Ὁ ἐκφυλισμος
δεν είναι πολιτισμός
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
* * *
Ἡ Κασσιανή, ὅπως ξέρετε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ἔζησε
τὸν 9ο αἰῶνα στὸ Βυζάντιο. Ἦταν κόρη στολισμένη μὲ ἐξαιρετικὰ προσόντα, εὐφυής,
καλλιεργημένη πνευματικὰ καὶ νύφη περιζήτητη. Τότε ἡ μητέρα τοῦ αὐτοκράτορος
Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.), θέλοντας νὰ βρεθῇ σύζυγος γιὰ τὸ γυιό της, κάλεσε στὰ ἀνάκτορα
τὶς καλυτέρες κόρες τοῦ βασιλείου· καὶ μαζεύτηκαν ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη ὅλες στὴν
αἴθουσα τοῦ Τρικλίνου. Ὑπῆρχε συνήθεια, ὁ νέος ποὺ ἐκλέγει τὴν μέλλουσα
σύζυγό του νὰ τῆς δίνῃ ἕνα μῆλο χρυσό. Ὁ Θεόφιλος πρὸς στιγμὴν στάθηκε μπροστὰ
στὴν Κασσιανὴ γιὰ τὸ κάλλος της. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο τῆς ἔκανε τὸ ἐρώτημα·
–«Ὡς ἆρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα προῆλθαν τὰ κακά; – ἐννοοῦσε
τὴν Εὔα. Ἡ Κασσιανὴ ἀπήντησε ἀμέσως· –«Καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ
κρείττονα» (Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ Διατί, σ. 463), ἀπὸ τὴ γυναῖκα πηγάζουν καὶ ὅλα
τὰ καλά – ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο ἀληθεύουν. Ἡ γυναίκα,
ἂν εἶνε ἐνάρετη, ὑψώνει τὸν ἄντρα της· ἂν εἶνε πονηρή, τὸν καταρρίπτει. Ὁ
Θεόφιλος προσπέρασε τὴν Κασσιανή, ἔδωσε τὸ μῆλο στὴ σεμνὴ Θεοδώρα. Γιατί;
Διότι οἱ ἄντρες δὲν θέλουν οἱ γυναῖκες νά ᾽νε τόσο ἔξυπνες. Ἡ Κασσιανὴ λοιπὸν ἔχασε;
Δὲν ἔχασε· κέρδισε. Ὑπάρχουν στὴ ζωὴ ἀποτυχίες
ποὺ εἶνε θρίαμβοι. Δὲν ἔγινε νύφη ἑνὸς βασιλέως, ἔγινε νύμφη τοῦ οὐρανίου
Βασιλέως, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχασε ἕνα στέμμα, ἀπέκτησε δύο ἄλλα,
τὸ στέμμα τῆς παρθενίας καὶ τὸ στέμμα τῆς ποιήσεως. Ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι, ὅπου
συγκεντρώθηκαν κι ἄλλες νέες. Καρπὸς τῶν προσευχῶν καὶ τῶν δακρύων τῆς Κασσιανῆς
εἶνε τὰ ἔξοχα ποιήματά της, ποὺ εἶνε ἐγκατεσπαρμένα στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας
μας.
* * *
Καὶ τὸ τροπάριο τὸ σημερινὸ εἶνε ἔξοχο. Νὰ τὸ
ἑρμηνεύσουμε; Πρέπει νὰ καθήσουμε ὣς τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ μᾶς βοηθήσουν
φιλόλογοι, ἱστορικοί, ψυχολόγοι. Ἐγὼ θὰ ἀρκεστῶ σὲ μία μόνο φράσι του· «Οἴμοι!
λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας» (δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.).
«Οἴμοι!», φωνάζει. Τί θὰ πῇ «οἴμοι»;
«Συμφορά μου», αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα «Ἀλλοίμονο» (τὸ ὁποῖο πῶς προῆλθε· ἀπὸ τὸ
«ἀλλὰ» + «οἴμοι» = ἀλλ-οίμονο»). Ποιά συμφορὰ ἐννοεῖ; Συμφορὲς ὑπάρχουν πολλὲς
στὸν κόσμο. «Συμφορά μου!» φωνάζει ὁ νοικοκύρης ποὺ βλέπει στὶς φλόγες τὸ σπίτι
ἢ τὸ μαγαζί του, ἡ χήρα ποὺ βλέπει τὸν ἄνθρωπό της στὸ φέρετρο, ἡ μάνα ποὺ
βλέπει τὸ ἀγγελούδι της ἄψυχο, ὁ ρωμηὸς ποὺ βλέπει στὴν Ἁγια-Σοφιὰ τὸ
μισοφέγγαρο, ὁ πατριώτης ποὺ βλέπει στὴν Ἀκρόπολι τὴ σβάστικα… Ἐδῶ ποιά εἶνε ἡ
συμφορά;
Ὑπάρχει μία συμφορὰ γιὰ τὴν ὁποία ὣς
τώρα δὲν κλάψαμε. Καὶ ἂν δὲν κλάψουμε ὣς τὸ τέλος μας, ματαίως περάσαμε ἀπὸ τὸν
κόσμο αὐτόν. Ποιά εἶνε ἡ συμφορά; Θὰ τὴν πῶ, ἀλλὰ ἄλλος θὰ μείνῃ ἀδιάφορος, ἄλλος
θὰ τὰ θεωρήσῃ παπαδίστικα λόγια, ἄλλος θὰ χασμουρηθῇ. Εἶνε ὅμως τὸ μόνο ποὺ
πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ὡς συμφορά. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς τὴν πῶ μὲ ἄλλα λόγια. Ἡ πιὸ
μεγάλη συμφορά, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ θρηνήσουμε ὅλοι, εἶνε μία· ἡ διαφθορὰ
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ὤ αὐτὴ ἡ διαφθορά! Ὑπάρχει στὴν καρδιὰ ὅλων,
στὰ στήθη ἀκόμα καὶ τοῦ ἀσκητοῦ. Καὶ ὅσο κανεὶς πλησιάζει στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ,
τόσο βαθύτερα τὴν αἰσθάνεται. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει ἕνα μικρὸ ὄγκο καὶ ἀφελῶς τὸν
θεωρεῖ ἀμελητέο· ὁ ἔμπειρος γιατρὸς ὅμως ἀνησυχεῖ, γιατὶ γνωρίζει τί
συνέπειες μπορεῖ νὰ ἔχῃ· ἔτσι καὶ ἕνας ποὺ προχωρεῖ στὴν ἁγιότητα εἶνε εἰς
θέσιν νὰ αἰσθανθῇ τὴ συμφορά. Συμφορὰ λοιπὸν εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς φύσεώς μας, μὲ
μιὰ λέξι ἡ ἁμαρτία· κάθε ἁμαρτία, καὶ εἰδικώτερα ἡ σαρκική.
Αὐτὴ εἶνε ἡ συμφορὰ ποὺ θρηνεῖ ἡ
Κασσιανή. Ἀλλοίμονο, λέει, διότι «νύξ μοι ὑπάρχει», νυχτώθηκα, μὲ πλάκωσε
σκοτάδι. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ νύχτα, αὐτὸ τὸ σκοτάδι; Τὸ λέει ἐν συνεχείᾳ μὲ μία
χαρακτηριστικὴ λέξει, μὲ μία ζωηρὴ εἰκόνα, ποὺ ὅσοι εἴμαστε ἀπὸ χωριὰ ἔχουμε ἰδέα
τί ἐννοεῖ. Ὀνομάζει τὴ σαρκικὴ ἁμαρτία, τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα, μὲ τὴ λέξι «οἶστρος».
Τί θὰ πῇ «οἶστρος»; Εἶνε μία μῦγα ποὺ ἐνοχλεῖ τὰ ζῷα· βόδια, ἄλογα, μουλάρια.
Βλέπεις τοὺς θερινοὺς μῆνες τὸ ζῷο, ἐνῷ βόσκει ἥσυχο στὸ λιβάδι ἢ στὸ στάβλο,
ξαφνικὰ ἀναστατώνεται. Μπαίνει μέσα στὸ ῥουθούνι του ὁ «οἶστρος», ἡ ἀλογόμυγα ἢ
βοϊδόμυγα ἢ τάβανος, καὶ τότε τὸ ἥσυχο ζῷο ῥουθουνίζῃ δυνατά, σπάει σχοινιά,
τρέχει σὰν τρελλό. Ὅταν δηλαδὴ ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας (ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀσέλγεια)
καταλάβουν τὸν ἄνθρωπο, ἄντρα ἢ γυναῖκα, βλέπεις καὶ ταράζεται, μαίνεται,
παραφρονεῖ.
Γι᾽ αὐτὸ λέει· Ἀλλοίμονό μου, γιατὶ
μέσα στὴ νύχτα τῆς ἀγνωσίας μου μὲ κατέλαβε «οἶστρος ἀκολασίας», ἡ λύσσα τοῦ
σαρκικοῦ πάθους.
Πρὶν
τελειώσω πρέπει νὰ κάνω μία διευκρίνησι. Ποιά εἶνε ἡ γυναίκα, γιὰ τὴν ὁποία
μιλάει τὸ τροπάριο; Μερικὰ ἐπιπόλαια πνεύματα νομίζουν, ὅτι «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις
περιπεσοῦσα γυνὴ» εἶνε ἡ Κασσιανή. Ὄχι, λάθος· αὐτὸ εἶνε ψέμα. Ἡ Κασσιανὴ ὑπῆρξε
παρθένος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της, ἁγνὸ λουλούδι τοῦ Βυζαντίου. Τὸ βράδυ στὸ
σπίτι ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο (ζ΄) κεφάλαιο (στίχους 36-50). Ἐκεῖ
λέει ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῷ βρισκόταν σὲ ἕνα δεῖπνο, μιὰ γυναίκα, γνωστὴ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ
βίο της, μία «πόρνη» ὅπως λένε οἱ ὕμνοι, μπῆκε στὸ σπίτι, πλησίασε τὸ Χριστὸ
μετανοημένη καὶ κλαίγοντας ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ πολύτιμο μύρο· κατόπιν ἔλυσε
τὰ μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ μ᾽ αὐτὰ ἐσπόγγισε τὰ πανάχραντα αὐτὰ
πόδια, ποὺ μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες ἄσπλαχνα χέρια θὰ τὰ κάρφωναν στὸ σταυρό. Σ᾽ αὐτὴν
λοιπὸν τὴ γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀφιερωμένο καὶ τὸ ἔξοχο αὐτὸ τροπάριο.
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκε αὐτὸς ὁ ὕμνος πέρασαν περίπου ἕντεκα αἰῶνες, χίλια ἑκατὸ
χρόνια. Ἄλλαξε ὁ ἄνθρωπος; Ἄλλαξε γραβάτα, παπούτσια, ἔπιπλα, ἁμάξια,
πυραύλους. Ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ ὅταν πετάει στὸ διάστημα, ἡ φύσις του δὲν ἀλλάζει.
«Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον», εἶπαν οἱ ἀρχαῖοι. Ὁ δυσκολώτερος ἀγώνας
εἶνε, νὰ ὑποτάξῃς τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Γι᾽ αὐτὸ ὁ «οἶστρος ἀκολασίας» σείει καὶ
σήμερα τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ τώρα ὁ ἀπατηλὸς αὐτὸς αἰώνας
σκέπασε τὴν κοπριὰ τοῦ διαβόλου μὲ ἕνα «χρυσόχαρτο», μία μοντέρνα ξενικὴ λέξι·
ὁ «οἶστρος ἀκολασίας» λέγεται «σέξ» (sex) – νά τὸ χρυσόχαρτο. Καὶ τὰ μικρὰ
παιδιὰ ἀκόμη μιλᾶνε γιὰ «σέξ»· Προσοχή· ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἐναντίον τοῦ γάμου.
Αὐτὸ ποὺ λένε «σέξ» (ἑλληνικὰ γενετήσια ἐπιθυμία) τὸ φύτεψε ὁ Δημιουργὸς πρὸς
διαιώνισιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλὰ αὐτὸ πλέον ἐκφυλίστηκε, ξέφυγε, πῆρε ἄλλο
δρόμο. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια εἴχαμε ἄντρες καὶ γυναῖκες ἐγκρατεῖς, νέους δροσερὰ
λουλούδια· σήμερα ὁ «οἶστρος», ἡ ἀλογόμυγα, δὲν πάει στὰ χωράφια καὶ στὰ ζῷα·
κατέλαβε τὸ ῥαδιόφωνο, τὴν τηλεόρασι, τὸ ἔντυπο (περιοδικά, ἐφημερίδες κ.λπ.),
τὶς ταινίες μεγάλης καὶ μικρῆς ὀθόνης. Νέες ἀλογόμυγες. Ἄντε νὰ σταθῇ τώρα τὸ
παιδὶ καὶ ὁ νέος! Ἀριστοῦχοι καταντοῦν «κούτσουρα» καὶ «τοῦβλα». Στὴν Ἀμερικὴ ἀκοῦμε
νὰ γίνεται ἐκστρατεία μὲ σύνθημα «Πετάξτε τὶς τηλεοράσεις»! Διαλύεται ἡ οἰκογένεια.
Ἡ ἀμετανόητη πόρνη σείει τὸν ἄντρα, τὸν κάνει κουρέλι. Ὁ βλάξ, καὶ τὴν ὀμορφότερη
γυναῖκα ἂν ἔχῃ, μπροστά της χασμουριέται· τοῦ πῆρε τὸ μυαλὸ ἡ διεθνὴς πόρνη μὲ
τὴ φανταχτερὴ εἰκόνα. Γιατὶ ἂν τὴ δῇς θὰ σιχαθῇς, ἀλλὰ παρουσιάζεται
μακιγιαρισμένη καὶ ἀπατᾷ. Αὐτὸ διέλυσε τοὺς γάμους.
Κακομαθημένα παιδιὰ στὸ χωριό μας
μάζευαν ἀλογόμυγες στὴ φούχτα, τὶς ἔρριχναν κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ ζῴου καὶ
τό ᾽καναν νὰ τρελλαίνεται. Τὴν ἐποχὴ τῆς Κασσιανῆς οἱ ἀλογόμυγες ἦταν μιὰ φούχτα,
τώρα μὲ τὸν πανσεξουαλισμὸ ἔγιναν σύννεφο. Καὶ ἂν ἡ Κασσιανὴ εἶπε τότε μιά φορὰ
τὸ «οἴμοι», τώρα ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸ λέμε καὶ νὰ θρηνοῦμε διαρκῶς.
Νάτα τ᾽ ἀποτελέσματα. Φωνάζαμε ἐμεῖς, ἀλλὰ
ὁ κόσμος ἔλεγε· Ὁ Καντιώτης εἶνε τρελλός. Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ μόνο τρελλὸς καὶ
ὅλοι οἱ ἄλλοι γνωστικοί. Θὰ διαλυθῇ τὸ ἔθνος.
Τὰ εἴδατε. Τὸ 1968 –θυμᾶστε τὰ
γεγονότα–, γιὰ τὸν ἀγῶνα μας κατὰ τῆς διαφθορᾶς καὶ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, μὲ
κύκλωσαν ἕτοιμοι νὰ μὲ στείλουν ἐξορία – δὲν γράφτηκαν αὐτὰ ἀκόμα. Πόσοι ἔμειναν
τότε κοντά μου; Οἱ ἄλλοι πῆγαν μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ «πολιτισμοῦ». Εἶμαι ὑπὲρ
τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ ὁ ἐκφυλισμὸς δὲν εἶνε πολιτισμός· εἶνε ὁ τάφος τῶν
πολιτισμῶν. Ποιός μᾶς ἄκουσε; Νά τ᾽ ἀποτελέσματα. Θρηνεῖ ἡ Ἀθήνα. Ἕνα παιδὶ
λεβέντης, πρώτης τάξεως παλληκάρι, θὰ ἔκανε τὴν Κυριακὴ τὸν ἀρραβῶνα του· πῆρε
τὴν ἀρραβωνιαστικιά του καὶ πῆγαν σὲ μιὰ ταβέρνα. Ἕνας ἄλλος ὅμως, παντρεμένος
αὐτὸς καὶ μὲ παιδιά, ἅμα εἶδε τὴν κοπέλλα τρελλάθηκε ἀπὸ «οἶστρον ἀκολασίας»,
καὶ βγαίνοντας πρὸς τὰ ἔξω τὸν κάρφωσε!…
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀδελφοί μου. Καὶ
τώρα, ὅταν ἀκοῦτε τὸ τροπάριο προσπαθῆστε νὰ εἰσέλθετε στὰ βαθύτερα νοήματα,
καὶ νὰ τὸ κάνετε προσευχὴ καὶ δέησι· Ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ τὰ παιδιά μας, νὰ σώσῃ τὶς
οἰκογένειές μας, νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα μας ἀπὸ τὸν πανσεξουαλισμό, ποὺ τείνει νὰ
διαλύσῃ ὅ,τι ὡραῖο, ὅ,τι ὑψηλό.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν
τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς ὁσίας Κασσιανῆς νὰ μᾶς προστατεύῃ καὶ σῴζῃ· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου