Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ὁ δρόμος τῆς «πτωχείας»
«Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς » (Ματθ. ιθ΄21)
****
« Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα
καί δός πτωχοῖς »
Πήγαινε πούλησε ὅτι ἔχεις, δῶσε τίς εἰσπράξεις στούς φτωχούς, δηλαδή γίνε σύ ὁ ἴδιος φτωχός, ἄν θέλεις νά γίνεις πολίτης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια ἡ «πτωχεία», ὅπως εἶναι γνωστή στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ φτώχεια, εἶναι μιά ἀπό τίς τρεῖς βασικές ἀρετές τοῦ μοναχισμοῦ.
Ἡ Ὀρθοδοξία μας
μιλώντας γιά φτώχεια ἐννοεῖ ὅτι τά μέλη της δέν θά πρέπει νά εἶναι ἐξαρτημένα,
οὔτε προσκολλημένα στά ὑλικά ἀγαθά. Ἡ Ὀρθοδοξία κάμνοντας λόγο γιά φτώχεια, ἐννοεῖ
τό δρόμο τῆς θεληματικῆς στέρησης καί τῆς ἄσκησης, πού μᾶς ὁδηγεῖ στή συναίσθηση τῆς μικρότητάς
μας μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Μιλώντας γιά «πτωχεία» ἐννοεῖ τό νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος τή δύναμη νά ἀφήσει τίς ἐλπίδες
του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στή λαμπρότητα τῶν χρημάτων, στήν ἱκανοποίηση τῆς
πολυτέλειας καί στήν κοσμική καταξίωση τῆς εὐμάρειας. Ἡ φτώχεια ἀποτελεῖ τήν
καλύτερη ὁμολογία πίστεως καί ἐμπιστοσύνης τοῦ πλάσματος στό Δημιουργό του.
Ἡ φτώχεια εἶναι ἕνας
τρόπος πού βοηθεῖ τόν πιστό νά μοιάσει καί νά πλησιάσει τόν Κύριο καί Θεό του, ὁ
Ὁποῖος «οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. η´20). Εἶναι ἐκδήλωση τῆς
διάθεσης τοῦ πιστοῦ νά ἀκολουθήσει τά ἴχνη Ἐκείνου, πού ἔγινε πτωχός καί ὡς
πτωχός καί ἀκτήμων περπάτησε πάνω στή γῆ γιά τή δική μας σωτηρία. Ἄν θέλετε ἡ
«πτωχεία» εἶναι μιά ἀπάντηση τοῦ πιστοῦ στήν πρόσκληση πού τοῦ κάνει ὁ διάβολος
νά ζήσει μιά ζωή ὑλόφρονα, ζωή ψεύτικη. Μέ τή βίωση τῆς πτωχείας ὁ πιστός
ντροπιάζει τόν διάβολο καί συντρίβει τήν παγίδα πού τοῦ στήνει, ὅπως τότε τήν
διέλυσε ὁ Κύριος στό σαραντάριον ὄρος. Ἐπειδή ὁ Χριστός ἔπειτα ἀπό τή νηστεία τῶν
σαράντα ἡμερῶν ἐπείνασε ὁ διάβολος τοῦ ὑπέβαλε τήν πρόταση: ἄν εἶσαι γιός τοῦ
Θεοῦ, ὅπως ἀκούστηκε στόν Ἰορδάνη, τότε δῶσε ἐντολή νά γίνουν ὅλες τοῦτες οἱ
πέτρες ψωμιά, γιά νά χορτάσεις τήν πείνα σου. Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Ὁ ἄνθρωπος
δέν θά διατηρηθεῖ στή ζωή μέ μόνο τό ψωμί, ἀλλά μέ κάθε λόγο, πού θά ἐξέλθει ἀπό
τό στόμα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. δ´4). Ὅταν ὁ Θεός θέλει καί χωρίς τροφή ὁ κόσμος καί ὁ
ἄνθρωπος θά ζήσει.
Βέβαια ὁ πιστός
βαδίζοντας τό δρόμο τῆς θεοδίδακτης φτώχειας ἀντιλαμβάνεται ὅτι « δέν εἶναι
κακό κανένα πράγμα πού γίνεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέ ταπείνωση.
Διαφέρουν ὅμως τά πράγματα ἀπό τά ἔργα.
Κάθε τι πού εἶναι παραπάνω ἀπό τό ἀναγκαῖο, γίνεται ἐμπόδιο σ᾽ ἐκεῖνον
πού θέλει νά σωθεῖ, δηλαδή κάθε τί πού δέν χρησιμεύει γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς,
ἤ γιά τή διατήρηση στή ζωή. Κατά τόν πατερικό λόγο κακό δέν εἶναι τό φαγητό, ἀλλά
ἡ γαστριμαργία. Οὔτε τά χρήματα εἶναι κακά, ἀλλά ἡ προσκόλληση σ᾽ αὐτά. Οὔτε τά
ἐνδύματα, ὅσα χρειάζονται νά σκεπαστοῦμε καί νά ἀποφύγουμε τό κρύο καί τή
ζέστη, ἀλλά τά περιττά καί τά πολυτελῆ. Οὔτε τά σπίτια προκειμένου νά ἀποφεύγουμε
τό κρύο, τή ζέστη καί τούς ἐχθρούς, θηρία καί ἀνθρώπους, ἀλλά τά διώροφα καί
τριώροφα, τά μεγάλα καί πολυδάπανα. Οὔτε εἶναι κακό τό νά ἔχει κανείς κάτι, ἀλλά
τό νά μήν τό ἔχει γιά ἀναγκαία χρήση».
****
Εἶναι γεγονός πώς
οἱ πολλοί ἄνθρωποι σήμερα θλίβονται καί λυποῦνται πολύ καί ἐκνευρίζονται, ὅταν
ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιά τή φτώχεια, τήν ἄσκηση καί τήν περιφρόνηση τῆς πρόσκαιρης
δόξας πού γεννοῦν τά χρήματα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ὅσο ἡ
ψυχή εἶναι δεμένη μέ αὐτά πληγώνεται ἀπό τά πάθη καί ἀδυνατεῖ νά πετάξει ψηλά, ὄντας
προσηλωμένη στόν πλοῦτο καί τή δόξα, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Θεόδωρος Ἐδέσσης.
Δυστυχῶς ἡ κοινωνία μας ἤ δέν θέλει ἤ δέν μπορεῖ ἴσως νά καταλάβει, ὅτι τά
χρήματα, τά κτήματα καί τά πράγματα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό καί ὑπάρχουν γιά νά
ζήσει ὁ κόσμος. Ὅταν ὅμως ὁ κόσμος ζεῖ γι᾽αὐτά, ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀμέριμνη,
δέν μπορεῖ νά στραφεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό της, δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψει στόν Θεό,
δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀνοιχτή στά σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά σχέδια τοῦ ἀνθρώπινου
λογικοῦ καί μόνον αὐτοῦ, καί δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁλοκληρωτικά ἐλεύθερη, γιατί
βρίσκεται κάτω ἀπό τή σπινθηροβόλα λάμψη τῶν ὑλικῶν πραγμάτων.
Ἡ «ἀσκητική
λιτότητα» πού βιώνεται αὐθεντικά καί στήν πληρότητά της μέσα στά τείχη τῶν ἱερῶν
Μοναστηρίων τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νά βιωθεῖ μέσα στόν κόσμο ὡς τρόπος ἀληθινῆς
ζωῆς, πού δικαιώνει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀνοίγει ὁρίζοντες στή ζωή, τῆς δίνει
νόημα καί τήν πλουτίζει. Εἶναι τρόπος ζωῆς
πού σέβεται τή ζωή, τόν ἄνθρωπο καί τό περιβάλλον.
Ἡ πτωχεία ὡς
τρόπος ζωῆς ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ζυγό τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, καί
κυρίως ἀπό τήν ἀκατάσχετη ὁρμή τοῦ «κατέχειν», ὁρμή πού ὑποβαθμίζει τό λογικό ἄνθρωπο
καί τόν κατεβάζει πιό κάτω καί ἀπό τά ἄλογα θηρία. Ἡ ἀπληστία τοῦ νά κατέχει ὁ ἄνθρωπος
ὅσο γίνεται περισσότερα δέν ἀφήνει χρόνο ἐλεύθερο γιά αὐτογνωσία, γιά προσευχή
καί ἐπικοινωνία μέ τό Θεό, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος τήν ὀνομάζει εἰδωλολατρία
(Κολ. γ´5).
******
« Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα
καί δός πτωχοῖς »
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
ἡ πτωχεία ὅπως τήν ἐννοεῖ καί τή βιώνει ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν εἶναι παρά
μιά μορφή ἄσκησης. Ἄσκησης πού ἔχει ἐσχατολογική θεμελίωση. Αὐτή ἡ ἄσκηση ἀποβλέπει
στό νά ἀποτρέψει τήν ἐπανάληψη αὐτοῦ πού ἔγινε στόν Παράδεισο. Νά ἐμποδίσει τήν
ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία βρῆκε εὐνοϊκό κλίμα μέσα στόν Παράδεισο μέ τήν ἄνεση
καί τήν τρυφή καί ἐκδηλώθηκε ὡς προσπάθεια αὐτοΰψωσης. Ἐνῶ ὁ ἀσκητικός τρόπος
ζωῆς βοηθεῖ στήν ταπείνωση, τή συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας, τῆς προσωρινότητας καί
τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί μᾶς κάμνει νά ποθοῦμε τά μέλλοντα ἀγαθά. Ἕνας
τέτοιος τρόπος ζωῆς ἀποτελεῖ τήν καλύτερη ἀπάντηση καί τήν ἄριστη λύση στά
θέματα τοῦ περιβάλλοντος, γιά τά ὁποῖα πολλοί κόπτονται μέ τά λόγια καί τά
συνέδρια, καταδυναστεύουν ὄμως καί καταστρέφουν τό περιβάλλον μέ τήν ἀπληστία
καί τήν πλεονεξία τους. Ἄς τήν ἀγαπήσουμε,
λοιπόν, τήν εὐλογημένη ἀσκητική τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί μέ τή μορφή τῆς ἑκούσιας
πτωχείας, πρίν μᾶς ἀναγκάσουν τά πράγματα νά τήν βιώσουμε διά τῆς βίας ὁπότε
θά μᾶς φανεῖ βαρειά καί ἀσήκωτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου