Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ὁ ἰδεώδης «πλησiον» - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. 10,25-37)

Ὁ ἰδεώδης «πλησiον»

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. 10,29)

Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Εἶνε ἁπλῆ, ὅπως ὅλες οἱ παραβολὲς τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλῆ διήγησι κρύ­βονται οἱ θησαυροὶ τῆς θείας διδασκαλίας.
Κάποιος νομικός, κάποιος δηλαδὴ γνώστης τοῦ νόμου τοῦ Μωϋσέως, πλησίασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε· –Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπήντησε· –Νομικὸς καὶ θεολόγος εἶσαι, διαβάζεις τὸ θεῖο νόμο· τί λένε λοι­πὸν τὰ βιβλία; Ἐκεῖνος ἀπήντησε· –Βλέπω ὡς πιὸ σημαντικὲς τὶς δύο ἐντολές· ν᾿ ἀγαπήσῃς τὸ Θεὸ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, καὶ τὸν «πλησίον» σου (Λουκ. 10,29) σὰν τὸν ἑαυτό σου. –Καλὰ ἀπήντησες, λέει ὁ Χριστός· αὐτὸ νὰ κάνῃς καὶ θὰ κληρονομήσῃς τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὲς οἱ δύο ἐν­τολὲς περιέχουν τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ νομικὸς ὅμως, θέλοντας νὰ δικαιολογηθῇ, ρώτησε· –Καὶ ποιός εἶνε ὁ «πλησίον» μου; Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ, εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.

Κάποιος ἄνθρωπος, λέει, κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἰεριχώ. Στὸ δρόμο αὐτὸ παραμόνευαν λῃσταί, ποὺ ἔπιαναν τοὺς διαβάτες, τοὺς λῄστευαν καὶ τοὺς σκότωναν. Ἔ­τσι ἔκαναν καὶ σ᾿ αὐτόν. Τὸν ἅρπαξαν, τὸν λῄ­στεψαν, τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν, καὶ μι­σοπεθαμένο τὸν ἄφησαν κ᾿ ἔφυγαν. Μέσα στοὺς πόνους του, βλέπει νά ᾿ρχεται ἕνας ἱερεύς. Λόγῳ τῆς ἰδιότητός του περίμενε νὰ δεί­ξῃ ἐνδιαφέρον – ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἱερεὺς δὲν ἔχῃ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἱερεὺς αὐτός, μόλις εἶδε τὸν τραυματία ξαπλω­μένο κάτω νὰ ζητᾷ βοήθεια, κέντησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔφυγε δρομαίως. Μετὰ νά ἕνας ἄλ­λος, λευΐτης αὐτός, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἰεροσολύμων. Οὔτε αὐτὸς τὸν λυπήθηκε· ἔ­φυγε ὅπως ὁ ἄλλος. Ὁ ἥλιος πήγαινε πιὰ νὰ βασιλέψῃ καὶ τὸ θῦμα ἔμενε ἐκεῖ μὲ κίνδυνο νὰ πεθάνῃ ἀπὸ αἱμορραγία. Τότε φάνηκε κάποιος ἄλλος. Ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ ἀλλό­φυλος, ἐχθρός του. Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖ­σος ἄσπονδο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως κ᾿ οἱ Ἰ­ουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸ ζῷο του καὶ τὸν πλησίασε. Περιποιήθηκε τὶς πληγὲς καὶ ἔ­δεσε τὰ τραύματά του χύνοντας λάδι καὶ κρα­σί. Κι ἀφοῦ ἔκανε χρέη νοσοκόμου, μετὰ τὸν ἀ­νέβασε στὸ ζῷο του καὶ τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα παν­δοχεῖο, δηλαδὴ ξενοδοχεῖο. Ὅλη τὴ νύχτα ἔ­μεινε στὸ προσκέφαλό του. Τὸ πρωῒ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ξενοδόχο λέγοντας· Ὅ,τι ἐπὶ πλέον δαπανήσῃς, ὅταν ξαναγυρίσω θὰ σοῦ τὸ πληρώσω.
Τελείωσε ἡ παραβολή. Κι ὁ Χριστὸς ρωτάει τὸ νομικό· –Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς κατὰ τὴ γνώμη σου στάθηκε πλησίον σ᾿ αὐ­τὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς; Ἐκεῖνος ἀπαν­τᾷ· –Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαχνία. –Πήγαι­νε λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Κύριος, καὶ κάνε κ᾿ ἐσὺ τὸ ἴδιο.

* * *

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κοινωνικό· τὸν ἔβαλε νὰ ζῇ μὲ ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος στενοχωριέται ὅταν μένῃ μό­νος, νιώθει μοναξιά. Πλησίον του πρέπει νὰ εἶ­νε οἱ γονεῖς, τ᾿ ἀδέρφια, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι του. Πρὸ παντὸς δὲ στὸ ἀντρόγυνο πλη­σίον πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ ἡ γυναίκα γιὰ τὸν ἄντρα, ἀφοῦ μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται μὲ ἀκατάλυτο δεσμὸ καὶ δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα.
Σήμερα δυστυχῶς οἱ δεσμοὶ αὐτοὶ δὲν εἶνε ἰσχυροί. Οὔτε ὁ δεσμὸς τοῦ γάμου. Στοὺς ἑ­κατὸ γάμους οἱ εἰκοσιπέντε διαλύονται καὶ οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἔχουν τελεία ἁρμονία. Τέτοια ἀγ­άπη καὶ ἑνότης ὑπῆρχε παλαιότερα στὰ ἀν­τρόγυνα, ποὺ τὸ πρωὶ πέθαινε ὁ ἄντρας καὶ τὸ βράδυ πέθαινε ἡ γυναίκα. Ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ἀγάπη αὐτή! Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος μένει μόνος. Λέει ὁ ψαλμῳδός· «Καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν», καὶ οἱ πιὸ κοντινοί μου δηλαδὴ πῆραν ἀποστάσεις, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ μένα (Ψαλμ. 37,12).
Θ᾿ ἀπατηθῇς πολὺ ἂν νομίζῃς ὅτι πλησίον σου εἶνε τὸ παιδί σου κι ὅτι θὰ μείνῃ κοντά σου νὰ σὲ γηροκομήσῃ. Πόσα παιδιὰ δὲν ἐγ­καταλείπουν τοὺς γονεῖς ἢ τοὺς στέλνουν σὲ γηροκομεῖα! Πλησίον μας πρέπει νὰ εἶνε ἡ μάνα, ἡ σύζυγος, ὁ σύζυγος, τὰ παιδιά, οἱ συγ­γενεῖς, οἱ φίλοι, οἱ συμπατριῶτες μας. Δυστυ­χῶς πολλὲς φορὲς δὲν εἶνε, εἶνε μακριά μας.
Ὁ μόνος ποὺ μένει ἀληθινὰ πλησίον, ὁ ἰδεώδης πλησίον, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Σαμαρείτη τὸν ἔλεγαν οἱ ἐχθροί του, ἔτσι τὸν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικὰ οἱ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, βρῆκε τὸν πληγωμένο ἀπὸ τοὺς λῃστὰς ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Λῃσταὶ εἶνε οἱ πονηροὶ λογισμοί, τὰ πάθη, οἱ κακοὶ ἄνθρωποι· λῃστὴς πρὸ παντὸς εἶνε ὁ σατανᾶς.
Αἱμορραγεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ζητᾷ τὸν πλησί­ον. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται κοντὰ στὸν πληγωμένο, τὸν περιποιεῖται, καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ παν­δοχεῖο, ποὺ εἶνε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἅγια μυστή­ριά της. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰδεώδης πλησίον. Ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας λέει· Ὁ Χρι­στὸς γίνεται τὰ πάντα. Πεινᾷς; εἶνε ὁ ἄρ­τος ποὺ τρέφει ψυχές. «Λάβετε φάγετε· τοῦ­τό ἐστι τὸ σῶμά μου» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22). Διψᾷς; εἶ­νε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ «ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4,14). Εἶσαι ἄρρωστος; εἶνε ὁ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Εἶνε ἡ σωτηρία. Ἐλάχιστοι δυστυχῶς τὸ αἰσθάνον­ται. Οἱ περισσότεροι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀπηλλαγμένο ἀπὸ ἁμαρτίες. Μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἕνας νιώθει τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πλησίον κάθε ἀνθρώπου. Εἶνε πλησίον τῶν παιδιῶν, γι᾿ αὐτὸ εἶπε· «Ἄ­φε­τε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύ­ετε αὐτά» (Μᾶρκ. 10,14. Λουκ. 18,16). Εἶνε πλησίον τῶν φτωχῶν. Σὲ βοσκοὺς φανερώθηκε, ποὺ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14). Μὲ ψαρᾶ­δες συνωμιλοῦσε, ποὺ ἔγιναν μαθηταί του. Ὁ Χριστὸς εἶνε πλησίον ὅλων τῶν δυστυχισμένων. Καὶ ἂν σ᾿ ἐγκαταλείψουν ὅλοι, ἐσὺ πές· «Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου/ ποῦ ν᾿ ἀ­κουμπήσω, νὰ σταθῶ,/ ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου·/ πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;» (Γ. Βερίτης).

* * *

Ν᾿ ἀκολουθήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ παρά­δειγμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουμε μικρογραφίες τοῦ Χριστοῦ, μιμηταὶ τῆς ἀπέραντης ἀ­γάπης του. Νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος. Διψᾷ ὁ συνάνθρωπός μας; νὰ τοῦ δώσουμε νὰ πιῇ. Πεινᾷ; νὰ τὸν ταΐσουμε. Εἶνε γυμνός; νὰ τὸ ντύσουμε. Ἂν ὅλοι ἔκαναν ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Νὰ γίνουμε, ἀδελφοί μου, μικροὶ Χριστοί.
Νὰ γίνουμε πλησίον τῶν συνανθρώπων μας, ἂν θέλουμε τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς κρίσεως νὰ μὴν ἀκούσουμε «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον» (Ματθ. 25,41). Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ στάθηκε πλησίον σ᾿ αὐτόν. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μο­νογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).
Μόνη ἐλπίδα ὁ Χριστός. Καὶ ἡ ταλαίπωρη πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα, ποὺ ἐλπίζει ὅτι θὰ τὴ βοηθήσῃ ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα διεθνὴς ὀργανισμός, μάταια περιμένει. Ἀποδείχθηκε στὸ παρελθόν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ στηρίζουμε τὶς ἐλ­πίδες μας σ᾿ αὐτούς. Εἶνε ἕνα μυστήριο ἡ ἀ­χα­ριστία τῶν ἐθνῶν πρὸς τὴν πατρίδα μας· προσ­έφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στὴν ἀνθρωπό­τητα, καὶ ὅμως δὲν τὴν ἀγαποῦν. Τὸ 1922 συνέβη τὸ φοβερὸ δρᾶμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔσφαξαν τὰ ἄγρια θηρία τοὺς Χριστιανούς, γέμισε ἡ προκυμαία τῆς Σμύρνης, τὰ πεζοδρό­μια καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ αἷμα ἑλληνικό. Καὶ μέσα στὸ λιμάνι ἦταν μεγάλα θωρηκτὰ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰταλίας· δὲν βοήθησαν τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ σφάζον­ταν. Ὁ Ἀμερικανὸς πρόξενος, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, ἔγραψε ἔπειτα· Ὅταν σκέπτωμαι τὸ δρᾶ­μα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ντρέπομαι ποὺ εἶμαι ἄν­θρωπος καὶ Ἀμερικανός…
Νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ μὴν περιμένουμε καμμιά βοήθεια ἀπὸ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἡ Ἑλλάδα –νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφασι– εἶνε ἐγκαταλελειμμένη· μοιάζει μὲ τὸν ἄν­θρωπο ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς. Πολεμεῖται διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Εἶνε θαῦμα πῶς ζῇ. Ἀλ­λὰ ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὄχι μὲ τὴ συμμαχία τοῦ ἄλ­φα ἢ τοῦ βῆτα κράτους· ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὑπὸ ἕναν ὅρο, ἂν καὶ ἐμεῖς πλησιάσουμε τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶνε μαζί μας, δὲν ἔχουμε ἀ­νάγκη ἀπὸ καμμιά ἄλλη συμμαχία. Ὁ Χριστὸς μᾶς φτάνει, γιὰ νὰ φωνάξουμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Γνῶ­τε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Μέγ. ἀπόδ.).
Ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ἔχουμε σύμμαχό μας τὸ Χριστό! Ἂς ἔρθουν νὰ μᾶς πολεμήσουν. Θὰ ἀγωνιστοῦμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας καὶ θὰ νικήσουμε, δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: