Τά δικά μας «ὡσαννά»
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ»
(Ἰω. 12,13)
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, –τὸ εἶπα, τὸ
ξαναλέω καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ λέω– εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ ῥίζα καὶ τὸ
θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος,
μία μεγαλοφυΐα, ἕνας σπουδαῖος φιλόσοφος, ἕνας μεγάλος κοινωνιολόγος. Ὄχι· εἶνε
Θεός. Ὅσοι τὸ πιστεύουν αὐτὸ εἶνε Χριστιανοί· οἱ ἄλλοι δὲν εἶνε, δὲν μποροῦν
νὰ λογίζωνται ὡς Χριστιανοί. Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του· τὸ
φωνάζει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· τὸ φωνάζει τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματά του, ἡ ἀνάστασις
τοῦ Λαζάρου.
* * *
Ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἔμενε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ
τὰ Ἰεροσόλυμα μαζὶ μὲ τὶς ἀδελφές του Μαρία καὶ Μάρθα· ἡ Μαρία ἦταν πιὸ
πνευματική, ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρὰ ἀπὸ τὶς λίγες, ποὺ σήμερα σπανίζουν. Ἦταν μιὰ
ἁγία οἰκογένεια καὶ ζοῦσαν σ᾽ ἕνα ταπεινὸ σπιτάκι. Ἐκεῖ πήγαινε συχνὰ ὁ
Χριστός, ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουραστῇ ἀπὸ τὴν κακία καὶ μοχθηρία τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ στὸ σπιτάκι αὐτὸ ἔπεσε κεραυνός,
συνέβη θάνατος· γιατὶ ὁ θάνατος δὲν κάνει διάκρισι, ἐπισκέπτεται καὶ τὶς
καλύβες καὶ τὰ ἀνάκτορα. Πέθανε ὁ Λάζαρος. Τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του ὁ Χριστὸς
ἦταν μακριά· κι ὅταν πλέον ἦρθε ἐκεῖ, τὸν εἶχαν θάψει. Εἶχε ἤδη τέσσερις
μέρες μέσα στὸν τάφο καὶ ἄρχισε νὰ μυρίζῃ. Στὴ συνάντησί τους μὲ τὸν Κύριο οἱ
δυὸ ἀδελφὲς τοῦ εἶπαν· Ἂν ἤσουν ἐδῶ, Κύριε, ὁ ἀδερφός μας δὲν θὰ πέθαινε.
Νόμιζαν, ὅτι ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ εἶνε μόνο νὰ θεραπεύῃ ἀρρώστους· δὲν
φαντάζονταν, ὅτι μπορεῖ καὶ νεκροὺς ἀκόμα ν᾽ ἀνασταίνῃ.
Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· Ὁ ἀδελφός σας θ᾽ ἀναστηθῇ,
καὶ «Ἐγώ εἰμι (=ἐγὼ εἶμαι) ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,21,25). Καὶ πράγματι
πῆγε στὸ μνῆμα καὶ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο.
–Ἀδύνατον, λέει ὁ ἄθεος. Παραμύθια! Εἶνε
ποτὲ δυνατὸν ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ;…
Ἄπιστε, βγὲς λοιπὸν τώρα ἔξω στὸν κάμπο
καὶ θ᾽ ἀκούσῃς νὰ σὲ βεβαιώνουν χίλιες φωνές. Τί ἔκαναν τὸ φθινόπωρο οἱ
γεωργοί· ἔσπειραν σπόρο σιτάρι. Τὸν ἔρριξαν στὴ γῆ, τὸν ἔθαψαν στὸ χῶμα ὅπως
θάβουμε τὸ νεκρό. Καὶ τί γίνεται ὁ σπόρος ἐκεῖ· σαπίζει, κι ἀφοῦ σαπίσῃ, τώρα
τὸ καλοκαίρι φυτρώνει. Ἀπὸ κάθε σάπιο σπόρο βγαίνει ἕνα ὡραῖο στάχυ· κι ἀπὸ
λίγα σακκιὰ σάπιο σπόρο γίνεται ἕνας κάμπος ὁλοπράσινος. Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ
σιτάρι, ἀλλὰ κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους σπόρους· βγαίνουν λουλούδια, δέντρα, πλατάνια
μεγάλα. Πῶς; ῾Ρώτα ὄχι τὸν χωρικό, ῥώτα τὸν ἐπιστήμονα γεωπόνο. Ἄγνωστο,
μυστήριο εἶνε αὐτό! Μέχρι στιγμῆς ἡ ἐπιστήμη δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς κάνῃ ἕνα
σπόρο νὰ βγάζῃ στάχυ μὲ σπόρο. Τί θαῦμα· μέσα σ᾽ ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι νὰ
ὑπάρχῃ τέτοια δύναμι! Κάθε στάχυ ποὺ βγαίνει ἔξω, φωνάζει ὅτι γίνεται ἀνάστασι·
«Χριστὸς ἀνέστη», λέει. Ἔ λοιπόν· ἐκεῖνος ὁ σπόρος ἔχει δύναμι· καὶ Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε
τὴ δύναμι στὸν σπόρο, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει σ᾽ ἕνα σάπιο κορμὶ ν᾽
ἀναστηθῇ καὶ νὰ γίνῃ πάλι ζωντανὸς ἄνθρωπος.
Γι᾽ αὐτὸ κάνουμε κόλλυβα. Ἔχουν
σημασία. Σὰν νὰ μᾶς λένε· Μὴν κλαῖτε· ὅπως ἀπὸ τοὺς σάπιους καρποὺς βγαίνουν ὡραῖα
λουλούδια καὶ νέοι καρποί, ἔτσι μέσα ἀπὸ τοὺς τάφους θὰ βγῇ νέα ζωή, θ᾽ ἀναστηθοῦν
οἱ νεκροί.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἀνέστησε τὸν Λάζαρο.
Τὸν ἀνέστησε μὲ τὴ φωνὴ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44). Καὶ τὸ θαῦμα τὸ εἶδαν
πολλοί. Δὲν ἔγινε νύχτα, ἔγινε τὴν ἡμέρα. Τὸ εἶδαν πολλὰ μάτια. Καὶ πίστεψαν.
Κι αὐτοὶ τὸ διέδωσαν. Δὲν ὑπῆρχαν τότε τηλέφωνα καὶ ἀσύρματοι· ἀπὸ στόμα σὲ
στόμα διαδόθηκε. Τό ᾽μαθαν χωριὰ καὶ πόλεις, τό ᾽μαθαν ὅλα τὰ Ἰεροσόλυμα.
Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν ἀκούστηκε ὅτι ὁ
Χριστὸς ἀπὸ τὴ Βηθανία ἔρχεται στὰ Ἰεροσόλυμα, ἔγινε μιὰ διαδήλωσι πρωτοφανής. Ἄδειασε
ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ. Τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νοικοκυρές, μικροὶ καὶ μεγάλοι,
νέοι καὶ γέροι μὲ ἄσπρα μαλλιά, ὅλοι βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Καὶ μόλις εἶδαν
τὸ Χριστὸ νά ᾽ρχεται ταπεινὸς καθισμένος σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, μέθυσαν ἀπὸ ἐνθουσιασμό.
Ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ τά ᾽στρωναν στὸ δρόμο, κι ἄλλοι ἅπλωναν
χάμω τὰ ῥοῦχα τους νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Ὅλοι κρατοῦσαν βάια καὶ φώναζαν· «Ὡσαννά,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13 =
Ψαλμ. 117,26). Τί εἶνε αὐτὸ τὸ «Ὡσαννά»; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει ὅ,τι
καὶ τὸ δικό μας «Ζήτω». Ζητωκραύγαζαν δηλαδὴ καὶ τὸν δέχονταν σὰν τὸν βασιλιᾶ
ποὺ νίκησε τὸ θάνατο – τὸ χάρο.
Καὶ ὁ Χριστὸς –ἐδῶ σᾶς ἐρωτῶ– τί ἔκανε;
Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, ὤ! θὰ θεωροῦσε αὐτὴ τὴν ὑποδοχὴ τὸ πιὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς
ζωῆς του· θὰ καμάρωνε, θὰ χαιρόταν. Ὁ Χριστὸς ὅμως; τί λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἰδὼν
τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41), ἔχυσε δάκρυα.
Γιατί ἔκλαψε ὁ Χριστός; δὲν τοῦ ἔκαναν ἐντύπωσι
τὰ «ὡσαννά»; Γιὰ τρεῖς λόγους ἔκλαψε.
Πρῶτον, διότι ἤξερε σὰν Θεός, ὅτι
σήμερα φωνάζουν «Ὡσαννά», ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τέσσερις μέρες, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ
κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο, οἱ ἴδιοι θὰ φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ.
23,21. Ἰω. 19,6). Ὤ τῆς ματαιότητος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων! Αὐτὸς εἶνε ὁ
ψεύτης κόσμος· σήμερα σὲ ἀνεβάζει στὰ ἄστρα, καὶ αὔριο σὲ στέλνει στὸ ἐκτελεστικὸ
ἀπόσπασμα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία λέει σήμερα· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον,
μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστὸν Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν» (ὑπακ.
Κυρ. Βαΐων). Αὐτοί, ποὺ κρατοῦσαν τὰ βάια, μετὰ πῆραν ῥόπαλα καὶ συνέλαβαν τὸ
Χριστό. Κλαίει λοιπὸν γιὰ τὸ ἄστατο καὶ εὐμετάβολο, γιὰ τὴ ματαιότητα τῆς ἀνθρωπίνης
δόξης.
Κλαίει ὁ Χριστός, δεύτερον, βλέποντας τὴν
ἁγία πόλι. Εἶχε περίφημο ναό, ποὺ ἔλαμπαν τὰ μάρμαρα καὶ τὸ χρυσάφι του. 46
χρόνια τὸν χτίζανε. Ὅταν ὅμως θὰ περάσουν κι ἄλλα 36 χρόνια ὤ τί θὰ γίνῃ! Θὰ
τὸ δοῦν αὐτοὶ ποὺ φώναξαν «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν»
(Ματθ. 27,25). Τὸ 70 μ.Χ. ἡ Ἰερουσαλὴμ θὰ πολιορκηθῇ σκληρά, θὰ μπῇ μέσα ὁ
Βεσπασιανὸς Τίτος μὲ τὶς ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες του, θὰ γκρεμίσῃ τὸ ναό, τὸ
πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, τὰ μέγαρα τῶν Ἄννα καὶ Καϊάφα, θὰ βάλῃ φωτιὰ καὶ θὰ κάψῃ.
Καὶ μόνο αὐτό; θ᾽ ἀρχίσῃ νὰ σταυρώνῃ ἀκατάπαυστα Ἑβραίους. Δάσος θὰ γίνουν οἱ
σταυροί· καὶ δὲν θὰ σταματήσῃ παρὰ μόνο ὅταν τοῦ σωθοῦν τὰ ξύλα. Κλαίει λοιπὸν
ὁ Χριστός, γιατὶ προβλέπει τὸ φρικτὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἀγνώμονος λαοῦ κι ὅτι δὲν
θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου, πέτρα πάνω στὴν πέτρα (Ματθ. 24,2. Λουκ. 19,44). Καὶ ἀλήθεια·
μέχρι σήμερα, ἐνῷ σὲ φτωχὰ χωριά μας τσοπάνηδες χτίζουν ἐκκλησιές, οἱ ῾Εβραῖοι
μὲ ὅλα τὰ πλούτη τους δὲν μπόρεσαν νὰ ξαναχτίσουν τὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστός μας γιὰ τὸ ἄστατο
καὶ τὴ ματαιότητα τῆς δόξης, κλαίει γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ἰεροσολύμων, κλαίει ὅμως
τρίτον καὶ γιὰ …τὴν ἀφεντιά μας, γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα. –Μπᾶ!… Ναί· γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς
δὲν εἴμαστε καλύτεροι. Ποιός ἀπὸ μᾶς ἀγαπάει τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα
του, τὸν πατέρα του, τὸ παιδάκι του; Ἐὰν δὲν τὸν ἀγαπᾶμε ἔτσι, εἴμαστε εἰδωλολάτρες
καὶ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους, χίλιες φορὲς περισσότερο, ν᾽ ἀγαπήσῃς
τὸ Χριστό. Τὸν ἀγαποῦμε; Δὲν τὸν ἀγαποῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἁμαρτία μας· καὶ
νά γιατί κλαίει ὁ Χριστός.
Φωνάζουμε κ᾽ ἐμεῖς «ὡσαννά» τώρα τὴ Μεγάλη
Ἑβδομάδα· κάνουμε σταυρούς, ἀνάβουμε κεριά, προσκυνοῦμε εἰκόνες, συγκινούμεθα
κάπως στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἔξω;…· ὦ Χριστέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι τοὺς ψεῦτες καὶ
ὑποκριτάς. Ἔξω; • Ὁ ἕνας νᾶτος πάει στὸ χαρτοπαίγνιο (ὅπως οἱ στρατιῶτες ποὺ
«ἔπαιξαν στὰ ζάρια» τὸ χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ βλ. Ἰω. 19,23-24). • Ὁ ἄλλος Μεγάλη Ἑβδομάδα
πάει στὸ πορνεῖο κι ἀφήνει τὴ γυναῖκα του. • Ὁ ἄλλος, ἐνῷ εἶνε ὑγιὴς καὶ γερὸς
ἄξιος νὰ σπάῃ χαλίκι, πίνει γάλα καὶ τρώει κρέας Μεγάλη Παρασκευή. • Καὶ ἄλλος,
αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες, ἀνοίγει τὸ βρωμερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα…
Τὸ «ὡσαννά» νὰ τὸ λὲς καὶ στὸ στρατῶνα,
καὶ στὰ δικαστήρια, καὶ στὸ σχολεῖο, καὶ στὸ ἐμπόριο, καὶ στὸ σπίτι, παντοῦ. Ὅλη
ἡ ζωή σου νὰ εἶνε «ὡσαννά» καὶ νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν καρδιά. Ὁ ῾Ρῶσος
Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ὅταν τὸν πήγανε στὴ Σιβηρία, εἶπε· Τὸ
δικό μου «ὡσαννά» εἶνε βγαλμένο μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ σίδερα.
Ἔπρεπε καὶ ἡ δική μας ζωὴ νὰ εἶνε μιὰ εὐχαριστία
καὶ δοξολογία στὸ Χριστό. Μὰ δυστυχῶς δὲν εἶνε. Ψυχρὲς οἱ καρδιές μας, μπούζι!
Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματικὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε ὄχι στὴ μασχάλη ἀλλὰ στὴν
καρδιά, θὰ βλέπαμε νὰ δείχνῃ ὑποθερμία, ὑπό τὸ μηδέν. Δὲν ὑπάρχει θερμὴ ἀγάπη
στὸ Χριστό. Θὰ τὸ δῆτε τώρα· μερικοὶ περιμένουν τὸ Πάσχα, ἄλλος γιὰ νὰ φάῃ
καλά, ἄλλος γιὰ νὰ πάῃ ταξίδι, ἄλλος γιὰ ψυχαγωγία καὶ θεάματα, ἄλλος γιὰ ἀθλητικὲς
συναντήσεις, ἄλλος γιὰ καλλιτεχνικὲς ἀπολαύσεις. Τὰ «ὡσαννά» τους εἶνε ὄχι γιὰ
τὸ Χριστὸ ἀλλὰ γιὰ κάποιο εἴδωλο· γιὰ ἕνα πάθος, γιὰ τὸ κέρδος, γιὰ ἕνα τυχερὸ
παιχνίδι, γιὰ μιὰ μπάλλα, γιὰ ἕναν δεσμὸ ἄθεσμο.
* * *
Γίναμε, ἀδελφοί μου, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἐκεῖνοι μιά φορὰ
σταύρωσαν τὸ Χριστό, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε πολλὲς φορές. Νὰ φοβηθοῦμε ὅμως,
γιατὶ ὁ Κύριος δὲν ἀστειεύεται. Εἴδαμε τί ἔπαθαν οἱ Ἰουδαῖοι. Σταματῶ ἐδῶ.
Κάτι βλέπω, δὲν τὸ λέω. Ὦ Θεέ μου, λυπήσου μας· αὐτὸς ὁ τόπος πολλὰ πέρασε!…
Σεῖς, νέοι, δὲν ξέρετε τί θὰ πῇ
κίνδυνος, πόλεμος, στέρησι, πεῖνα. Οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπποῦδες ξέρουν. Ἐσεῖς ἔχετε
τ᾽ ἀγαθά σας, φαῒ καλό, κρεβάτι ζεστό, τίποτα δὲν σᾶς λείπει, εἶστε εὐτυχισμένοι.
Εἶστε ὅμως καὶ δυστυχισμένοι· γιατὶ ἡ καρδιά σας δὲν ἔχει πιὰ ἔρωτα γιὰ τὸ Χριστό.
Ρωτῆστε κ᾽ ἐμᾶς ποὺ εἴδαμε νέα παιδιὰ στ᾽ Ἀλβανικὰ μέτωπα, ποὺ συνωδεύσαμε
νέους στὸ Βίτσι, ποὺ εἴδαμε τὴ θέρμη τῶν καρδιῶν τους. Εἶδα στρατιώτη νὰ πέφτῃ
λέγοντας «Χριστέ μου! Παναγιά μου!» καὶ νὰ κλαίῃ μὲ τὴν καρδιά του. Σήμερα ὑπάρχει
Χριστὸς στὴν καρδιά; Μὲ τὶς βλαστήμιες τῶν θείων φοβᾶμαι, μήπως μᾶς ἔρθῃ καμμιὰ
μεγάλη καταστροφή. Ἐὰν δὲν κοπῇ ἡ βλαστήμια, δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου.
Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὅλοι νὰ
μετανοήσουμε ἀληθινά, νὰ ἐπιστρέψουμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Μὲ ἄπλυτο πιάτο δὲν
τρῶμε, καὶ μὲ ἀκάθαρτη ψυχὴ δὲν μποροῦμε νὰ κοινωνήσουμε. Ἐλᾶτε πρῶτα στὸν
πνευματικό· καὶ μετά, ψυχικὰ καὶ σωματικὰ καθαροί, νὰ πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ
Χριστὸ καὶ νὰ ποῦμε· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου