Η μεγάλη συνέντευξη
Ο Παπάσταυρος αφιέρωσε τη ζωή του στα ιδανικά της
ελευθερίας, της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Παράλληλα υπήρξε βαθειά
θρησκευόμενος έχοντας το Χριστό ως οδηγό του. Έλεγε ο ίδιος, μάλιστα,
χαρακτηριστικά «ζω για τον Χριστό και την Ελλάδα»!
Στην ΕΟΚΑ του 1955-59, ο Παπασταύρος ήταν ο φλογερός ιερέας που, πολύ πριν από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, είχε αρχίσει την προετοιμασία του χωρίς να ξέρει καλά- καλά ποια θα ήταν η μορφή του. Ήξερε μόνο το στόχο: Απελευθέρωση-Ένωση. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές και τους ήρωες του κυπριακού αγώνα έδιναν τον όρκο γονατισμένοι μπροστά στον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου. «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ότι θα αγωνισθώ και θα εργασθώ με όλες μου τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Κύπρου μας από το βρετανικό ζυγό και την ένωσή της με τη μάνα Ελλάδα». Έτσι άρχιζε ο όρκος που έδιναν τα μέλη της ΕΟΚΑ μετά τη μύησή τους στην οργάνωση.
«Ήταν όλοι παιδιά μου», έλεγε συχνά και δεν μπορούσες να αμφιβάλλεις γι’ αυτό όταν ξέρεις ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ στηρίχθηκε στους νέους που πέρασαν πρώτα, για πολλά χρόνια, από την κατήχηση του Παπασταύρου. Πολύ πριν από το 1955, ο Παπασταύρος είχε ιδρύσει τις χριστιανικές οργανώσεις, ειδικότερα την ΟΧΕΝ, μέσα από τις οποίες άρχισε να εμπνέει τους νέους και να ξυπνά τα ιδανικά τους για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα.Όταν αποφασίστηκε η έναρξη του αγώνα, ο
Παπασταύρος είχε ήδη έτοιμα τα πρώτα μέλη της ΕΟΚΑ. Τους νέους, δηλαδή, που
χωρίς να γνωρίζουν τι ετοίμαζε η ηγεσία, ήταν έτοιμοι να βγουν στα βουνά για
τον ανταρτοπόλεμο. «Όσους κάλεσα για να μπουν στον αγώνα, δεν μου αρνήθηκε
κανένας», αφηγείτο χαρακτηριστικά ο Παπασταύρος. «Η πρώτη κουβέντα που τους
έλεγα ήταν ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε πράξη αυτά που τραγουδούμε κάθε μέρα: ‘Θα
ενώσουμε την Κύπρο μας με την Ελλάδα μάνα μας. Είσαι πρόθυμος να προσφέρεις και
τη ζωή σου αν χρειαστεί;’ Η απάντηση όλων ήταν μονολεκτική: Ναι». Μια πλειάδα
νέων, που έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της Κύπρου, πέρασαν από τα χέρια
του Παπασταύρου.
Ο Παπασταύρος ήταν ο ιερέας που τέλεσε το γάμο του
θρύλου, υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Ιούνιο του 1955, όταν ήταν
ήδη καταζητούμενος. Ο γάμος έγινε σ’ ένα μοναστήρι, στον κατεχόμενο σήμερα
Καραβά της Κερύνειας, με άκρα μυστικότητα, αφού και οι δυο, Αυξεντίου και
Παπασταύρος, ήταν στο μάτι των Άγγλων.
Γενικά, ο Παπασταύρος υπήρξε ο στρατολόγος της
ΕΟΚΑ, με την κατηχητική δράση, την ποιμαντική, κοινωνική και πνευματική
προσφορά του, αναδείχθηκε σε άξιο ποιμενάρχη, που έδωσε την αναγκαία ενθάρρυνση
και τα απαραίτητα στηρίγματα σε πλήθος νέων, εμπνέοντας και καθοδηγώντας τους.
Κατέθεσε στην πατρίδα μας ανεκτίμητο εθνικό έργο στον απελευθερωτικό αγώνα.
Πλήθος αγωνιστών και ηρώων μας είχαν μυηθεί στην ΕΟΚΑ από τον Παπασταύρο
Παπαγαθαγγέλου. Η ζωή του στάθηκε μαρτυρία του κυπριακού ελληνισμού για
ελευθερία.
Τον Μάρτιο του 1956, ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου
συνελήφθη από τους Άγγλους και εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, μαζί με τον
Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό και το δημοσιογράφο
Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Εκεί κρατήθηκαν για 13 μήνες περίπου, και ενώ οι Άγγλοι
έλπιζαν ότι με την απομάκρυνσή τους ο αγώνας της ΕΟΚΑ θα μπορούσε να καμφθεί,
είχαν αντίθετα αποτελέσματα. Οι αντάρτες ενισχύοντο ολοένα και περισσότερο και
οι αποικιοκράτες έχαναν τη μια μάχη μετά την άλλη. Το Πάσχα του 1957, αποφασίστηκε
η απελευθέρωση των εξορίστων, αλλά δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στην
Κύπρο. Έτσι, ελεύθεροι πια, δεν είχαν άλλη επιλογή από την παραμονή τους στην
Αθήνα, απ’ όπου ασφαλώς μπορούσαν να ενισχύουν τον αγώνα μαζί με όσους
Ελλαδίτες (Πολιτεία και πολίτες) συμμετείχαν ενεργά σε όσα είχαν σχέση με τον
κυπριακό αγώνα. Στην Αθήνα έφτασαν στις 17 Απριλίου 1957. Από το αεροδρόμιο
μέχρι το ξενοδοχείο χιλιάδες Αθηναίοι τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.
Κατά την παραμονή τους στην Αθήνα και ενώ η
ηγετική τους θέση στον κυπριακό αγώνα είχε πια εδραιωθεί, άρχισαν να
διακρίνονται τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις τους. Κατά την περίοδο της εξορίας,
οι τρεις (Παπασταύρος, Κυρηνείας και Ιωαννίδης) άρχισαν να διακρίνουν μια
διαφοροποίηση στη στάση του Μακάριου, προπάντων ως προς το στόχο του κυπριακού
αγώνα και υπήρξαν διαφωνίες και προβληματισμός, αλλά στις Σεϋχέλλες,
απομονωμένοι, περιορίζονταν μόνο σε συζητήσεις μεταξύ τους. Στην Αθήνα, όμως,
είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Με διάφορους τρόπους, οι τρεις μένουν εκτός
των διαφόρων επαφών και διαβουλεύσεων, και τον Ιούλιο του 1957, ο Μακάριος, σε
συνέντευξή του στην κυπριακή εφημερίδα «Ελευθερία», μίλησε για πρώτη φορά, για
ανεξαρτησία. «Επειδή δεν είναι τόσο εύκολο να καρποφορήσει ο αγώνας μας για την
Ένωση, νομίζω ότι πρέπει να μελετήσουμε καλύτερα θέμα ανεξαρτησίας, θέμα
αυτοκυβέρνησης, για να σταματήσει πια αυτό το κακό».
Οι διαφωνίες με τον Μακάριο ενισχύθηκαν μετά την
υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και την επιστροφή στην Κύπρο. Ο Παπασταύρος
διαφώνησε με τη Ζυρίχη και απομακρύνθηκε ακόμα και από την εκκλησία της
Φανερωμένης όπου λειτουργούσε στο κέντρο της Λευκωσίας. Δεν ήταν πολιτικός,
αλλά ένας αγωνιστής. Προτίμησε να σταθεί απέναντι στον πανίσχυρο Μακάριο και να
υποστηρίξει ευθαρσώς την αντίθεσή του. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1973, ο
Παπασταύρος εξαιτίας της εκκλησιαστικής διαμάχης μεταξύ Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
και των τριών μητροπολιτών αποσύρθηκε οριστικά στο χωριό του, την Αγία Βαρβάρα,
λίγο έξω από τη Λευκωσία.
Ο ιερέας και εκπαιδευτικός Παπασταύρος έζησε 90
χρόνια γεμάτα από εθνικούς αγώνες και μεστά από την ευλογία του Θεού. Η ποίησή
του απετέλεσε μια ανθρωποπλαστική λειτουργία. Ακόμα και στα βαθιά γεράματά του
δεν αποστρατεύθηκε από το έργο του. Βρισκόταν στις επάλξεις, προσφέροντας
πνευματικό και ποιμαντικό έργο σε πλήθος ανθρώπων, που τον επισκέπτονταν στην
Αγία Βαρβάρα.
Ο Παπασταύρος ήταν υπόδειγμα δημιουργικού
ανθρώπου. Έγραψε δέκα βιβλία, (ανάμεσά τους, Η Μαρτυρία μου. Μνημειώδες
ιστορικό έργο, 540 σελίδων, που θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές μαρτυρίες
για την προετοιμασία, τον αγώνα αλλά και την κατάληξή του), έγραψε στίχους και
συνέθεσε δεκάδες τραγούδια, κυρίως για παιδιά και αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικό
έργο για το οποίο πολλοί τον τιμούν.
Ο Παπασταύρος αποτελούσε υπόδειγμα τίμιου και
ανιδιοτελούς πολίτη. Ενδεικτικό δείγμα του χαρακτήρα του ήταν η αποποίηση του
μισθού του εφημερίου της Φανερωμένης όταν ήταν στην εξορία των Σεϋχελλών, από
τη στιγμή που του ανακοινώθηκε από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ότι θα του
έδινε τα βασικά για να συντηρηθεί η πολυμελής οικογένειά του στην Κύπρο.
Έγραψε στην αγαπημένη σύντροφο της ζωής του: «Δεν
είναι ούτε δίκαιον, ούτε τίμιον, να παίρνωμεν δυο μισθούς».
Ένιωθε εξαιρετικά περήφανος που ήταν εφημέριος στη
Φανερωμένη και χαρακτηριστικά αρνήθηκε να αποδεχτεί μόνιμο διορισμό στη
Μητρόπολη των Αθηνών. Όπως ο ίδιος κατέγραψε, στη δεκαετία του ΄40 που βρέθηκε
στην Αθήνα για μια υποτροφία, μετά από τη συμμετοχή του σε Λειτουργία στη
Μητρόπολη των Αθηνών, τον κάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και του πρότεινε να
μείνει εκεί μόνιμα. «Με καλεί η πατρίδα, Μακαριώτατε», του απάντησε, και ο
Αρχιεπίσκοπος συγκινημένος, όπως έλεγε, τον ασπάστηκε και του έδωσε την ευχή
του.
Πηγή: Ίδρυμα Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου