Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

«Κυριε Ἰησου Χριστε, ἐλεησον με» - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43)

«Κυριε Ἰησου Χριστε, ἐλεησον με»

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, θὰ κηρύξω, καὶ πάλι θὰ διδάξω. Τί θὰ πῶ, δικά μου λόγια; Δὲν ἔχουν ἀξία. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄν­θρω­πος μπορεῖ νὰ σφάλλῃ. «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης», λέει ἡ ἁγία Γραφή (Ψαλμ. 115,2 = Ῥωμ. 3,4). Ἕνας εἶνε ὁ ἀλάθητος, ὁ τέλειος, ὁ ἀληθινός· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ τὰ λόγια ποὺ θὰ πῶ θὰ τὰ ἀντλήσω ἀπὸ τὴν ἀ­στείρευτη πηγὴ τοῦ θείου λόγου, ἀπὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο εἶνε ἀποθη­σαυρισμένη ἡ σοφία, ἡ θεία σοφία. «Σοφία· ὀρ­θοί» (θ. Λειτ.)· σοφία εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, καὶ ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων τὸ βεβαι­ώνει, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀθάνατα· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35. Λουκ. 21,33). Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ δέντρα θὰ ξερριζωθοῦν, καὶ τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν σὰν μολύβι, καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, καὶ ὁ ἥ­λιος θὰ σβήσῃ· ἕνα θὰ μείνῃ αἰώνιο καὶ ἀκατά­λυτο, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.

* * *

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, καὶ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Λουκ. 18,35-43). Τί λέει; Εἶνε ἡ ἱστορία ἑ­νὸς ταπεινοῦ ἀν­θρώπου, ἑνὸς τυφλοῦ. Τί μᾶς λέει; Ὅτι στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ σὲ κάποιο σταυροδρόμι μιᾶς μικρᾶς πόλεως, ποὺ ὠνομαζόταν Ἰεριχώ, στεκόταν ἕ­­νας ἄνθρωπος. Καλοκαίρι κάτω ἀπὸ τὸν καυ­στικὸ ἥλιο, χειμῶνα μέσα στὸ ψῦχος, στεκόταν ἐκεῖ καὶ ζητοῦσε τὴν ἐλεημοσύνη τῶν διαβατῶν, ἀφοῦ ἦταν τυφλός. Κάποιο σπλαχνικὸ χέρι τὸν ἔφερνε ἐκεῖ τὸ πρωὶ καὶ τὸν ἔ­παιρνε τὸ βράδυ νὰ πάῃ στὸ σπίτι του νὰ κοιμη­θῇ. Ζωὴ μέσα σὲ σκοτάδι ἀπέραντο. Δὲν ἔ­βλεπε τίποτε ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Ἄχ πόσο ἀχάριστοι εἴμαστ᾽ ἐμεῖς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε!
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν τυφλὸ αὐτὸν ἡ ὥρα νὰ χαρῇ. Μιὰ μέρα, καθὼς καθόταν ἐκεῖ στὸ σταυροδρόμι λέγοντας «Μιὰ βοήθεια, ἐλεῆ­στε με», ἀκούει θόρυβο· δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ ἄ­κουγε ὀχλοβοή. Λαὸς πολύς, ἄντρες γυναῖ­κες παιδιά, ὅλοι εἶχαν βγῆ στὸ δρόμο νὰ ὑποδεχθοῦν κάποιον. Ποιός ἐρχόταν; κανένας πρίγκιπας; κανένας βασιλιᾶς; κανένας μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς τῆς γῆς; Ὄχι. Ἀπόρησε ὁ τυφλός. –Τί συμβαίνει; ρώτησε. –Περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τοῦ λένε. Ἡ φήμη του ἦ­ταν μεγάλη καὶ ὅλοι ἤθελαν νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὰ θαύματά του. Ἤθελαν ὅλοι, ἤθελε κι ὁ τυφλὸς νὰ τὸν δῇ· ἀλλὰ πῶς, ἀφοῦ δὲν εἶχε μάτια; Ἦταν μιὰ εὐκαιρία αὐτὴ νὰ πάῃ κοντά του, μὰ πῶς νὰ πλησιάσῃ; Τί ἔκανε λοιπόν· ἔκανε τὸ στόμα του τηλεβόα κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (ἔ.ἀ. 18,38). Φώναζε συνεχῶς ζητώντας τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν κάνῃ καλά. Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι, σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι, τοῦ ἔλεγαν· –Κλεῖσ᾿ τὸ στόμα σου, βούλωσέ το, μὴ φωνάζεις, μᾶς ἐνοχλεῖς…
Αὐτὸ ποὺ εἶπαν στὸν τυφλὸ οἱ σκληροὶ ἐ­κεῖνοι συμπολῖτες του, τὸ λένε καὶ μέχρι σήμερα. Ὅταν δοῦν κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό, προσπαθοῦν νὰ τοῦ κλείσουν τὸ στόμα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμένα, ἀγαπητοί μου. Ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκα στὸ κήρυγμα μέχρι σήμερα, ἄνθρωποι τοῦ κόσμου προσπαθοῦν μὲ ποικίλους τρόπους νὰ μὲ κάνουν νὰ μὴ κηρύτ­τω. Ὄχι, λένε· μπορεῖς νά ᾿σαι ἐπίσκοπος, νὰ λειτουργᾷς, νὰ εὐλογᾷς, νὰ μοιράζῃς τὸ ἀντίδωρο, καλὰ ὅλ᾿ αὐτά· νὰ κηρύττῃς ὅμως ὄχι. Διότι τὸ κήρυγμα εἶνε ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, κ᾿ ἡ ἀλήθεια δὲν ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιδράσεις, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς περιπέτειες, ἐξακολουθῶ, σὰν τὸν τυφλὸ κ᾿ ἐγώ, νὰ κηρύττω καὶ νὰ φωνάζω μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς.
«Ἐπετίμων», λέει, «αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ»· οἱ ὄχλοι τὸν μάλωναν καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του. Ἀλλ᾿ αὐτὸς συνέχιζε. Κι ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Μήπως δὲν τὸν ἄκουγε; Ὤ! Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς θείας ἀγάπης καὶ στοργῆς, τὸν ἄκουσε, καὶ διατάζει νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν πλησίασε τὸν ρωτάει· «Τί θέλεις;». Ἑκατομμύρια νὰ τοῦ δίνατε, τσου­­βάλια λίρες νὰ τοῦ δίνατε, δὲν ἄξιζαν ὅσο αὐ­τὸ ποὺ ζητοῦσε· ἤθελε τὸ φῶς του. Θέλω, λέει, «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω», θέλω νὰ δῶ. Κι ὁ Κύρι­ος τί τοῦ εἶπε; Μία λέξι· ναί, μία λέξι· «Ἀνάβλεψον» (ἔ.ἀ. 18,42). Χωρὶς χρονοτριβή, μέσα σ᾿ ἕ­να λεπτό, τὰ μάτια ἐκεῖνα τὰ κλειστὰ ἄνοιξαν.
Ὤ τί εἶδε! πανόραμα, ὅλα τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου· τὰ λουλούδια, τὶς πράσινες πεδιάδες, τὰ δέντρα γεμᾶτα φύλλα καὶ καρπούς, τὰ που­­λιὰ στὰ κλαδιά, τὰ ἀρνάκια νὰ βόσκουν στὰ λιβάδια· εἶδε ἀκόμα τὰ ποτάμια νὰ τρέχουν, τὴ θάλασσα τὴ μεγάλη, τὰ βουνὰ τὰ χιονισμέ­να, τὸν ἥλιο νὰ σκορπάῃ τὸ φῶς του, τὰ ἄ­στρα τ᾿ οὐρανοῦ. Παραπάνω εἶδε – ποιόν; τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του, ποὺ ὣς τότε ἄ­κουγε μόνο τὴ φωνή τους μὰ δὲν τοὺς εἶχε δεῖ. Εἶδε –τίπο­τα δὲν εἶπα– παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ποιόν; Τὸ Χρι­στό. Τὸν εὐχαρίστησε, κι ἀπὸ τότε τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ δόξαζε τὸ Θεό.

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἱστορία τοῦ τυφλοῦ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Πολλὰ διδά­­γματα προσφέρει. Ἕνα θέλω νὰ κρατήσου­με· τὴ μικρὴ προσευχὴ ποὺ ἔκανε, ἐκείνη τὴ δέησί του «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (ἔ.ἀ. 18,38). «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Αὐτὸ τὸ «ἐλέησόν με» τὸ ἀκοῦμε καὶ τώρα στὴν ἐκκλησία, τὸ ψάλλουν οἱ ψάλτες σὲ κάθε θεία λειτουργία· δεκάδες φορὲς λέμε «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, ἐ­λέ­­ησον»… Τὸ λέμε, ἀλλὰ ἡ καρδιά μας εἶνε ἀδι­άφορη καὶ ψυ­χρή, μπούζι. Τὸ λέμε, ἀλλ᾿ ὄχι ὅ­πως ὁ τυφλός, μὲ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ ὅ­λη τὴν πίστι στὸ Χριστό. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶνε ἡ πιὸ σύντομη προσευχή· ἀλλ᾿ ὅταν λέγε­ται μὲ πίστι, κάνει θαύματα. Ὤ τί δύναμι ἔχει!
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν γράμματα, δὲν μποροῦσαν μήτε νὰ διαβά­σουν. Δὲν ὑπῆρχαν σχολειά, δὲν ὑπῆρχαν σπί­τια μεγάλα μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ποὺ διαθέτει σήμερα ἡ γενεά μας, ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κ.τ.λ.. Κατοικοῦσαν σὲ καλύβες. Ἕνας ξένος, ποὺ ἦρθε τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας στὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ νύχτωσε σὲ κάποιο χωριὸ κοντὰ στὸν Ἁλιάκμονα, φιλοξενήθηκε τὸ βράδυ σὲ μιὰ καλύβα. Καὶ θαύμασε. Τί νὰ δῇ· στὴν καλύβα κατοικοῦσαν ἅγιοι ἄνθρωποι· ἦ­ταν ὁ πατέρας, ἡ μάνα, οἱ παπποῦδες, καὶ ἑ­φτὰ – ὀχτώ παιδιά. Ὅταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄ­στρα ἄναψαν τὴν καντήλα τους, γονάτισαν ὅ­λη ἡ οἰκογένεια καὶ προσευχήθηκαν· «Κύριε, ἐ­λέησον»· διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, «Κύριε, ἐλέησον». Ποῦ εἶνε σήμερα αὐ­τὴ ἡ πίστις; Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε· δεῖξ­τε μου ἕνα σπίτι, ποὺ κάθε βράδυ ἄντρας γυναίκα παιδιὰ ἀνάβουν τὸ καντήλι τους καὶ γονατιστοὶ προσ­εύχονται καὶ παρακαλοῦν ὅπως οἱ ἥρωες πρόγονοί μας. Ἐκεῖνοι ἦταν ἀθῷοι, δὲν ἤξεραν δι­αζύγια, πορνεῖες, μοιχεῖες, βλαστήμια, μυρμήγ­κι δὲν πατοῦσαν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους.
Ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ναὶ ἕνα «Κύριε, ἐ­λέ­ησον», ἂν τὸ πῇς ἀπὸ τὴν καρδιά σου, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ χίλιες τυπικὲς προσευχὲς καὶ ψαλσίματα. Μ᾿ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» κατεβάζεις τὰ ἄστρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανό, συντρίβεις τοὺς δαίμονες, καῖς τὴν ἁμαρτία. Ἀρκεῖ μόνο νὰ βγαί­νῃ ἀπὸ φλογερὴ πίστι. Ἐνῷ σήμερα οἱ καρ­διές μας εἶνε ψυγεῖο, Βόρειος Πόλος.
Συνιστῶ, ἀδελφοί μου, τὸ «Κύριε, ἐλέησον» σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Σύντομη προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ λένε ὅλοι· καὶ οἱ γέρον­τες καὶ τὰ νήπια, καὶ οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄν­τρες, καὶ οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ ἀγράμματοι, καὶ οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ἐργάτες, ὅλοι. «Κύριε, ἐ­λέ­ησον», προσευχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λέγεται πάντοτε· τὸ πρωὶ ποὺ ξημερώνει καὶ βγαίνεις ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πᾷς στὸ χωράφι, στὸ μαντρί, στὸ γραφεῖο, στὸ στρατῶνα, στὸ σχολεῖο ἢ στὸ νοικοκυριό σου· «Κύριε, ἐλέησον» τὸ μεσημέρι, ποὺ κάθεσαι στὸ τραπέζι μὲ ὅλα τ᾽ ἀ­γαθά· «Κύριε, ἐλέησον» τὸ βράδυ πρὶν κοιμη­θῇς. Ἔτσι θά ᾿νε ἁγιασμένη ἡ ζωὴ καὶ θὰ ὑπάρ­χῃ στὴν ψυχὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Αὐτὴ τὴν προσευχὴ συνιστῶ σὲ ὅλους σας.
Αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» θυμᾶμαι στὸ Ἅ­γιο Ὄρος ποὺ πῆγα καὶ ἄκουγα ὅλη νύχτα ἕ­ναν τυφλὸ καλόγερο, ποὺ καθόταν ἀπὸ κάτω, νὰ τὸ λέῃ· δὲν μποροῦσε νὰ διαβάσῃ, κι ὅλη νύχτα θὰ τὸ εἶπε χιλιάδες φορές· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέη­σόν με»…· ἐλέησον τὸν κόσμον, ἐλέησον τοὺς ἄρχοντές μας, ἐλέησον τοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς μας, ἐλέησον τοὺς ἐργάτες μας, ἐλέησον τοὺς βοσκούς μας, ἐλέησον τὶς γυναῖκες, ἐλέησον τοὺς ἄντρες, ἐλέησον τὰ νήπια, ἐλέησον τὴν πατρίδα μας, ἐλέησον τὸν κόσμον ὅλον. «Κύριε, ἐλέησον».

Δεν υπάρχουν σχόλια: