Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Ἡ ψυχική ὑγεία των παιδιών - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ ψυχική ὑγεία των παιδιών

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, θὰ μιλήσουμε ἐπάνω στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 8,5-13). Τὸ άκούσατε. Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου.

Ὅπως ἡ Ἑλλάδα ἔχει πρωτεύουσα τὴν Ἀ­θήνα, ἔτσι τὸ Ἰσραὴλ εἶχε καὶ ἔχει πρωτεύου­σα τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ, σὲ κάποια συνοικία, ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἀρχον­τικό. Ἀνῆκε σ᾿ ἕναν «ἑκατόνταρχον» (Ματθ. 8,5), ἀξι­ωματικὸ δηλαδὴ τοῦ στρατοῦ τῆς Ῥώμης, ἡ ὁ­ποία τότε κυριαρχοῦσε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε στὸ σπίτι του ἕνα δοῦ­λο παράλυτο. Οἱ δοῦλοι τότε δὲν θεωροῦνταν ἄνθρωποι. Τοὺς ἀγόραζαν καὶ τοὺς πουλοῦσαν, κι ὁ ἀφέντης εἶχε δικαίωμα νὰ κάνῃ τὸ δοῦλο του ὅ,τι θέλει χωρὶς νὰ δώσῃ λόγο σὲ κανένα. Ἐν τούτοις ὁ εἰδωλολάτρης αὐτὸς ἀξιωματι­κὸς δείχνει ἐνδιαφέρον καὶ στοργὴ γιὰ τὸν ἄρ­ρωστο δοῦλο. Κάλεσε γιατρούς, πῆρε φάρμα­κα, ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατόν. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ ἔμενε παράλυτο, μολύβι πάνω στὸ κρεβάτι. Βασανιζόταν καὶ ὑπέφερε.
Ἀπελπισμένος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄκουσε ξα­φνικὰ ἕνα ὄνομα. Ἦταν τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄ­κουσε, ὅτι ὅπου αὐτὸς ἀγγίζει τὰ ἅγιά του χέρια, τυφλοὶ βλέπουν, κουφοὶ ἀκοῦνε, παρά­λυτοι σηκώνονται, νεκροὶ ἀνασταίνονται. Καὶ εἶπε μέσα του· Ὁ Χριστὸς θὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί! Πηγαίνει λοιπὸν καὶ πλησιάζει τὸ Χριστό. Ταπεινώνεται, σκύβει μπροστά του καὶ λέει· –Κύριε, τὸ ἔλεός σου ζητῶ· ἔχω ἕναν ὑπηρέτη ποὺ ἔχει πέσει παράλυτος καὶ βασανίζεται.

Ὁ Χριστὸς λέει· –Θὰ ἔρθω ὁ ἴδιος νὰ τὸν θεραπεύ­σω. Μόλις τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἑκατόνταρχος εἶ­πε· –Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βάλω στὸ σπί­τι μου. Φτάνει νὰ πῇς ἕνα λόγο, καὶ ὁ ὑπηρέτης μου θὰ γίνῃ καλά.

Ὅπως ἐγὼ ὡς ἀξιωματικὸς ἔχω ὑπὸ τὶς διαταγές μου στρατιῶτες, καὶ διατάζω τὸν ἕνα νὰ πάῃ κάπου, καὶ πηγαί­νει, διατάζω τὸν ἄλλον νὰ ἔρθῃ, καὶ ἔρχεται, δι­ατάζω καὶ τὸ δοῦλο μου νὰ κάνῃ κάτι, καὶ τὸ κάνει· ἔτσι κ᾿ ἐσύ, ποὺ εἶσαι παραπάνω ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ κόσμου –τί εἶν᾿ αὐ­τοὶ μπροστά σου–, πές ἕνα λόγο, καὶ θὰ γίνῃ. Ἐσὺ κυβερνᾷς τὸ σύμπαν· ὑπάκουοι στρατιῶ­τες σου εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ βγαίνει στὴν ὥρα του μὲ ἀκρίβεια δευτερολέπτου, ἡ σελήνη, τ᾿ ἀστέ­ρια, οἱ ἐποχές, ὅλα στὴ φύσι. Δὲν εἶνε ἀνάγκη λοιπὸν νά ᾿σαι στὸ σπίτι· ἡ διαταγή σου φτάνει κι ἀπὸ μακριά… Τότε ὁ Χριστὸς θαύμασε τὴ μεγάλη του πίστι καὶ λέει· –Ὅπως πίστεψες ἔτσι νὰ γίνῃ. Κι ἀμέσως –ἂν εἶχε κάποιος ῥολόϊ θὰ τὸ ἔβλεπε– τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.
Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Πέρασαν ἀπὸ τότε δυὸ χιλιάδες χρόνια. Ἀλλ᾿ ὅπως τότε ὑπῆρχαν παιδιά, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ σήμερα. Κι ὅπως τότε τὰ παιδιὰ ἀρρώσταιναν, ἔτσι ἀρρωσταίνουν καὶ τώρα. Ἄλλα εἶνε ἄρρωστα σωματικῶς, ἄλλα ψυχικῶς.
Γιὰ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες φταῖνε συχνὰ οἱ γονεῖς, λόγῳ τῆς κληρονομικότητος. Αὐτοὶ κάνουν τὸ κέφι τους. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶνε ἀκρατεῖς, μεθοῦν, ἀσελγοῦν, πορνεύουν, τότε γεννοῦν παιδιὰ βεβαρημένα, ἀνάπηρα, καθυστερημένα, τυφλά, κουφὰ κ.τ.λ.. Πρῶτα, παρθένοι οἱ γονεῖς, γεννοῦσαν παιδιὰ λεβέντες· τώρα τὰ παιδιὰ εἶνε καρπὸς αἰσχροτήτων καὶ ἁμαρτί­ας. Καὶ ὁ ἀπόστολος σήμερα εἶπε· «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23).
Ἀλλὰ τὰ σωματικῶς ἄρρωστα παιδιὰ εἶνε λίγα· πολλὰ εἶνε τὰ ψυχικῶς ἄρρωστα. Μπορεῖ ἕνα παιδὶ νά ᾿χῃ γερὸ τὸ σῶμα· τί νὰ τὸ κά­νῃς ὅμως; Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ ψυχή. Ἕνα μῆ­λο φαίνεται κόκκινο, ὡραῖο, ἀλλὰ τὸ κόβεις κ᾿ ἔχει μέσα σκουλήκι. Ἔτσι καὶ τὸ παιδί· ἔχει ὑ­γεία καὶ ὀμορφιά, ἀλλὰ μέσα του ἔχει κακίες, ψυχικὲς ἀσθένειες, ποὺ τὶς κληρονόμησε πάλι ἀπ᾿ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. Ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος εἶνε ὁρατὴ καὶ γνωστή· ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς εἶνε ἀόρατη καὶ δυσδιάγνωστη. Ποιό εἶνε τὸ γενικὸ ὄνομα τῆς ἀσθενείας αὐ­τῆς; Λέγεται ἁμαρτία. Ναί, καὶ τὰ μικρὰ παιδά­κια ἔχουν τὸ κακὸ μέσα τους. Ὄχι βέβαια ὅ­πως οἱ μεγάλοι· σ᾿ ἕνα μικρὸ βαθμό. Ἂν ὅμως γονεῖς καὶ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ κληρικοὶ δὲν προ­σέξουν, αὐτὰ τὰ μικρά, ποὺ φαίνονται σὰν ἀγ­γελούδια μέσ᾿ στὴν κούνια, μπορεῖ νὰ γίνουν δολοφόνοι καὶ σφαγεῖς. Ὤ τί εὐθύνη ἔχουν! Μοῦ ᾿λεγε ἕνας γέρος στὰ χρόνια τῆς κατο­χῆς· Εἴχαμε στὴ γειτονιὰ ἕνα παιδάκι ξανθὸ μὲ ὡ­ραῖα γαλανὰ μάτια. Τό ᾿παιρνα στὴν ἀγκαλιά, τό ᾿λεγα ἀγγελούδι. Μετὰ τί ἔγινε; Μέγας κακοῦργος τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας· ἔσφαξε τρα­κόσους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαχαίρι! Ἂν ἤξερα τί θὰ γίνῃ, μπορεῖ νὰ μὴν τ᾿ ἄφηνα νὰ ζήσῃ…
Ἀγγελούδι! μέσα του ὅμως ἔχει τὸ σκουλή­κι, τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια. Θέλετε νὰ μετρήσου­με μερικὰ εἴδη αὐτῆς τῆς ψυχοπαθείας;
Νά ἕνα. Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ μικρό; Ἐκεῖ ποὺ κάθεται ἥσυχο, ξαφνικὰ θυμώνει, κοκκινί­ζει, ὁρμᾷ καὶ χτυπᾷ τ᾿ ἀδερφάκι του. Ἔχει θυμὸ μέσα του. Μικρὸ πάθος εἶνε ὁ θυμός; Πόσα ἀντρόγυνα δὲν χώρισαν γιατὶ κι ὁ ἕνας ἦταν θυμώδης κ᾿ ἡ ἄλλη δὲν δεχόταν λόγο;
Ἄλλο πάθος τῆς παιδικῆς ψυχῆς εἶνε ὁ φθό­νος. Τὸ βεβαιώνουν καὶ οἱ γιατροί. Μιὰ μάνα εἶχε δυὸ παιδάκια, τὸ ἕνα στὴν κούνια καὶ τ᾿ ἄλ­λο μεγαλύτερο, καταλάβαινε· κι ὅταν ἔπαιρνε τὸ μωρὸ νὰ τὸ θηλάσῃ, τ᾿ ἄλλο κιτρίνιζε· ἤθελε ὅλο τὸ γάλα δικό του. Τὸ φθονερὸ παιδὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ δῇ νὰ δίνουν στὸ ἄλλο κάποιο δῶρο ἢ νὰ τὸ ἐπαινῇ ὁ δάσκαλος. Βαρειὰ ἀρρώστια ὁ φθόνος· ἄντε νὰ τὴ θεραπεύσῃς…
Ἄλλη παιδικὴ ἀσθένεια εἶνε τὸ πεῖσμα. Ἂν ἡ μάνα δὲν κάνῃ τὸ χατίρι τοῦ «ἀγᾶ», δὲν τοῦ φτειάξῃ τὸ φαγητὸ ποὺ θέλει, δὲν τοῦ τηγανί­σῃ τὸ ἀβγό, αὐτὸς χαλάει τὸν κόσμο. Φωνάζει, πέφτει κάτω, χτυπιέται. Εἶνε ἕνας μικρὸς τύραννος. Κ᾿ ἡ μάνα δὲν ξέρει παιδαγωγία, νὰ τοῦ δώσῃ μερικὲς ξυλιές, ἀλλ᾿ ὑποχωρεῖ. Καὶ «τὸ γινάτι βγάζει μάτι», λέει ὁ λαός. Ἀπὸ πεῖσμα διαλύθηκαν σπίτια, χωριὰ καὶ πολιτεῖες, γίνον­ται πόλεμοι, κινδυνεύει ἡ ἀνθρωπότητα.
Θέλετε ἄλλη ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ; Εἶνε ἡ ὀκνηρία, ἡ τεμπελιά. Ἦρθε καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ ἤμασταν φτωχὸς καὶ ἐργατικὸς λαός. Τώρα μόνο μερικοὶ ἀγρότες καὶ κτηνοτρόφοι ἐργάζονται· ὅλοι πᾶνε γιὰ …σπουδές. Τὸ ὀκνηρὸ παιδὶ φαίνεται ἀπὸ μικρό. Τὸ πρωὶ δὲν ξυπνάει οὔτε μὲ βόμβες. Σηκώνεται ἀργά. Ἂν εἶνε κορίτσι, δὲν πλένει οὔτ᾿ ἕνα πιάτο· ἂν εἶνε ἀγόρι, δὲ λέει Πατέρα, νὰ σὲ βοηθήσω. «Ἡ ἀργία (εἶνε) μήτηρ πάσης κακίας», ἔλεγε ἕνα γνωμικὸ τῶν προγόνων μας.
Ποῦ νὰ περιγράψῃς ὅλες τὶς ἀσθένειες τῶν παιδιῶν! Αὐτὲς μεγαλώνουν μαζὶ μὲ τὴν ἡ­λικία. Κι ὅπως ἕνα μικρὸ δεντράκι, ἂν μεγαλώσῃ καὶ γίνῃ πλατάνι, δὲν ξερριζώνεται, ἔτσι καὶ τὰ παιδικὰ αὐτὰ ἐλαττώματα, ἂν δὲν τὰ προσέξουμε, μετὰ δύσκολα ξερριζώνονται· κι ἀλλοίμονο στὸ περιβάλλον (οἰκογένεια, χωριό, κράτος, κοινωνία). Γι᾿ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία ἡ θεραπεία τῶν παιδικῶν παθῶν.
* * *
Θὰ ρωτήσετε τώρα· Καὶ ποιός θὰ θεραπεύσῃ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ψυχικὲς αὐτὲς ἀσθένειες; ὑπάρχει γιατρὸς γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα; Τελευταῖα βγῆκε μιὰ νέα ἐπιστήμη –ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ–, ἡ ψυχιατρική. Οἱ ψυχίατροι ὅ­μως, ποὺ ὑπόσχονται ὅτι μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὰ ψυχικὰ νοσήματα, σὲ πολλὲς περιπτώσεις δὲν πιστεύουν σὲ …ψυχή! Γι᾿ αὐτὸ κάποιος εἶπε, ὅτι πρῶτοι αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ψυχιάτρου. Ὑπάρχουν, ἀσφαλῶς, καὶ μεγάλοι ἐπιστήμονες ψυχίατροι.
Ἀλλ᾿ ὁ μόνος ἀληθινὸς γιατρὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε γιατρὸς ψυ­χῶν καὶ σωμάτων. Ξέρω μανάδες στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἤμουν ἱεροκήρυκας, ποὺ τὰ παιδιά τους ἀρρώστησαν, τὰ πῆγαν στὸ ἐξωτερικό, κ᾿ ἔμειναν ἀθεράπευτα παρὰ τὰ ἑκατομμύρια ποὺ ξώδεψαν. Καὶ –δὲν εἶνε ψέμα– πῆγαν στὴν ἐκκλησιά, γονάτισαν, ἔκαναν ὅλη νύχτα τὴν προσευχή τους, καὶ τὸ πρωὶ τὸ παιδὶ ἦταν καλά. Τὸ θεράπευσε ἡ γιάτρισσα ἡ Παναγία μας! Ὅπως τότε ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸ δοῦ­λο τοῦ ἑκατοντάρχου, ἔτσι καὶ σήμερα θε­ραπεύει. Δὲν ἐλαττώθηκε ἡ δύναμί του. Μένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Εἶνε ὁ Ἰατρός. Ἰατρεῖο του εἶ­νε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ποιά εἶνε τὰ φάρμακά του; Τὸ ἕνα εἶνε ἡ πίστις, τὸ δεύτερο ἡ προσευχή, τὸ τρίτο ἡ ἐξομολόγησις, τέταρτο ἡ ἀνάγνωσις τῆς Γραφῆς, πέμπτο ἡ ἁγία συναναστροφή, καὶ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν φάρμακο εἶνε ἡ θεία κοινωνία ὅταν τὸ λαμβάνῃ κανεὶς «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» (θ. Λειτ.).
Αὐτὸ τὸ Γιατρὸ ν᾿ ἀγαπήσουμε ὅλοι, γονεῖς καὶ παιδιά. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχιάτρους· ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ μεγάλο Γιατρό. Ὅταν τὸ παιδί σας ἀρρωστήσῃ, γονατίστε καὶ θὰ δῆτε τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν τὸ παιδί σας δείχνῃ κακίες καὶ ἐλαττώματα, γονατίστε καὶ παρακαλέστε, κι ὁ Θεὸς θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα του. Ἔτσι ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ ὑμνοῦ­με Ἰησοῦν Χριστόν, ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: