Έκαμνεν κάτι σιειμώνες εις τη Δρούσια, κάτι σιειμώνες. Έναν μήνάν βροσιήν ελαλούσαν οι παππούες, οι
προπαππούες μας.
Ήταν έτσι ένας σσιειμώνας μερες γιορτασιμες Χριστουγεννα τζιαι εκαθούμαστεν ούλλοι εις την νησκιάν με προεστωτες τον παππού μας το Γιαννή, τον Τύλληρόν ,ελαλούσαν τον τζιαι Γιαννήν του Δασκάλου τζιαι τη γιαγιάν τη Σοφρωνίαν του Κουππάρη ,του Στυλιανού του Κουππάρη κόρη, ,του αδρώπου του πολλά καλοσυνάτου που επέθανέν νέος που την αδικίαν τζιαι την αχαριστίαν των αθρώπων.
Μεθεορτια των Χριστουγεννων γυρόν που την νησκιάν του μαειρκού εις το προτελευταίον σπίτιν τότες του χωρκού .Το τελευταίον ήταν του θείου του Αντρέα του Φέττού τζιαι της θείας της Μαρούλλας που μας αγαπούσαν τζιαι αγαπούσαμεν τους πολλά τζιαι με το χαμόγελόν τους, τον σιαιρετισμόν τους τον γλυτζιν, μέλιν.
Τζεινες τες μερες των Χριστουγεννων ελαλούσεν ο παππούς τζιαι η γιαγιά ιστορίες παλλιές, έναν σιειμώναν πολλά βαρύν που εφκένναν που το σπίτιν μόνον για να κουτσιήσουν βίκον μες το άσιερόν των κτηνών μες τους σταύλους να τα σάσούν να τα ταράξούν νάκκον.Έβρέσιεν έναν μήναν εκατεβήκαν οι ποταμοί πέλα σέλα επέρναν ο,τι εβρίσκαν ομπρος τους.Ο κόσμός εμηνισκεν έσσω ετρωέν σούππες τραχανάν, αυκολέμονες, λουβάνες ,όρνιθες της αυλής με τα μακαρούνιά τζιαι το φιδεν του σιερκού.
Τούτα ούλλά ακούαμεν τα με τον παππού να ρέσσει πας το σουβλίν σαρτζιερα ,,λουκάνικά, λαρτίν με κρέας πάνω του τζιαι να τα ψήννει παστην νησκιάν να τα φκάλλει πας το πιάτον
να κόφκουμέν ψουμίν σιταρένον, ζυμωτόν που το φούρνόν τον καλοπυρωμένον της θείας της Σαββούς. Δωρα χωρκατικα των εορτων εκε΄΄ινων η γιαγιά να τηανίζει μαστορικά τα αυκά της γήστης μας τζιαι εμείς ούλλοι αγγόνια ,παιθκιά, συγγενείς να τρώμεν περιχαρείς παρέα με τις παραβολάες τζιαι τες ιστορίες τους πρωτινούς τζιαι τζιείνους που πήαν να πολεμήσούν εις τες μούλες τζιαι για το γούμενον των μοναστηρκών τζιαι τον παππούν τον Παναήν που ξενητεύτειν τζιαι ήτουν πρώτος παλιωτάρης εις την Αίγυπτόν.
''Θκεια Σοβρωνία θκειε Γιαννή είσαστέν έσσω.''
''Κοπκιάστε μάνα μου ποδά πκοιοι είστε μάνα μου.
Ελάτε μωρά μου κατσετε στην νησκειά να στεγώσετέ.''
Ήταν κάτι σιειμώνές της Δρούσιας του 1979 του 1980 τζιαι ύστερίς ούλλόν φως του Χριστου πρωτινον
τζιαι ευκαρίστησήν αδρώπινήν.Τότες που εμαχουνταν πκοιος να σου τζιεράσει πρώτός εις τους καφενέες.
''Ποττέ να πκιερώσεις γιε μου.Παναία μου ο γιος του καλαερφού μου.Με τον τζιύρην σου επαένναμέν μαζίν σκολείον.Ήντα καλή ήταν η παρέα του.Η γιαγιά σου έκαμνέν κάτι χαλλούμια τζει στον Ακάμαν Όποτε επαένναμέν εφορτωνέν μας .Πο ούλλα τραχανάες ,αναραές ,χαλλόυμια φρέσκά μες τους κούζούς.Για την κουμέραν ελάλεν.Α η θκειά μου η Αννεζού .Πολλά καλή η νουννά μου.''
Σιειμώνες εορταστικοι της Δρούσιας μας ούλλον αγάπην.Αγάπήν τζιαι βράστην πολλήν τζιαι καλήν μες την καρκιάν.
Ήταν έτσι ένας σσιειμώνας μερες γιορτασιμες Χριστουγεννα τζιαι εκαθούμαστεν ούλλοι εις την νησκιάν με προεστωτες τον παππού μας το Γιαννή, τον Τύλληρόν ,ελαλούσαν τον τζιαι Γιαννήν του Δασκάλου τζιαι τη γιαγιάν τη Σοφρωνίαν του Κουππάρη ,του Στυλιανού του Κουππάρη κόρη, ,του αδρώπου του πολλά καλοσυνάτου που επέθανέν νέος που την αδικίαν τζιαι την αχαριστίαν των αθρώπων.
Μεθεορτια των Χριστουγεννων γυρόν που την νησκιάν του μαειρκού εις το προτελευταίον σπίτιν τότες του χωρκού .Το τελευταίον ήταν του θείου του Αντρέα του Φέττού τζιαι της θείας της Μαρούλλας που μας αγαπούσαν τζιαι αγαπούσαμεν τους πολλά τζιαι με το χαμόγελόν τους, τον σιαιρετισμόν τους τον γλυτζιν, μέλιν.
Τζεινες τες μερες των Χριστουγεννων ελαλούσεν ο παππούς τζιαι η γιαγιά ιστορίες παλλιές, έναν σιειμώναν πολλά βαρύν που εφκένναν που το σπίτιν μόνον για να κουτσιήσουν βίκον μες το άσιερόν των κτηνών μες τους σταύλους να τα σάσούν να τα ταράξούν νάκκον.Έβρέσιεν έναν μήναν εκατεβήκαν οι ποταμοί πέλα σέλα επέρναν ο,τι εβρίσκαν ομπρος τους.Ο κόσμός εμηνισκεν έσσω ετρωέν σούππες τραχανάν, αυκολέμονες, λουβάνες ,όρνιθες της αυλής με τα μακαρούνιά τζιαι το φιδεν του σιερκού.
Τούτα ούλλά ακούαμεν τα με τον παππού να ρέσσει πας το σουβλίν σαρτζιερα ,,λουκάνικά, λαρτίν με κρέας πάνω του τζιαι να τα ψήννει παστην νησκιάν να τα φκάλλει πας το πιάτον
να κόφκουμέν ψουμίν σιταρένον, ζυμωτόν που το φούρνόν τον καλοπυρωμένον της θείας της Σαββούς. Δωρα χωρκατικα των εορτων εκε΄΄ινων η γιαγιά να τηανίζει μαστορικά τα αυκά της γήστης μας τζιαι εμείς ούλλοι αγγόνια ,παιθκιά, συγγενείς να τρώμεν περιχαρείς παρέα με τις παραβολάες τζιαι τες ιστορίες τους πρωτινούς τζιαι τζιείνους που πήαν να πολεμήσούν εις τες μούλες τζιαι για το γούμενον των μοναστηρκών τζιαι τον παππούν τον Παναήν που ξενητεύτειν τζιαι ήτουν πρώτος παλιωτάρης εις την Αίγυπτόν.
''Θκεια Σοβρωνία θκειε Γιαννή είσαστέν έσσω.''
''Κοπκιάστε μάνα μου ποδά πκοιοι είστε μάνα μου.
Ελάτε μωρά μου κατσετε στην νησκειά να στεγώσετέ.''
Ήταν κάτι σιειμώνές της Δρούσιας του 1979 του 1980 τζιαι ύστερίς ούλλόν φως του Χριστου πρωτινον
τζιαι ευκαρίστησήν αδρώπινήν.Τότες που εμαχουνταν πκοιος να σου τζιεράσει πρώτός εις τους καφενέες.
''Ποττέ να πκιερώσεις γιε μου.Παναία μου ο γιος του καλαερφού μου.Με τον τζιύρην σου επαένναμέν μαζίν σκολείον.Ήντα καλή ήταν η παρέα του.Η γιαγιά σου έκαμνέν κάτι χαλλούμια τζει στον Ακάμαν Όποτε επαένναμέν εφορτωνέν μας .Πο ούλλα τραχανάες ,αναραές ,χαλλόυμια φρέσκά μες τους κούζούς.Για την κουμέραν ελάλεν.Α η θκειά μου η Αννεζού .Πολλά καλή η νουννά μου.''
Σιειμώνες εορταστικοι της Δρούσιας μας ούλλον αγάπην.Αγάπήν τζιαι βράστην πολλήν τζιαι καλήν μες την καρκιάν.
Γιάννης Πεγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου