Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Νοσηρές μοναχικές κλήσεις ως μορφή εκκοσμίκευσης - π. Βασίλειος Θερμός

Νοσηρές μοναχικές κλήσεις 
ως μορφή εκκοσμίκευσης

Εισήγηση στο 4ο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο 
(Ι. Μονή Φανερωμένης, Λευκάδα, 21-10-2023).

π. Βασίλειος Θερμός


Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί πατέρες, σεβαστές γερόντισες, ευλαβείς μοναχοί και μοναχές, αγαπητές αδελφές και αγαπητοί αδελφοί,

Στέκομαι εδώ με συναισθήματα χαράς, ευγνωμοσύνης, και δέους. Χαράς, διότι βρίσκομαι και πάλι στην αγαπημένη γενέτειρα, στην οποία ο καλός μας π. Νικηφόρος πάντοτε προΐσταται καλών έργων. Ευγνωμοσύνης, διότι το μοναστικό αυτό συνέδριο σοφά περιέλαβε και εγγάμους ομιλητές (περί αυτού θα αναφερθώ στη συνέχεια). Δέους, διότι εγώ προσωπικά απέχω έτη φωτός από τα ιδεώδη του μοναχισμού, κάτι το οποίο αποτυπώνεται αξιοπρόσεκτα και στην σημειολογία των εισηγήσεων: ο προ εμού γέροντας και η μετ’ εμέ γερόντισα, ως πνευματικοί άνθρωποι, ομιλούν περί υψηλών καταστάσεων, ενώ εγώ ο άγευστος θα αναφερθώ σε προβλήματα. «Ὅ ἔχω, τοῦτο σοι δίδωμι». Θέλω να σάς βεβαιώσω, πάντως, ότι όσα θα έχω την τιμή να σάς προσφέρω έχουν παρασκευασθή στην φωτιά αρκετής εμπειρίας με μοναχούς και μοναχές, και έχουν αρτυθή με πολλή αγάπη για τον μοναχισμό μας.

Οι Πατέρες μας αγωνίσθηκαν για να κρατήσουν αλώβητη σε όλες τις πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής τη θεανθρώπινη ἰσορροπία, καθόσον «βούλεται ὁ Λόγος καί Θεός ἐνεργεῖσθαι τό μυστήριον τῆς Αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως ἀεί καί ἐν πᾶσι», κατά την μνημειώδη έκφραση του Αγίου Μαξίμου. Με απλά λόγια, η φιλανθρωπία Του μάς καθιστά συνεργάτες Του, με χαλκηδόνιο τρόπο: ασυγχύτως και αδιαιρέτως.

Στο θέμα μας σήμερα η ως άνω θεανθρώπινη ισορροπία διαταράσσεται όταν εξαντλούμε την μέριμνά μας και την ρητορική μας περί μοναχισμού στα πνευματικά μόνο και λησμονούμε τα ανθρώπινα: δηλαδή όταν παραθεωρούμε την προσωπικότητα του μοναχού, τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνεται και εξελίσσεται η μοναχική κλίση[1], την ποιμαντική διαχείριση των μοναχικών κλίσεων πριν και μετά την κουρά, και γενικά όλους εκείνους τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ανθρώπινο πλαίσιο του θεσμού αυτού.

Εδώ και κάποιες δεκαετίες στον προφορικό και γραπτό εκκλησιαστικό λόγο συνηθίζεται να διατυπώνεται η θέση πως η κατά Χριστόν ζωή γνωρίζει δύο δρόμους, τον γάμο και τον μοναχισμό. Υποστηρίζεται - και σωστά - ότι ο άνθρωπος καλείται να ακολουθήσει όποιον δρόμο τού ταιριάζει και πως αμφότεροι οι δρόμοι, εάν βιωθούν με συνέπεια, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού και στη σωτηρία.

Αλλά ενώ θεωρητικά όλοι φαίνεται να συμφωνούν στην παραπάνω θεμελιώδη διατύπωση, στην πράξη παρατηρεί κανείς συμπεριφορές που τήν ακυρώνουν. Ο ένας δρόμος, ο γάμος, δια των εκπροσώπων του (δηλαδή των εγγάμων χριστιανών) ομολογεί ότι διέρχεται κρίση και ποικίλες δυσκολίες, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δυσκολεύεται να υπερνικήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Για τον λόγο αυτό έχει από καιρό συστήσει ευκαιρίες και θεσμούς (σχολές γονέων, εκπομπές, άτυπες ομάδες συμπροβληματισμού, βιβλία κ.ά.) μέσω των οποίων αγωνίζεται να ωφεληθή από την πείρα άλλων και να αναπτύξει την αλληλοβοήθεια εκείνη η οποία θα τού επιτρέψει να πραγματώσει τον πνευματικό σκοπό του με μεγαλύτερη επιτυχία. Ο χώρος των εγγάμων μάλιστα, υπό την πίεση των προβλημάτων, έχει δείξει και την ταπείνωση εκείνη που απαιτείται ώστε να μετακαλεί και αγάμους (συνήθως ιερομονάχους και μοναχούς/μοναχές) σε τέτοιες εκδηλώσεις ως ομιλητές και συμβούλους. Ας μη λησμονήσουμε εξ άλλου και την ποιμαντική αγωγή την οποία ιερομόναχοι και άγαμοι κληρικοί προσφέρουν κατ’ ιδίαν σε εγγάμους πιστούς.

Οι πρωτοβουλίες αυτές μού φαίνονται εντελώς φυσιολογικές, μάλιστα δε αναγκαίες, αφού «ἕν σῶμα ἐσμέν οἱ πολλοί» (Α’ Κορ. 10: 17), σώμα το οποίο οφείλει να χαρακτηρίζεται από τον νόμο της αμοιβαίας αγάπης. Φυσικό είναι ότι κάποιοι άγαμοι (όχι όλοι) μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά τους έγγαμους αδελφούς τους. Παρά τη διακηρυσσόμενη ισοτιμία των δύο δρόμων, όμως, η εικόνα από την άλλη πλευρά φαίνεται απολύτως ασύμμετρη. Όχι μόνο δεν ζητείται η γνώμη εγγάμων χριστιανών για την κατάσταση του μοναχισμού, αλλά ούτε καν ευκαιρίες συμπροβληματισμού μεταξύ των ιδίων των μοναχών διαφαίνονται στον ορίζοντα. Το συνέδριο αυτό, λοιπόν, αποτελεί λαμπρή εξαίρεση και δια τούτο είναι αξιέπαινο.

Ποια είναι η σημερινή κατάσταση του μοναχισμού; Φαίνεται πως οι αριθμοί ευημερούν. Τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνονται σταθερά στον τόπο μας και οι μονές και οι μοναχοί/μοναχές. Ταυτόχρονα φαίνεται να διευρύνεται και η εμβέλεια της μοναστικής παρουσίας στην κοινωνία: ομιλίες, βιβλία, περιοδικά, εκδηλώσεις, περιοδείες, ειδησεογραφία, συνέδρια, διαδικτυακά σεμινάρια κ.π.ά. συνιστούν μια δυναμική παρουσία η οποία, αν συνδυαστή και με την ανακαίνιση, ενίοτε και ευμάρεια, πολλών μονών, έχει συμβάλει σε κάποια ευφορία. Αλλά ανταποκρίνονται όντως οι παραπάνω δείκτες σε ποιοτική πρόοδο; Με άλλα λόγια, πίσω από τους αριθμούς και τις δράσεις ποια είναι η πραγματική κατάσταση των μοναχικών κλίσεων;

Αισθάνομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που διαπιστώνει κάποια βιασύνη στην αποδοχή της μοναχικής κλίσεως ως αληθινής. Γνωρίζουμε καλά από την ιερατική κλίση, για παράδειγμα, πως η επιθυμία κάποιου να γίνει κληρικός δεν είναι πάντοτε αξιόπιστη αλλά ενδέχεται να αποτελεί προϊόν ανωριμότητας, επιπόλαιου ενθουσιασμού, φυγής από τις ευθύνες της ζωής, φιλοδοξίας, ή προσωπολατρείας. Γιατί αποκλείουμε να συμβαίνει το ίδιο και με την μοναχική κλίση; Ομολογώ ότι μέ τρομάζει η ευκολία με την οποία κάποιοι ηγούμενοι και ηγουμένες σπεύδουν να αποδεχθούν το προσερχόμενο πρόσωπο και να τό κείρουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. (Δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην θα εξελιχθούν όλοι αυτοί σε προβληματικούς μοναχούς, μερικοί με τη Χάρη του Θεού γίνονται άριστοι και υποδείγματα. Αλλά δεν επιτρέπεται να εφησυχάζουμε με τις εξαιρέσεις).

Πόσοι από τους υπάρχοντες μοναχούς και μοναχές μας διαθέτουν μια πραγματική μοναχική κλίση; Άγνωστο, αλλά σίγουρα όχι όλοι. Διαισθητικά θα τολμούσα να πω ότι το ποσοστό όσων τήν στερούνται πρέπει να είναι ανησυχητικά μεγάλο. Επείγει μια επιστημονική (ποιμαντικοψυχολογική) μελέτη της μοναχικής κλίσης ώστε να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια προς πνευματικούς, ηγουμένους/ες, και επισκόπους, προκειμένου να προστατευθούν οι νεανικές ψυχές οι οποίες παραδίδουν τον εαυτό τους και ολόκληρη τη μία και μοναδική ζωή τους με εμπιστοσύνη.

Γιατί χρειάζεται να δίνουμε μεγάλη σημασία στην ποιότητα των μοναχικών κλίσεων; Διότι αν τίς παραμελήσουμε οι συνέπειες θα είναι βαρειές. Για παράδειγμα, ένας κεντρικός άξονας της ποιμαντικής των μοναχικών κλίσεων οφείλει να είναι το ερωτικό στοιχείο, κεντρικό στον άνθρωπο. Από την πείρα με τους κληρικούς έχει γίνει φανερό πως είναι απαραίτητο ὁ μεν ἔγγαμος νά ἀγωνίζεται γιά ἕνα γάμο ὕψιστης ποιότητος, ὁ δε ἄγαμος νά βιώνει ἐρωτικά τή μοναχική του κλίση. Και τούτο διότι σέ μιά ἐποχή πού καλλιεργεί ἀφειδῶς τη σαγήνη και τον ερωτισμό ὁ ἀνέραστος κληρικός θά δοκιμαστῆ σκληρά. Αντίστοιχα και ο μοναχός/ή στη σημερινή εποχή ειδικά, αν δεν εμπνέεται ερωτικά από το πρόσωπο του Χριστού, θα ‘στραβώσει’. Ας θυμηθούμε την κεντρική θέση που κατέχει η αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως Νυμφίου μέσα στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος.

Στο σημείο αυτό ας μού επιτραπή να επισημάνω και μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση στην Εκκλησία μας. Κατά την ποιμαντική αγωγή των ανθρώπων συνηθίζεται να λέγεται από κάποιους ότι ο έγγαμος οφείλει να μιμείται – όσο είναι εφικτό – τον μοναχό, ότι δηλαδή ο μοναχός αποτελεί πρότυπο ζωής. Οικογένειες ολόκληρες ταλαιπωρούνται, ενίοτε και καταστρέφονται, από αυτή την αδιάκριτη μίμηση, η οποία τις περισσότερες φορές πηγάζει είτε από ενοχή είτε από πουριτανισμό. Λησμονούν όμως οι ως άνω μια βασική θεολογική αλήθεια: εξ αρχής στην Εκκλησία μας το πρότυπο που προβάλλεται είναι του Γάμου. Mε άλλα λόγια, ο μοναχός οφείλει να ζη ως έγγαμος! Οι αναφορές αφθονούν: στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός συνάπτει γάμο με την ψυχή, οι Πατέρες μιλούν για αρραβώνα κάθε Χριστιανού σε αυτήν εδώ τη ζωή κατά την οποία προετοιμάζει την πλήρη ένωση του ουράνιου Γάμου, κατά την Μεγάλη Εβδομάδα ακούμε για Νυμφίο και για τον Αναστημένο που έλαμψε μέσα από παστάδα, ενώ – το αποκορύφωμα! - στην Αποκάλυψη η θλιβερή και αποκρουστική ‘πόρνη η μεγάλη’ αντιδιαστέλλεται όχι με μια παρθένο αλλά με τη ‘νύμφη του Αρνίου’! Αντίλογος και αντίδοτο στην ‘πορνεία’ της αμαρτίας είναι, όχι η παρθενία, αλλά ο Γάμος με την βαθύτερη έννοια!

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν ο μοναχός δεν είναι ‘παντρεμένος’, θα δυσκολευθή να τηρήσει τις τρεις αρετές. Αν δεν είναι ‘παντρεμένος’ και εφαρμόσει παρθενία, θα καταλήξει καταθλιπτικός και πικρόχολος. Αν δεν είναι ‘παντρεμένος’ και ασκήσει ακτημοσύνη, θα παρεκκλίνει σε φιληδονία. Αν δεν είναι ‘παντρεμένος’ και αποπειραθή υπακοή, θα καταλήξει θεληματάρης. 

Άλλη συνέπεια των νοσηρών μοναχικών κλίσεων είναι ο πειρασμός της φιλοπρωτίας και συνεπώς, αν πρόκειται για ιερομόναχο, του γεροντισμού. Στον βαθμό που υπάρχει ψυχικό έλλειμμα – δηλαδή ο/η μοναχός/ή δεν ζη ως ‘έγγαμος’ – το πάθος της ανθρώπινης καταξίωσης σπεύδει να καλύψει το κενό. (Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με τους εγγάμους: όταν ο γάμος δεν λειτουργεί υγιώς παρατηρούμε παθολογική προσκόλληση στην εργασία και υπερβολική φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία και άλλα πάθη). Ενώ η απλή φιλοπρωτία περιορίζεται εντός των τειχών της μονής, την οποία και ταλανίζει, θεωρώ περιττό να απαριθμήσω τα δεινά τα οποία έχουν επισωρευθή στην ευρύτερη Εκκλησία μας από τον γεροντισμό. Είναι πλέον οφθαλμοφανή, ενίοτε και στους θύραθεν. Όχι σπάνια διαλύονται και οικογένειες ή χάνονται νέοι από την πίστη λόγω αντιδραστικότητος προς πνευματικό ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του σε μέτρα σπουδαίων γερόντων.

Αλλά και η ψυχική υγεία των μοναχών με νοσηρή κλίση παραβλάπτεται. Οι εσωτερικές συγκρούσεις παράγουν συμπτώματα και αίσθημα αδιεξόδου. Καθώς συνήθως δεν αναγνωρίζεται το αίτιο της όποιας διαταραχής ο/η μοναχός/ή συνήθως παραπέμπεται σε πιστό ψυχίατρο και αρχίζει να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, με την οποία κάπως υφίεται το πρόβλημα. Στις περιπτώσεις αυτές τα συμπτώματα ερμηνεύονται ως πόλεμος του διαβόλου, καρπός ανυπακοής, προϋπάρχουσες κληρονομικές ευαισθησίες κ.ά. Και καλά μεν αν παραπεμφθή στον ειδικό – μεγάλο ποσοστό μοναχών οι οποίοι υποφέρουν ψυχικά, όμως, εμφανίζουν μόνο συμπεριφορικές ενδείξεις άγχους και κατάθλιψης (ψυχοσωματικά συμπτώματα, πικροχολία, ευερεθιστότητα, απότομες κι εκνευρισμένες απαντήσεις, ιδιορρυθμία κ.ά.). Πρόκειται για ισοδύναμα ψυχιατρικού προβλήματος, γνωστά και από τον γενικό πληθυσμό, τα οποία όμως εδώ προσεγγίζονται είτε ως ιδιοσυγκρασιακά είτε ως πνευματικά. Με αμφότερες τις εξηγήσεις αυτές χάνεται η αλήθεια.

 *

Ας γίνουμε τώρα πιο πρακτικοί. Θα επιχειρήσω να περιγράψω κάποιες μορφές νοσηρών μοναχικών κλίσεων, εξηγώντας γιατί πρόκειται για μορφές εκκοσμίκευσης.

Α) Κατ’ αρχήν, από την πλευρά του υποψηφίου, νοσηρό είναι το κίνητρο να γίνει κάποιος μοναχός από προσωπολατρεία. Στην περίπτωση αυτή το κέντρο βάρους βρίσκεται όχι στον Χριστό αλλά στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου. Η εκκοσμίκευση είναι προφανής αφού άνθρωπος τοποθετείται στην θέση Εκείνου ο Οποίος αξίζει να δεχθή την αγάπη και δύναμη της ψυχής. Με ψυχολογική γλώσσα, η ψυχική ενέργεια επενδύεται σε κάποιο πρόσωπο το οποίο θεωρείται εξιδανικευμένο. Με τον τρόπο αυτό παραβλάπτονται και η αλήθεια και η αγάπη: αλήθεια μεν διότι χάνεται η διαύγεια της ματιάς, αγάπη δε ως προς το τι απομένει να δοθή στον Χριστό. Παρενέργειες της προσωπολατρείας, όπως η πείρα έχει δείξει, περιλαμβάνουν την πικρία όταν διαψεύδονται οι προσδοκίες και την κενοδοξία όταν ο/η μοναχός/ή αισθάνεται ευνοούμενος του γέροντα / της γερόντισας. Ενίοτε, καθώς φυλλορροεί η εξιδανίκευση, ενδέχεται να συμβή ως επώδυνη κατάληξη να χαθή συν τω χρόνω και η ίδια η μοναχική κλίση, οπότε εκτυλίσσονται τραγικά δράματα.

Κατόπιν έχουμε το κίνητρο της αναζήτησης αγάπης και στοργής, τρόπον τινά καταφυγίου. Εδώ η μοναχική κλίση διαμορφώνεται σε προσωπικότητες οι οποίες στερήθηκαν από τους γονείς τους τα συναισθήματα εκείνα τα οποία είναι απαραίτητα στον άνθρωπο κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Επίσης και εδώ το κίνητρο δεν βρίσκεται στην αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό αλλά στην ελπίδα για εκπλήρωση ψυχικών αναγκών. Εν ολίγοις, δεν έχει συγκροτηθή η ταυτότητα ώστε να στραφή προς θείο έρωτα, αλλά η μοναχική κλίση καθεαυτή αποβλέπει στον σχηματισμό ψυχικής ταυτότητας. Ο δρόμος αυτός, εν ολίγοις, επιλέγεται για να ολοκληρωθούν αναπτυξιακά έργα που έμειναν ημιτελή κατά την εφηβεία. Παρενέργειες αυτού του σφάλματος ενδέχεται να είναι η μερική φιλία, όταν αναζητούνται συμμαχίες εντός της αδελφότητος με την ελπίδα να εκπληρωθούν οι συναισθηματικές ανάγκες, και το δίπολο θλίψη-θυμός όταν περνά ο καιρός και η εκπλήρωσή τους ματαιώνεται.

Τέλος, νοσηρή μοναχική κλίση είναι εκείνη η οποία διαμορφώνεται εξαιτίας δυσπιστίας ή φόβου προς το άλλο φύλο, όπως επίσης και άγχους ή απέχθειας προς το ερωτικό συναίσθημα και την σεξουαλική πράξη. Εδώ υφίσταται και θεολογικό πρόβλημα, αφού υιοθετούνται στάσεις οι οποίες έχουν καταδικασθή συνοδικά από την Εκκλησία αρκετά νωρίς, αλλά και πνευματική αταξία εφόσον υποτιμώνται οι έγγαμοι πιστοί. Κατ’ ουσίαν, η αποστροφή προς τα ερωτικοσεξουαλικά είναι το πρωτογενές, ενώ δευτερευόντως και εκ των υστέρων αναπτύσσεται μια νεοπλατωνική ιδιωτική θεολογία προκειμένου να δικαιώσει την απόφαση. Έτσι κατασιγάζεται κάπως το άγχος μέσω μιας θεωρητικοποιήσεως: το ατομικό πρόβλημα ενδύεται ψευδοθεολογικό μανδύα. Εννοείται ότι ανάλογα καταστροφική θα είναι και η πνευματική καθοδήγηση που θα γίνεται στο εξής προς τους κοσμικούς, πολλώ μάλλον αν υπάρχει και ιερωσύνη.

Β) Αλλά νοσηρές κλίσεις γεννώνται, και ενίοτε εξελίσσονται σε πραγματική είσοδο στον μοναχισμό, και εξαιτίας του προεστώτος ή της προεστώσης. Εδώ διακρίνουμε δύο περιπτώσεις.

Υπάρχει κατ’ αρχήν το φαινόμενο της επιρροής, η οποία ενδέχεται να γίνεται ατομικά (όταν δηλαδή ένας νέος άνθρωπος συζητεί κατ’ ιδίαν με τον γέροντα/γερόντισα) ή ομαδικά (σε εκδρομές ή παρέες νεαρών προσκυνητών). Τότε υποβάλλεται έμμεσα η ιδέα της μοναχικής κλίσης επειδή διαφημίζεται έντονα το μεγαλείο της μοναχικής ζωής, ή παρουσιάζεται με υψηλά λόγια μια μονόπλευρη ιδανική εικόνα της μοναχικής πορείας, ή εκθειάζεται τεχνηέντως το συγκεκριμένο μοναστήρι. Αν η υποβολή αυτή γίνεται από μοναχό ή μοναχή ενίοτε εκθειάζεται υπέρμετρα ο ηγούμενος/ηγουμένη ως χαρισματικό πρόσωπο. Με άλλα λόγια, τεχνηέντως ασκείται προσηλυτιστική επίδραση σε νεαρές ευάλωτες ψυχές για να πυκνώσουν τις τάξεις της μονής. Εδώ πολλές φορές διαπράττονται εκκλησιαστικά εγκλήματα.

Αν η πρώτη περίπτωση έχει κάπως συμφεροντολογικό χαρακτήρα, η δεύτερη χαρακτηρίζεται από αυταπάτη. Ο άλλος τρόπος έγκειται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο νέος άνθρωπος έρχεται και καταθέτει τον σχετικό λογισμό και ο/η υπεύθυνος/η σχηματίζει την εσφαλμένη εντύπωση πως υφίσταται όντως μοναχική κλίση. Εδώ έχουμε μια τάση να λαμβάνουμε όλες τις επιθυμίες στην ονομαστική τους αξία: είσαι ό,τι δηλώσεις. Επικρατεί μια αφελής και επιφανειακή νοοτροπία, ότι κάθε λογισμός περί μοναχισμού προέρχεται εκ Θεού. Το σφάλμα αυτό εμπίπτει στο φαινόμενο το οποίο ο Κύριος αποκάλεσε ‘κατ’ όψιν κρίσιν’. Ο γέροντας / η γερόντισα απεμπολεί την αποστολή την οποία ανέλαβε για διάκριση των πνευμάτων, με αποτέλεσμα αντί για ηγέτης να γίνεται ουραγός, οπότε ανεξέταστα προχωρεί σε κουρά, και μάλιστα μετά από ανεπαρκές διάστημα δοκιμής. Αντίστοιχο σοβαρό πρόβλημα συναντούμε και στις ιερατικές κλίσεις, γι’ αυτό και γινόμαστε μάρτυρες προσωπικών τραγωδιών, οι οποίες όμως εκεί έχουν τραγικές επιπτώσεις και στους λαϊκούς.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις όχι σπάνια επισείεται το φόβητρο της ενοχής και θείας τιμωρίας αν ο υποψήφιος δείξει διαθέσεις να εγκαταλείψει την αρχική του πρόθεση. Ως γνωστόν, η ενοχοποίηση αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για να χειριζόμαστε τον άλλο. Αλλά, όπως και οι επιπόλαιες χειροτονίες έτσι και οι πρόχειρες κουρές (και μάλιστα εδώ πολύ περισσότερο), έχουν την δυνατότητα να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμα προσωπικά δράματα. Έχω ζήσει την οδύνη τέτοιων δραμάτων σε αρκετά πρόσωπα και η ψυχή μου εξανίσταται μπροστά στην (επιεικώς) ανευθυνότητα των αρμοδίων που δεν νοιάστηκαν να εξετάσουν «μετ’ επιστήμης» τη συγκεκριμένη ψυχή και την φύση του αιτήματός της.

  *

Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν εφευρήματα της σύγχρονης ψυχολογικής επιστήμης (την οποία κάποιοι αδελφοί μας απορρίπτουν ως δήθεν νεωτερική και κοσμική), αλλά κληρονομιά την οποία παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. Απλώς η ψυχολογική γλώσσα είναι σε θέση να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα διάφορα παθολογικά φαινόμενα με πληρότητα.

Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει στην ‘Κλίμακα’: «Κάποιοι που επρόκειτο να βαδίζουν μακρά διαδρομή ρώτησαν άλλους που γνώριζαν, αλλά άκουσαν από αυτούς πως είναι ευθεία και ακίνδυνη. Καθώς χαλάρωσαν με αυτό, κατά την οδοιπορία ή κινδύνεψαν ή επέστρεψαν πίσω, διότι ήταν απροετοίμαστοι για τις ταλαιπωρίες». Αλλού δε συμβουλεύει τον ποιμένα: «Μην απλώσεις το χέρι σου (για κουρά) πριν αποκτήσει (ο υποψήφιος) την φρόνηση που θεωρείται απαραίτητη κατά κόσμον. Διότι, αν τα κάποια από τα πρόβατα που προσήλθαν με άγνοια αποκτήσουν γνώση μετέπειτα, μην αντέχοντας το βάρος και τον καύσωνα θα αυτομολήσουν προς τον κόσμο. Και αυτό έχει κίνδυνο και για εκείνον που τούς έκαμε».

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει ότι «δεν είναι σωστό και ευλογημένο το να προσέρχονται απλά και αβασάνιστα και να τους κάνουμε μοναχούς χωρίς επισταμένη εξέταση (οὐχ ὅσιον προσιέσθαι ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε καί ἀποκείρειν ἀνεπιστημόνως)… διότι το να προχωρεί κάποιος στην κουρά αμύητος και αμαθής, είναι επικίνδυνο και καταστροφικότατο και γι’ αυτόν που τήν δέχεται και για εκείνον που τήν κάνει».[2] ‘Επιστήμη’ εδώ είναι η προσεκτική και εις βάθος γνώση, μια έννοια που έρχεται από τον προφήτη Ιερεμία (ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης) και συνεχίζεται στους Πατέρες. (Εντύπωση μού προκαλεί εδώ ότι αμφότεροι οι μνημονευθέντες Πατέρες επισημαίνουν ότι με τις απρόσεκτες κουρές ζημιώνονται και οι ίδιοι οι ηγούμενοι και ηγουμένες…).

Στην γραμμή αυτή προσοχής και υπευθυνότητας, λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος, αντιλαμβανόμενος την ανθρώπινη ανεπάρκεια έναντι των πολύπλοκων προβλημάτων της ανθρώπινης ψυχής, έχει ρητά συστήσει στους επικεφαλής των κοινοβίων: «Είναι καλό να συνεδριάζουν κάποτε σε καθορισμένους καιρούς και τόπους οι προεστώτες των αδελφοτήτων για να αναφέρουν ο ένας στον άλλο τα περίεργα συμβάντα και τα δυσεπίλυτα προβλήματα και πώς τακτοποίησαν το καθένα, ώστε και τα λάθη να εκτεθούν με εμπιστοσύνη στην κρίση των πολλών και τα ορθά να επικυρωθούν με τη μαρτυρία όλων».[3] Η προτροπή αυτή πηγάζει από την καταστατική αρχή της συνοδικότητας, η οποία αποτελεί το «σύνταγμα» της Εκκλησίας.

Ας ομολογήσουμε ότι τέτοιος θεσμός στην Εκκλησία μας δυστυχώς δεν υφίσταται. Μοναστικές συνάξεις μητροπόλεων σπανίως διοργανώνονται και τότε λαμβάνουν τη μορφή διαλέξεων. Αλλά και αυτές έχουν χαρακτήρα δοξαστικό και εγκωμιαστικό[4], απουσιάζει δε οποιαδήποτε αναφορά σε πραγματικά υπαρκτά προβλήματα της μοναστικής ζωής, πολλώ δε μάλλον δεν υλοποιείται η προτροπή του Μ. Βασιλείου να γίνεται συζήτηση επί συγκεκριμένων περιπτώσεων που δυσκολεύουν.[5] Ενδεχομένως να επιχειρείται σε κάποιες περιπτώσεις κατ’ ιδίαν συμβουλευτική από εμπειρότερους ηγούμενους και ηγουμένες.

  Ελπίζω να έγινε τώρα σαφές πως η κριτική στον μοναχισμό μας δεν πρέπει να αναφέρεται σε πτώσεις και αμαρτίες, στις οποίες άλλωστε όλοι υποκείμεθα. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος θα περίμενε οι μοναχοί/μοναχές μας να είναι αναμάρτητοι. Όλο το πρόβλημα συνίσταται σε νοοτροπίες, διότι αυτές είναι υπεύθυνες για τις νοσηρές μοναχικές κλίσεις. Όσο αυτές δεν αλλάζουν, θα ανοίγουν τον δρόμο και σε ατομικές πτώσεις. Μια τέτοια κριτική νοοτροπιών θεωρείται ήδη κατακτημένη πραγματικότητα στην Εκκλησία μας και διεξάγεται από ετών με δημιουργικά αποτελέσματα. Όποιος παρακολουθεί την θεολογική αρθρογραφία και τα εκκλησιαστικά έντυπα παρατηρεί ότι δεν έχουν εξαιρεθή από αυτήν (και ορθά) ούτε οι πρεσβύτεροι ούτε οι επίσκοποι. Γιατί να ισχύει κάτι άλλο για τον θεσμό του μοναχισμού; Όμως απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο σεβασμός, η αγάπη, η αποφυγή της γενίκευσης, και η εμπεριστατωμένη γνώση.

  *

Επάγγελμα του μοναχού είναι η μετάνοια. Αλλά – και εδώ αρχίζουν και θάμβος και ευγνωμοσύνη – ο προοδεύων πνευματικά μοναχός αρχίζει να μετανοεί από αγάπη και για όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να μετανοήσουν. Έτσι συν τω χρόνω γίνεται καθολικός και παγκόσμιος άνθρωπος, υπέρ της οικουμένης απάσης. Αυτή η εκούσια αγαπητική αποδοχή είναι που θα τόν καταστήσει χριστοειδή, πλατύνοντας την καρδιά και τον νου του. Η μετάνοια εν ονόματι όλων φέρνει παρηγοριά και δοξολογία, αξιοποιεί δε τους ασκητικούς κόπους. Αλλά μια τέτοια αποστολή απαιτεί ποιοτικές μοναχικές κλίσεις, όχι με εκκοσμικευμένα κίνητρα.

Το εκπληκτικό αυτό έργο ζητά τις προσευχές όλων μας. Και από τους ίδιους τους μοναχούς απαιτεί υγιά προσωπική θεολογία και σημαντικού βαθμού πνευματική ελευθερία για να έλθει σε πέρας. Τέτοιους μοναχούς έχουμε όλοι εμείς χρέος να προετοιμάσουμε, ως οικογένεια και ως ενορία, ώστε να τούς προσφέρουμε στον μοναχισμό μας.

Ίσως χρειάζεται να θυμηθούμε αυτό το οποίο ψάλλουμε στους Αναβαθμούς του πλαγίου β΄: «Ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς ἐξουθενημένους, καταρτίζων εὔχρηστα σκεύη σου, Λόγε». Εκ προοιμίου δεχόμαστε ότι είμαστε ταλαίπωροι, πολύ αδύναμοι, ζητούμε το έλεός Του, αλλά ταυτόχρονα παραδινόμαστε να μάς αλλάξει. Μόνο αναγνωρίζοντας την αδυναμία μας θα έχουμε ελπίδα αλλαγής.

Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αντίθετα φανερώνει το θεανθρώπινο μεγαλείο και το πόσο επιεικής είναι ο Θεός μας. Εγκαταλείπουν τον Χριστό οι μαθητές Του, μετά από τόσα που άκουσαν εκείνο το βράδυ της συλλήψεως και το Μυστικό Δείπνο, τούς λένε οι μυροφόρες και δεν πιστεύουν ότι αναστήθηκε (μάλιστα, τό θεωρούν παραλήρημα), δέχονται επιτίμηση από τον Χριστό ως ανόητοι και βραδείς τη καρδία, και μετά από πενήντα μέρες τούς στέλνει το Άγιο Πνεύμα! Ο Χριστός πιστεύει σε εμάς περισσότερο απ’ όσο εμείς οι ίδιοι!

Αλλά ταυτόχρονα είπε ότι το νέο κρασί δεν μπαίνει σε παλιά ασκιά…

π. Βασίλειος Θερμός

Ψυχίατρος παιδιών καί εφήβων.
Δρ. Θεολογικής Σχολής του Παν/μιου Αθηνών.
 Καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών


[1] Στην εισήγηση αυτή εξετάζουμε την κλίση ως προσωπική διάθεση να μονάσει κάποιος, και όχι την εκ Θεού κλήση, η οποία άλλωστε δεν υπόκειται σε καμία έρευνα.

[2] Επιστολή 164, ΕΠΕ 2, 331.

[3] Όροι κατά πλάτος, νδ΄, ΕΠΕ 8, 395.

[4] Ορθά ο π. Μωυσής Αγιορείτης επισήμανε: «Συμβαίνει μερικές φορές οι μοναχοί να εκθειάζουν τον μοναχισμό υπέρμετρα, όχι πάντοτε γιατί βιώνουν την πληρότητά του, αλλ’ ίσως για να δικαιολογήσουν την επιλογή τους» (Σύγχρονος αγιορείτικος μοναχισμός, «Ορθόδοξος μοναχισμός», εκδ. Αρμός, σ. 17). Σημαντικό κείμενο κριτικής επισκόπησης επίσης έχει γραφή από τον π. Αντώνιο Ρωμαίο («Σκέψεις για τον ελλαδικό μοναχισμό»), στην Σύναξη (τ. 35, 1990, σ. 17-32).

[5] Ωραιοποιώντας την μοναχική ζωή εξαφανίζεται η διάκριση ότι όλα τα απαριθμούμενα θαυμαστά συμβαίνουν μόνο στον αληθινό μοναχό, σε αυτόν που ζη αξίως της κλήσεώς του και που επιπλέον έχει εξελιχθή πνευματικά συν τω χρόνω. Ούτε επίσης εμφανίζεται η υποψία ότι μια παρόμοια ευεργετική καρποφορία ακτινοβολείται και από τον αγιαζόμενο έγγαμο. Γενικά έχει κανείς την αίσθηση ότι κατά την σύγκριση των δύο δρόμων κατά κανόνα διαπράττεται ένα λογικό σφάλμα: δεν συγκρίνονται ομοειδείς καταστάσεις διότι αντιπαραβάλλονται οι λαμπρές περιπτώσεις του μοναχισμού με τις μέτριες ή και αποτυχημένες του εγγάμου βίου.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Εδώ και κάποιες δεκαετίες στον προφορικό και γραπτό εκκλησιαστικό λόγο συνηθίζεται να διατυπώνεται η θέση πως η κατά Χριστόν ζωή γνωρίζει δύο δρόμους, τον γάμο και τον μοναχισμό..."

Κοντολογίς όλοι οι άγαμοι αν δε θέλουν να παντρευτούν να γίνουν μοναχοί;;!!
Ποιος τα λέει και τα πιστεύει αυτά! ;
Λέει τέτοια πράγματα η Εκκλησία για την εν Χριστώ Ζωή;; Απίστευτα πράγματα!


Δημητρίου Γιάννης

Ανώνυμος είπε...

Ξεπερασμένος «Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει ότι «δεν είναι σωστό και ευλογημένο το να προσέρχονται απλά και αβασάνιστα και να τους κάνουμε μοναχούς χωρίς επισταμένη εξέταση» για Ηγούμενους και Επισκόπους. Σπεύδουν χωρίς δοκιμασία στο μοναχικό σχήμα. Πολλές φορές λίγες ημέρες ή εβδομάδες είναι αρκετές. Για κάποιους άλλους πάνε λίγη ώρα πριν κάνουν την Κουρά και επιστρέφουν σπίτι τους. Αυτά τα συνέδρια σε τι αποσκοπούν να ειπωθούνε θεωρίες Πατερικές ή να διορθωθούνε λάθη;

Ανώνυμος είπε...

Εμπεριστατωμένη εισήγηση όχι μόνο για Μοναχούς και Μοναχές αλλά και για εμάς τους λαϊκούς. Μεγάλη αλλά άξιζε ο χρόνος που διέθεσα. Ταπεινά θα ευχόμουν να μελετηθεί από μοναχικές συνοδείες γιατί θα ήταν μεγάλη η πνευματική βοήθεια τους.

Αλεξανδρεύς είπε...

@ Δημητρίου Γιάννης
Με εκπλήττει η έκπληξή σας! Εγώ τουλάχιστον το ακούω διαρκώς και μάλιστα όσο περνούν τα χρόνια και περισσότερο (δυστυχώς). Θεωρώ πως για πολλές από αυτές τις στρεβλές αντιλήψεις αιτία (μια από τις πολλές) είναι η πλημμελής -αν όχι ανύπαρκτη- μελέτη μας. Όχι μόνο της εκκλησιαστικής ιστορίας αλλά της θεολογίας γενικότερα.
Συχνά δε μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι κηρύττοντες και διδάσκοντες.
Η εισήγηση του π Βασιλείου εξαιρετική!
γδμ

Ανώνυμος είπε...

@Αλεξανδρεϋς
Μπορεί να βλέπετε εξαιρετική την εισήγηση του π. Βασιλείου πλην όμως δε μπήκε στον κόπο να μας δηλώσει ότι κι αυτός βλέπει ως στρεβλή τη θέση "πως η κατά Χριστόν ζωή γνωρίζει δύο δρόμους, τον γάμο και τον μοναχισμό..."
Έτσι, σύμφωνα μαυτά που λέτε η αντιμετώπιση του π. Βασιλείου μπορεί να θεωρηθεί και ως πλημμελής σχετικά με το θέμα αυτό!

Όπου βλέπουμε στρεβλες καταστάσεις πρέπει να τις καταγγέλλουμε...πώς αλλιώς;;

Δημητρίου Γιάννης

Ανώνυμος είπε...

Το νοσηρό φαινόμενο με μοναχούς να κατοικούν σε σπίτι με την πατρική τους οικογένεια, γιατί είναι "αποδεκτό=συνηθισμένο" μόνο στους μοναχούς και όχι στις μοναχές; Επίσης, επιτρέπεται σε ημερολόγιο μητροπόλεως και συγκεκριμένα στον κατάλογο των ιερών μονών σε ανδρικά μοναστήρια να επισημαίνεται πως ο αριθμός των εγκαταβιούντων να είναι ο μισός από τους εγγεγραμμένους;

Ανώνυμος είπε...

Οι μοναχοί που λείπουν από τα Μοναστήρια καί μένουν στις πατρικές οικίες είναι συνήθως Ιερομόναχοι καί τούς έχουν ανατεθεί Λειτουργικά καθήκοντα σε Ενορίες.
Οι μοναχές φυσικά δέν έχουν τέτοια καθήκοντα, καί γι αυτό δέν απουσιάζουν από το Μοναστήρι τους.

Ανώνυμος είπε...

Όντως οι Ιερομόναχοι έχουν λειτουργικά καθήκοντα σε ενορίες. Σε πόλεις όμως όπου τα μοναστήρια βρίσκονται εντός της πόλεως, πού ακριβώς εμποδίζει η διαμονή σε αυτά;