Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Ένας Οριζόντιος Άνθρωπος - Κώστας Μπούσμπουρας


 Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης

Ένας Οριζόντιος Άνθρωπος

Κώστας Μπούσμπουρας


 «Ανάμεσα στα χείλη και στη φωνή
κάτι φεύγει πεθαίνοντας,
κάτι με φτερά πουλιού, κάτι απ’ αγωνία και θλίψη∙
έτσι, όπως τα δίχτυα δεν κρατάνε το νερό
μόλις και μένουν σταγόνες, τρεμίζοντας,
αγάπη μου∙ κι ωστόσο,
κάτι τραγουδάει σ’ αυτά τα εφήμερα λόγια
κάτι ανεβαίνει ώς το αχόρταγο στόμα μου…»
Πάμπλο Νερούδα

Το να μιλήσεις με λόγια για τον άνθρωπο που αγάπησες και επί δεκαετίες μεγάλωνες μαζί του αναπτύσσοντας αδιάκοπα και βαθαίνοντας τη σχέση μαζί του, μοιάζει με το να προσπαθείς να περιγράψεις το πέλαγος σε αυτούς που δεν είδαν τη θάλασσα ούτε από μακριά ή με το να την πιάσεις με ένα δίχτυ, πάνω στο οποίο «μόλις που μένουν σταγόνες, τρεμίζοντας, αγάπη μου…».

Μοιάζει με το να προσπαθείς να περιγράψεις το άρωμα ενός τριαντάφυλλου σε αυτούς που ποτέ δεν το μύρισαν. Μπορείς όμως να το θυμίσεις σε όσους έχουν την εμπειρία του. Σε αυτούς απευθύνονται οι γραμμές που ακολουθούν, ξαναδείχνοντας τον φωτεινό Δάσκαλο, όπως έδειξε ο Ανδρέας στους άλλους ή ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ τον Χριστό, σταχυολογώντας μερικές από τις στιγμές των χρόνων που ζήσαμε μαζί του.

Με τα ίδια τα λόγια του, ήταν ένας οριζόντιος άνθρωπος. Σε μία από τις πρώτες, μετά τη γνωριμία μας, θείες λειτουργίες ήμουν με τον Λουκά και τον σχολιάζαμε –δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ λειτουργό σαν κι Αυτόν: η ίδια, ολόιδια λειτουργία, κι όμως είχαμε μείνει ξεροί με το ήθος και το ύφος που απέπνεε Αυτός, με τις κινήσεις του, με το βλέμμα του, με τα άμφιά του, με όλα του.

Δεν μπορούσαμε να πάρουμε από πάνω του τα μάτια μας. Αλλά μας κάρφωνε κι αυτός τακτικά με εκείνο το βλέμμα που δεν μπορούσες να το πεις ούτε ελεγκτικό (για τη φλυαρία μας), ούτε περίεργο, ούτε καν επικοινωνιακό –ένα βλέμμα μυστήριο, ανερμήνευτο, βαθύ και ανεξιχνίαστο. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς… Μετά το «δι’ ευχών» και το μοίρασμα του αντίδωρου από τον ίδιο σε όλο το εκκλησίασμα, μας λέει χαριτωμένα, πειραχτικά: «τι μουρμουρίζατε εσείς οι δυο όλη την ώρα;» «Εσάς!», του λέω, «αλλά και σεις δεν πάτε πίσω –μας προσέχατε, μας παρατηρούσατε…». Και ήρθε η απάντηση που δεν ξεχνιέται με τίποτα: «Δεν μπορώ να κοινωνήσω με τον Θεό ‘κάθετα’, ερήμην των ανθρώπων, μόνον μέσα από τον άλλον βρίσκω τον Θεό, διψώ για ανθρώπους, είμαι οριζόντιος άνθρωπος…».

Μέσα σε αυτό το βλέμμα υπήρξαμε αληθινά όσοι τον αγαπήσαμε και μας αγάπησε, ζώντας δεκαετίες κοντά του, δίπλα του, «συναυλιζόμενοι» αυτώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιώργο που, μετά τις πρώτες φορές που του τον σύστησα και μετά την πρώτη τους κατ’ ιδίαν συνάντηση, μου εξομολογήθηκε συγκλονισμένος: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου, μέσα σε αυτό το βλέμμα ένιωσα ότι κάποιος με βλέπει, ότι υπάρχω για κάποιον αληθινά». Με αυτό το βλέμμα μας άκουγε όταν του μιλούσαμε, όταν του ανοίγαμε την καρδιά μας και τη σκέψη μας για τα μικρά και τα μεγάλα, τα προσωπικά και τα εκκλησιαστικά και τα επιστημονικά, τα σοβαρά και τα αστεία. Γιατί ήταν και πειραχτήρι, στις σωστές στιγμές, εκπληκτικός χιουμορίστας και ένα αληθινό παιδί.

Σε άλλη Λειτουργία, καλοκαίρι στο Καταφύγι, δεκαπενταύγουστο, μπαίνω στο ιερό μετά το «δι’ ευχών» και τον βλέπω να ξεντύνεται αργά, σχεδόν με την ίδια μεγαλοπρέπεια της αρχιερατικής ένδυσης στον όρθρο, που την προτιμούσε όχι μέσα στο ιερό, κεκλεισμένων των θυρών, αλλά στον κυρίως ναό, ενώπιον του λαού του Θεού, ίσως και με κάποια απροθυμία ή ανεπαίσθητη θλίψη. «Λειτουργία…» λέει, «εδώ… ΕΙΜΑΣΤΕ! Μακάρι ποτέ να μην τελείωνε! Να ερχότανε… να συνέχιζε στην αληθινή, την οριστική Λειτουργία… των εσχάτων…». Ο άνθρωπος της διάπυρης προσδοκίας των εσχάτων!

