π. Δημητρίου Μπόκου
Ο Χριστός μιλούσε στους ανθρώπους για πράγματα που ήταν πολλές φορές δύσκολο να γίνουν αποδεκτά. Για να τα πιστέψουν πιο εύκολα οι άνθρωποι, ο Χριστός τους έδινε κάποιο «σημείο». Κάτι που το έβλεπαν να γίνεται αμέσως μπροστά στα μάτια τους, ή που θα γινόταν στο κοντινό μέλλον. Έτσι το σημείο γινόταν εγγύηση, ότι θα πραγματοποιηθεί και ό,τι άλλο έλεγε και υποσχόταν ο Χριστός, έστω κι αν αυτό φαινόταν εντελώς απίστευτο, ή επρόκειτο να λάβει χώρα ακόμα και στο απώτερο μέλλον. Προλέγοντας π. χ. το τέλος του κόσμου, για να γίνει πιστευτός ο λόγος του, τους έδωσε για σημάδι κάτι που θα το έβλεπαν με τα μάτια τους. Το τέλος της Ιερουσαλήμ, την πλήρη καταστροφή και ερήμωσή της από τους Ρωμαίους, που θα γινόταν προτού «παρέλθη η γενεά αύτη». Όπως και έγινε (το 70 μ. Χ.).
Η ανάσταση του μοναχογιού της χήρας στην πόλη Ναΐν (Κυριακή Γ΄ Λουκά) ήταν κι αυτή «σημείο». Το θαύμα δεν είχε φυσικά
σκοπό να θρέψει ψευδαισθήσεις, ότι στο εξής ο Χριστός θα έκανε το ίδιο στον
καθένα που θα πέθαινε. Τί νόημα θα είχε να χαρίζει ο Χριστός μια ζωή, που σε
λίγο θα τελείωνε ξανά; Να δίνει στο γεγονός του θανάτου μια μικρή απλώς αναβολή;
Αυτό δεν θα έδινε πραγματική λύση στην αγωνία του ανθρώπου. Λέγει ο άγιος Σωφρόνιος ότι από μικρός βασανιζόταν με το ερώτημα:
«Είναι άραγε αιώνιος ο άνθρωπος, ή όλοι μας θα καταλήξουμε πάλι στο σκοτάδι της
ανυπαρξίας;» Κάποτε η εικόνα του θανάτου ορθώθηκε μπροστά του. Η «φυσιολογική»
του αντίδραση ήταν ότι είναι ακόμα νέος και υγιής, ότι ο θάνατος ενδέχεται να
είναι ακόμα μακριά, ότι φυσιολογικά μπορεί να ζήσει ακόμα σαράντα ή πενήντα
χρόνια. Πριν όμως τελειώσει τη σκέψη του, σαν απάντηση σ’ αυτή, εισέβαλε μέσα
του ξαφνικά και με δύναμη μια φωνή: «Έστω
κι αν ζήσω χίλια χρόνια ακόμη· έπειτα όμως τί;»
Ακόμα και τα χίλια χρόνια στη συνείδησή του συρρικνώνονταν σε μια σύντομη
στιγμή, όσο κρατάει ένας ηλεκτρικός σπινθήρας. Οι άνθρωποι τού φαίνονταν
νεκροί, τα έργα τους χωρίς νόημα. «Ήταν λυπηρό», λέει, «να τους κοιτάζεις,
ακόμα κι όταν διασκέδαζαν… Η ψυχή δεν ικανοποιούνταν ούτε με τη σκέψη να ζήσω
χίλια χρόνια, ούτε με την ιδέα για παγκόσμια ισχυρή βασιλεία, ούτε με αιώνια
ιστορική δόξα -μεγαλύτερη από εκείνη του Αλεξάνδρου ή του Σωκράτη ή
οποιουδήποτε άλλου από τις περίφημες μεγαλοφυΐες ποιητών, καλλιτεχνών,
φιλοσόφων κ. λ. π.- αλλά με ισχυρή φωνή, που τα ξεπερνούσε όλα αυτά, έλεγε, ότι
όλοι αυτοί πέθαναν, άρα όλα είναι μηδέν… Τελικά έφτασε η ημέρα, κατά την οποία
στο βάθος του είναι μου θυμήθηκα τους λόγους του Χριστού: “Πριν Αβραάμ
γενέσθαι, Εγώ ειμι”»(*).
Η ανάσταση του μοναχογιού της χήρας ήταν το σημείο, ότι κοντά μας ήρθε ήδη
κάτι άλλο. «Ήγγικεν η Βασιλεία των ουρανών». Ήρθε αυτός που ζούσε πριν
από όλους και από όλα. Η Ζωή και
η Ανάσταση. Στη μίζερη ζωή μας που
τη σκοτείνιαζε αναπότρεπτα η σκιά του θανάτου, ανέτειλε αυτός που «ζώντων
και νεκρών κυριεύει». Όχι για να προσφέρει απλώς ένα προσωρινό δωράκι, μια παροδική
παρηγοριά, μα κάτι πολύ μεγαλύτερο. Όχι κάτι από τον εαυτό του, αλλά τον ίδιο
τον εαυτό του. Ώστε όποιος θέλει «εν αυτώ μένειν, …καν αποθάνη ζήσεται».
Η όντως ζωή, η Βασιλεία του Θεού, δεν είναι κάτι που θα μας δοθεί στην
άλλη ζωή. Δεν είναι μόνο αναμενόμενη. Έχει έλθει. Είναι ήδη παρούσα στη ζωή
μας. «Εντός ημών εστι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου