Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Στην εκκλησία…«μυρίζει μπαρούτι ξανά» - Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

Στην εκκλησία…«μυρίζει μπαρούτι ξανά»

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας

 Συνέντευξη στην Μαριάνθη Πελεβάνη


Ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι αν. καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, και διευθυντής του θεολογικού περιοδικού Σύναξη. Ανήκει στη μειοψηφία εκείνη των ανθρώπων της εκκλησίας και της θεολογίας που υψώνουν τη φωνή τους και αναμετρώνται με τον εκκλησιαστικό σκοταδισμό και συντηρητισμό. «Η θεολογία, για να είναι χριστιανική, οφείλει να είναι απελευθερωτική, από τη φύση της» υποστηρίζει και δίνει τη μάχη του κόντρα στον χριστιανικό φονταμενταλισμό. Με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε ο π. Αλέξανδρος Καριώτογλου με τα κορίτσια που ντύθηκαν «παπαδάκια», συζητάμε για το τι δεν πάει καλά στην εκκλησία…

Κύριε Παπαθανασίου ισχύει ότι ο συγκεκριμένος ιερέας, ο οποίος παρεμπιπτόντως λειτουργούσε κι εργαζόταν για την εκκλησία αμισθί, όντας συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τέθηκε σε αργία;

Αυτό έχουμε πληροφορηθεί. Το λέω έτσι, διότι, απ’ όσο γνωρίζω, η αργία του ανακοινώθηκε προφορικά, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να ονομαστεί αργία ή... χορήγηση άδειας! Ένα από τα ερωτηματικά εδώ είναι, ποιο είναι το κατηγορητήριο. Η πράξη άλλωστε για την οποία εξεμάνησαν αυτοί που δημιούργησαν το θέμα, είναι κάτι το οποίο γίνεται επί καιρούς πολλούς σε άπειρες Ορθόδοξες εκκλησίες: απλώς υπηρεσία κατά τη θεία Λειτουργία.

Ό,τι ακριβώς τα αγόρια παπαδάκια. Ούτε καν την ανάδειξη διακονισσών. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι υπόβαθρο όλων αυτών είναι ο βαθύς μισογυνισμός και οι θεολογικές στρεβλώσεις, με τις οποίες έχουμε πολύν δρόμο μπροστά μας. Αλλά καθαυτήν η επίδικη πράξη (αυτό δηλαδή που επισύρει έπαινο ή ποινή) αφορά απλώς την πεπατημένη για τα παπαδάκια. Το συνολικό σκηνικό είναι τέτοιο, ώστε θα μπορούσες ίσως να πιθανολογήσεις ότι κάποιοι επιθυμούν (και μεθοδεύουν;) το ξήλωμα της συγκεκριμένης κοινότητας (ή και παρόμοιων κοινοτήτων), με διάφορα πνευματικά και υλικά συμφραζόμενα. Αν μια τέτοια πιθανολόγηση είναι απλώς φαντασίωση (όπως και εύχομαι) ή έχει βάση, θα το δείξει η πορεία των πραγμάτων. 

«Μυρίζει μπαρούτι ξανά για τη θέση των γυναικών στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας», γράφετε σε ανάρτησή σας στο facebook (5-6-2023), και παράλληλα, θυμίζετε την φωτογραφία της μοναχής Μαγδαληνής Μουστάκα, την οποία ο άγιος Νεκτάριος χειροθέτησε διακόνισσα περί το 1914. Ποια είναι η εκκλησιαστική παράδοση για τις διακόνισσες; Υπάρχουν κανόνες που περιορίζουν τη συμμετοχή της γυναίκας στη λατρεία της εκκλησίας;

Όταν μιλάμε για διακόνισσες (και για τον θεσμό των διακονισσών) δεν εννοούμε γυναίκες οι οποίες διακονούν με την ευρεία έννοια (δηλαδή υπηρετούν) κάποιον τομέα της εκκλησιαστικής ζωής, όπως η κατήχηση, τα φιλόπτωχα ταμεία κλπ. Εννοούμε ειδικά γυναίκες στις οποίες ανατίθενται καθήκοντα και αρμοδιότητες με χειροτονία, γυναίκες δηλαδή οι οποίες βρίσκονται σε κάποια βαθμίδα ιεροσύνης. Οι διακόνισσες λοιπόν έχουν πολύ μακρά ιστορία (συναντάμε διακόνισσες ήδη στην πρώτη εκκλησία και σε κείμενα της Καινής Διαθήκης), ο θεσμός τους διαμορφώθηκε μέσα στην εκκλησιαστική διαδρομή και κράτησε επί αιώνες, μέχρι την σταδιακή αποδυνάμωσή του στα τέλη, περίπου, της βυζαντινής περιόδου. Πλέον έχουμε στη διάθεσή μας πλούσιο υλικό για την υπόθεση αυτή, και στον θεολογικό χώρο το θέμα είναι ξεκάθαρο.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1949 και το 1954 ο καθηγητής Ευάγγελος Θεοδώρου  κατέδειξε, με πρωτοποριακή έρευνα, ότι οι διακόνισσες χειροτονούνταν. Δεν χειροθετούνταν απλώς. Η χειροτονία αφορά την μυστηριακή ιεροσύνη, ενώ χειροθεσία αναθέτει άλλα διακονήματα, όπως του ψάλτη. Για να γίνει αισθητό αυτό, σημειώνω ότι οι χειροτονίες τελούνται μέσα στη θεία λειτουργία και εντός του ιερού. Οι χειροθεσίες, αντιθέτως, τελούνται πριν ή έξω από τη λειτουργία, και έξω από το ιερό. Στα τελευταία χρόνια λοιπόν έχει βαθύνει η συζήτηση και έχει δυναμώσει το αίτημα για επανενεργοποίηση του θεσμού. Ενδεικτικά και πάλι αναφέρω την πρόσφατη έκδοση του συλλογικού τόμου «Χριστιανές γυναίκες στην αγία τράπεζα: Μελέτες για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών» (εκδ. Αρμός 2022), καθώς και τις αποφάσεις που έχει λάβει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για την ανασύσταση του θεσμού, ειδικά στο πεδίο της ιεραποστολής. Εισηγήσεις για το ζήτημα, αλλά και ευρύτερα για την γυναικεία παρουσία στην Εκκλησία, δημοσιεύουμε αδιάκοπα και στο περιοδικό «Σύναξη».

Τώρα, όσον αφορά το τελευταίο ερώτημά σας, αν ευρύτερα εμποδίζεται η συμμετοχή των γυναικών στην λατρεία, η απάντησή μου είναι «ναι». Δεν εννοώ ότι εμποδίζεται η προσέλευσή τους  στη θεία λειτουργία και στα μυστήρια (η προσέλευση αυτή είναι υψηλή), αλλά ότι υπάρχουν καθιερωμένες αθλιότητες, οι οποίες κολοβώνουν την γυναικεία ακεραιότητα και την πληρότητα της συμμετοχής της.

Μιλώ για αθλιότητες, διότι πρόκειται για συνήθειες και  για πολιτισμικές αγκυλώσεις εντελώς αντιφατικές προς το χριστιανικό πνεύμα, οι οποίες όμως έχουν γίνει μακρόχρονο καθεστώς, βάσει μιας νοοτροπίας η οποία αναγορεύει σε αλήθεια (στην πραγματικότητα: σε είδωλο) την κρατούσα κατάσταση. Τέτοια αθλιότητα είναι η πεποίθηση ότι η γυναίκα εμποδίζεται να συμμετέχει στα μυστήρια (σύμφωνα με μερικούς, ακόμα και να ασπαστεί εικόνες!) όταν βρίσκεται σε έμμηνο ρύση! Η διαστροφή εδώ είναι ότι μια ριζική αντιστροφή των χριστιανικών κριτηρίων θεωρεί πνευματικό μολυσμό μια βιολογική λειτουργία, η οποία μόνο ως θαύμα και ως ευλογία μπορεί κανονικά να θεωρείται!

«Μυρίζει μπαρούτι…», για ποιο λόγο; Υπάρχει κάποιος θεολογικός «εμφύλιος» στους εκκλησιαστικούς κύκλους, «αόρατος» στον πολύ κόσμο;

«Μυρίζει μπαρούτι ξανά». Το θέμα είναι ανοιχτό, η συζήτηση και η αντιπαράθεση δεν έχουν σταματήσει, και κάθε τόσο κάποια αφορμή κάνει ηχηρότερες τις φωνές. Οι αντιδράσεις συχνά εκδηλώνονται με ακραία επιθετικότητα, προσωπικές επιθέσεις, ανερμάτιστη συνθηματολογία που καλεί σε σταυροφορία υπέρ της παραδεδομένης τάξης η οποία απειλείται. Παράλληλα υπάρχουν ποικίλες προσεγγίσεις, ιδίως όταν, πέρα από το απαραίτητο θεωρητικό ξεκαθάρισμα, φτάνει κανείς στο πρακτέο μέσα στη σημερινή συγκυρία. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την νουνεχή αντιπαράθεση, δίχως άλλης λογής σκοπιμότητες, δίχως φοβίες και δίχως ναρκισσισμούς.

Η εκκλησιαστική ηγεσία, η Ιεραρχία γιατί δεν παίρνει θέση;

Και σε αυτό το ζήτημα υπάρχει και άρνηση και αντιφάσεις. Και τα δύο.

Η άρνηση αφορά την ολέθρια κατά τη γνώμη μου πεποίθηση ότι κάθε τι καθιερωμένο είναι «θεοπαράδοτο». Η πεποίθηση αυτή εμφανίζεται (και μάλιστα με θράσος) ως άκρα πιστότητα στην Εκκλησία, στην πραγματικότητα όμως την υπονομεύει, απλούστατα διότι αρνείται να υποβάλει κάθε συνήθεια στην βάσανο των κριτηρίων της χριστιανικής πίστης!

Το οδυνηρό είναι ότι αυτή η πεποίθηση άλλοτε υπάρχει πραγματικά, και άλλοτε προβάλλεται υποκριτικά και προσχηματικά, για να καλύψει κάτω από το πέπλο της τάχα παραδοσιακότητας πλήθος ενεργειών απόλυτα... υπερμοντέρνων, όπως η χρήση της θρησκευτικότητας, της προσκύνησης εικόνων, της φαντασμαγορίας κλπ για την διόγκωση των χρηματικών εισπράξεων. Στην ατμόσφαιρα αυτή λοιπόν συζητήσεις ad hoc για τα πολλά εκκρεμή εκκλησιολογικά ζητήματα αποφεύγονται στην Ιεραρχία.

Από την άλλη, οι αντιφάσεις έχουν να κάνουν με το εξής: Κάποιοι, λιγοστοί ιεράρχες αντιλαμβάνονται την κατάσταση, ενστερνίζονται τα διαυγή προτάγματα, και επιχειρούν κάποια βήματα.

Συνήθως όμως τα επιχειρούν άτυπα (πχ δίνουν στους ιερείς τους προφορικές οδηγίες πώς να χειρίζονται απαράδεκτες καθιερωμένες ευχές οι οποίες βλέπουν την γυναίκα ως ακάθαρτη και την σεξουαλικότητα ως αμαρτία) κι έτσι αυτά τα βήματα, παρόλο που είναι σημαντικά, δεν καθιερώνονται θεσμικά, ούτε αποτυπώνονται σε συζητήσεις και αποφάσεις της Συνόδου (σημειωτέον ότι υπάρχουν πλήθος ζητημάτων τα οποία, βάσει των αυθεντικών εκκλησιαστικών κριτηρίων, μπορούν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο μητρόπολης, χωρίς να χρειάζεται απόφαση της Συνόδου ή... οικουμενικής συνόδου, όπως φωνασκούν κάποιοι).

Στην εκκλησιαστική μας συγκυρία υπάρχει από τη μια η επισκοπική μοναρχία (μολονότι η εκκλησιολογία αξιώνει ιδιάζοντα ρόλο και για τους πρεσβύτερους και για τους λαϊκούς, από τη δική τους σκοπιά και με το δικό τους διακόνημα) και από την άλλη η πνευματική τρομοκρατία που επιχειρούν να ασκήσουν φονταμενταλιστικοί και σκοταδιστικοί κύκλοι εναντίον επισκόπων οι οποίοι τολμούν τομές. Πίσω από όλα, κοντολογίς, υπάρχει το μείζον ζήτημα, πώς δομείται η Εκκλησία, πώς λειτουργούν οι εκκλησιαστικές κοινότητες (ενορίες), αν λειτουργούν θεαματικά ή συμμετοχικά, αν συγκροτούνται με πνεύμα αφιέρωσης και ελευθερίας ή, αντίθετα, με πνεύμα στρατωνισμού γύρω από κάποιον γκουρού ή με πνεύμα φανς γύρω από έναν σταρ.

Το πρόβλημα όσων αντιδρούν στην αναβάθμιση της γυναικείας συμμετοχής είναι η ίδια η γυναίκα και η σκοταδιστική, πατριαρχική αντίληψη που έχουν γι’ αυτήν; Έχει σχέση αυτή η αντίληψη με το λόγο των Πατέρων και το χριστιανικό πνεύμα;

Η θρησκευτική καχυποψία απέναντι στη γυναίκα είναι πολύ βαθιά. Τα ριζώματά της βρίσκονται στην δαιμονοποίηση καθαυτής της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, και εκβάλλει ιδιαίτερα σε βάρος της γυναίκας. Το σκηνικό είναι εξαιρετικά θολό, διότι σε ρηματικό επίπεδο οι κορώνες υπέρ της γυναίκας είναι άφθονες πανταχόθεν. Τι έχουμε όμως στην πραγματικότητα, εκ μέρους των φονταμενταλιστών; Απόρριψη μετ’ επαίνων! Δοξολογική απόρριψη! Τονίζουν, για παράδειγμα, ότι ο Χριστός αναβάθμισε την γυναίκα (η συζήτησή του με την «αιρετική» και «ανήθικη» Σαμαρείτιδα ήταν πραγματικά ριζοσπαστική) και ότι στο πρόσωπο της Παναγίας ανυψώθηκε η γυναίκα, όμως τους διθυράμβους αυτούς τους χρησιμοποιούν όχι για να ελευθερώσουν μια όμορφη απελευθερωτική δυναμική, αλλά για το αντίθετο! Για να πουν στις γυναίκες «έχετε ήδη αναβαθμιστεί. Τι άλλο γυρεύετε; Καθίστε εκεί όπου είστε!».

Για το βαθύ κράτος της πατριαρχίας επιτρέψτε μου μια μόνο αναφορά, από τις εκατοντάδες που μπορούν να γίνουν: Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Υποτέλεια, Ιεραποστολή και Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Άπω Ανατολή» (εκδ. Red n’ Noir, 2023) έχω παρουσιάσει την φωτεινή και οδυνηρή περίπτωση μιας ελληνίδας η οποία χειροθετήθηκε το 1978 διακόνισσα στην ιεραποστολική Ορθόδοξη εκκλησία της Κορέας. Ο επίσκοπος που την χειροθέτησε γνώριζε ότι στην παράδοση της Εκκλησίας διακόνισσες γίνονται με χειροτονία, αλλά προφανώς δεν προχώρησε τόσο πολύ, διότι γνώριζε ότι το καρκίνωμα της αποστεωμένης παραδοσιαρχίας λυμαίνεται τον εκκλησιαστικό χώρο. Και πράγματι, τα επόμενα επτά έτη μετά την χειροθεσία το όνομα της διακόνισσας εμφανιζόταν κανονικά στην αναγραφή των στελεχών της εν λόγω εκκλησίας, στη συνέχεια όμως η ελλαδική αγκύλωση το εξαφάνισε τελεσίδικα! Άλλα 13 χρόνια η διακόνισσα παρέμεινε διακόνισσα της τοπικής εκκλησίας με θυσιαστικό και αδαμάντινο ήθος, αλλά αυτή η ιδιότυπη και τιμωρητική... damnatio memoriae την ακολούθησε ως το τέλος!

Στην μακραίωνη εκκλησιαστική γραμματεία τόσων αιώνων συναντά κανείς κάθε λογής προσεγγίσεις, από τις πιο ερωτικές μέχρι τις πιο μισογυνικές. Η ερμηνεία λοιπόν έχει καίριο ρόλο, ώστε να καταδείξει τους βασικούς άξονες της χριστιανικής οπτικής. Θα εκπλαγούμε αν δούμε το θάρρος και το ρηξικέλευθο ιδίως των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, σήμερα ευτυχούμε να έχουμε πλέον σπουδαία κείμενα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Με απλά λόγια: η χριστιανική ανθρωπολογία δεν είναι συμβατή με την δυσανεξία προς τη γυναίκα. Αυτό το στοίχημα το ζήσαμε μάλιστα και πρόσφατα στο περιοδικό «Σύναξη», του οποίου το πρόσφατο τεύχος είναι αφιερωμένο σε μια θεολογική προσέγγιση της Γυναικοκτονίας (με επίγνωση της έντασης που δημιουργεί η αποδοχή του όρου).

Εδώ χρειάζεται όμως και βάθεμα του προβληματισμού. Το γυναικείο ζήτημα δεν αφορά την απόδοση κάποιων δικαιωμάτων με έναν αυτόνομο τρόπο. Το θέμα δηλαδή δεν είναι μόνο του και αυτόνομο, το αν θα ξαναϋπάρξουν διακόνισσες στις ενορίες. Το βασικό θέμα (σε συνάρτηση με το οποίο υπάρχει και το γυναικείο) είναι μην έχουμε αναπαραγωγή εξουσιαστικών πυραμιδωτών δομών, με ελίτ και περιθώριο.

Ο τρόπος δηλαδή συγκρότησης και λειτουργίας της Εκκλησίας, σχέσης λαϊκών και κληρικών, σχέσεις των βαθμών ιεροσύνης μεταξύ τους, και θεολογίας ανοιχτής στους ορίζοντες που έχει ανοίξει αυτός τον οποίον οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν ως Κύριό τους. Επιμένω σε αυτό, διότι μια σύγχρονη και εκσυγχρονιστική λογική (π.χ. μια λογική νεοφιλελεύθερου στυλ) δεν έχει καμιά δυσκολία να πλειοδοτήσει υπέρ του δικαιωματισμού και κατά της πατριαρχίας. Όμως στην πραγματικότητα, στην ουσιαστική εσωτερική λογική της, δεν είναι κοινωνικά απελευθερωτική. Αποστασιοποιείται, για παράδειγμα, από την αγροτικού τύπου παρελθούσα θρησκευτικότητα, αλλά συνθέτει νέες μορφές εξουσιαστικότητας, νέες υποτέλειες, ακόμη και νέες εθελοδουλείες.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια «έξαρση» φονταμενταλιστών, παραθρησκευτικών οργανώσεων, μια έντονη ανάμιξη μοναστηριών του Αγίου Όρους στα πολιτικά πράγματα, μέχρι και «ιερές μπίζνες»… Από τους παπάδες στις διαδηλώσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών έως την καθοδήγηση από Μοναχούς του Αγίου Όρους των ψηφοφόρων προς εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα. Μήπως κάτι δεν πάει καλά στην Εκκλησία; Ποια είναι τελικά η θέση της θεολογίας;

Το κρίσιμο σημείο είναι να κοπιάσει κανείς για να ξεκαθαρίσει ποια κριτήρια και ποιες προτεραιότητες γεννά το ευαγγέλιο. Όχι δηλαδή να κινηθεί, μέσα σε ένα κλίμα επιφανειακών εντυπώσεων, προς θέσεις που εργαλειοποιούν την πίστη κολακεύοντας είτε ένα συντηρητικό ακροατήριο είτε προοδευτικούς συνομιλητές. Η αναμέτρηση με τις αξιώσεις την ίδιας της χριστιανικής ταυτότητας είναι απείρως ουσιαστικότερη, σημαντικότερη και τελικά δυσκολότερη δουλειά από την όποια κολακεία.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν όχι απλώς με διαφορά κάποιων απόψεων που συμμερίζονται όμως κάποια κοινά βασικά κριτήρια, αλλά έχουμε να κάνουμε με βάναυσα αναποδογυρίσματα της πίστης, με βάναυσες στρεβλώσεις της. Η παραχώρηση προτεραιότητας στην αυτοχθονία, η δίψα για θεοκρατία (πράγματα που μοιάζουν παλαιικά), η δίψα για οικονομικές συναλλαγές με τον πιο προχωρημένο τρόπο (πράγμα που μοιάζει εκσυγχρονιστικό), η χειραγώγηση συνειδήσεων, η συστηματική παραγωγή μαγικής νοοτροπίας (η οποία αποτελεί τον απόλυτο αντίποδα της χριστιανικής οπτικής), η καθυπόταξη της οικουμενικότητας στον εθνικισμό, η συμφεροντολογική προσχώρηση σε γεωπολιτικά παιχνίδια, όλα είναι αναίρεση της εκκλησιαστικής ουσίας.

Αν εγκύψει κανείς στην εμπειρία της Εκκλησίας, θα δει συχνά ποιμένες να τάσσονται στο πλευρό του ποιμνίου τους που κακουχείται (όπως στο Κιλελέρ ή στην εθνική αντίσταση), και μαζί θα δει και κάτι πολύτιμο: Με πόσον βασανισμό γινόταν αυτό, ώστε η εκκλησιαστική ταυτότητα να μην γίνει υποπροϊόν εθνικό, κρατικό ή ιδεολογικό. Όποτε λείπει αυτός ο βασανισμός και εξατμίζεται η προτεραιότητα του ευαγγελίου, τότε ο Χριστός θα υποκαθίσταται από ιερά είδωλα – εν μέσω βέβαια στεντόριων ομολογιών πίστης και λυσσαλέας προσπάθειας άσκησης μπούλινγκ σε όσους δεν ανέχονται (χρησιμοποιώ φράση του αγίου Νεκταρίου κατά των φανατικών) να φορούν τις αλυσίδες τους.

Πως εξηγείτε αυτόν τον ακραίο συντηρητισμό μεγάλου μέρους των ανθρώπων της εκκλησίας, ενώ την ίδια ώρα είναι λίγοι και αθόρυβοι όσοι τολμούν να θίξουν την κοινωνική δυστυχία που παράγει το σύστημα; Γιατί η Εκκλησία έχει λόγο για τη Μακεδονία και όχι για τους πρόσφυγες που πνίγονται στο Αιγαίο;

Ξέρετε, αυτή η εικόνα χρειάζεται ακριβέστερη εξέταση. Διάφορα θεσμικά κέντρα και πολλοί θρησκευόμενοι όντως έχουν την στάση που λέτε. Όμως το όλο σκηνικό είναι πραγματικά σύνθετο. Είναι πολλοί οι πιστοί, λαϊκοί και ιερείς οι οποίοι βρίσκονται σε διαφωνία, ακόμα και ρήξη, με τη στάση αυτή. Ειδικά στον θεολογικό χώρο υπάρχει, εδώ και δεκαετίες, απίστευτα σημαντική παραγωγή πάνω σε όλες τις πληγές που προανέφερα.

Με ερευνητικό κόπο, με τόλμη, με παρρησία. Αυτό πρέπει να το δει και η κοινωνία. Χαρακτηριστικό του αποπροσανατολισμού που υπάρχει είναι (ανάμεσα σε άλλα) ότι στην προεκλογική περίοδο των εκλογών της 21ης Μαΐου ανέκυψε αίφνης το ζήτημα των σχολικών εγχειριδίων του μαθήματος των Θρησκευτικών. Θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι δημοσιογράφοι που αναφέρθηκαν τότε στο ζήτημα αυτό, φανέρωσαν απλώς την αβυσσαλέα ασχετοσύνη τους.

Το θρησκευτικό φαινόμενο είναι παρόν στη δημόσια σφαίρα, και δρα καταλυτικά, είτε αρνητικά είτε θετικά, πάντως καταλυτικά. Θα μπορούσε να το πάρει κανείς είδηση αν παρακολουθούσε τρέχουσες διεθνείς συζητήσεις, κι ας μην διάβαζε ποτέ του τη Σχολή της Φρανκφούρτης για το θέμα! Πόσο μάλλον αν καταλάβαινε ότι αυτό που έχει συμβεί στα Θρησκευτικά από το 2000 μέχρι σήμερα, είναι μια τρομακτική σύγκρουση που αφορά καθαυτή την φύση της παιδείας και την φυσιογνωμία των μαθημάτων που οφείλονται να διδάσκονται. Αυτή τη στιγμή οι σκοταδιστικοί θρησκευτικοί χώροι έχουν πετύχει την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και ορίζει το μάθημα των Θρησκευτικών ουσιαστικά ως κατηχητικό – άρα ως επιλεγόμενο. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει σε διάφορα επί μέρους ζητήματα. Αλλά πότε θα δούμε το μείζον, τι λογής παιδεία θέλουμε; 

Όσο για την αποσιώπηση της κριτικής προς το συστημικό κακό και την παραγωγή κοινωνικής αδικίας, τι να πω; Βάναυση αποσιώπηση της ριζοσπαστικότητας του Ευαγγελίου και των Πατέρων. Η διαστροφή εδώ βρίσκεται σε χίλια δυο κόλπα μεταφυσικής νομιμοποίησης του Μαμωνά (παρόλο που η αντίθεση του Χριστού προς αυτόν υπήρξε απερίφραστη) και δαιμονιώδους αντιδιαστολής του «πνευματικού» από το «κοινωνικό». Το «κοινωνικό» είναι «πνευματικό»! Όχι απλώς δεν είναι απεμπόληση της πίστης, αλλά, εντελώς αντίθετα, είναι βίωση και επαλήθευσή της.

Αριστερά και θρησκευτική Πίστη… είναι δύο έννοιες…;

Η χριστιανική συνείδηση έχει παραμέτρους αριστερές, υπό την έννοια ότι προτάγματά της είναι η έμπρακτη αγάπη που οδηγεί σε εξισωτισμό, η άρνηση ιερότητας της ιδιοκτησίας, το αγκάλιασμα του ξένου, η έμφαση στο κοινό και η αρνητικότητα προς τον εγωισμό, ο οποίος θεωρείται από πολλούς σήμερα ατμομηχανή της επιτυχίας και της ανάπτυξης. Και άλλα πολλά... Ταυτόχρονα ωστόσο υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο πώς οι πολιτικοί χώροι της Αριστεράς νοούν την θρησκευτική πίστη. Δεν εννοώ αν πιστεύουν ή όχι. Εννοώ ότι κατά πλειονότητα κυριαρχούνται από ένα παλαιοημερολογήτικο πνεύμα, το οποίο δεν παίρνει καν χαμπάρι την κοινωνική δυναμική της πίστης (την επισήμανση, ας πούμε, του Ερνστ Μπλοχ ότι η πίστη δηλώνει πως «κάτι λείπει», πως ετούτος εδώ ο κόσμος κι ετούτη εδώ η κοινωνία δεν μπορεί να είναι το τέρμα της ιστορίας).

Η θεολογία γενικά, και θεολογικά κινήματα ειδικότερα, όπως η Θεολογία της Απελευθέρωσης, παράγουν συγκλονιστικές θέσεις, και είναι τουλάχιστον κρίμα και ανευθυνότητα να μένουν οι αριστεροί άνθρωποι σε έναν θρησκευτικό νηπιασμό και σε μια γκροτέσκα αγραμματοσύνη. Ο θρησκευτικού τύπου και μικρόνοιας φονταμενταλισμός είναι (όσο κι αν ακούγεται ίσως παράδοξο) διαδεδομένο διαβρωτικό φαινόμενο και σε ένθεους και άθεους.

Έχετε γράψει για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης… Πείτε μας περιεκτικά όσο μπορείτε λίγα λόγια για το κίνημα αυτό…

Γεννημένο στη δεκαετία του 1970 από Λατινοαμερικάνους Καθολικούς, το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης όρισε ως βασική αποστολή της Εκκλησίας την πάλη κατά της κοινωνικής αδικίας σε κάθε της μορφή. Το κίνημα αυτό έχει προσφέρει πολλά, κι έχει γνωρίσει τάσεις και διαφοροποιήσεις. Βασική θέση του είναι η σύγκρουση με το συστημικό κακό, και βασική διαφοροποίηση η αποδοχή ή όχι της επαναστατικής βίας. Για ένα χριστιανικό κίνημα, η έγνοια για ολίσθηση στον ολοκληρωτισμό και σε καθεστωτική νοοτροπία (σε μια ενδοϊστορική εσχατολογία) οφείλει να είναι ανύστακτη.

Στο διάβα του χρόνου, όπως και άλλες ριζοσπαστικές κινήσεις, έτσι και η Θεολογία της Απελευθέρωσης δέχτηκε φοβερές επιθέσεις από εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα, και ανέδειξε και μάρτυρες. Αυτό που θέλω να επισημάνω οπωσδήποτε, είναι το εξής: Η θεολογία, για να είναι χριστιανική, οφείλει να είναι απελευθερωτική – από τη φύση της. Δεν είναι δηλαδή υπόθεση απλώς ενός από τα πολλά θεολογικά ρεύματα, αλλά υπόθεση της χριστιανικής ταυτότητας καθαυτήν, της ίδιας της χριστιανικής διδασκαλίας στο σύνολό της, με όλο της το μεταφυσικό φορτίο.

Πηγή: tvxs. gr

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...


«Όταν μιλάμε για διακόνισσες (και για τον θεσμό των διακονισσών) δεν εννοούμε γυναίκες οι οποίες διακονούν με την ευρεία έννοια (δηλαδή υπηρετούν) κάποιον τομέα της εκκλησιαστικής ζωής, όπως η κατήχηση, τα φιλόπτωχα ταμεία κλπ. Εννοούμε ειδικά γυναίκες στις οποίες ανατίθενται καθήκοντα και αρμοδιότητες με χειροτονία, γυναίκες δηλαδή οι οποίες βρίσκονται σε κάποια βαθμίδα ιεροσύνης.»

Ἀπό τήν διεύθυνση:
https://www.ecclesia.gr/greek/holySynod/print_it.asp?id=552&what_sub=d_typou
μεταφέρω ἐνδεικτικά τά κατωτέρω, ἀπό τήν εἰσήγηση στή συνεδρία τῆς Ι.Συνόδου τῆς Ιεραρχίας Οκτωβρίου 2004, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου μέ θέμα : «Ὁ ρόλος τῶν γυναικῶν εἰς τόν ὅλον Ὀργανισμόν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναβίωσις τοῦ θεσμοῦ τῶν Διακονισσῶν»:
«...........
Ἐκ τούτων σαφῶς συνάγεται ὅτι ὁ κάθε πιστός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, ἔχει τήν θέσιν του καί τήν λειτουργίαν του ἐντός τοῦ σώματος καί πρέπει, ὡς ἠλεημένος παρά Κυρίου, ἐν εὐγνωμοσύνῃ νά ἀποδέχεται αὐτήν καί νά ἀγρυπνῇ, ὥστε νά παραμένη, ἐν ἀγάπῃ καί ὑπακοῇ, συνδεδεμένος μέ τήν θείαν κεφαλήν, ἀλλά νά ἀλληλοπεριχωρεῖται καί μέ τούς ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι, διά «τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας»[7] ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἰδίου μυστικοῦ σώματος. Εἶναι μέρος τό ὁποῖον ἀνήκει εἰς τό ὅλον καί συντελεῖ εἰς τό ὅλον.
................
Ἐάν, ἀντιθέτως, τις κατέχεται ὑπό πικροῦ ζήλου καί φθόνου καί ἐριθείας, ἀρνεῖται νά λειτουργήση ὡς μέλος τοῦ σώματος, ἐπιβουλεύεται ἤ ὑποτιμᾶ τά ἄλλα μέλη, τότε θέτει τόν ἑαυτόν του εἰς τόν μέγα κίνδυνον τῆς κατ’ ἐξοχήν ἁμαρτίας, ἤτοι τοῦ χωρισμοῦ ἐκ τοῦ σώματος καί τῆς ἀφανείας, τήν ὁποίαν προσπορίζει ἡ βλασφημία κατά τοῦ τά πάντα χορηγοῦντος καί εἰς ἑνότητα τούς πάντας καλοῦντος ἁγίου Πνεύματος. Διότι «πάντα ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται».[8]
...............
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καθοδηγουμένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει συνείδησιν τῆς ἱερότητος καί τῆς πληρότητος τοῦ προσώπου τῆς γυναικός καί τῆς ἀποδίδει ἰσότιμον ἀξίαν καί θέσιν μέ τόν ἄνδρα. Εἰς τάς πρώτας σελίδας τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδασκόμεθα τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνδρός δηλαδή καί τῆς γυναικός.
«Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θήλυ ἐποίησεν αὐτούς»[22].
Ἡ ὀρθόδοξος παράδοσις δέχεται ὅτι ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή ταυτίζονται καί διαφοροποιοῦνται.
Ταυτίζονται, διότι ἀμφότεροι ἐδημιουργήθησαν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ[23] καί διαφοροποιοῦνται ὡς πρός τά ἐπί μέρους τῆς φύσεως ἑκατέρου ἰδιώματα, τά ὁποῖα οὔτε ἐναλλάσσονται οὔτε ἀνταλλάσσονται.
Ἀνήκουν ὡστόσο εἰς τήν αὐτήν ἀνθρωπίνην κοινότητα.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὀρθῶς διδάσκει τήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων, ἀφοῦ ὑπάρχει μία φύσις - ἡ ἀνθρωπίνη καί αἱ ὑφιστάμεναι διαφοραί τῶν φύλων δέν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρά ἀμοιβαίαν συνάρτησιν, ἐξάρτησιν καί ἀλληλοσυμπληρουμένας λειτουργίας.
................
Τά κριτήρια συνεπῶς ἀξιοποιήσεως τῆς γυναικός εἰς τόν ὀργανισμόν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως θά ἔπρεπε, καθαρῶς πνευματικά καί ὄχι κοσμικά.
Βάσει τοιούτων κριτηρίων ἡ γυναίκα, ἀξιοποιηθεῖσα εἰς τό καθόλου Ἱεραποστολικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί ὠνομασθεῖσα «Ἰσαπόστολος», οὐδέποτε ἔλαβε τήν μυστηριακήν Ἱερωσύνην.
...................
Ἐνῶ ὁμιλοῦμε περί χειροτονίας τῶν διακονισσῶν πρέπει ὁπωσδήποτε καί ἐξ’ ἀρχῆς νά τονισθῇ τό γνωστόν εἰς ἡμᾶς, ὅτι οὐδέποτε εἰς τήν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπεκράτησεν ἡ ἀντίληψις διαφόρων κύκλων αἱρετικῶν (Γνωστικῶν, Μοντανιστῶν, Μαρκιωνιτῶν κ.λ.π.) κατά τήν ὁποίαν αἱ γυναῖκες εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσουν ἱερουργικά, ἱερατικά καθήκοντα, ἀνάλογα μέ ἐκεῖνα τοῦ Πρεσβυτέρου ἤ καί τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτή εἶναι ἡ μόνιμος καί σταθερά Ἐκκλησιαστική Παράδοσις ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἕως τῆς σήμερον.»
Περισσότερα ἐκ τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου στήν ἀνωτέρω διεύθυνση.
Μέ ἐκτίμηση
Θεόδωρος Σ.

Ανώνυμος είπε...

Κύριε καθηγητά, με όλο το σεβασμό στο πρόσωπό σας, επιτρέψτε μου μερικές παρατηρήσεις στα όσα επισημαίνετε ανωτέρω. Άλλο «Ακαδημαϊκή Θεολογία» και άλλο «Ποιμαντική Θεολογία». Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για θρανία, μελέτη, στοχασμό κλπ, στην άλλη για άσκηση, προσευχή, χειραγώγηση παθών, οδύνη για τα πάθη του πλησίον μας.
Ερώτηση: Ο θεσμός των διακονισσών μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, ήταν τοπική και προσωρινή συνήθεια ή καθολική πρακτική των τοπικών εκκλησιών; Εάν είχε καθολική ισχύ, γιατί ατρόφησε στην πορεία και τελικά οι άγιοι Πατέρες μας την έθεσαν στο περιθώριο; Γιατί εμείς πρέπει να την επαναφέρουμε; Αυτό δεν σας προβληματίζει;
Πιστεύετε πράγματι ότι η προσφορά των γυναικών μέσα στο χώρο της Εκκλησίας μας, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα είναι ασήμαντη; Αν δηλ. κάποιες εξ αυτών τις χειροθετούσε ο κλήρος σε διακόνισσες, τι θα άλλαζε; Την ισοτιμία ανδρών και γυναικών, ελευθέρων ή δούλων, Ιουδαίων ή Ελλήνων ( Πρβλ. Γαλ.3:28), την φέρνουν οι «θεσμοί» και οι «κανόνες» ή το ορθό φρόνημα και η πίστη μας στον Χριστό;
Το άλλο. Λέτε: «ότι υπάρχουν καθιερωμένες αθλιότητες, οι οποίες κολοβώνουν την γυναικεία ακεραιότητα και την πληρότητα της συμμετοχής της» και ότι: «Τέτοια αθλιότητα είναι η πεποίθηση ότι η γυναίκα εμποδίζεται να συμμετέχει στα μυστήρια (σύμφωνα με μερικούς, ακόμα και να ασπαστεί εικόνες!) όταν βρίσκεται σε έμμηνο ρύση! Η διαστροφή εδώ είναι, ότι μια ριζική αντιστροφή των χριστιανικών κριτηρίων θεωρεί πνευματικό μολυσμό μια βιολογική λειτουργία, η οποία μόνο ως θαύμα και ως ευλογία μπορεί κανονικά να θεωρείται!»
Δηλαδή εσείς διαφωνείτε με την κοινή λογική, ότι, όσα αποβάλλει το σώμα μας ως περιττά (αίματα λοχείας, ούρα, περιττώματα, ιδρώτα κλπ.), είναι ακάθαρτα; Το λέω αυτό, γιατί όπως φαίνεται, το «ρύπο» του σώματος, για τον οποίο μιλάνε «οι ευχές εις λεχώ» τον θεωρείτε «διαστροφή»(!). Θα τολμούσατε εσείς αν είσαστε ακάθαρτος να ασπασθείτε κάποιο πρόσωπο που ιδιαιτέρως το σεβόσαστε και το τιμούσατε;
Ο δε πνευματικός μολυσμός, («ο καθαρισμός από πάσης αμαρτίας» και «σπίλον της ψυχής»), που αναφέρουν οι ευχές, γιατί σας σκανδαλίζουν; Σε αυτό τον μολυσμό είμαστε υποκείμενοι όλοι μας ανεξαιρέτως, έστω κι αν ζήσουμε μία ημέρα πάνω στη γη (πρβλ. Ιωβ 14:4-5). Που είδατε λοιπόν την «δαιμονοποίηση καθαυτής της ανθρώπινης σεξουαλικότητας» και την «γυναικοκτονία;»
Ένας απλός παπάς
π. Δ.

Ανώνυμος είπε...

« Γεννημένο στη δεκαετία του 1970 από Λατινοαμερικάνους Καθολικούς, το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης όρισε ως βασική αποστολή της Εκκλησίας την πάλη κατά της κοινωνικής αδικίας σε κάθε της μορφή.»

Σχχετικα μέ τό κίνημα τῆς Θεολογίας τῆς Ἀπελευθέρωσης ἀπό τήν κατωτέρω διεύθυνση:
https://www.impantokratoros.gr/FFFE71D2.el.aspx
καί ἀπό κείμενο τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς μεταφέρω ἀποσπασματικά:
«..............
Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης» γεννήθηκε μέσα στους κόλπους του παπισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Λατινική Αμερική. Εμφανίστηκε ως ένα ριζοσπαστικό θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα, το οποίο πρόβαλε την ανάγκη αναπροσανατολισμού του θεολογικού λόγου προς τα κρίσιμα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, (καταπίεση, κοινωνική αδικία, συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των πλουσίων κ.λ.π.), υπό το φως της Βίβλου. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα βιβλικά εκείνα χωρία, στα οποία στηλιτεύεται το κοινωνικό κακό και προβάλλεται η αγάπη προς τους φτωχούς, η δικαιοσύνη και η κοινωνική αλληλεγγύη, γι’ αυτό και βρήκε μεγάλη απήχηση στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις του φτωχού λαού.
.............
Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης» είναι ένα κίνημα εντελώς ξένο με την Ορθόδοξη πίστη μας και την δισχιλιόχρονη εκκλησιαστική μας πορεία. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο να φέρει νέους τρόπους οργανώσεως της κοινωνικής ζωής. Δεν ήρθε απλά ως ένας κοινωνικός επαναστάτης, για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις κοινωνικές του πληγές, να πατάξει την εκμετάλλευση των πλουσίων προς τους φτωχούς, την κοινωνική αδικία, την καταπίεση των ισχυρών απέναντι στους αδυνάτους, την συσσώρευση του υλικού πλούτου στα χέρια ολίγων κ.λ.π. Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να απελευθερώσει καθολικά τον άνθρωπο από την δουλεία των παθών και της αμαρτίας, από την δουλεία της φθοράς και του θανάτου:«Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας… Εάν ο Υιός υμάς ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω.8,34,36), λέγει ο Κύριος. «Εξ ύψους κατήλθες ο εύσπλαγχνος, ταφήν κατεδέξω τριήμερον, ίνα ημάς ελευθερώσης των παθών…», ψάλλει η Εκκλησία
.................
Χωρίς αυτή την πνευματική απελευθέρωση,κάθε άλλη προσπάθεια κοινωνικής απελευθερώσεως είναι ανώφελη, καταντά ματαιοπονία. Ενώ όταν υπάρχει αυτή, (η πνευματική), ως προϋπόθεση, τότε έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο και η άλλη, η κοινωνική.
....................
Η Εκκλησία δεν απολυτοποιεί τα κοινωνικά συστήματα και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, απλούστατα διότι γνωρίζει, ότι αυτά αδυνατούν από μόνα τους να προσεγγίσουν και να καταπολεμήσουν την αιτία του κακού. Η Εκκλησία δίδει προτεραιότητα στο πρόσωπο, στην ανάγκη οντολογικής μεταμορφώσεως του ανθρώπου, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοτική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων. Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στο κοινωνικό επίπεδο, χωρίς να προχωρεί στο οντολογικό, καταλήγει αναπόφευκτα στη διάψευση και στην απογοήτευση. Αυτό πάλι δεν σημαίνει, ότι η Εκκλησία αδιαφορεί για τους καταπιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς, για την κοινωνική αδικία, την τυραννία την εκμετάλλευση κ.λ.π. Ο Δομήτωρ της Εκκλησίας μας διασάλπισε ηχηρώς ότι «πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Λουκ.18,24). Οι άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους και στην ποιμαντική τους διακονία με πολλή δριμύτητα στηλιτεύουν και καυτηριάζουν την πλεονεξία, την απληστία και την φιλαργυρία των πλουσίων και κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ παράλληλα επιδίδονται σε έργα φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, χωρίς πάντως ποτέ να διανοηθούν να μεταβάλουν την Εκκλησία σε κοινωνικό θεσμό.
..................»
Μέ ἐκτίμηση
Θεόδωρος Σ.