Σε άλλη Λειτουργία –πάλι στο Καταφύγι– κηρύττει για τον πολλαπλασιασμό των άρτων. Και σε μία στιγμή πετάει αυτό που σε ξυπνάει από τις σκέψεις σου και που το θυμάσαι για πάντα: «Αυτό που έχει σημασία, αδελφοί μου, δεν είναι οι λεπτομέρειες των γεγονότων, όσο το πνεύμα που τα παράγει, το μήνυμα που έρχεται μέσα από αυτά, και το μήνυμα εδώ είναι πως ό,τι δεν μοιράζεται ποτέ δεν μας φτάνει, ενώ ό,τι μοιράζεται ευλογείται από τον Θεό και έτσι φτάνει και υπερ-περισσεύει». Ενεός, ξερός που λένε. Πάω μετά και του λέω «Μα πώς τα σκέφτεστε όλ’ αυτά; Πού βρίσκεται η διαφορά από τα κηρύγματα τόσων άλλων, από πού προκύπτει αυτή η ματιά σας πάνω στα γεγονότα…». Σιωπή. Αναμονή. «Θα ήθελα πολύ να έχω κι εγώ αυτήν τη ματιά…». Απάντηση. Ήπια, στοχαστική, διστακτική: «μόνον εάν πονέσεις πολύ… πρέπει να πονέσεις…». Σιωπή. Και οι δύο. Ίσως και κάποιο αδιόρατο δάκρυ, αυτή η υγρασία στα μάτια που μόλις, παρά λίγο δεν συμπυκνώθηκε, δεν έτρεξε. Κι αυτό το βλέμμα.

Το ίδιο βλέμμα στις στιγμές του χωρισμού μας, στο αεροδρόμιο, στο ασανσέρ της πολυκατοικίας, στη χαραμάδα της εξώπορτας που πάει να κλείσει αλλά, εάν γυρίσεις εσύ, θα δεις έκπληκτος ότι δεν έχει κλείσει, ότι κάτι περιμένουν αυτά τα διψασμένα μάτια. Περιμένουν να ξανασυναντηθούν με τα δικά σου μάτια για μία φορά ακόμα, να μην παραιτηθείς από την παρουσία εσύ, εκούσια, να παρατείνεις την παρουσία μέχρι τον χωρισμό που θα σου επιβάλλει ο χωροχρόνος της Πτώσης, μια ύστατη διαμαρτυρία ενάντια στην απουσία, μια υπόμνηση του για τι είμαστε πλασμένοι και τι είναι αυτό που αποτελεί το ειδοποιό, το συστατικό στοιχείο του προσώπου. Και η επίγευση της παρουσίας που προηγήθηκε και που κρατούσε για μέρες, για μερόνυχτα…

Αυτές οι στιγμές είναι η σφραγίδα της σχέσης μας με τον Δάσκαλο∙ δεν μεταφέρονται σε όσους δεν τις έζησαν παρά μόνον ως ψιλή διανοητική γνώση, ως πληροφορία, αδειάζοντας το μεγαλύτερο και κυριότερο μέρος από το αληθινό τους περιεχόμενο. Κι ωστόσο, κάτι μένει κι απ’ αυτό, σα σημάδι, σα δείκτης, σα μαρτυρία, σαν τις «σταγόνες, που τρεμίζουν πάνω στα δίχτυα» των λέξεων…

Η γνωριμία μας έγινε τυχαία, κάπου πριν το 1990. Τυχαία; Δεν το πιστεύω. Σε μία περίοδο που βάδιζα ολοταχώς προς μία μετριοπαθή αθεΐα, με μία διάθεση διακωμώδησης της κατάντιας της Εκκλησίας και των χριστιανικών σωματείων, με βαθύ πόνο για τη φθορά, για τη νοσηρότητα και τον θάνατο των προσωπικών σχέσεων των χριστιανών με τους οποίους συνδεόμουν, με αποφασισμένη τη διαγραφή μου από τη Θεολογική, με ξεκάθαρο πιά στόχο να στραφώ στην Ιατρική, έτυχε να μου πουν ότι «ο Ζηζιούλας είναι ο πιο δύσκολος και απαιτητικός στις εξετάσεις. Εάν περάσεις θα είσαι τυχερός, και μ’ ένα πεντάρι δόξα τω Θεώ να λες!». Πρόκληση. Στρώνομαι στο διάβασμα, αρχικά από πείσμα, και μελετώ τη Δογματική του∙ και ήδη από τις πρώτες σελίδες κάτι συμβαίνει μέσα μου. Γελάω, απορώ, τηλεφωνώ σε άλλους, κάπου αρχίζω να συγκλονίζομαι, πέφτω με τα μούτρα ασυγκράτητα πλέον. Μελετώ και το «Από το Προσωπείον εις το Πρόσωπον» από την Εποπτεία, και το «Χριστολογία και Ύπαρξη» από τη Σύναξη. Δίνω εξετάσεις (ΣΤ΄ και Η΄ εξάμηνο μαζί) και μαθαίνω ότι όχι απλώς πέρασα, όχι απλώς με «Άριστα», αλλά ότι ρωτάει για μένα, ότι θέλει να με γνωρίσει… «Έλα, πήγαινε, ρε θηρίο», μου λένε οι φίλοι –κάποιοι, καθηγητές στη Θεολογική εδώ και χρόνια. Και πηγαίνω. «Ξέρεις αγγλικά;» «Ναι!» «Εάν θέλεις συστατική επιστολή για το εξωτερικό, πες μου.» «Σας ευχαριστώ, αλλά… όχι, είμαι υπό διαγραφή… Είμαι σχεδόν άθεος.» Πρόκληση; Μάλλον όχι, μάλλον απόγνωση. Το διέκρινε. Άλλος ήταν τελικά το «θηρίο». «Και τι σημαίνει άθεος;! Ξέρεις πόσοι νομίζουν ότι είναι πιστοί, το διακηρύσσουν, και στην ουσία είναι άθεοι;» Το βλέμμα. Δεν βιάζεται, περιμένει. «Ξέρεις πόσοι που δηλώνουν άθεοι, απλώς νομίζουν ότι είναι άθεοι και στην ουσία ζουν σαν χριστιανοί… Αλλά, όπως και να ʼχει, μου άρεσε πολύ το γραπτό σου, με κατανόησες, κατάλαβες τι λέω και, ξέρεις, σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος, το πρώτο που με νοιάζει δεν είναι να συμφωνήσει κανείς μαζί μου αλλά να καταλάβει πραγματικά, βαθιά, τι λέω. Μετά ας κάνει και κριτική, και μάλιστα την επιζητώ, αλλά με επιχειρήματα, όχι με συνθήματα… την θέλω πολύ τη συζήτηση…». Ανεπαίσθητη αλλαγή ύφους. Λίγο πιο χαλαρό, μόλις, μια ιδέα πιο οικείο. «Θα μπορούσαμε ίσως να γνωριστούμε και να συζητήσουμε εκτός Σχολής… Τι θα έλεγες;»

 «Μα… (αναστάτωση στιγμιαία, αβεβαιότητα, δισταγμός). Μα… εεε… φυσικά το θέλω, ναι, με τιμά… θα το χαρώ πολύ… ήδη το χαίρομαι…». Κι εκείνο το βλέμμα, το γλυκύ και το απέραντο σαν ωκεανός.

«Ωραία! Σημείωσε το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του σπιτιού μου και εάν κατεβαίνεις Αθήνα, τηλεφώνησέ μου να βρεθούμε». «Ναι, ναι, κατεβαίνω τακτικά!» «Όμως, να ξέρεις, πολύ δύσκολα θα με βρίσκεις. Ξέρεις, η αληθινή μου διεύθυνση είναι τα αεροδρόμια, ταξιδεύω πολύ συχνά, ζω με μία βαλίτσα στο χέρι… Έχω πάρα πολλές υποχρεώσεις, ειδικά με το Πατριαρχείο. Είναι ο σταυρός μου… Θα πρέπει να σηκώνεις έναν σταυρό κι εσύ, εάν σχετιστείς μαζί μου…».

Η απλή γνωριμία, η αρχή, έγινε. Ο σπόρος έπεσε. Η συνέχεια όμως, η καλλιέργεια και η ανάπτυξη, η ανθοφορία και η καρποφορία της σχέσης μας, περιλαμβάνει ένα ολόκληρο πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων κι όχι μια διμερή σχέση, δύο μόνον ανθρώπων, αυτού και εμού. Χωρίς αυτό το πλέγμα, όπως φαίνεται καθαρά εκ των υστέρων, δεν θα υπήρχε ούτε η δική μας προσωπική σχέση. Στην προσωπική σχέση ανθρώπου με άνθρωπο όπως τη δίδασκε και την υποστασίαζε, όσο του ήτανε δυνατόν, τη μοναδικότητα λυτρωμένη από την αποκλειστικότητα, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς.

Έτσι, μία σειρά από αδιανόητες συμπτώσεις, που είχαν προηγηθεί και που συνέχισαν να συμβαίνουν, δημιούργησαν αυτό το πλέγμα προσωπικών σχέσεων του οποίου πολύ σύντομα κατέστη το κέντρο, συμπτώσεις που δεν συμβαίνουν όλες μαζί ούτε μια φορά στο τρισεκατομμύριο.

Κι έτσι, πολύ γρήγορα μετά την πρώτη γνωριμία, με μία ανθοδέσμη από ευώδη λίλιουμ κάιζερ, πηγαίνουμε με τον Ανδρέα προς το σπίτι του, φτάνουμε, χωρίζουμε, ανεβαίνω μόνος και του προσφέρω την ανθοδέσμη λέγοντας συνεσταλμένα, σχεδόν δειλά, «σαν ένα απλό σύμβολο… για τη φιλία… η ομορφιά και το άρωμα των λουλουδιών…», για ν’ ακούσω την πρώτη μεγάλη αλήθεια από τα χείλη του «Απλό; Μα, σ’ αυτόν τον κόσμο η αλήθεια μόνον με σύμβολα μπορεί να εκφρασθεί…» και για να τον δω να χαϊδεύει τα λουλούδια, να τα οσφραίνεται με απόλαυση, να τα βλέπει, λες και μιλούσανε κι αυτά και να τα τακτοποιεί σε ανθοδοχείο. Συζήτηση επί ώρες, ατελείωτη, για την αθεΐα, για την αμαρτία, για την ψυχή και το σώμα, για τη «σάρκα» και το «πνεύμα», για τον Πλάτωνα και τον Χριστό, για την πνευματική πατρότητα και την εξομολόγηση, για την κατάντια της Εκκλησίας και το πνεύμα των οργανώσεων… για… για… Πάντα ατελείωτη η συζήτηση, πάντα ημιτελής, πάντα χωρίζοντας με την αδημονία τού πότε θα ξαναβρεθούμε∙ και ποτέ χορτασμένοι –τόσο εμείς όσο και Αυτός.

Ο Ανδρέας με περίμενε ώρες, βολτάροντας απ’ έξω, στην Χαριλάου Τρικούπη και στη Σαρανταπόρου. Τι έγινε; Πώς πήγε; Ανδρέα, ένα σου λέω: πρέπει να τον γνωρίσεις επειγόντως.

Και ο Ανδρέας έγινε γρήγορα ο «παιδονόμος» της παρέας –όπως τον έλεγε χαριτωμένα ο Δεσπότης. Αυτός που πάντα έβαζε την άνω τελεία στις μεγάλες ατελείωτες συζητήσεις μας.

Ναι, ήταν μία παρέα. Και όλα όσα έγραψε δεν ήταν προϊόν μόνο διαβάσματος και βασανιστικής σκέψης –ήταν συνάμα και προϊόν συζήτησης και μοιράσματος, πολλές φορές μέχρι πρωΐας. Το πρώτο κεφάλαιο του Communion & Otherness ήταν καρπός όχι μόνο βασανιστικής σκέψης και μελέτης, αλλά εξίσου και ατελείωτων συζητήσεων. Πώς να ξεχάσω το ευεργετικό κατσάδιασμά μου όταν στο μπαλκόνι της Κατίνας, τη στιγμή που πάσχιζε να καταλάβει τα ερωτήματά μας, που πάσχιζε να απαντήσει, να διατυπώσει κάτι που σκεφτόταν βαθιά, ξαφνικά είδα να ανατέλλει η πανσέληνος πίσω από τα Πιέρια, ολόλαμπρη, και εκστασιασμένος αναφώνησα «πω πω, κοιτάξτε το φεγγάρι». Και ήρθε ο κεραυνός! «Εδώ πασχίζουμε όλοι για την αλήθεια και εσύ μας αποσπάς προς τη φύση, προδίδεις και καταστρέφεις τα πάντα αυτή τη στιγμή! Άντε τώρα να ξαναβρούμε το νήμα…». Και έτσι ήταν. Και όλοι το ένιωσαν, το κατάλαβαν. Ήταν περίπου σαν να λέει ο Χριστός στον Πέτρο «ύπαγε οπίσω μου σατανά».

Στην παρέα απεχθανόταν τα πολλά μικρά πηγαδάκια. Ένας μιλούσε∙ οι υπόλοιποι πρόσεχαν. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο διεξάγονταν οι βραδιές στα μεγάλα δείπνα στο Καταφύγι, στην ταβέρνα της Όλγας και του Λάκη, ή στο μπαλκόνι της Κατίνας, ή στις βόλτες στα Πιέρια, το ίδιο και στα γεύματα στο Κουτούκι της Κηφισιάς και στην Κατσαρίνα ή ο απογευματινός καφές στην Πολιτεία ή στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Ακόμα και 30 ή 40 να ήταν οι συνδαιτημόνες, πάντα όλοι πρόσεχαν τον εκάστοτε ομιλητή! Εάν μιλούσες σε πηγαδάκι σε επανέφερε απλώς εκείνο το βλέμμα… το βλέμμα που δεν του ξέφευγε τίποτα και κανένας, που ήξερες, εάν τον ήξερες, ότι είσαι μέσα στο οπτικό του πεδίο ακόμα κι όταν δεν σε κοιτούσε ευθέως.

Αλλά η παρέα αυτού του οριζόντιου ανθρώπου δεν ήταν όπως οι συνήθεις παρέες του κόσμου τούτου. Καμία σχέση αυτή η παρέα, με την ισοπέδωση των παρεών ανάμεσα σε «φιλαράκια» που χαριεντίζονται και παίζουν καρπαζιές. Υπήρχε κάτι άλλο, που ήταν μία υποκείμενη θεολογική αλήθεια, κάτι που διαισθανόσουν μεν, αλλά ακόμα κι αν σου το έδινε κάποιος με μία λέξη, δεν θα το καταλάβαινες. Το καταλάβαμε με τα χρόνια, μέσα από πολλές εμπειρίες. Αυτό το κάτι ήταν η ιεραρχία. Ουδεμία σχέση με την «ιεραρχία» όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος, μία κάθετη ιεραρχία: φυσική, ηλικιακή, κοινωνική, πλούτου, μόρφωσης, εξουσίας ή οποιαδήποτε άλλη. Ήταν η ιεραρχία της ετερότητας των προσώπων, αυτής που αναδύεται σε σχέσεις αγάπης όχι φυσικής αλλά προσωπικής. Οι σχέσεις αυτές, στην αλήθεια τους, έχουν μία ριζική ασυμμετρία που δεν οφείλεται σε καμία φυσική διαφορά∙ δεν δημιουργούνται με συμφωνίες, αλλά κάποιος είναι ο καλών και κάποιος είναι αυτός που απαντά με το «ναι» στην κλήση. Η προσωπική σχέση, ως αγάπη-εν-ελευθερία, δεν είναι απλά και μόνον συναίσθημα, είναι κλήση, κάλεσμα του ενός και ανταπόκριση του άλλου. Έτσι συνίσταται, με την κλήση και την απάντηση στην κλήση, και εκεί μέσα αναγεννώνται και υποστασιάζονται πλέον όλα.

«Δεν με ενδιαφέρει μόνον ο καθένας σας χωριστά, ως άτομο, με ενδιαφέρουν εξίσου οι σχέσεις σας». Και καταλάβαμε βαθιά, μέσα από δεκαετίες κοινής ζωής, τι σήμαινε αυτό. Τι σήμαιναν τα λόγια του, σε μια άλλη στιγμή συμβολικής ανθοδέσμης, ότι «είσαστε μέρος της εσχατολογικής μου ταυτότητας».

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ σε μία άλλη στιγμή αυστηρού βλέμματος, όταν, για να τον προστατεύσω (!), πήγα ταραγμένος να του πω κάτι που άκουσα να συζητάνε γι’ αυτόν στη Σχολή… Με διέκοψε. «Άσ’ το και μην ταράζεσαι… να ξέρεις ότι η παρουσία του Θεού δεν φέρνει ταραχή στην καρδιά, ο διάβολος φέρνει ταραχή –μου το υπενθύμιζε αυτό τακτικά ο Σωφρόνιος και ήταν κριτήριο στις δύσκολες αποφάσεις μου. Αλλά είναι κάτι ακόμα: όταν διηγείσαι κάτι κακό, του… ξαναδίνεις υπόσταση!». Ενεός.

 
«Όλοι αυτοί που μιλάνε για ταπείνωση, πόσον εγωισμό, πόση φιλαυτία, πόση υποκρισία μπορεί να κρύβουν πίσω από τα λόγια περί ταπεινώσεως. Γιατί, τι είναι τελικά η ταπείνωση, παρά το να νιώθεις βαθιά ότι πάντες εν τω αυτώ κρίματι εσμέν;» Δεν μίλαγε ποτέ για ταπείνωση! Αλλά μία φορά που η Μάνια, μπροστά στην παρέα, του είπε «πόσο περήφανη θα πρέπει να είναι στον ουρανό η μάνα και ο πατέρας που σας γέννησαν, που έφεραν στον κόσμο έναν τέτοιο άνθρωπο…», θυμάμαι ότι έσκυψε το κεφάλι με συγκίνηση και είπε «κυρία Μάνια, δεν ξέρω εάν είναι περήφανοι, αλλά ελπίζω ότι τουλάχιστον δεν θα ντρέπονται για μένα». Και μετά σιωπή και όλοι μας, για μερικές στιγμές, σιωπηλοί… Ήξερε πολύ καλά, όπως οι αληθινοί μουσικοί τις παύσεις, να κρατά τις σιωπές ανάμεσα στις λέξεις. Και ήταν και τα δύο, και τα λόγια του και οι σιωπές του, εκπληκτικά και αποκαλυπτικά. Αυτό ελάχιστοι το καταφέρνουν.

Κι έτσι, λίγο λίγο, αθόρυβα, όπως ωριμάζει ο καρπός στο δένδρο, συζητώντας μαζί του, αλλά κυρίως ζώντας μαζί του, άλλοι στενότερα και άλλοι χαλαρότερα, αλλά πάντα σταθερά, γίναμε κοινωνοί της σκέψης του, της αντίληψής του, των κριτηρίων του, της νοοτροπίας του. Μιας σκέψης που από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η σύνθεση. By default η στάση του, η αναζήτησή του, ήταν το πώς θα μπορούσε να συνθέσει αυτά που φαινομενικά μοιάζουν αντίθετα και ασύμβατα∙ όχι η διάζευξη, όχι το ή/ή, αλλά η σύνθεση, το και/και, η δημιουργία. Για να φτάσει στη διάζευξη και μετά στον αποκλεισμό και την απόρριψη, έπρεπε να βασανίσει για πάρα πολύ όλες τις ενδεχόμενες ενστάσεις, όλες τις προεκτάσεις, όλες τις δυνατότητες, και όχι με εποχιακά κριτήρια αλλά κάτω από το φως της εσχατολογικής αλήθειας, όπως την εκφράζει η Λειτουργία, το Ευαγγέλιο, το πνεύμα (και όχι το γράμμα) των Πατέρων, και η σχεσιακή ευαισθησία και δίψα των ανθρώπων. Έτσι διάβαζε και κάθε κείμενο, προσπαθώντας να βρει το κέντρο της σκέψης του συγγραφέα, να πιάσει το πνεύμα του, την κεντρική ιδέα, τον άξονά του, το «κλειδί της σκέψης του», όπως του άρεσε να λέει. Από τον Λεβινάς μέχρι την εφημερίδα –και θυμάμαι εδώ το ξεκοκκάλισμα των κυριακάτικων εφημερίδων μετά τη Λειτουργία μέχρι το μεσημεριανό γεύμα, το πώς, με τι λαχτάρα διαβάζαμε τα «Παράδοξα» του Ευγένιου Αρανίτση. Ήθελε πολύ να χαρίσει στον Ευγένιο ένα αντίτυπο του Communion & Otherness, με αφιέρωση, αλλά… «άραγε θα τον ενδιέφερε;» έλεγε με συστολή.

Μια σκέψη διψαλέα για το τι έχει να δώσει η σκέψη και η ευαισθησία του άλλου, που τη ρουφούσε όπως το σφουγγάρι το νερό. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Χαράρι, το Σάπιενς, το ζήτησε αμέσως και το διαβάσαμε και το συζητήσαμε εκτενώς. Έμαθε για κάποιους που άρχισαν την κριτική επί μέρους σημείων, προτού καλά καλά το διαβάσουν. «Ποτέ δεν προσεγγίζω έναν συγγραφέα για να βρω πού έχει λάθος! Αυτό που με ενδιαφέρει είναι τι έχει να μου προσφέρει αυτός ο άνθρωπος μέσα από την έρευνά του, τι ξέρει που δεν ξέρω εγώ, τι μπορώ εγώ να αξιοποιήσω –με τα υπόλοιπα γιατί να χάνω χρόνο;».

Αυτή η απορροφητικότητά του, η συνθετικότητα της σκέψης του, η δημιουργικότητά του, ήταν καταπληκτική όταν του έβαζαν διλήμματα. Είχα ακούσει πολλούς να τον επικαλούνται για να στηρίξουν τη θέση τους ότι «ο Ζηζιούλας λέει ότι οι νηστείες στην εποχή μας πρέπει να καταργηθούν ή να μειωθούν», ενώ άλλοι τόσοι λέγανε ότι «ο Ζηζιούλας λέει ότι οι νηστείες στην εποχή μας πρέπει να γίνουν αυστηρότερες». Τον ρώτησα. «Ποτέ δεν έχω πει κάτι τέτοιο –ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς έχω πει ότι η Εκκλησία σού δίνει ένα σχοινί και σε αφήνει να το τεντώσεις εσύ, με διάκριση, όσο μπορείς». Ορθοτόμηση! Σοφία!

«–Είναι αναγκαία η ευφυΐα για να κάνεις θεολογία; Δεν αρκεί η αγιότητα, όπως λένε πάρα πολλοί;

– Είναι πάρα πολύ αναγκαία, αλλά μόνον αρνητικά.

– Αρνητικά; Δηλαδή;

– Κοίτα, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να σε διαφυλάξει από το να λες ανοησίες, από το να εκτραπείς σε συνθηματολογίες.

– Και η θετική προϋπόθεση;

– Είναι το να έχεις μία μεγάλη ευαισθησία σε ζητήματα σχέσεων, προσωπικών σχέσεων.»

Να ’το! πάντα το πρόσωπο! –το πρόσωπο είναι το κλειδί για όλα, για τη σκέψη του και για όλη τη θεολογία. Αλλά πώς να το κατανοήσεις; Μόνο διαβάζοντας; Όχι βέβαια, δεν πρόκειται για την περι-γραφή και τη διανοητική κατα-νόησή του. Μόνον εάν εμπλακείς ο ίδιος σε προσωπικές σχέσεις, αληθινά προσωπικές, με όλη την απόλαυση αλλά και με το τεράστιο ρίσκο τους, μόνον τότε ‘καταλαβαίνεις’ υπαρξιακά το πρόσωπο. Και μέσα από τις προδοσίες, τις απώλειες, τις εντάσεις, τους θανάτους, καταλαβαίνεις ότι το πρόσωπο αληθεύει ως προσανατολισμός προς την εσχατολογική του πραγμάτωση, ότι είναι τραγική η πρόγευσή του εδώ και τώρα, μέσα στον πτωτικό κόσμο όπου ακόμα το κακό, ο θάνατος, έχουν ισχύ.

Κι ήρθε ο καιρός που πέθανε ο μπαμπάς –από τραγικό ιατρικό λάθος– και η ανοϊκή μαμά, που τη φρόντιζε χρόνια με πίστη, με αφοσίωση, με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, βρέθηκε μετέωρη ανάμεσα στην επιλογή ενός ιδρύματος και στην επιλογή να την παραλάβω εγώ εις τα ίδια. Και τότε, ανάμεσα σε άλλες συγγενικές και φιλικές φωνές που πρότειναν «ίδρυμα», ο δικός του λόγος ήταν καταλυτικός. «Η μαμά, εάν ήσουν εσύ στη θέση της, θα σε έβαζε σε ίδρυμα;» Τέλος. Ο κύβος ερρίφθη. Και ας επέμεναν κάποιοι στενοί συγγενείς ότι «έχεις μέλλον, έχεις προσωπική ζωή, αυτή έζησε, ολοκλήρωσε τον κύκλο της, εσύ είσαι νέος, έχεις χρέος απέναντι στον εαυτό σου…» κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ. Τέλος. Αλλά σε κάθε τηλεφώνημα έκτοτε, τουλάχιστον δις της εβδομάδος, το πρώτο που ρωτούσε ήταν «τι κάνει η μαμά» και το δεύτερο «εσύ; αντέχεις;». Πάντα δίπλα, πάντα η αίσθηση ότι συμπορεύεται παρά τη χωρική απόσταση. Όμως τα σύννεφα μαζεύτηκαν και η θύελλα ξέσπασε τρομερή. «Γιατί; Γιατί; Πώς είναι δυνατόν να αντέχει, ένας Θεός Πατέρας, να βλέπει το πλάσμα του να υποφέρει έτσι, να πνίγεται, να γουρλώνει τα μάτια, να στραβώνει το σώμα του, να κοιτάει αμίλητο, να μην ξέρω εάν πονάει, εάν κρυώνει, εάν, εάν… εκατομμύρια πλάσματά Του, δεκάδες χιλιάδες χρόνια; Γιατί δεν τελειώνει όλο αυτό; Γιατί καθυστερεί τόσο; Γιατί τουλάχιστον δεν παίρνει τον άνθρωπο που βασανίζεται;» «Κώστα, σε καταλαβαίνω (ναι, το ένιωθα ότι με καταλάβαινε), αλλά τα προηγούμενα χρόνια δεν τα έλεγες όλ’ αυτά με τέτοια ένταση… Τώρα τα βλέπεις, μέσα από τη δική σου κακοπάθεια…».

«Ναι, τώρα τα βλέπω πιο καθαρά, αβάσταχτα έντονα, αλλά διαμαρτύρομαι εξ ονόματος όλων των ανθρώπων… Εάν υπάρχει Θεός, εάν Τον δω, θα Τον ρωτήσω πώς άντεχε να τα βλέπει όλ’ αυτά, τίποτε άλλο, πώς άντεχε… ένας πατέρας…».

«Κοίταξε, Κώστα, σε νιώθω… Μέσα στον πόνο σου προβάλλεις μία ανθρώπινη έννοια Θεού-πατέρα, είναι ανθρωπομορφισμός αυτό, αλλά το θέμα είναι αλλού. Με τη λογική δεν μπορείς να συλλάβεις το πρόβλημα του Κακού, είναι πολύ βαθύτερο από τη λογική μας, και τώρα σε χτυπάει εσένα, την αγάπη σου για τη μητέρα σου, τη σχέση σου μαζί της. Αλλά εάν προσπαθήσεις να το λύσεις όλο αυτό λογικά, θα τρελαθείς! Σε όλο το Ψαλτήρι ακούγεται αυτή η απελπισμένη κραυγή, ένα αγωνιώδες «γιατί» προς τον Θεό, και απάντηση δεν ακούς, ειδικά όταν είσαι μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Ή θα τρελαθείς, ή θα γίνεις άθεος, ή θα παραδεχθείς, πέρα από κάθε λογική, ότι υπάρχει ένα Όν αγάπης και θα παραδοθείς με εμπιστοσύνη στη μέριμνά Του… Άλλη λύση δεν βλέπω».

Η θύελλα άρχισε να κοπάζει και, μετά από λίγες ημέρες, είδα πιο καθαρά μέσα μου.
 «Σεβασμιώτατε, προχτές έβλεπα μόνον ένα «εγώ» μέσα μου, τώρα βλέπω δύο διαφορετικά «εγώ» μέσα μου, συγκρουόμενα, το καθένα με τη δική του αντίθετη επιθυμία. Το ένα, το προχτεσινό, είναι θορυβώδες, φωνάζει, διαμαρτύρεται σαν προχτές και η επιθυμία του, μα πώς να την αρθρώσω, είναι να φύγει η μαμά, να λυτρωθώ κι εγώ κι αυτή∙ το άλλο εγώ στέκεται κάπως παράμερα, σιωπηλό, θλιμμένο, πονάει βαθιά… Αλλά ξέρω πλέον κάτι, το βλέπω καθαρά: ότι το πρώτο εγώ, εάν πεθάνει η μαμά, θα σβήσει μαζί της και μαζί και η επιθυμία του για απελευθέρωση από όλο αυτό που ζώ∙ το άλλο εγώ όμως, το μικρό και αδύναμο, το σιωπηλό, θα ζήσει και μετά τον θάνατο της μαμάς, και αυτό το εγώ, εάν, όσο ζει η μαμά, ηττηθεί, μετά θα θρηνεί, θα θυμάται, θα νιώθει τύψεις που δεν μπόρεσε να επικρατήσει, να πάρει αυτό στα χέρια του την υπόστασή μου, τη σχέση μου με τη μαμά. Εάν όμως τώρα επικρατήσει, μετά θα νιώθει τελείως διαφορετικά τον πόνο της απώλειας, χωρίς τύψεις, με ειρήνη στη συνείδηση. Το αληθινό μου εγώ είναι αυτό, το σιωπηλό, το αδύναμο, το ασθενικό…».

«Κώστα, πόνεσες πολύ, αλλά τώρα το έχεις προγευθεί, το ξέρεις βιωματικά, ότι τελικά το κακό είναι ανυπόστατο, δεν επιζεί, παρ’ όλη την τρομερή αναστάτωση που προκαλεί… και τώρα ξέρεις πιο βαθιά τι σημαίνει εκείνο το «όταν ασθενώ τότε δυνατός ειμί» – το να αναλαμβάνεις εκούσια όλη αυτήν την ανθρώπινη αδυναμία…».


Ναι –το είχα ξεχάσει! Πριν δεκαετίες, όταν είχα διαβάσει το Human Capacity and Human Incapacity την είχα δει αυτή τη σκέψη και είχα συγκλονιστεί και τότε, αλλά χωρίς βαθιά εμπειρία. Του το είχα πει –τηλεφωνικώς– και άκουσα τη σιωπή του στην άλλη άκρη, τόσο εύγλωττη: «Με συγκινείς πάρα πολύ, Κώστα. Ξέρεις, αυτό το άρθρο βγήκε από το καμίνι της υπάρξεώς μου…». Και μετά από χρόνια, η αρχική διανοητική κατανόηση πέρασε και για μένα από το καμίνι. Με τη δική του βοήθεια. Και ήρθε ο ταυτισμός, η βαθιά συνεννόηση πέρα από τα λόγια, που είναι χρήσιμα, που κατευθύνουν, αλλά δεν μπορούν ποτέ να εξισωθούν με την εμπειρία.

Ήρθε και η πανδημία και οι καραντίνες. Και μελαγχόλησε. Και απόρησε που κανείς επίσημος εκκλησιαστικός άνθρωπος, κανείς έξω από τον επίσκοπο Μάξιμο, δεν ζήτησε τη γνώμη του για το θέμα του κλεισίματος των ναών, της τέλεσης της λειτουργίας υπ’ αυτές τις συνθήκες και άλλα παρόμοια ζητήματα. Και «μου λείπουν οι άνθρωποι, η παρουσία τους, η συζήτηση μαζί τους από κοντά, να βλέπω τα πρόσωπα… δεν μπορώ πια να γράψω, δεν έχω καμία όρεξη, δεν μπορώ να σκεφτώ όπως πριν, η πηγή μου είναι η κοινωνία με τους ανθρώπους. Να μιλήσω, να συζητήσω, αλλά όχι απλώς τηλεφωνικά, θέλω να βλέπω τα μάτια τους, να τους βλέπω ολόκληρους, να νιώθω τη φυσική παρουσία τους…». Και «Κώστα, είσαι κι εσύ δεσμευμένος με τη μαμά σου, δέσμιος της αγάπης σου και δεν θα ξαναβρεθούμε… έτσι θα χωρίσουμε… χωρίς να ξαναειδωθούμε…».

Δεν ήθελα ν’ ακούω τέτοια, τον απόπαιρνα, αλλά έλεγε ήρεμα «Μην αποστρέφεις το βλέμμα σου από την τραγικότητα της ύπαρξής μας. Θα γίνει κι αυτό, θα πονέσεις πολύ, και μετά, σιγά σιγά θα κλείσει η πληγή, θα μείνει η γλυκιά ανάμνηση όσων ζήσαμε και η προσδοκία της αναστάσεως. Ξέρεις, ο Τσιρόπουλος [ήταν στενός φίλος του] έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει φίλους∙ γιατί θα έρθει η ώρα του χωρισμού, του θανάτου, και ο πόνος τότε είναι αβάσταχτος. Αλλά παρ’ όλο τον πόνο, καλύτερα να εστιάζουμε στο τι ζήσαμε και να ευχαριστούμε τον Θεό για ό,τι μας χάρισε, για τις σχέσεις που αναπτύξαμε. Άραγε πόσοι άνθρωποι έζησαν τέτοια αγάπη, πόσοι γεύθηκαν προσωπικές σχέσεις για τόσα χρόνια, πόσοι ξεδίψασαν αυτή τη δίψα… Ας δοξάσουμε τον Θεό για τις δωρεές Του, υπήρξαμε πάρα πολύ τυχεροί, πάρα πολύ ευλογημένοι… Ας δεχτούμε και τον πόνο…».

Σε μία από τις τελευταίες συνομιλίες μας, μέσα στην περίοδο της κακοπάθειας και της αρρώστιας, μιλήσαμε για το βιβλίο που ετοίμαζε χρόνια, το Remembering the Future, για το μεγάλο θέμα της βιβλικής και χριστιανικής εσχατολογίας. Συζητούσαμε τις ιδέες του, τους προβληματισμούς του, αλλά ακουγόταν ήδη η παραίτηση, η κάμψη, η θλίψη στη φωνή του. «Δεν θα το δω, δεν θα προλάβω… Πιο πολύ θα ήθελα να δω τις αντιδράσεις, άραγε θα γίνει συζήτηση;» «Θα είναι σπουδαίο», του έλεγα ενθουσιασμένος από όσα λέγαμε και διάβαζα, «θα είναι η τελευταία λέξη, το πιο ολοκληρωμένο σύγγραμμα Δογματικής και όχι μόνον». «Μα τι λες, κανείς δεν μπορεί να το πετύχει αυτό. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να πει την τελευταία λέξη, δεν έχει καταλάβει τι είναι η Αλήθεια. Νομίζει ότι είναι ένα αντικείμενο που περιγράφεται… Όχι, η αλήθεια δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί! Είναι σαν ένας ορίζοντας που όσο ξανοίγεσαι προς αυτόν τόσο περισσότερη αλήθεια σου βγάζει στη θέα σου. Ό,τι και να πεις, όσο δυνατό κι αν είναι, την επόμενη μέρα σε έχει ξεπεράσει. Όμως, δόξα τω Θεώ για όσα είδαμε και ζήσαμε, εκεί ας καταλήγουμε πάντα, στην ευχαριστία και τη δοξολογία Του!» Ήταν από τα πιο τελευταία του λόγια προς εμένα…

Έτσι βαδίσαμε τον δρόμο αυτής της μεγαλειώδους φιλίας, άλλοι στενότερα και τακτικότερα, άλλοι χαλαρότερα και αραιότερα, αλλά πάντα μέσα σ’ αυτό το κλίμα που δημιούργησε και μας δίδαξε και μας μετάγγισε ο ίδιος, της μοναδικής του αγάπης εν ελευθερία, του μοναδικού και ανεπανάληπτου ύφους και ήθους, του μοναδικού βλέμματος, ώσπου ο Γίγαντας, ο Δεσπότης της καρδιάς μας, έπεσε στην κοινή μας μοίρα της θνητότητας, εκεί που πέφτουμε όλοι μια μέρα.

Περιμέναμε, με τον Ανδρέα, ότι θα συμβεί στις 30 Γενάρη, ήταν ήδη πολύ κρίσιμη η κατάσταση, κρεμόταν από μία κλωστή, διασωληνωμένος από το πρωί της προηγουμένης. Για φαντάσου, έλεγα, θα ανακηρυχθεί μία μέρα ο Τέταρτος μεγάλος Ιεράρχης. Αλλά έφυγε ανήμερα της Υπαπαντής! Τυχαίο; Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Θυμήθηκα ακαριαία μια λειτουργία ανήμερα της Υπαπαντής. «Τι σας λέει η σημερινή γιορτή, τι νομίζετε πως γιορτάζουμε σήμερα;» Το βλέμμα, το στοχαστικό, το βαθύ, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα «Δεν φαντάζεσαι πόσο με συγκινεί αυτή η εορτή! Γιορτάζουμε την απέραντη ευαισθησία ενός Θεού που ανταποκρίνεται στην πιο βαθιά ανάγκη του ανθρώπου: να Τον κρατήσει μέσα στην ανθρώπινη αγκαλιά του όπως κρατάει το παιδί του, ένα αδύναμο βρέφος, να γεμίσει με τον Θεό την αγκαλιά του…»! Αυτήν ακριβώς την ημέρα της αγκαλιάς, τον πήρε Εκείνος στη δική Του αγκαλιά.

Ο Δάσκαλός μας, ο πατέρας μας, Ο Φίλος μας έσβησε ανήμερα της Υπαπαντής, πλην μόνον σαν σωματική ύπαρξη. Το φως της ψυχής του, το φως που ξεχυνόταν από τα μάτια του και από τα χείλη του, που δεν ήταν άλλο από το Φως του Χριστού που λάτρεψε, θα λάμπει εις αιώνας αιώνων μέσα από το έργο του, και η δική μας ευχαριστία στον Κύριο, που μας αξίωσε να τον ζήσουμε από κοντά, θα είναι ισόβια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μας η «παρουσία-εν-τη-απουσία», για την οποία τόσο πολύ μας είχε μιλήσει, πέρα απ’ όσα έγραψε.

Κάτι τελευταίο. Τι είναι όλα αυτά; Ένα είδος δημόσιας εξομολόγησης, σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, ναι, αλλά όχι μόνον ούτε κυρίως. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει ζωντανή μια μαρτυρία, η δική μου προσωπική μαρτυρία, αλλά για να αληθεύει είναι αναγκαία η συμμαρτυρία και όλων εκείνων που τον έζησαν από κοντά, που τον γνώρισαν και αυτοί ως πρόσωπο –εν αγάπη και ελευθερία.

Ελπίζω ότι ο Λουκάς, ο Ανδρέας, η Κατίνα και ο Στέργιος, η Ρόδη και η Αιμιλία, η Άννα, ο Γιάννης και η Μάνια, ο Ιάκωβος, ο Γιώργος και η Σοφία, ο άλλος Γιώργος, ο Νίκος, ο Αλέξανδρος, ο Διονύσης και οι γονείς του, ο Σταύρος, ο Ανέστης, ο π. Μάξιμος, ο π. Δημήτριος, ο Κώστας και η Λυδία, και έσχατος ο Αντώνης –ο Βενιαμίν, ο τελευταίος και μικρότερος της παρέας μας. Ελπίζω ότι όλοι αναγνωρίζουν το άρωμα και την ομορφιά και την αλήθεια αυτού που προσπάθησα να θυμίσω, όπως είπα στην αρχή∙ ελπίζω ότι δεν διαψεύδουν και ότι επαληθεύουν αυτό που «οι οφθαλμοί ημών είδον και τα ώτα ημών ήκουσαν και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτό που έζησαν με έκπληξη οι καρδιές όλων μας.

Από ένα σημείο άγονται άπειρες ευθείες, από δύο όμως σημεία άγεται μόνον μία, που ορίζει μία και μοναδική κατεύθυνση, κι αυτό είναι το νόημα της συμμαρτυρίας και της παράδοσης: η ευθυγράμμιση του βιώματος όλων μας από τη ζωή κοντά του. Ακόμα και όσοι τον μελέτησαν βρίσκουν το νόημα όσων διάβασαν στην άμεση σοφή καθοδήγησή του, στη σχέση και τη ζωή μαζί του. Κάπως έτσι δημιουργείται η «παράδοση», αυτή η συνέχεια που κρατάει άσβεστη την αόρατη φλόγα που άναψε με την πρώτη Παρουσία του Χριστού. «Η παράδοση δεν είναι η λατρεία της στάχτης, αλλά η διάδοση της φωτιάς», είχε πει ο Γκούσταφ Μάλερ. Όλοι σαν δάδες ανάβουμε και κάποια στιγμή σβήνουμε, αλλά η φλόγα μένει και παραδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, από γενιά σε γενιά, μέχρις εσχάτων. Ήταν ο άνθρωπος που μας έδειξε το Πρόσωπο, όχι ως έννοια αλλά ως υπόσταση, ναι, με την τραγικότητά του μέσα στην πτωτική ιστορία, αλλά και με την βαθιά, την καυτή προσδοκία της εσχατολογικής του πραγμάτωσης. Και πίσω από όλη αυτή την προσωπική εμπειρία, μας έδειξε το πρόσωπο του Χριστού, την άμπελο την αληθινή απ’ όπου πηγάζουν και όπου θα καταλήξουν όλες οι προσωπικές σχέσεις.

Όσοι δεν Τον εγνώρισαν μπορεί κάτι να ψυχανεμισθούν από τις διηγήσεις των μαρτύρων, ανάλογα με την ευαισθησία και την υπαρξιακή δίψα τους, μπορεί κάποιος σπόρος να σπαρεί και να καρποφορήσει εν Χριστώ και στις δικές τους υπάρξεις και στις προσωπικές τους σχέσεις.

Αιωνία σου η μνήμη μεγάλε μας, Μοναδικέ Δάσκαλε, Πατέρα, Φίλε Αγαπημένε, αείμνηστε Άγγελε της εν Περγάμω εκκλησίας του Θεού.

Ήσουν το υπέρτατο δώρο του Θεού στη ζωή μας. Και θα είσαι για πάντα.

Αναπαύου εν ειρήνη εν σκηναίς δικαίων, εν αγκάλαις Αυτού Όν ηγάπησεν η ψυχή σου.

Καλήν αντάμωση.

 Πηγή: Φρέαρ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οι μεγάλοι θεολόγοι ζουν τον θεολογικό λόγο στην ζωή τους. Σπουδαίες αναφορές σε πτυχές της ζωής ενός συγχρόνου μεγάλου θεολόγου διεθνούς αναγνώρισης που μας έμαθε πολλά ως δάσκαλος.

Bookman είπε...

Εξαιρετικό κείμενο. Πολύ κρίμα πάντως που φονταμενταλιστικοί κύκλοι, κατ' όνομα χριστιανοί μόνο, ακόμα και σήμερα μιλάνε απαξιωτικά για τον Ιωάννη Ζηζιούλα.