Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Τά δικά μας «ὡσαννά» - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Τά δικά μας «ὡσαννά»

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόμα­τι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13)

Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, –τὸ εἶπα, τὸ ξαναλέω καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ λέω– εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ ῥίζα καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, μία μεγαλοφυΐα, ἕνας σπουδαῖος φιλόσοφος, ἕνας μεγά­­λος κοινωνιολόγος. Ὄχι· εἶνε Θε­ός. Ὅσοι τὸ πιστεύουν αὐτὸ εἶνε Χριστιανοί· οἱ ἄλ­λοι δὲν εἶνε, δὲν μποροῦν νὰ λογίζωνται ὡς Χριστιανοί. Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του· τὸ φωνάζει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· τὸ φωνάζει τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύμα­τά του, ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου.

* * *

Ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἔμενε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ ἔ­ξω ἀπὸ τὰ Ἰ­ερο­­σόλυμα μαζὶ μὲ τὶς ἀδελφές του Μαρία καὶ Μάρθα· ἡ Μαρία ἦταν πιὸ πνευματική, ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρὰ ἀπὸ τὶς λίγες, ποὺ σήμερα σπανίζουν. Ἦταν μιὰ ἁγία οἰ­κογένεια καὶ ζοῦ­σαν σ᾽ ἕνα ταπεινὸ σπιτάκι. Ἐκεῖ πήγαινε συχνὰ ὁ Χριστός, ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουρα­στῇ ἀ­πὸ τὴν κακία καὶ μοχθηρία τοῦ κόσμου.


Ἀλλὰ στὸ σπιτάκι αὐτὸ ἔπεσε κεραυνός, συν­­έβη θάνατος· γιατὶ ὁ θάνατος δὲν κάνει διάκρι­σι, ἐπισκέπτεται καὶ τὶς καλύβες καὶ τὰ ἀ­νά­κτορα. Πέθανε ὁ Λάζαρος. Τὴν ἡμέρα τοῦ θα­νάτου του ὁ Χριστὸς ἦ­ταν μακριά· κι ὅταν πλέον ἦρθε ἐκεῖ, τὸν εἶχ­αν θάψει. Εἶχε ἤδη τέσσερις μέρες μέσα στὸν τάφο καὶ ἄρχισε νὰ μυρίζῃ. Στὴ συνάντησί τους μὲ τὸν Κύριο οἱ δυὸ ἀδελφὲς τοῦ εἶ­παν· Ἂν ἤσουν ἐδῶ, Κύριε, ὁ ἀδερφός μας δὲν θὰ πέθαινε. Νόμιζαν, ὅτι ἡ δύναμι τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε μόνο νὰ θεραπεύῃ ἀρ­ρώστους· δὲν φαντάζονταν, ὅτι μπορεῖ καὶ νεκροὺς ἀκόμα ν᾽ ἀνασταίνῃ.
Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· Ὁ ἀδελφός σας θ᾽ ἀ­να­στηθῇ, καὶ «Ἐγώ εἰμι (=ἐγὼ εἶμαι) ἡ ἀνάστα­σις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,21,25). Καὶ πράγματι πῆγε στὸ μνῆμα καὶ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο.
–Ἀδύνατον, λέει ὁ ἄθεος. Παραμύθια! Εἶνε ποτὲ δυ­να­τὸν ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ;…
Ἄπιστε, βγὲς λοιπὸν τώρα ἔξω στὸν κάμπο καὶ θ᾽ ἀκούσῃς νὰ σὲ βεβαιώνουν χίλιες φωνές. Τί ἔκαναν τὸ φθινόπωρο οἱ γεωργοί· ἔ­σπει­­­ραν σπόρο σιτάρι. Τὸν ἔρριξαν στὴ γῆ, τὸν ἔ­θα­ψαν στὸ χῶμα ὅ­πως θάβουμε τὸ νεκρό. Καὶ τί γίνεται ὁ σπόρος ἐ­κεῖ· σαπίζει, κι ἀφοῦ σαπίσῃ, τώρα τὸ καλοκαίρι φυτρώνει. Ἀπὸ κά­­θε σάπιο σπόρο βγαίνει ἕνα ὡ­ραῖο στάχυ· κι ἀ­πὸ λίγα σακκιὰ σάπιο σπόρο γίνεται ἕ­νας κάμπος ὁ­λοπράσινος. Καὶ ὄ­χι μόνο ἀπὸ τὸ σιτάρι, ἀλ­λὰ κι ἀ­πὸ τοὺς ἄλλους σπόρους· βγαίνουν λου­λού­δια, δέν­τρα, πλατάνια μεγάλα. Πῶς; ῾Ρώτα ὄχι τὸν χωρικό, ῥώτα τὸν ἐπιστήμονα γεωπό­νο. Ἄ­γνωστο, μυστήριο εἶνε αὐτό! Μέχρι στι­­γμῆς ἡ ἐπιστήμη δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς κά­νῃ ἕνα σπόρο νὰ βγάζῃ στάχυ μὲ σπόρο. Τί θαῦ­μα· μέσα σ᾽ ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι νὰ ὑπάρχῃ τέτοια δύναμι! Κάθε στάχυ ποὺ βγαίνει ἔξω, φωνάζει ὅτι γίνεται ἀ­νάστασι· «Χριστὸς ἀνέστη», λέει. Ἔ λοιπόν· ἐ­κεῖνος ὁ σπόρος ἔχει δύναμι· καὶ Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὴ δύναμι στὸν σπόρο, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ λέει σ᾽ ἕνα σάπιο κορμὶ ν᾽ ἀ­ναστηθῇ καὶ νὰ γίνῃ πάλι ζωντανὸς ἄνθρωπος.
Γι᾽ αὐτὸ κάνουμε κόλλυβα. Ἔχουν σημασία. Σὰν νὰ μᾶς λένε· Μὴν κλαῖτε· ὅπως ἀπὸ τοὺς σάπιους καρποὺς βγαίνουν ὡραῖα λουλούδια καὶ νέοι καρποί, ἔτσι μέσα ἀπὸ τοὺς τάφους θὰ βγῇ νέα ζωή, θ᾽ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἀνέστησε τὸν Λάζαρο. Τὸν ἀ­νέστησε μὲ τὴ φωνὴ «Λάζαρε, δεῦ­ρο ἔξω» (Ἰω. 11,44). Καὶ τὸ θαῦμα τὸ εἶδαν πολλοί. Δὲν ἔγινε νύχτα, ἔγινε τὴν ἡμέρα. Τὸ εἶ­δαν πολλὰ μάτια. Καὶ πίστεψαν. Κι αὐτοὶ τὸ διέδωσαν. Δὲν ὑπῆρχαν τότε τηλέφωνα καὶ ἀσύρματοι· ἀπὸ στόμα σὲ στόμα διαδόθηκε. Τό ᾽μαθαν χωριὰ καὶ πόλεις, τό ᾽μαθαν ὅ­λα τὰ Ἰεροσόλυμα.
Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν ἀκούστηκε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ Βηθανία ἔρχεται στὰ Ἰεροσόλυμα, ἔγινε μιὰ διαδήλωσι πρωτοφανής. Ἄδειασε ἡ πρω­τεύουσα τοῦ Ἰσραήλ. Τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νοικοκυ­ρές, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νέοι καὶ γέροι μὲ ἄ­­σπρα μαλλιά, ὅλοι βγῆ­καν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Καὶ μόλις εἶδαν τὸ Χριστὸ νά ᾽ρχεται ταπεινὸς καθισμένος σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, μέθυσαν ἀπὸ ἐν­θουσιασμό. Ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέν­τρα καὶ τά ᾽στρωναν στὸ δρόμο, κι ἄλλοι ἅπλω­ναν χάμω τὰ ῥοῦχα τους νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Ὅλοι κρατοῦσαν βάια καὶ φώναζαν· «Ὡ­σαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόμα­τι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13 = Ψαλμ. 117,26). Τί εἶ­νε αὐτὸ τὸ «Ὡσαννά»; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει ὅ,τι καὶ τὸ δικό μας «Ζήτω». Ζητωκραύγαζαν δηλαδὴ καὶ τὸν δέχονταν σὰν τὸν βασιλιᾶ ποὺ νίκησε τὸ θάνατο – τὸ χάρο.
Καὶ ὁ Χριστὸς –ἐδῶ σᾶς ἐρωτῶ– τί ἔκανε; Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, ὤ! θὰ θεωροῦσε αὐ­τὴ τὴν ὑποδοχὴ τὸ πιὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ζω­ῆς του· θὰ καμάρωνε, θὰ χαιρόταν. Ὁ Χριστὸς ὅμως; τί λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἰδὼν τὴν πό­λιν ἔ­­κλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41), ἔ­χυσε δάκρυα.
Γιατί ἔκλαψε ὁ Χριστός; δὲν τοῦ ἔκαναν ἐν­τύπωσι τὰ «ὡσαννά»; Γιὰ τρεῖς λόγους ἔκλαψε.
Πρῶτον, διότι ἤξερε σὰν Θεός, ὅτι σήμερα φωνάζουν «Ὡσαννά», ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τέσσερις μέρες, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο, οἱ ἴδιοι θὰ φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6). Ὤ τῆς μα­ταιότητος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων! Αὐ­τὸς εἶ­νε ὁ ψεύτης κόσμος· σήμερα σὲ ἀνεβάζει στὰ ἄστρα, καὶ αὔριο σὲ στέλνει στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία λέ­ει σήμερα· «Με­τὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότε­ρον, με­τὰ ξύ­λων συν­έλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώ­μονες Χριστὸν Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν» (ὑπακ. Κυρ. Βαΐων). Αὐτοί, ποὺ κρατοῦσαν τὰ βάια, με­τὰ πῆραν ῥόπαλα καὶ συν­έλαβαν τὸ Χριστό. Κλαίει λοιπὸν γιὰ τὸ ἄστατο καὶ εὐμετάβολο, γιὰ τὴ ματαιότητα τῆς ἀνθρωπίνης δόξης.
Κλαίει ὁ Χριστός, δεύτερον, βλέποντας τὴν ἁγία πόλι. Εἶχε περίφη­μο ναό, ποὺ ἔλαμπαν τὰ μάρμαρα καὶ τὸ χρυσάφι του. 46 χρόνια τὸν χτί­ζανε. Ὅταν ὅμως θὰ περάσουν κι ἄλλα 36 χρό­νια ὤ τί θὰ γίνῃ! Θὰ τὸ δοῦν αὐτοὶ ποὺ φώναξαν «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡ­μᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡ­μῶν» (Ματθ. 27,25). Τὸ 70 μ.Χ. ἡ Ἰ­ερουσαλὴμ θὰ πολιορκη­­θῇ σκληρά, θὰ μπῇ μέσα ὁ Βεσπασιανὸς Τίτος μὲ τὶς ῥωμαϊκὲς λεγεῶ­νες του, θὰ γκρεμί­σῃ τὸ ναό, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, τὰ μέγαρα τῶν Ἄννα καὶ Καϊάφα, θὰ βάλῃ φωτιὰ καὶ θὰ κά­ψῃ. Καὶ μόνο αὐτό; θ᾽ ἀρχίσῃ νὰ σταυρώ­νῃ ἀ­κατάπαυστα Ἑβραί­ους. Δάσος θὰ γίνουν οἱ σταυροί· καὶ δὲν θὰ σταματήσῃ πα­ρὰ μόνο ὅ­ταν τοῦ σωθοῦν τὰ ξύλα. Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστός, γιατὶ προβλέπει τὸ φρι­κτὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἀγνώμονος λαοῦ κι ὅ­τι δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου, πέτρα πάνω στὴν πέτρα (Ματθ. 24,2. Λουκ. 19,44). Καὶ ἀλήθεια· μέχρι σήμερα, ἐνῷ σὲ φτω­χὰ χωριά μας τσοπάνηδες χτίζουν ἐκ­κλη­σιές, οἱ ῾Εβραῖοι μὲ ὅλα τὰ πλούτη τους δὲν μπόρε­σαν νὰ ξαναχτίσουν τὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστός μας γιὰ τὸ ἄστατο καὶ τὴ ματαιότητα τῆς δόξης, κλαίει γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ἰεροσολύμων, κλαίει ὅμως τρίτον καὶ γιὰ …τὴν ἀφεντιά μας, γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα. –Μπᾶ!… Ναί· γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε καλύτεροι. Ποιός ἀπὸ μᾶς ἀγαπάει τὸ Χρι­στὸ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν πατέ­ρα του, τὸ παιδάκι του; Ἐὰν δὲν τὸν ἀγα­πᾶμε ἔτσι, εἴμαστε εἰ­δω­λολάτρες καὶ θὰ μᾶς δι­κάσῃ ὁ Θεός. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους, χίλιες φορὲς περισ­σό­τερο, ν᾽ ἀγαπήσῃς τὸ Χριστό. Τὸν ἀγαποῦ­με; Δὲν τὸν ἀγαποῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἁ­μαρτία μας· καὶ νά γιατί κλαίει ὁ Χριστός.
Φωνάζουμε κ᾽ ἐμεῖς «ὡσαννά» τώρα τὴ Μεγά­λη Ἑβδομάδα· κάνουμε σταυρούς, ἀνάβου­με κεριά, προσκυνοῦμε εἰκόνες, συγκινούμεθα κάπως στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἔξω;…· ὦ Χριστέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι τοὺς ψεῦτες καὶ ὑ­­ποκριτάς. Ἔξω; • Ὁ ἕνας νᾶτος πάει στὸ χαρτοπαίγνιο (ὅπως οἱ στρατιῶτες ποὺ «ἔπαιξαν στὰ ζάρια» τὸ χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ βλ. Ἰω. 19,23-24). • Ὁ ἄλλος Μεγάλη Ἑβδομάδα πάει στὸ πορνεῖο κι ἀφήνει τὴ γυναῖκα του. • Ὁ ἄλλος, ἐνῷ εἶνε ὑ­­γιὴς καὶ γερὸς ἄξιος νὰ σπάῃ χαλίκι, πίνει γάλα καὶ τρώει κρέας Μεγάλη Παρασκευή. • Καὶ ἄλλος, αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες, ἀνοίγει τὸ βρω­μερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα…
Τὸ «ὡσαννά» νὰ τὸ λὲς καὶ στὸ στρατῶνα, καὶ στὰ δικαστήρια, καὶ στὸ σχολεῖο, καὶ στὸ ἐμπόριο, καὶ στὸ σπίτι, παντοῦ. Ὅλη ἡ ζωή σου νὰ εἶ­νε «ὡ­σαννά» καὶ νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν καρδιά. Ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστε­ψε στὸ Χριστὸ ὅταν τὸν πήγανε στὴ Σιβηρία, εἶπε· Τὸ δικό μου «ὡσαννά» εἶνε βγαλμένο μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ σίδερα.
Ἔπρεπε καὶ ἡ δική μας ζωὴ νὰ εἶνε μιὰ εὐ­χαριστία καὶ δοξολογία στὸ Χριστό. Μὰ δυσ­τυχῶς δὲν εἶνε. Ψυχρὲς οἱ καρδιές μας, μπούζι! Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματικὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε ὄχι στὴ μασχάλη ἀλλὰ στὴν καρδιά, θὰ βλέπαμε νὰ δείχνῃ ὑποθερμία, ὑπό τὸ μηδέν. Δὲν ὑπάρχει θερμὴ ἀγάπη στὸ Χριστό. Θὰ τὸ δῆτε τώρα· μερικοὶ περιμένουν τὸ Πάσχα, ἄλλος γιὰ νὰ φάῃ καλά, ἄλλος γιὰ νὰ πάῃ ταξίδι, ἄλλος γιὰ ψυχαγωγία καὶ θεάματα, ἄλλος γιὰ ἀθλητικὲς συναντήσεις, ἄλλος γιὰ καλλιτεχνικὲς ἀπολαύσεις. Τὰ «ὡσαννά» τους εἶ­νε ὄχι γιὰ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ γιὰ κάποιο εἴδωλο· γιὰ ἕνα πάθος, γιὰ τὸ κέρδος, γιὰ ἕνα τυχερὸ παι­χνίδι, γιὰ μιὰ μπάλλα, γιὰ ἕναν δεσμὸ ἄθεσμο.

* * *

Γίναμε, ἀδελφοί μου, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους. Ἐκεῖνοι μιά φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστό, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε πολλὲς φορές. Νὰ φοβηθοῦμε ὅμως, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν ἀστειεύεται. Εἴ­δαμε τί ἔπαθαν οἱ Ἰουδαῖοι. Σταμα­τῶ ἐδῶ. Κάτι βλέπω, δὲν τὸ λέω. Ὦ Θεέ μου, λυπήσου μας· αὐτὸς ὁ τόπος πολλὰ πέρασε!…
Σεῖς, νέοι, δὲν ξέρετε τί θὰ πῇ κίνδυνος, πόλεμος, στέρησι, πεῖνα. Οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπ­­ποῦδες ξέρουν. Ἐσεῖς ἔχετε τ᾽ ἀγαθά σας, φαῒ καλό, κρεβάτι ζεστό, τίποτα δὲν σᾶς λείπει, εἶστε εὐτυχισμένοι. Εἶστε ὅμως καὶ δυσ­τυ­χισμένοι· γιατὶ ἡ καρδιά σας δὲν ἔχει πιὰ ἔρωτα γιὰ τὸ Χριστό. Ρωτῆστε κ᾽ ἐμᾶς ποὺ εἴδαμε νέα παιδιὰ στ᾽ Ἀλβανικὰ μέτωπα, ποὺ συν­­ωδεύσαμε νέους στὸ Βίτσι, ποὺ εἴδαμε τὴ θέρ­μη τῶν καρδιῶν τους. Εἶδα στρατιώτη νὰ πέφτῃ λέγοντας «Χριστέ μου! Παναγιά μου!» καὶ νὰ κλαίῃ μὲ τὴν καρδιά του. Σήμερα ὑπάρχει Χριστὸς στὴν καρδιά; Μὲ τὶς βλαστήμιες τῶν θείων φοβᾶμαι, μήπως μᾶς ἔρθῃ καμμιὰ μεγάλη καταστροφή. Ἐὰν δὲν κο­πῇ ἡ βλαστή­μια, δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου.
Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὅλοι νὰ μετανο­ήσουμε ἀληθινά, νὰ ἐπιστρέψουμε, νὰ ἐξ­ομολογηθοῦμε. Μὲ ἄπλυτο πιάτο δὲν τρῶμε, καὶ μὲ ἀκάθαρ­τη ψυχὴ δὲν μποροῦμε νὰ κοινωνήσουμε. Ἐλᾶτε πρῶτα στὸν πνευματικό· καὶ μετά, ψυχικὰ καὶ σωματικὰ καθα­ροί, νὰ πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ Χριστὸ καὶ νὰ ποῦμε· «Ὡσαννά, εὐ­λογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: