Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ευτύχιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ’ [530], καταγόμενος μεν, εκ της επαρχίας της Φρυγίας, από ένα χωρίον ονομαζόμενον θεία Κώμη. Ανατραφείς δε κοντά εις τον Πρεσβύτερον Ησύχιον (ο οποίος, ήτον μεν πάππος του Αγίου, δια δε την θεοφιλίαν του ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα), εβαπτίσθη από τον αυτόν πάππον του εις την Εκκλησίαν της Αυγουστοπόλεως, εις την οποίαν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν ο ρηθείς πάππος του, και ήτον σκευοφύλαξ της Εκκλησίας εκείνης. Επειδή δε ο Άγιος ούτος εμελέτησε τα ιερά λόγια, και έφθασεν εις το βάθος της γνώσεως των Γραφών, τούτου χάριν εκαλέσθη από τον τότε Επίσκοπον της Αμασείας, και παρ’ αυτού εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής, ήτοι έγινεν Αναγνώστης εν τω Ναώ της κυρίας Θεοτόκου, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον του Ουρβικίου. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και πηγαίνωντας εις το εν Αμασεία συστηθέν Μοναστήριον από τον Μελέτιον και Σέλευκον τους Αρχιερείς, γίνεται εις αυτό Μοναχός, είτα και Αρχιμανδρίτης καθίσταται.
Εις καιρόν δε οπού η αγία και
Οικουμενική Πέμπτη Σύνοδος συνεκροτείτο από τον βασιλέα Ιουστινιανόν εν έτει
φνγ’ [553], και εκαλούντο εις αυτήν όλοι οι απανταχού ευρισκόμενοι Αρχιερείς·
τότε λέγω, επειδή ο Επίσκοπος της Αμασείας δεν εδύνατο να υπάγη εις την Σύνοδον
δια κάποιαν ασθένειαν οπού συνέβη εις αυτόν, τούτου χάριν εστάλθη ο μακάριος
ούτος Ευτύχιος, δια να αναπληρώση τον τόπον του Αμασείας εις την Σύνοδον.
Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Ευτύχιος, έδωκεν εις τους
εκεί να καταλάβουν με την δοκιμήν, την αρετήν και σοφίαν του. Εφάνη γαρ λαμπρός
με τας σοφάς αντιρρήσεις και αποκρίσεις οπού έκαμε κατά των αιρετικών, δείξας
από τας θείας Γραφάς, ότι οι τότε αιρετικοί, (οποίοι ήσαν Άνθιμος ο
Τραπεζούντιος, ο φρονών τα του Ευτυχούς δυσσεβή φρονήματα, και Σεβήρος, και
Πέτρος ο Απαμείας, και Ζωόρας, και αφίνω τον Ωριγένη και Δίδυμον και Ευάγριον
τους παλαιούς αιρετικούς, τους οποίους αναθεμάτισεν η αυτή Σύνοδος, ομού με τα
συγγράμματα αυτών), απέδειξε, λέγω, ο θείος ούτος Ευτύχιος, ότι οι ρηθέντες
αιρετικοί, πρέπει να αναθεματισθούν. Όθεν εκ τούτου εκίνησεν ο Άγιος τους
Κωνσταντινουπολίτας και αυτόν ακόμη τον βασιλέα Ιουστινιανόν, εις το να
αγαπήσουν αυτόν, τόσον οπού, και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνάς,
είπεν εκ θείας αποκαλύψεως, ότι αυτός είναι ο εδικός του διάδοχος. Δια τούτο
αφ’ ου μετά ολίγον καιρόν εξεδήμησε προς Κύριον ο Μηνάς, εκάλεσε τον Άγιον
τούτον Ευτύχιον από την Αμάσειαν ο βασιλεύς Ιουστινιανός, και με την ψήφον των
Αρχιερέων και όλου του πληρώματος της Εκκλησίας, και όλης της πόλεως, ανέδειξεν
αυτόν Πατριάρχην της λαμπράς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά ταύτα ο των ζιζανίων σπορεύς
Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την ευστάθειαν και ειρήνην της του Χριστού
Εκκλησίας, δια τούτο ηθέλησε να συγχύση ταύτην με σαθρά δόγματα. Όθεν έπεισε
μερικούς να λέγουν, ότι η εκ της Αγίας Παρθένου προσληφθείσα σαρξ παρά του Θεού
Λόγου, ήτον προ του πάθους άφθαρτος. Εις τούτο δε το κακόδοξον φρόνημα, έπεσε
και ο βασιλεύς Ιουστινιανός, τον οποίον επειδή ο Άγιος ήλεγξε, δια τούτο
εξωρίσθη παρ’ αυτού εις την Αμάσειαν, (ύστερον αφ’ ου επατριάρχευσε δώδεκα
χρόνους, μήνας τέσσαρας, και ημέρας δεκατρείς και έγινεν αντ’ αυτού Πατριάρχης
ο από Σχολαστικών Ιωάννης). Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις το εν Αμασεία παλαιόν
του Μοναστήριον, ηκολούθει πάλιν την προτέραν του άσκησιν, και πολλάς εκεί
θαυματουργίας εποίησεν. Αφ’ ου δε επέρασαν δώδεκα χρόνοι εις την εξορίαν, πάλιν
ανεκαλέσθη ο Όσιος και ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει
φος’, [576], δηλαδή ύστερον αφ’ ου ο Ιουστινιανός απέθανε. Και αφ’ ου έγιναν
βασιλείς ο Ιουστίνος εν έτει φξε’ [565], και ο Τιβέριος εν έτει φος’ [576].
Ηξιώθη δε ο Άγιος λαμπράν υποδοχήν και δεξίωσιν από όλους τους πρώτους της
Κωνσταντινουπόλεως, όταν επανεγύρισε. Κατέπαυσε και δια προσευχής του και την
λοιμικήν ασθένειαν, οπού τότε ηκολούθησεν εις Κωνσταντινούπολιν, και εθανάτονεν
όλους ομού τους ανθρώπους. Ποιήσας λοιπόν επί του θρόνου χρόνους εικοσιτέσσαρας
και μήνας εξ μετά την επάνοδον, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ούτος ο Άγιος προείπε
μεν εις τον Τιβέριον, ότι έχει να γένη βασιλεύς. Πηγαίνωντας δε να τον
επισκεφθή, προείπεν εις αυτόν και ότι μέλλει να τελευτήση. Τα οποία και τα δύω
έγιναν δια των έργων, επειδή μετά τέσσαρας μήνας της κοιμήσεως του Αγίου,
απέθανεν ο Τιβέριος. Κατετέθη δε το λείψανον του Αγίου Ευτυχίου υποκάτω εις την
αγίαν Τράπεζαν της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, όπου ευρίσκοντο και τα άγια
λείψανα Ανδρέου και Λουκά και Τιμοθέου των ιερών Αποστόλων. Τελείται δε η αυτού
Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου