθῆναι, εἰ μή τό ὄνομα τοῦ Μεσσίου
Χριστοῦ. Κοπιᾶστε γιά τήν σωτηρία σας καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ θύρα Ἰησοῦς
ὁ Θεός ἡμῶν, καθυπανοίξας τήν αὐτοῦ, τοῖς ἀποστόλοις ἐπίγνωσιν,πᾶσι τοῖς ἔθνεσι
θύραν, διήνοιξε τοῖς τούτων διδάγμασι».[4] Ὤθησις
βοηθητική ἀπό κάτω πρός τά ἄνω, ἡ θεία Τριαδική Χάρις πού παρέχεται παντοῦ καί
πάντοτε, ἐν Χριστῷ. Ἕλξις καί βοήθεια ἐκ τῶν ἄνω στούς κάτω ἀγωνιζομένους πιστούς
ἐπί πλέον οἱ Ἄγιοι Ἄγγελοι, οἱ προσευχές
τῶν Ἁγίων διαχρονικά, ἡ δύναμις τοῦ Τιμίου Σταυροῡ, ἡ φοβερά προστασία καί
μεσιτεία τῆς Ἀειπαρθένου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Μαρίας. Οἱ προσευχές σας νά
μιλᾶνε στίς καρδιές σας, παρέχοντας εἰρήνη. Εἴθε νά εἶναι καθαρές καί ἀγνές. Ἐκεῖ
θά εἶμαι ΕΓΩ. Μέσα ἐκεῖ θά μέ συναντᾶτε καί θά μιλᾶμε ὡς φίλος πρός φίλον.
Κρούετε, ζητεῖτε, αἰτεῖτε, ψάξετε, γρηγορεῖτε. Μέ εὐχαριστία, μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη,
μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀνταποκριθεῖτε
στίς ἐδῶ, στή γῆ δωρεές.
Κρατεῖστε σταθερά τήν ψυχή καί τό σῶμα σας, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στήν ὑπομονή
τοῦ Χριστοῦ ἕως τέλους. Εἰδάλλως σᾶς ἐρωτῶ: «Πῶς θά σᾶς ἐμπιστευτῶ καί ἐγώ καί ὁ
Πατέρας μου τίς οὐράνιες δωρεές ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἄν ἐδῶ στή γῆ δέν ἀλλοιωθεῖτε
μέ τίς ἀλλοιώσεις τῆς δωρεᾶς τοῦ Ὑψίστου»; « Πῶς θά κληθεῖτε αἰώνια νά εὐχαριστεῖτε,
νά δοξολογεῖτε, τό ὄνομά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ στή
Βασιλεία Του»; Ἐλᾶτε λοιπόν, σᾶς καλῶ ἐργάτες στὀν ἀμπελώνα μου, γίνετε ἀλιεῖς ἀνθρώπων.
Φύγετε μακριά ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους, τούς ψευτοσωτῆρες καί ψευτοπροφῆτες,
πού ἐπαγγέλονται σωτηρία στούς ἄλλους χωρίς ἐμένα, τόν Μεσσία. Σ’ αὐτούς ἁρμόζουν
τά ρητά: «Τυφλός, τυφλόν ὁδηγήσει ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται», «Ὅποιος δέν
συνάζει σκορπίζει», «Ὅποιος δέν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου».
Ἀνδρίζεσθε λοιπόν καί κραταιοῦσθε.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐγγύς. Ὅποιος σώσει καί ἐπιστρέψει ἁμαρτωλόν ἀπό πλάνη καί
ἀπαλλάξει ἄνθρωπον ἀπό τόν σκοτεινό ἐχθρό, τόν Σατανᾶ καί τά εἴδωλα, αὐτός εἶναι
τό στόμα Μου. «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτούς ἀπό τῶν εἰδώλων».[5]
Γένοιτο, Κύριε. Ὅλοι ἐμεῖς νά
καταστοῦμε τό πανάγιον στόμα Σου. Ἡ μακροθυμία σου νά γίνεται ἀφορμή, εἰς
μετάνοια. Τέλος κι ἐγώ Κύριε, ὁ ἀχρεῖος δοῦλος σου, νά εἶμαι τό κτῆνος πού
χρησιμοποίησες καί ὁδήγησες στό πανδοχεῖο, τόν ἑτοιμοθάνατο τραυματισμένο, ἀπό
τούς ληστές.
Στήν Ἁγία, Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τήν μοναδική κιβωτό σωτηρίας, ἁρμόζει ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου