π. Δαμασκηνός Κατρακούλης | Μετάνοια
Προσευχή και Θεοπτία
Ό π. Δαμασκηνός καθημερινό άρτον
είχε την μετάνοιαν. Περιέγραφε δε την πορεία του ως εξής:
Όταν πρωτομετανοήσαμε,
βυθιστήκαμε κάτω στον εαυτό μας και είδαμε το καταγώγιο μας πού ήταν σκοτεινό
και αρχίσαμε την μετάνοια και την προσευχή, μέχρι πού αισθανθήκαμε ότι καθάρισε
ό εαυτός μας.
Ύστερα άρχισε να μεταβάλλεται το
καταγώγιο μας εις φωτεινό καταγώγιο του Αγίου Πνεύματος και της αθανάτου
σοφίας• και ξεκινήσαμε πλέον. Ή πίστις μας επέταξε στην αγκαλιά του Θεού
". Ή ακράδαντος και άνευ ορών πίστις ήταν ή "πυρσοκρότησις για τίς
αναβάσεις του". Πίστις όχι μόνον εις τον προσωπικό Θεόν,
αλλά και εις κάθε λόγον της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων. Χαρακτηριστική
είναι ή φράσης του: "Αν θέλετε πνευματικές αναβάσεις, ν' ανεβείτε εις το
βάθρο της πίστεως και της ταπεινώσεως".
Κατά την Θείαν Λειτουργία αι
νοηταί αναβάσεις του εκορυφώνοντο. Έλεγε τα έξης:
"Ιδιαιτέρως μέσα στη θεία λειτουργία να παίρνομε την νοητή πορεία και να μένουμε μεταξύ της θριαμβευούσης και της στρατευόμενης Εκκλησίας.
Να μένουμε μαζί με τους αγίους
και να λειτουργούμε μαζί με τον ουράνιο κόσμο, για να μπορεί ή ψυχή μας να
γεμίσει με την ελπίδα της αιωνίου μακαριότητας.
Στη θεία λειτουργία αρχίζαμε
πλέον να αλλάζουμε τον χώρο και ενώναμε τον ουράνιο κόσμο με τον επίγειο.
'Έχομε και τούς δύο κόσμους στη νοήση μας. Στη λειτουργία συσπειρώναμε μαζί μας
όλη την δημιουργία και δοξολογούμε τον Θεόν μαζί με τις πέτρες, την θάλασσα και
τον φυτικό κόσμο, πού άφωνος και συνεχώς λειτουργούν όλα μαζί. Όταν λέω τις
ευχές, αισθάνομαι ότι ή κάθε μία έχει μέσα της την παντοδυναμία, την πανσοφία.
Μπαίναμε στη βασιλική λειτουργία.
Στην ωραία λειτουργία του σύμπαντος συνάπτεις την δική σου λειτουργία. Φέρομε
τον ουρανό νοητώς κάτω και ανεβάζαμε τον εαυτό μας επάνω. Να μπούμε στη μυστική
και οικουμενική του σύμπαντος λατρεία".
Ενώ ό ίδιος μετ' οδυνηράς πάλης
κατά των εχθρών κατόρθωσε να καταλάβει την κορυφή της θεωρίας, εν τούτοις
συνεβούλευε τα εξής:
"Να πιάσομε την κορυφή της
θεωρίας, δια να έχομε την υπεροχή επί των παθών. Τότε τα πάθη εξουδετερώνονται
χωρίς πολλούς ίδρωτας. Με την αποφατική θεώρηση του ουρανίου κόσμου και τη
θεολόγησι της σωτηρίας πέφτομε σε άλλη σφαίρα, της παντοδυναμίας του Θεού.
Πορευόμεθα επί των κορυφών, ατενίζοντες το πρόσωπον του Κυρίου, θέτομε τον
εαυτόν μας κάτω από την επισκόπησιν του Θεού και ρίχνομε εις την λήθην τον
παρόντα κόσμον. Ελεύθερος τότε ό νους μας θα αναφέρεται προς τα άνω πάντοτε και
ή διάνοια μας θα είναι πάντοτε τεταμένη προς τον Θεόν".
Προσπαθούσε να μιμηθή τον Ενώχ,
δια το πρόσωπον του οποίου ένοιωθε μεγάλο θαυμασμό και ανέφερε συνεχώς ότι
ούτος είχε την διάνοιάν του τεταμένην εις τον Θεόν επί εκατόν έτη. Ή σκέψις του
Θεού ήτο ή απόλαυσίς του και έλεγε μετά του ψαλμωδού: "Έμνήσθην του Θεού
και ευφράνθην". Και άλλοτε: "Ατενίζω τον Θεόν ανά πάσαν στιγμήν και
χαίρεται ή ψυχή μου. Τον βλέπω ασχημάτιστος, τον αγαπώ και τον βλέπω. Είμαστε
ενώπιον του προσώπου του Κυρίου. Όμως, παρ’ όλο πού τον βλέπω, πάντοτε τον ζητώ
".
Το πρόσωπον του Χριστού ήτο ή
τροφή και ή τρυφή της ψυχής του. Οι λόγοι του Κυρίου: "Εγώ ειμί ή
οδός" είχαν χαραχθεί βαθέως εις τον νουν του και δια τούτο επίστευεν ότι
δια της Χριστογνωσίας ό άνθρωπος φθάνει την αυτογνωσία και δι' αυτής την
θεογνωσία.
Ό π. Δαμασκηνός, όταν έλεγε
θεογνωσία, εννοούσε την θεοκοινωνίαν. Επειδή δε ό ίδιος είχε κατορθώσει δια της
βαθιάς μετανοίας την κάθαρσιν της καρδίας και του νοός, ενέτεινε όλην την
νοητική του δύναμιν εις την αδιάλειπτο μνήμην του Θεού και έλεγε: "Όταν ή διάνοια
είναι τεταμένη προς τον Θεόν, μέσα μας γεννάται ή ορμή προς θεοκοινωνία".
Και ρώτα: "Πώς θα προσευχώμεθα και θα μας ακούει ό Θεός, αν ή νόησης μας
δεν μεταβληθεί εις όρασιν Θεού;"
Ό ίδιος διαρκώς ατένιζε τον
Κύριον και διαβεβαίωνε ότι ό Θεός οράται και αναπαύει• και ότι οι οφθαλμοί της
ψυχής μας είναι συνηθισμένοι να βλέπουν τον Θεόν. "Ή διάνοια μας είναι ή
διόπτρα πού ατενίζει τα ουράνια• αυτός ό ανιχνευτής (ή διάνοια) ερευνά με το
Άγιον Πνεύμα τον ούράνιον κόσμον και τά βάθη του Θεού. Αν ό νους δεν δούλεψη,
δεν μπορεί να ευφράνει την καρδίαν και να την ανεβάσει στα ουράνια δια της
θείας αγάπης".
Ό θείος έρως ήτο ή κινητήριος
δύναμις, την οποίαν ό π. Δαμασκηνός έθετε εις το διαστημόπλοιο της προσευχής,
δια να κάνη την "νοητήν πορείαν προς θεοπτίαν". Και ομολογούσε:
"Όταν αρχίζομε αυτές τις νοητές πορείες, γινόμεθα έκπεινοι και έκδιψοι της
θείας αγάπης και ορμάμε εις αναβάσεις τολμηρές. Τολμηρό ανέβασμα είναι ή νοητή
θεωρία εις τους μυστικούς χώρους των αγγέλων και εν συνεχεία εις τους υπερβατικούς
χώρους της ησυχίας και της σιωπής, εκεί όπου κατοικεί ό Θεός. εκεί επιθυμούμε
να φθάσομε και να ομιλήσομε με τον λατρευτό μας Θεόν. Αυτός είναι ό έρως που
μας ανυψώνει συνεχώς μέχρι την τελικήν ένωσιν μετά του Θεού. Αυτός ό έρως
είναι, δύναμις, δια της οποίας ό μοναχός ξέρει ν’ αγαπά και να θυσιάζεται έως
θανάτου• είναι όλος φως, είναι όλος βασιλεία, όλος άκτιστον φως και ανέσπερο
φως". Αυτός ό έρως εκυρίευε ολην την ύπαρξιν του π. Δαμάσκηνου και έζη
μέσα εις το θείον φως. Επρόδιδεν ακουσίως τον εαυτόν του, όταν έλεγε: "Να
γίνει ό εαυτός μας ολόκληρος ένα φως, μία φωτεινή λαμπάδα. Το είδαμε το φως, το
ξαναείδαμε το φως και το ξαναβλέπομε το φως. Είδαμε το φως, για να φθάσομε
πλέον μέσα στον ήλιο της δικαιοσύνης.
Κατόπιν και ό θάνατος δεν μας
ξενίζει καθόλου, γιατί είμαστε μέσα στο φως του Θεού και ζούμε τη βασιλεία Του
ήδη από τώρα. Είμαστε συνέχεια μέσα στην εορτή από τώρα και κατόπιν πάμε και
προσωπικά και του λέμε: "Μόνο για Σένα, Χριστέ μου, όλα για Σένα. Ό,τι θέλεις και όπως θέλεις".
Υπάρχουν στιγμές πυρηνικής
προσευχής
Επειδή ό πατήρ Δαμασκηνός ήταν εκ
φύσεως θεωρητικός, αντιμετώπισε και σκληρούς νοητικούς πολέμους.
Επί σειράν ετών -κατ' εξοχήν στις
ώρες της Θείας λατρείας- ό πειρασμός προσπαθούσε ποικιλοτρόπως να του απόσπαση
την σκέψη από την προσευχή και να τον ρίξη σε απόγνωση, θέτοντας του θεολογικά
προβλήματα, ακατάληπτα από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου. Ιδιαιτέρως επί ένα
χρόνο, ταλαιπωρήθηκε πολύ και κινδύνεψε να απελπισθεί. Ό εχθρός της αληθείας
του σκοτείνιαζε τον ορίζοντα της ψυχής, επιζητώντας να κυρίευση την νόησί του.
Ό Γέροντας, βεβαίως, μετά από τις
πολυχρόνιες μάχες που είχε δώσει, γνώριζε την τέχνη του αοράτου πολέμου. Μόλις
αντιλαμβανόταν από μακριά την έφοδο του πολεμίου, αμέσως κατέφευγε στο
κρησφύγετο της προσευχής και από εκεί, με πνευματική δεξιοτεχνία, μάχετο κατά
του εχθρού. Ό ίδιος ομολογούσε: «Υπάρχουν στιγμές πυρηνικής προσευχής, όταν ό
νους αρπάζεται υπό της Θείας αγάπης και περιπολεύη στον Ουράνιο χώρο. Ό Θεός
θέλει να αιχμαλώτιση τον νου και ό διάβολος αντιμάχεται. Γι' αυτό έχομε νοητικό
πόλεμο. Αν αρπαγή ό νους από την αγάπη του Θεού, δεν ευρίσκει χώρο ό διάβολος
και αχρηστεύεται. Ή προσευχή είναι μία απόλαυσης της αγάπης του Θεού. Όταν ή
καρδία φλέγεται από την Θεία αγάπη, τότε συνακολουθεί! και ή αρπαγή του νοός
διά της πυρηνικής προσευχής. Και τότε δεν ημπορεί να πιασθή ό πειρασμός από την
σκέψη σου δεν ημπορεί να κάνη τίποτε».
Όσο με την προσευχή ερέθιζε τον
διάβολο τόσο εκείνος ό μυσαρός επέμενε ασταμάτητα να ρίχνει εναντίον του τα
φαρμακερά του βέλη. Μερικές ομολογίες του είναι συγκλονιστικές: «Βαρέθηκα τα
σύννεφα που μου εμποδίζουν την συνεχή ενατένιση του Θεού. Τα βαρέθηκα... τα
βαρέθηκε ή ψυχή μου. Και σκέφθηκα: Πρέπει να τα ξηλώσω!.. Να τα βγάλω από την
μέση. Γι' αυτό, παρακαλώ την αγάπη σας να με βοηθήσετε. Προσευχηθείτε, αδελφές,
να σπάσω αυτόν τον πνευματικό φραγμό... Στον νοητικό πόλεμο θέτομε μάχη κατά
μέτωπο. Στα χέρια τσακώνομαι με δαύτονε... Πραγματικά κόντεψα κάποτε να σκάσω-
με είχε κουράσει αυτός ό αγώνας. Σας παρακαλώ, θέλω να κάνετε για μένα
προσευχή. Διότι παλεύω... παλεύω... και κρατάω μόνο άμυνα- κατάλαβες; Και δεν
μπορώ να προχωρήσω... να σπάσω αυτόν τον φραγμό. Γι' αυτό, παρακαλώ... ζητώ την
προσευχή σας. Αγώνας την ημέρα, αγώνας στο κελί μου, αγώνας στην εκκλησία...
Και δεν ημπορώ να σπάσω τον φραγμό και μόνο κρατάω άμυνα. Είναι θεολογικός
πόλεμος».
-Γέροντα, τί είναι ό θεολογικός
πόλεμος;
-Δεν σας λέω, γιατί φοβάμαι μήπως
πολεμηθείτε και σεις. Ό διάβολος θέλει να κυρίευση την νόησι και μετά εύκολα
πιάνει την θεραπαινίδα. Θέλει να απόσπαση την νόησί μου από το Φώς του Θεού και
να την στρέψη στο σκότος. Πράγματα, που ποτέ δεν είχα φαντασθή, έρχονται στο
νου μου. Και διερωτώμαι: Δικά μου είναι αυτά; Τότε λέγω στον Χριστό: Εγώ Εσένα
θέλω! Την δόξα Σου θέλω να βλέπω. Όχι την ασχήμια του ανάποδου. Και ανοίγω την
σκέψη μου στον Θεό.
Όμως κουράστηκα από τον συνεχή
αγώνα. Γι' αυτό ζητώ τις προσευχές σας...
Το ίδιο βράδυ στο κελί του
αισθάνθηκε μία λεπτή ευωδία. Όλη ή ατμόσφαιρα ήταν αρωματισμένη και ένιωσε να
τον κυκλώνει το έλεος του Θεού, το όποιο τον πλημμύρισε με άρρητη αγαλλίαση.
Μετά από αυτή την επίσκεψι της Χάριτος, τα «σύννεφα» διαλύθηκαν, ό «φραγμός»
έσπασε και ό πόλεμος κατέπαυσε. Γιατί ή ταπείνωσης του Παππού, να ζήτηση την
προσευχή των αδελφών, έτρεψε σε φυγή τον εχθρό και είλκυσε την Θεία Χάρι.
ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΡΩΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου