ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
κ. κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΔΡος ΣΩΤΗΡΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«ΑΝΤΑΜΟΙΒΕΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ,
1828-1844, ΑΘΗΝΑ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 2021».
26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023, ΩΡΑ 19:00, Ι.Α.Μ.
Γνώρισα τη Σωτηρούλα Βασιλείου
κάπου είκοσι χρόνια πριν, όταν εγώ ήμουν Χωρεπίσκοπος Αρσινόης και εκείνη
μαθήτρια του Λυκείου. Νους ερευνητικός ήλθε να μου πάρει συνέντευξη για το
επίκαιρο θέμα της κλωνοποίησης. Το 2003 μετέβη στη Θεσσαλονίκη για σπουδές
στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά η επικοινωνία μας διατηρήθηκε. Τόσο ο μακαριστός
Αρχιεπίσκοπος όσο και εγώ χαιρόμασταν με την πρόοδό της, και ως Εκπρόσωποι της
Εκκλησίας θεωρούσαμε χρέος μας να της συμπαρασταθούμε στους Αγώνες της
για να φτάσει στην Ιθάκη των ονείρων της. Την νιώθαμε ως μιαν αγωνίστρια
της ζωής η οποία ήθελε να αναδειχθεί μέσα στην Εκκλησία.
Η έκδοση του βιβλίου της γράφτηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, του γεγονότος, το οποίο βρίσκεται στην πιο ψηλή κορυφή της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού.
Δύο ήταν τα κύρια κίνητρα της
Παλιγγενεσίας: Πρώτον, η βαθιά θρησκευτική πίστη των Ελλήνων, οι οποίοι στην
ψυχοσύνθεσή τους ταύτισαν την εθνική ιστορική πορεία του Γένους μας, με
τη μαρτυρική επίγεια ζωή του Χριστού. Και πάντα πίστευαν ότι την
οδυνηρή πορεία του Σταυρού ακολουθεί η πεπληρωμένη χαρά της Αναστάσεως, η οποία
στη συνείδησή τους ταυτιζόταν με την πολυπόθητη Ελευθερία τους.
Δεύτερος παράγοντας, που τους
ωθούσε στη διεκδίκηση της ελευθερίας, ήταν το ένδοξο και ηρωικό προγονικό
παρελθόν τους και οι σθεναροί αγώνες του Ελληνισμού για την Ελευθερία. Οι
Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι και οι 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες είχαν
θέσει στέρεα το πνευματικό και ιστορικό υπόβαθρο της φυλής. Και πράγματι.
Το Βαλτέτσι, τα Δερβενάκια, η Αλαμάνα, το Χάνι της Γραβιάς, η Χίος, τα
Ψαρά, το Μεσολόγγι, το Μανιάκι, οι Μύλοι και άλλοι ηρωικοί τόποι της
Εθνεγερσίας ήταν ο νέος καρπός της αρχαίας μας Ιστορίας. Ήταν οι νέες σελίδες
δόξας, αυτοθυσίας και μαρτυρίου που καρποφόρησαν με τη δημιουργία του νέου
ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και καθιερώθηκε ο όρος «ΕΘΝΙΚΗ
ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ».
Η Κύπρος δεν υστέρησε σε θυσίες∙
και αυτές δεν εξαντλούνται στην εκατόμβη της 9ης Ιουλίου. Εκατοντάδες Κύπριοι
συνέβαλαν στον Αγώνα, είτε πολεμώντας στα μέρη όπου η Επανάσταση επικράτησε
είτε συνεισφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια. Τρανά παραδείγματα αποτελούν ο
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησέως, ο Νικόλαος Θησέως και ο Δημήτριος Φραγκούδης, οι
οποίοι, συνδυάζοντας την πολεμική προσφορά με την οικονομική μπήκαν στον Αγώνα
πλούσιοι Οθωμανοί υπήκοοι και βγήκαν πένητες, με κύρια ανταμοιβή το ελληνικό
διαβατήριο.
Παρά την πολύπλευρη προσφορά και
την εκπεφρασμένη πεποίθηση του Ιωάννη Καποδίστρια πως τα όρια του Ελληνικού
κράτους καθορίστηκαν «ὑπὸ τοῦ αἳματος τοῦ ἐκχυθέντος εἰς τὰ σφαγεῖα τῶν Κυδωνιῶν,
τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καὶ τοῦ Μεσολογγίου καὶ εἰς τοὺς
πολλοὺς κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἀγῶνας, διὰ τῶν ὁποίων ἐδοξάσθη τὸ ἀνδρεῖον ἒθνος»,
από τους ονομαστικά αναφερόμενους μαρτυρικούς τόπους, μόνο το Μεσολόγγι
περιλαμβανόταν, το 1832, στο ελληνικό κράτος.
Κατά την τελευταία τριετία, με
αφορμή τη διακοσιετηρίδα, κυκλοφόρησαν πολλά νέα βιβλία για την Επανάσταση,
εμπλουτίζοντας και διευρύνοντας τις γνώσεις μας για το υπόβαθρο, τα ορόσημα, τα
τοπόσημά της και για άγνωστες ηρωικές πράξεις και μορφές.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε
έχει μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η Συγγραφεύς μεταφέρει τον αναγνώστη στο
σημαντικό πρόβλημα της επιβίωσης, που απασχολούσε έντονα τους αγωνιστές, τους
παθόντες και τις ορφανές οικογένειες των πεσόντων στις μάχες.
Τι έπραξε το ελληνικό κράτος για
να τους τιμήσει και να συμβάλει στην επούλωση των πληγών
τους; Ποια ήταν η μετεπαναστατική μοίρα των αγωνιστών, επιφανών και αφανών; Από
την τεκμηριωμένη πραγμάτευση της συγγραφέως, επιλέγω να παραθέσω μερικές
γραμμές από το επίμετρο:
«Με πρώτο πρόεδρο τον Γ.
Κολοκοτρώνη και γραμματέα τον Φιλήμονα, η ‘‘επί των εκδουλεύσεων και θυσιών του
Αγώνος Επιτροπή’’ εργάστηκε, από το 1865 έως το 1877, με αποστολή την
εξακρίβωση των δικαιωμάτων του καθενός. Με το τέλος των εργασιών οι γηραλέοι
αξιολογητές ευχήθηκαν ‘‘όπως ταχέως ληφθή και από το Έθνος η δέουσα πρόνοια’’
για την υλοποίηση των αποφάσεων. Αυτές συνίσταντο στην καταβολή 45 περίπου
εκατομμυρίων δραχμών σε 25.700 περίπου στρατιωτικούς, ναυτικούς και πολιτικούς,
[…] στην εξόφληση χρηματικών θυσιών οκτώ περίπου εκατομμυρίων γροσιών και στην
προικοδότηση όλων των θυγατέρων των αγωνιστών. Αφού το κράτος δεν επέδειξε τη
δέουσα ευσυνειδησία […] δεν εκπλήσσει το πλήθος των επιστολών, οι οποίες
εξακολούθησαν να φτάνουν στη Βουλή έως και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα».
Δηλαδή, αν και ορισμένοι
επιφανείς αγωνιστές αποκαταστάθηκαν ποικιλοτρόπως, η ανταμοιβή της πλειονότητας
ήταν κυρίως ηθική. Βεβαίως, η Επανάσταση δεν έγινε για χρήματα, περιουσίες και
δόξες. Ωστόσο, η τιμή των αγωνιστών της πατρίδας και η μέριμνα για όσους
θυσιάζουν τα πάντα γι’ αυτήν, αποτελεί εθνικό καθήκον, του οποίου η εκπλήρωση
ενισχύει τον πατριωτισμό των πολιτών και καλλιεργεί τον ζήλο για την ανάληψη
νέων αγώνων. Υπό το πρίσμα της κατοχής της μισής μας πατρίδας, του ιστορικού
αναθεωρητισμού της Τουρκίας και των εντεινόμενων απειλών της, ας αντλήσουν,
λοιπόν, και οι πολιτικοί μας, από το βιβλίο το ουσιαστικό αυτό δίδαγμα.
Αγαπητοί μου,
Παραδίδοντας το βήμα στους
εκλεκτούς ομιλητές, επιθυμώ να τους συγχαρώ για την προθυμία τους να
μελετήσουν και να παρουσιάσουν σήμερα ενώπιον όλων μας το βιβλίο:
«ΑΝΤΑΜΟΙΒΕΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 1828-1844».
Συγχαίρω, επίσης τη Σωτηρούλα
Βασιλείου, η οποία, πιστεύω ότι με το ερευνητικό πνεύμα που την διακρίνει, θα
αναδειχθεί μια σπουδαία ιστορικός, και εύχομαι όπως ο Θεός ευλογεί την
προσπάθειά της επ’ αγαθώ της ιστορικής Επιστήμης και των μελετητών της.
********************************
Αντιφώνηση δρ. Σωτηρούλας
Βασιλείου κατά την παρουσίαση της μονογραφίας της
Ανταμοιβές των αγωνιστών
της Ελληνικής Επανάστασης, 1828-1844, Αθήνα: Παπαδόπουλος, 2021.
26 Ιανουαρίου 2023, Ίδρυμα
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄
Μακαριώτατε,
Αξιότιμη κ. εκπρόσωπε του Πρέσβη
της Ελλάδος,
Εκλεκτά μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου του Ιδρύματος,
Πανοσιολογιώτατε,
Κυρίες και κύριοι,
Καλησπέρα και από εμένα,
Η σημερινή παρουσία σας αποτελεί
εξαιρετική τιμή και ώθηση για εξέλιξη. Ολόψυχα ευχαριστώ.
Μακαριώτατε, κ. Κουκλιώτη,
εγκάρδια ευχαριστώ, που από την πρώτη στιγμή αγκαλιάσατε την ιδέα της
παρουσίασης, θέτοντάς την υπό τη σκέπη του Ιδρύματος.
Κ. Γεωργή, κ. Παπαπολυβίου,
ιδιαιτέρως ευχαριστώ για τον χρόνο που διαθέσατε και τις διεισδυτικές προσεγγίσεις
σας.
Παρών, ανάμεσά μας απόψε, νιώθω
πως είναι και ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄. Για την καθοριστική
συμβολή του στην πορεία μου, είμαι δια βίου ευγνώμων.
Αφού το εργαστήρι των ανταμοιβών
των παλαιών αγωνιστών μου ήδη παρουσιάστηκε, κατά τα επόμενα λεπτά δεν θα
ακούσετε πολλά γι’ αυτό. Κυρίως θα ξεναγηθείτε στο εργαστήρι του ιστορικού,
ανακαλύπτοντας την ιστορία του ίδιου του βιβλίου.
Φυλλομετρώντας, λοιπόν, τη
μονογραφία, ο αναγνώστης βρίσκει τα πάντα εν τάξει, σαν να ήταν όλα προδιαγεγραμμένα.
Ο λόγος ρέει, τα έξι χρονολογικά κεφάλαια διαδέχονται το ένα το άλλο προάγοντας
την κεντρική ιδέα και τα συμπεράσματα απαντούν ευθέως στα ερωτήματα της
εισαγωγής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία σύνθεση που διαμορφώθηκε
βαθμιαία, σαν πάζλ, του οποίου τις ψηφίδες όφειλα, πριν τις τοποθετήσω στη θέση
τους, να τις δημιουργήσω.
Οι ρίζες του βιβλίου ανάγονται
στο 2012, όταν ο καθηγητής Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Βασίλης
Γούναρης μου υπέδειξε το νέο-ψηφιοποιημένο τότε Αρχείο Αριστείων των ΓΑΚ ως
πρόσφορο επίκεντρο έρευνας για μία διατριβή, εστιασμένη στις ανταμοιβές των
αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης.
Προσπαθώντας, κατά την
προκαταρκτική συζήτηση, να θυμηθώ τι γνώριζα ήδη για το θέμα, αναφέρθηκα στην
πρόδηλη αντίφαση, ανάμεσα στις αναπαραστάσεις αφενός της δόξας των παλαιμάχων
του 1821 αφετέρου της εξαθλίωσής τους. «Πώς δικαιολογείται αυτή η αντίθεση;»,
ρώτησα προβληματισμένη. «Πώς συνδυάζονται οι ψωμοζήτες του Σούτσου και του
Τσόκου, ο «Ματρόζος» του Δροσίνη και το παράπονο του Μακρυγιάννη με την
προστατευτική όσο και ένδοξη «Ελλάδα Ευγνωμονούσα» του Βρυζάκη και τα
μετεπαναστατικά αξιώματα, τα παράσημα και τις προσωπογραφίες προβεβλημένων
στρατιωτικών και πολιτικών; «Ποιοι ανταμείφθηκαν και πώς;». «Η Κύπρος και άλλες
περιοχές συμμετείχαν στον Αγώνα, αλλά το 1832 δεν ενσωματώθηκαν στο ελληνικό
κράτος. Οι αγωνιστές τους τι απέγιναν;».
«Ψάξε στα Αρχεία για να δώσεις
τις απαντήσεις εσύ», ήταν η απάντηση του καθηγητή μου.
Συνεπώς, την ίδια κιόλας ημέρα,
διάβηκα την Ψηφιακή Πύλη του Αρχειομνήμονος και για μήνες αποδελτίωνα τα
(χειρόγραφα σχεδόν στο σύνολό τους) έγγραφα της σειράς, μετά ζήλου και δέους.
Τι βρήκα στο Αρχείο Αριστείων; Κυρίως υπηρεσιακή αλληλογραφία του Υπουργείου
των Στρατιωτικών με τα Ανάκτορα και άλλους φορείς, αιτήσεις και ενστάσεις
αγωνιστών για μετάλλια, διορισμούς, αποζημιώσεις, συντάξεις, βοηθήματα και
γαίες, και διατάγματα απονομής αλλά και ανάκλησης παρασήμων.
Παράλληλα, μελέτησα επιστάμενα τη
νομοθεσία και τον Τύπο της επαναστατικής, της καποδιστριακής και της οθωνικής
περιόδου, τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών και τις εξιστορήσεις των αυτοπτών
μαρτύρων. Επιπλέον, εμβάθυνα, βιβλιογραφικά, τόσο στην ιστορία της Επανάστασης
και του νεοπαγούς ελληνικού κράτους όσο και στη διαχείριση των αγωνιστών του
19ου αιώνα, διεθνώς.
Περιττό, βεβαίως, να περιγράψω,
τη ζείδωρη αγαλλίαση μου, όποτε διαπίστωνα την ύπαρξη βιβλιογραφικών απουσιών,
τις οποίες, βάσει των πηγών μου, μπορούσα να καλύψω.
Απουσίαζε, δηλαδή, από τη
βιβλιογραφία η συνολική αποτύπωση των αιτημάτων των αγωνιστών, των παραλλαγών
και των σημείων αναφοράς τους. Έλειπε, επίσης, η πλήρης παρουσίαση της
νομοθεσίας, στην οποία βασίστηκε η διαχείριση των αγωνιστών, αλλά και της
σχετικής γραφειοκρατίας. Φειδωλή ήταν η βιβλιογραφία και ως προς τις
ιδιαιτερότητες της αποκατάστασης των Κυπρίων και των άλλων ετεροχθόνων. Άλλη
μια αμυδρά φωτισμένη πτυχή ήταν η σημασία των διπλωμάτων, των πιστοποιητικών
και των μαρτυριών επιφανών πολεμάρχων και πολιτικών για την αποκατάσταση των
συναγωνιστών τους. Ζητούμενο αποτελούσε, τέλος, η μελέτη του αριστείου, ως
μέσου συνολικής τίμησης και συστατικού της αγωνιστικής ταυτότητας.
Επόμενο βήμα ήταν η επιτόπια
έρευνα, κυρίως στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αθήνα), το Αρχείο της Βουλής των
Ελλήνων, το Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τη Γεννάδειο
Βιβλιοθήκη και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Κάθε γνωριμία
(ανθρώπινη και χάρτινη) και κάθε ανακάλυψη επαύξανε τον ζήλο αλλά και την
ευθύνη απέναντι στην επιστήμη μου, τους ανθρώπους, των οποίων τα έργα και τον
λόγο πραγματευόμουν και όλους όσους μου προσέφεραν την ηθική και υλική συνδρομή
τους. Ειδικά για την τελευταία ευχαριστώ το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου,
την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και το Ίδρυμα Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Αφού, λοιπόν, ως το τέλος του
2015 είχα συσσωρεύσει υλικό, από το οποίο άνετα θα μπορούσαν να πηγάσουν 4-5
τόμοι, κλήθηκα να τιθασεύσω τις πληροφορίες, ώστε να συνθέσω μία διατριβή με
αρχή, μέση και τέλος. Για εμένα αυτό ήταν το δυσκολότερο στάδιο, το οποίο δεν
περιελάμβανε μόνο συγκίνηση για τις ανακαλύψεις αλλά και αποπνικτική αγωνία.
Στην καταπολέμηση του άγχους και την ανανέωση της επιμονής και της υπομονής μου
συνέβαλαν αποφασιστικά οι συζητήσεις με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Αγγελική
Σφήκα, την επίκουρο Νίκη Μάνου, τη δρ. Μαριάννα Χριστοπούλου και την επιστήθια
φίλη Γεωργία Πολυβίου, η οποία δεν βρίσκεται πια μαζί μας.
Εν ολίγοις, για επτά χρόνια,
ακροβατούσα ανάμεσα στον κόσμο, τον οποίον μου φανέρωσαν τα αρχεία και το
παρόν, το οποίο απαιτούσε επιτατικά την ανασύνθεση της εικόνας του πολύμορφου
κόσμου των αγωνιστών. Όπως διαπίστωνα, ο Καποδίστριας και εν συνεχεία ο Όθων
βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αξιώσεις στρατιωτικών, πολιτικών, λογίων και
πολεμοπαθών, ανδρών και γυναικών, γηγενών και ετεροχθόνων, οι οποίοι, ποθώντας
μια Ελλάδα ελεύθερη και ευημερούσα είχαν πολεμήσει, είχαν θυσιάσει περιουσίες
και είχαν υποστεί έμψυχες και υλικές απώλειες, τραυματισμούς, αιχμαλωσίες και
εκτοπισμούς. Τα ατελείωτα αιτήματα για τίμηση και υλική αποκατάσταση άνοιξαν
παράθυρο θέασης σε μια κοινωνία ετερόκλητη, πολύπαθη και φιλόδοξη, έμπλεη
υπερηφάνειας για το παρελθόν, αμηχανίας για το παρόν και αγωνίας και ελπίδων
για το μέλλον. Η νομοθετική υπερπαραγωγή και ο Τύπος ανέδειξαν την εξάρτηση της
αποκατάστασης από τα μονίμως ανεπαρκή «ενόντα» μέσα αλλά και τις κυβερνητικές
προτεραιότητες. Αποκάλυψαν, επίσης, τις δολιχοδρομίες, τις παλινδρομήσεις, τις
υπερβολές και τις καταχρήσεις, οι οποίες σημάδεψαν τη διαδικασία.
Ερευνώντας και γράφοντας
ασυναίσθητα έθετα τον εαυτό μου στη θέση των μελετωμένων μου, αγωνιστών και
κυβερνώντων. Αναπτύχθηκε, δηλαδή, μία προφανής συμπάθεια, δυνητικά επιζήμια για
το ύφος του βιβλίου. Η καθοδήγηση του επόπτη μου αποσόβησε αυτό τον κίνδυνο,
όπως απέτρεψε και τη συγγραφή ενός ογκόλιθου 2.000 σελίδων.
Στις 15 Νοεμβρίου 2019 έλαβε χώρα
η δημόσια υποστήριξη της διατριβής και είκοσι ημέρες αργότερα ορκίστηκα
Διδάκτωρ. Ακολούθησε η αγωνία για την εξεύρεση εκδοτικής στέγης. Οι Εκδόσεις
Παπαδόπουλος άνοιξαν την πύλη, αλλά για να διαβεί η διατριβή έπρεπε να
απαλλαγεί από 85.000 λέξεις τουλάχιστον. Με τη συνδρομή της αναπλ. καθηγήτριας
Κωνσταντίνας Μπότσιου, επετεύχθη και η σύντμηση!
Από τον Νοέμβριο του 2021, το
βιβλίο ταξιδεύει σε βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, γραφεία και καρδιές. Διότι η
Ιστορία των ανταμοιβών των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης δεν περιλαμβάνει
μόνο νόμους, γραφειοκρατία και αριθμούς αλλά και προσωπικές ιστορίες, με τις
οποίες ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί. Ευλόγως, διότι στην Επανάσταση δεν
συμμετείχαν υπεράνθρωποι, αλλά καθημερινοί άνθρωποι κάθε κατηγορίας, με ανάγκες
και αδυναμίες, οι οποίοι, όταν ο Αγώνας τελείωσε, κλήθηκαν να συνεχίσουν τη ζωή
τους σε νέες βάσεις, με την ταυτότητα του Αγωνιστή να αποτελεί καύχημα,
διαβατήριο και ενοποιητικό στοιχείο.
Κλείνοντας, οφείλω, πιστεύω, να
απαντήσω εν τάχει έστω στο πρώτο αφετηριακό ερώτημα, το οποίο μοιράστηκα μαζί
σας. Δηλαδή, πώς ερμηνεύονται οι αντιφατικές αναπαραστάσεις των τυχών των
αγωνιστών; Τεκμηριωμένα, στη μετεπαναστατική Ελλάδα καταξίωση, ευημερία,
περιθωριοποίηση και εξαθλίωση συνυπήρχαν, ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των
αγωνιστών βάσει αφενός της καταγεγραμμένης προσφοράς, της επιρροής, των
ικανοτήτων και της νομιμοφροσύνης τους αφετέρου των διαθέσιμων μέσων και των
κυβερνητικών στόχων. Περισσότερα, στις σελίδες του βιβλίου, το οποίο, είμαι
βέβαιη πως πλέον άπαντες ανυπομονείτε να μελετήσετε.
Δρ Σωτηρούλα Βασιλείου,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου