Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Ὁ ἐκφυλισμος δεν είναι πολιτισμός - Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 Ὁ ἐκφυλισμος δεν είναι πολιτισμός

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας» (δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.)

Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς· σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρ­θοδοξίας συρρέει λαὸς καὶ πολλοὶ κρατοῦν τὰ ρολό­για. Ποῦ ἔγκειται ἡ ἀξία τοῦ τροπαρίου; Δὲν ἐξ­αρτᾶται ἀπὸ τὸ χρόνο ποὺ θὰ δι­αρκέσῃ τὸ ψάλσιμο· ἡ ἀξία του ἔγκειται στὰ νοήματα, στὴν κατανό­ησι, στὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁ­ποῖο γράφτηκε· νὰ γίνῃ ψυχικό μας βίωμα! Τὰ ἄλλα, ποὺ εἶπα, εἶνε τὸ φλούδι. Ἔχει ἀξία καὶ τὸ φλούδι, ἀλλὰ προπαντὸς ἀξία ἔχει ὁ καρπός. Ὅσοι ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιὰ τὴ μου­σι­­κή, νοιά­ζονται γιὰ τὸ φλούδι· γιὰ τὸν καρπό;
Θυμᾶμαι στὴν Ἀθήνα, ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυ­κας, πῆγα σ᾽ ἕνα ναὸ καὶ ἔψαλλε ἕνας θαυμάσιος ὅμιλος. Μετὰ ἀπ᾽ ἔξω ἐγὼ μεταξὺ τῶν ἄλλων ῥωτοῦ­σα· τί λέει τὸ τροπάριο; Κανείς δὲν θυμόταν κάτι! ἁπλῶς τὸ αὐτὶ εὐχαριστεῖ­ται. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖ­νος λέει· Ὅ­ποιος πάει στὴν ἐκκλησία μόνο γιὰ νὰ εὐ­χαριστηθῇ τὸ αὐτί του, ἁμαρτάνει. Δὲν εἶμαι κα­τὰ τῆς μουσι­κῆς, ἀλλὰ ἐφιστῶ τὴν προσοχὴ στὸ νό­ημα. Πολλοὶ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, χαίρεται ἡ ἀκοή τους, μὰ τὰ λόγια δὲν μπαίνουν στὴν καρδιά· λὲς καὶ εἶνε κινέζικα. Ἐσεῖς, ἐλπίζω, ἔχετε διάθεσι νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ τροπάριο.

* * *

 Ἡ Κασσιανή, ὅπως ξέρετε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα στὸ Βυζάντιο. Ἦταν κό­ρη στολισμένη μὲ ἐξαιρετικὰ προσόντα, εὐ­φυ­ής, καλλιεργημένη πνευματικὰ καὶ νύφη περιζήτητη. Τότε ἡ μητέρα τοῦ αὐτοκράτο­ρος Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.), θέλοντας νὰ βρεθῇ σύζυγος γιὰ τὸ γυιό της, κάλεσε στὰ ἀνάκτορα τὶς καλυτέρες κόρες τοῦ βασιλείου· καὶ μαζεύ­­τηκαν ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη ὅλες στὴν αἴ­θουσα τοῦ Τρικλίνου. Ὑπῆρχε συνήθεια, ὁ νέ­­ος ποὺ ἐκλέγει τὴν μέλλουσα σύζυγό του νὰ τῆς δίνῃ ἕνα μῆλο χρυσό. Ὁ Θεόφιλος πρὸς στι­γμὴν στάθη­κε μπροστὰ στὴν Κασσιανὴ γιὰ τὸ κάλλος της. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο τῆς ἔκανε τὸ ἐρώ­τημα· –«Ὡς ἆρα διὰ γυ­ναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα προ­ῆλθαν τὰ κακά; – ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἡ Κασσι­­ανὴ ἀπήντησε ἀ­μέσως· –«Καὶ διὰ γυναι­κὸς πηγάζει τὰ κρείττονα» (Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ Διατί, σ. 463), ἀπὸ τὴ γυναῖκα πηγάζουν καὶ ὅλα τὰ καλά – ἐννοοῦ­σε τὴν Παναγία. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλ­λο ἀληθεύ­ουν. Ἡ γυναί­κα, ἂν εἶνε ἐνάρετη, ὑψώνει τὸν ἄντρα της· ἂν εἶ­νε πονηρή, τὸν καταρρίπτει. Ὁ Θεόφιλος προσ­πέρασε τὴν Κασ­σιανή, ἔδωσε τὸ μῆλο στὴ σεμνὴ Θε­οδώρα. Γιατί; Διότι οἱ ἄντρες δὲν θέλουν οἱ γυναῖ­κες νά ᾽νε τόσο ἔξυπνες. Ἡ Κασσιανὴ λοιπὸν ἔχασε;
Δὲν ἔχασε· κέρδισε. Ὑπάρχουν στὴ ζωὴ ἀ­πο­τυχίες ποὺ εἶνε θρίαμβοι. Δὲν ἔγινε νύφη ἑ­νὸς βασιλέως, ἔγινε νύμφη τοῦ οὐρανίου Βασιλέως, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔ­χασε ἕνα στέμμα, ἀ­πέκτησε δύο ἄλλα, τὸ στέμ­μα τῆς παρθενίας καὶ τὸ στέμμα τῆς ποιήσεως. Ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι, ὅπου συγκεν­τρώθηκαν κι ἄλλες νέες. Καρπὸς τῶν προσευχῶν καὶ τῶν δακρύων τῆς Κασσιανῆς εἶνε τὰ ἔξοχα ποιήματά της, ποὺ εἶνε ἐγκατεσπαρμένα στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

* * *

 Καὶ τὸ τροπάριο τὸ σημερινὸ εἶνε ἔξοχο. Νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε; Πρέπει νὰ καθήσου­με ὣς τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ μᾶς βοηθήσουν φιλόλογοι, ἱστορικοί, ψυχολόγοι. Ἐγὼ θὰ ἀρκεστῶ σὲ μία μόνο φράσι του· «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑ­πάρχει, οἶ­στρος ἀκολασίας» (δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.).
«Οἴμοι!», φωνάζει. Τί θὰ πῇ «οἴμοι»; «Συμφο­ρά μου», αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα «Ἀλλοίμονο» (τὸ ὁ­ποῖο πῶς προῆλθε· ἀπὸ τὸ «ἀλλὰ» + «οἴμοι» = ἀλλ-οίμονο»). Ποιά συμφορὰ ἐννοεῖ; Συμφο­­ρὲς ὑπάρχουν πολλὲς στὸν κόσμο. «Συμφορά μου!» φωνάζει ὁ νοικοκύρης ποὺ βλέπει στὶς φλόγες τὸ σπίτι ἢ τὸ μαγαζί του, ἡ χήρα ποὺ βλέπει τὸν ἄνθρωπό της στὸ φέρετρο, ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὸ ἀγγελούδι της ἄ­ψυχο, ὁ ρωμηὸς ποὺ βλέπει στὴν Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μισοφέγγαρο, ὁ πατριώτης ποὺ βλέπει στὴν Ἀκρόπολι τὴ σβάστικα… Ἐδῶ ποιά εἶνε ἡ συμφορά;
Ὑπάρχει μία συμφορὰ γιὰ τὴν ὁποία ὣς τώρα δὲν κλάψαμε. Καὶ ἂν δὲν κλάψουμε ὣς τὸ τέλος μας, ματαίως περάσαμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Ποιά εἶνε ἡ συμφορά; Θὰ τὴν πῶ, ἀλλὰ ἄλλος θὰ μείνῃ ἀ­διάφορος, ἄλ­λος θὰ τὰ θεωρήσῃ παπαδίστικα λόγια, ἄλλος θὰ χασμουρηθῇ. Εἶνε ὅμως τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ὡς συμφορά. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς τὴν πῶ μὲ ἄλλα λόγια. Ἡ πιὸ μεγάλη συμφο­ρά, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ θρηνήσουμε ὅλοι, εἶ­νε μία· ἡ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ὤ αὐτὴ ἡ διαφθορά! Ὑπάρχει στὴν καρδιὰ ὅλων, στὰ στήθη ἀκόμα καὶ τοῦ ἀσκητοῦ. Καὶ ὅ­σο κανεὶς πλησιάζει στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τόσο βαθύτερα τὴν αἰ­σθάνεται. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει ἕνα μικρὸ ὄγκο καὶ ἀ­φελῶς τὸν θεωρεῖ ἀμελητέο· ὁ ἔμπειρος γιατρὸς ὅ­­μως ἀνησυχεῖ, γιατὶ γνωρίζει τί συνέπειες μπορεῖ νὰ ἔχῃ· ἔτσι καὶ ἕνας ποὺ προχωρεῖ στὴν ἁγιότητα εἶ­νε εἰς θέσιν νὰ αἰσθανθῇ τὴ συμφορά. Συμφορὰ λοι­πὸν εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς φύσεώς μας, μὲ μιὰ λέ­ξι ἡ ἁμαρτία· κάθε ἁμαρτία, καὶ εἰδικώτερα ἡ σαρκική.
Αὐτὴ εἶνε ἡ συμφορὰ ποὺ θρηνεῖ ἡ Κασσιανή. Ἀλλοίμονο, λέει, διότι «νύξ μοι ὑπάρχει», νυχτώθη­κα, μὲ πλάκωσε σκοτάδι. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ νύχτα, αὐτὸ τὸ σκοτάδι; Τὸ λέει ἐν συνεχείᾳ μὲ μία χαρακτηριστικὴ λέξει, μὲ μία ζωηρὴ εἰκόνα, ποὺ ὅ­σοι εἴμαστε ἀπὸ χωριὰ ἔχουμε ἰδέα τί ἐννοεῖ. Ὀνομάζει τὴ σαρκικὴ ἁμαρτία, τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα, μὲ τὴ λέξι «οἶ­στρος». Τί θὰ πῇ «οἶστρος»; Εἶνε μία μῦγα ποὺ ἐνοχλεῖ τὰ ζῷα· βόδια, ἄλογα, μουλάρια. Βλέπεις τοὺς θερινοὺς μῆνες τὸ ζῷο, ἐνῷ βό­σκει ἥσυχο στὸ λιβάδι ἢ στὸ στάβλο, ξα­φνικὰ ἀναστατώνεται. Μπαίνει μέσα στὸ ῥουθούνι του ὁ «οἶστρος», ἡ ἀλογόμυγα ἢ βοϊδόμυγα ἢ τάβανος, καὶ τότε τὸ ἥσυχο ζῷο ῥουθουνίζῃ δυνατά, σπάει σχοινιά, τρέχει σὰν τρελλό. Ὅταν δηλαδὴ ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας (ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀσέλγεια) καταλάβουν τὸν ἄν­θρωπο, ἄντρα ἢ γυναῖκα, βλέπεις καὶ ταράζεται, μαίνεται, παραφρονεῖ.
Γι᾽ αὐτὸ λέει· Ἀλλοίμονό μου, γιατὶ μέσα στὴ νύχτα τῆς ἀγνωσίας μου μὲ κατέλαβε «οἶστρος ἀκολασίας», ἡ λύσσα τοῦ σαρκικοῦ πάθους.
 Πρὶν τελειώσω πρέπει νὰ κάνω μία διευκρίνησι. Ποιά εἶνε ἡ γυναίκα, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει τὸ τροπά­ριο; Μερικὰ ἐπιπόλαια πνεύματα νομίζουν, ὅτι «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνὴ» εἶνε ἡ Κασσιανή. Ὄχι, λάθος· αὐτὸ εἶνε ψέμα. Ἡ Κασσι­ανὴ ὑπῆρξε παρθένος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της, ἁγνὸ λουλού­δι τοῦ Βυζαντίου. Τὸ βράδυ στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο (ζ΄) κεφά­λαιο (στίχους 36-50). Ἐκεῖ λέει ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῷ βρισκόταν σὲ ἕνα δεῖπνο, μιὰ γυναίκα, γνωστὴ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ βίο της, μία «πόρνη» ὅπως λένε οἱ ὕμνοι, μπῆκε στὸ σπίτι, πλησίασε τὸ Χριστὸ μετανοημένη καὶ κλαίγοντας ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ πολύτιμο μύρο· κατόπιν ἔλυσε τὰ μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ μ᾽ αὐτὰ ἐσπόγγισε τὰ παν­άχραντα αὐτὰ πόδια, ποὺ μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες ἄ­σπλαχνα χέρια θὰ τὰ κάρφωναν στὸ σταυρό. Σ᾽ αὐ­τὴν λοιπὸν τὴ γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀφιερωμένο καὶ τὸ ἔξοχο αὐτὸ τροπάριο.

* * *

Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκε αὐτὸς ὁ ὕμνος πέρασαν περίπου ἕντεκα αἰῶνες, χίλια ἑκατὸ χρόνια. Ἄλλαξε ὁ ἄνθρωπος; Ἄλλαξε γραβάτα, παπούτσια, ἔπιπλα, ἁμάξια, πυραύλους. Ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ ὅταν πετάει στὸ διάστημα, ἡ φύσις του δὲν ἀλλάζει. «Φύσιν πονηρὰν μετα­βα­λεῖν οὐ ῥᾴδιον», εἶπαν οἱ ἀρχαῖοι. Ὁ δυσ­κο­λώτερος ἀγώνας εἶνε, νὰ ὑποτάξῃς τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Γι᾽ αὐτὸ ὁ «οἶστρος ἀ­κολασίας» σείει καὶ σήμερα τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ τώρα ὁ ἀπατηλὸς αὐτὸς αἰώνας σκέπασε τὴν κοπριὰ τοῦ διαβόλου μὲ ἕνα «χρυσό­χαρτο», μία μοντέρνα ξενικὴ λέξι· ὁ «οἶστρος ἀκολασίας» λέγεται «σέξ» (sex) – νά τὸ χρυσό­χαρτο. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμη μιλᾶνε γιὰ «σέξ»· Προσοχή· ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἐναντίον τοῦ γάμου. Αὐτὸ ποὺ λένε «σέξ» (ἑλληνικὰ γενετήσια ἐπιθυμία) τὸ φύτεψε ὁ Δημιουργὸς πρὸς διαιώνισιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλὰ αὐτὸ πλέον ἐκφυλίστηκε, ξέφυγε, πῆ­ρε ἄλλο δρόμο. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια εἴχαμε ἄντρες καὶ γυναῖκες ἐγκρατεῖς, νέους δροσερὰ λουλούδια· σήμερα ὁ «οἶστρος», ἡ ἀλογόμυγα, δὲν πάει στὰ χωράφια καὶ στὰ ζῷα· κατέλαβε τὸ ῥαδιόφωνο, τὴν τηλεόρασι, τὸ ἔντυπο (περιοδικά, ἐφημερίδες κ.λπ.), τὶς ταινίες μεγάλης καὶ μικρῆς ὀθόνης. Νέες ἀλογόμυγες. Ἄντε νὰ σταθῇ τώρα τὸ παιδὶ καὶ ὁ νέος! Ἀριστοῦχοι καταντοῦν «κούτσουρα» καὶ «τοῦβλα». Στὴν Ἀμερικὴ ἀκοῦμε νὰ γίνεται ἐκ­στρατεία μὲ σύνθημα «Πε­τάξτε τὶς τηλεοράσεις»! Διαλύεται ἡ οἰκογένεια. Ἡ ἀμετανόητη πόρνη σείει τὸν ἄντρα, τὸν κάνει κουρέλι. Ὁ βλάξ, καὶ τὴν ὀ­μορφότερη γυναῖκα ἂν ἔχῃ, μπροστά της χασμουριέται· τοῦ πῆρε τὸ μυαλὸ ἡ διεθνὴς πόρνη μὲ τὴ φανταχτερὴ εἰκόνα. Γιατὶ ἂν τὴ δῇς θὰ σιχα­θῇς, ἀλλὰ παρουσιάζεται μακιγιαρισμένη καὶ ἀπα­τᾷ. Αὐτὸ διέλυσε τοὺς γάμους.
Κακομαθημένα παιδιὰ στὸ χωριό μας μάζευαν ἀ­λογόμυγες στὴ φούχτα, τὶς ἔρριχναν κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ ζῴου καὶ τό ᾽καναν νὰ τρελλαίνεται. Τὴν ἐποχὴ τῆς Κασσιανῆς οἱ ἀλογόμυγες ἦταν μιὰ φού­χτα, τώρα μὲ τὸν πανσεξουαλισμὸ ἔγιναν σύννεφο. Καὶ ἂν ἡ Κασσιανὴ εἶπε τότε μιά φορὰ τὸ «οἴμοι», τώρα ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸ λέμε καὶ νὰ θρηνοῦμε διαρκῶς.
Νάτα τ᾽ ἀποτελέσματα. Φωνάζαμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ κόσμος ἔλεγε· Ὁ Καντιώτης εἶνε τρελ­λός. Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ μόνο τρελλὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι γνωστικοί. Θὰ διαλυθῇ τὸ ἔθνος.
Τὰ εἴδατε. Τὸ 1968 –θυμᾶστε τὰ γεγονότα–, γιὰ τὸν ἀγῶνα μας κατὰ τῆς διαφθο­ρᾶς καὶ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, μὲ κύκλωσαν ἕτοιμοι νὰ μὲ στείλουν ἐξορία – δὲν γράφτηκαν αὐτὰ ἀκόμα. Πόσοι ἔμειναν τότε κον­τά μου; Οἱ ἄλλοι πῆγαν μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ «πολιτισμοῦ». Εἶ­μαι ὑπὲρ τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλ­λὰ ὁ ἐκφυλισμὸς δὲν εἶνε πολιτισμός· εἶνε ὁ τάφος τῶν πολιτισμῶν. Ποιός μᾶς ἄκουσε; Νά τ᾽ ἀποτελέσματα. Θρηνεῖ ἡ Ἀθήνα. Ἕνα παιδὶ λεβέν­της, πρώτης τάξεως παλληκάρι, θὰ ἔκανε τὴν Κυριακὴ τὸν ἀρραβῶνα του· πῆρε τὴν ἀρραβωνιαστικιά του καὶ πῆγαν σὲ μιὰ ταβέρνα. Ἕνας ἄλλος ὅμως, παν­τρεμένος αὐτὸς καὶ μὲ παιδιά, ἅμα εἶδε τὴν κοπέλ­λα τρελλάθηκε ἀπὸ «οἶστρον ἀκολασίας», καὶ βγαίνοντας πρὸς τὰ ἔξω τὸν κάρφωσε!…
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀδελφοί μου. Καὶ τώρα, ὅ­ταν ἀκοῦτε τὸ τροπάριο προσπαθῆ­στε νὰ εἰσέλθε­τε στὰ βαθύτερα νοήματα, καὶ νὰ τὸ κάνετε προσ­ευχὴ καὶ δέησι· Ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ τὰ παιδιά μας, νὰ σώσῃ τὶς οἰκογένειές μας, νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα μας ἀπὸ τὸν πανσεξουαλισμό, ποὺ τείνει νὰ διαλύ­σῃ ὅ,τι ὡραῖο, ὅ,τι ὑψηλό.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς ὁσίας Κασ­­σιανῆς νὰ μᾶς προστατεύῃ καὶ σῴζῃ· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: