ΕΘΕΛΑ ΑΛΛΟΝ ΠΑΡΑΣΗΜΟΝ....
Μεσάνυχτα. Ξημερώνει πρώτη τ
Απρίλη. Ούτε που εκαταλάβαμεν σε ήντα αγώναν εμπαίναμεν.Αθθυμούμε έβαλα τον
σταυρόν μου πρίν να φορτωθώ την πόμπαν που ταν να την πάρω ούλλον χωράφκια. Εσού
ξέρεις τα μονοπάθκια τα παραδρόμια.Θκιαβάζεις το δάσος τα χωράφκια ούλλα της
Λαόνας. Έτσι μου είπεν ο μάστρος.
Γέννημαν του
τριάντα οκτώ ήμουν εις το Γυμνάσιον Πόλεως Χρυσοχούς άμαν άρκεψαν οι
ωραιόττεροι τζιαι οι δυσκολλόττεροι καρτσιλαμάες της ζωής μου.
Εδούλεψα με πολλούς. Με τα
κοπέλλια του Νιοχώρκου τους τρεις που πεθάναν σε τζείνην την ενέδραν με το
κοντόν το σύρμαν.
Έκλαψα τους. Έφυα που κοντά τους
άμαν εσκοτώσαν τον Λισανήν το ζαφτιέν με το νάμιν. Εβασάνισεν πολλά τον
Παλληκαρίδην.
Ήρταν οι Εγγλέζοι έσσω τζιαι εγυρέψαν με. Είσιεν με αλόπως δηλωμένον ο Λισανής πως τους εβοήθουν. Η αρφή μου αρνήστειν ετραππήδησα πίσω που το ανώιν. Τζείνον ήταν. Έφυα για τη Λέμεσόν Ελάλουν το παρατσούκλιν μας για επίθετον Ταυτότηταν εν είχαμεν. Που να μας έβρουν βοσκούς εις τον Ακάμαν.
Στη Λεμεσόν
επαράλαβεν με ο καλαδερφός μου ο Νεοκλής. Εξαναορκίστηκα. Εδούλεψα που το
πενηντα εφτά με τον Αντρέαν που το Προδρόμιν. Όστι τζιαι συλλάβαν τον
συπτωματικά στο αθρωπομάζωμαν του πενήντα οκτώ Έμεινά μόνος μου με την κρύπτην.
Τζιαι τις θκυο βαλίτσες για τις μεταφορές όπλων.Τά άλλα ξέρεις τα. Που
βοσκαρέτιν καταζητούμενος. Που μαθητής δολιοφθορέας. Που θερμαστής αντάρτης.
Εφάαν τη
Λεμεσόν να με έβρουν Μα έγλεπεν με η Αγία Αννα. Ο Άης Νικόλας τ Ακάμα. Ο Άης
Κόνωνας. Τζιαι οι Δρουσιώτες. Η γεννιά του Πελλογιαννου οι γιαγιάες μου ο
θκειος μου ο Αριστος ο Ήφαιστος. η στιασια του σπιθκιου της Νίκης. Βάλλλεις τα
με τους αδρώπους της Λαόνας. Ήταν τζιαι η γιαγιά η Κυριακου ούλλον εγονάταν
τζιαι επροσευχετούν για λλέου μου.
Εις το βουνόν έναν όνομαν είχα, Πέλπης.
Μόνον μιαν φοράν είπεν ο
μάστρος μου Ξέρω είσαι ο
μιτσης της οδού Ευριπίδου Σσίλιοι
κοτσινοσκούφηες τζιαι σου άφαντος. Πριν νάρτουν εσού έφευκες.
Οοι μάστρε. Έτο μόνον πόμπες
έκαμνα για δολιοφθορες......
Αγάπαν με. Έδωκέν μου τον γηλλιον
του ήρωα Δημήτρη Χαραλάμπους να τον φορώ τις νύχτες που αλλάσαμεν κρύπτες.
Μυρίζει τίποτε ρε Πέλπη... Αρώταν
με
Ελευθερόν αέρα μάστρε επολοούμουν
Εβασανίστεις ρε τρεις μήνες
σπιτιν του σπιθκιου.
Εθκιάβαζα μάστρε τζιαι έλπιζα. Ελάλουν.Πέρκει
μας αξιώσει ο Θεός τζιαι γλυτώσουμεν ως του χρόνου πουννα πάμεν εις την Μάναν
μας. Εθκιάβαζα τζιαι επροσεύχουμουν. Εγλύτωσεν με πολλές φορές ο Θεός.........
Άμαν εκατεβήκαμεν που το βουνόν αρώστησα έχαννα βάρος. Ήτουν τα βάσανα.Επαρηόραν με μόνον η μουσική. Είσιεν έναν τζουποξ πόξω που το Φωτο Μάτικ. Έβαλλά τραούθκια. Πάντα τελευταίον. Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Ακουά το. Έκλαια τζιαι επήαιννα
στην καμαρουα μου τζιαι εθκιάβαζα. Έμεινεν μου συνήθεια που το βουνόν. Η Ζωή
του Χριστου του Τζιοβάνι Παπίνι.Αθθύμιον που τα βουνά. Που το αντάρτικον.
Στο χρόνον έγισνεν το κορμίν που
τες κακουχίες τους κατατρεγμούς.
Λείπουν μου όμως. Τα κοπέλλια. Η
μάνα μας .Το όνειρον.
Εκάμαμεν το καθήκον μας γιε μου.
Τζιαι τους τροφοδότες μας εν τους
εξήασα. Επάεννα τζιαι θώρουν τους. Με τη μοτόραν εις το χωρκον. Ο γέρος ο
λεβέντης άμαν εμπάινα του Καφενέ.Εφώναζεν. Καλώς τον γιον μου. Καλως ήρταν οι
αντάρτες μας. Καλως τους αδρώπους του Ακάμα.Αγκάλιαζεν με τζιαι εκλέαμεν.
Έθελά άλλον παράσημον;
Πάντα εφίλουν το σιέριν του. Επείναν
για να τρώμεν εμείς.
Έκαμνεν μου το τρσπέζιν. Άρεσκεν
του να του τραουδώ τη φωνήν τ Ακάμα .Ετραούδουν του τζιαι τον Λέναν.
Ελάλεν ευτύς. Έρεξεν πόσσω μας. Έφαεν
το ψουμίν μας. Τζι ο Δράκος γιε μου. Ο Λύκούργος.
Έππεσεν εις τη μονήν μου μιαν
νύχταν εις το σώσπιτον.
Είπαν
τζειντην νύχταν πως εννάρτει το Παφιτούιν των εκρήξεων. Άμαν εφκαίναμεν το
μονοπάτιν τζιαι είπες μου. Στάθου θκειε να κρολοηθούμεν. Είπα που μέσα μου. Γι
αυτόν εγένετουν άφαντος. Εν του δάσους τούτος, εν άγρινόν νούσιμον......
Έτσι ελάλεν ο δεύτερος μου
τζιύρης. Μακρυγιάννην τον ελαλούσαν εις την Οργάνωσην. Με τη βράκαν του
λεβέντης..
Γιάννης Πεγειώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου