Οι χριστιανοί έχουμε στις καρδιές μας μια υπόσχεση, η οποία είναι αναντικατάστατη. Ότι η ζωή δεν θα τελειώσει με τον θάνατο, αλλά ότι μας περιμένει η βασιλεία των ουρανών, στην οποία η ύπαρξή μας θα βρει μία κατάσταση όπου «ουκ έστι, πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η κατάσταση αυτή όμως δεν θα είναι απρόσωπη. Δεν θα είναι ένα ατομικό γεγονός, όπως στο Ισλάμ, όπου ο κάθε «πιστός» απολαμβάνει, ανάλογα με τη ζωή του, ηδονές υλικού τύπου. Θα είναι κοινωνία προσώπων, και μάλιστα, σε συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης, «ανάκλισις μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ», μετά των προπατόρων με τους οποίους η πίστη στον Θεό είναι κοινή. Ο Χριστός παρομοιάζει τη βασιλεία των ουρανών συχνά με ένα μεγάλο τραπέζι, στο οποίο όμως δεν είναι οι υλικού τύπου ηδονές και τροφές που δεσπόζουν, αλλά τα πρόσωπα. Οι πιστοί θα αναγνωρίζουν και θα χαίρονται με όσους βρήκαν τον Θεό και έδειξαν τον δρόμο και στους άλλους.
Αυτή η υπόσχεση έρχεται σε αντίθεση με τη
νοοτροπία του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, ο οποίος βλέπει τα πάντα στην
προοπτική του παρόντος, του «εδώ και τώρα», «σαν να μην υπάρχει αύριο».
Βεβαίως, και εμείς πιστεύουμε ότι η βασιλεία του Θεού ξεκινά από το «εδώ και
τώρα», καθώς η πίστη δεν είναι κάτι που θα έρθει, αλλά έχει ήδη έρθει, ενώ το
μεγάλο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών είναι η θεία ευχαριστία, στην οποία
όσοι συμμετέχουμε, συναντούμε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όσους
προηγήθηκαν ημών εν τη πίστει, ζώντας την κοινή χαρά της παρουσίας του Χριστού
ως Θεού όλων μας. Ο κόσμος όμως πορεύεται στην προοπτική του μηδέν, του τίποτα
μετά τον θάνατο. Γι’ αυτό και η καλοσύνη και η αγάπη μετρούν μόνο ως
υστεροφημία ή ως τήρηση κάποιων κανόνων κοινωνικής συμβίωσης και όχι ως ένδειξη
ζώσας πίστης, που γίνεται εμπιστοσύνη στον Θεό και άνοιγμα στον πλησίον.
Ο Χριστός, εισερχόμενος στην Καπερναούμ,
συναντά έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο οποίος Τον παρακαλεί να γιατρέψει τον
υπηρέτη του, χωρίς να πάει στο σπίτι του. Εμπιστεύεται τον Χριστό και θεωρεί
ταπεινά ότι δεν αξίζει να εισέλθει ο Κύριος στον οίκο του. Είναι αρκετός ο
λόγος Του για να γιατρευτεί ο οικείος του υπηρέτης. Ο εκατόνταρχος ζει την
δύναμη της πίστης ως αγάπης για τον πλησίον, και μάλιστα για κάποιον που εκείνη
την εποχή δεν είχε ούτε το δικαίωμα να θεωρείται άνθρωπος. Ζει την δύναμη της
πίστης ως εμπιστοσύνης στον Θεάνθρωπο Κύριο, σε μια εποχή στην οποία τα πρόσωπα
που εξουσίαζαν την περιοχή της Ιουδαίας πίστευαν στα είδωλα και περιφρονούσαν
τον λαό του Ισραήλ και τη θρησκευτικότητά του. Ζει την ταπεινότητα της
αυτεπίγνωσης, σε μια εποχή στην οποία αξία είχε μόνο ο ατομικός εαυτός. Και ο
Κύριος θαυμάζει τον εκατόνταρχο, εκπληρώνει την επιθυμία του και ομολογεί ότι ο
Ρωμαίος αξιωματούχος ήδη βιώνει την πίστη ως κοινωνία με τον Θεό και τον
συνάνθρωπο, ενώ πολλοί εκ των ακολουθούντων στη θεωρία αυτή την πίστη είναι
μακριά από τη βασιλεία των ουρανών και θα ζήσουν την κατάσταση της κόλασης,
δηλαδή της μοναξιάς, του σκοταδιού, του φόβου, της ακοινωνησίας, του θυμού για
το ότι ο εγωκεντρισμός τους δεν θα αναγνωρίζεται από κανέναν και της
απελπισίας.
Σε έναν κόσμο, όπου η αδιαφορία για την
υπόσχεση της βασιλείας των ουρανών δεσπόζει, ας ξαναδούμε το παράδειγμα του
εκατοντάρχου. Ας ξαναβρούμε τη προοπτική της Εκκλησίας ως συνάντησης προσώπων.
Και ας κάνουμε δική μας την υπόσχεση της διαρκούς συνάντησής μας με τον Θεό και
τον συνάνθρωπο στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, της αγάπης, της
ταπείνωσης και της αυτεπίγνωσης, της εμπιστοσύνης και της ελπίδας ότι πάντα
δυνατά τω πιστεύοντι.
21 Ιουλίου 2024
Κυριακή Δ’ Ματθαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου