Το προσκύνημα στην Τήνο σε ένα αριστούργημα του νεορεαλισμού. Η Χλόη (Έλλη Λαμπέτη) είναι η μοναχοκόρη μιας κάποτε πλούσιας,
ξεπεσμένης πια οικογένειας της Αθήνας, που χρωστάει χρήματα σε όλους μέχρι και
στην υπηρέτρια της, την Κατερίνα (η Ελένη Ζαφειρίου). Ο κύκλος της -άνθρωποι με
οικονομική επιφάνεια- αγνοεί την πραγματική οικονομική της κατάσταση. Ως
μόνη λύση στο αδιέξοδο φαντάζει πια ένας καλός γάμος. Η Χλόη πιέζεται έντονα από τη μητέρα της, η οποία την προειδοποιεί ότι
αν η οικογένεια πτωχεύσει, η ίδια δεν θα αντέξει τον εξευτελισμό και θα
πεθάνει. Τελικά αν και είναι ερωτευμένη με άλλον αρραβωνιάζεται έναν πάμπλουτο
επιχειρηματία. Το μικρό παιδί της υπηρέτριας, της Κατερίνας, χτυπά στο κεφάλι
και χάνει την λαλιά του. Η Κατερίνα ζητά τα χρήματα που της χρωστούν για την
νοσηλεία του παιδιού της, αλλά η οικογένεια της Χλόης αδιαφορεί. Σε μια
συμπλοκή μεταξύ τους, η καρδιοπαθής υπηρέτρια πεθαίνει από ανακοπή! Το δραματικό γεγονός ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
για την Χλόη… ακυρώνει τον γάμο της και για να εκπληρώσει το τάμα της
υπηρέτριας πηγαίνει το παιδί στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο για να γίνει καλά
(η πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο του Βασιλάκη Καΐλα). Και ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε την παρακμή
της αστικής τάξης, στο τελευταίο τρίλεπτο, η μη μου άπτου, ψιλομύτα Λαμπέτη που
θα παντρευόταν κάποιον απλά και μόνο επειδή «έχει πάρα πολλά λεφτά» μεταμορφώνεται
στη πονεμένη μάνα που φτάνει γονατιστή στην Παναγιά, σέρνεται ανάμεσα από
χιλιάδες πιστούς προσκυνητές σε ένα τόπο όπου δεν υπάρχουν
κοινωνικές τάξεις και διαφορές, παρά μόνο κραυγές που εκλιπαρούν για
βοήθεια και που το μόνο που σου απομένει είναι να φωνάξεις πιο
δυνατά απ' όλους για να ακουστείς, και μαζί έτσι να συγχωρεθείς. Η Χλόη έχει κάνει πια δικό της το παιδί («το παιδί μου, το παιδί
μου…αφήστε με να περάσω»), το θαύμα γίνεται, βρίσκει την λαλιά του,
φωνάζει "μαμά μου", η Χλόη ξεσπά σε λυγμούς,
βρίσκει την λύτρωση! Ο Κακογιάννης πρώτος εισάγει τα διδάγματα του νεορεαλισμού στο
ελληνικό σινεμά, πρώτος φεύγει από το στουντιο, παίρνει την κάμερα
και κατεβαίνει στον δρόμο, δεν χρησιμοποιεί κομπάρσους αλλά το πλήθος,
καταγράφει φυσικούς ήχους και πρόσωπα. Το πρωτοέκανε στην "Στέλλα"
στην σκηνή με την Μελίνα και τον Κακαβά στην παρέλαση και εδώ το απογειώνει. Μπαίνει στο πλοίο στοιβαγμένο με πιστούς και αποβιβάζεται στο
λιμάνι του νησιού για να κινηματογραφήσει ανατριχιαστικά το αυγουστιάτικο
ορθόδοξο προσκύνημα, δίνοντας του μια ποιητική διάσταση που κανένα
ειδησεογραφικό ρεπορτάζ δε στάθηκε δυνατό να καταστήσει αληθοφανές ή ελκυστικό. Η ταινία "Το τελευταίο ψέμα", 1958, προϊόν μιας
παρέας που καθόρισε τον πολιτισμό της χώρας μας: Μιχάλης Κακογιάννης στο
σενάριο και στην σκηνοθεσία, Γιάννης Τσαρούχης στα ντεκόρ-
κοστούμια, Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική . Μέσα σε τρεισήμισι λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, η Τήνος
γίνεται ολόκληρη η Ελλάδα της πληγωμένης αλαζονείας, της χρεοκοπημένης
ξιπασιάς που αναζητά κάποιο θαύμα, σήμερα το θαύμα είναι τα δανεικά.
2 σχόλια:
Ανώνυμος
είπε...
Ευτυχώς που υπήρξε και αυτός ο κινηματογράφος ! Αλλιώς το «νιάου, νιάου βρε γατούλα» και τα νάζια της «εθνικής μας σταρ» θα ήταν το… αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής κοινωνίας. Ο Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε κορυφαίος σκηνοθέτης Στη συγκεκριμένη ταινία ήταν επιπλέον όλο το πακέτο (Λαμπέτη, Χατζηδάκις κλπ) που την έκανε εξαιρετική
2 σχόλια:
Ευτυχώς που υπήρξε και αυτός ο κινηματογράφος !
Αλλιώς το «νιάου, νιάου βρε γατούλα» και τα νάζια της «εθνικής μας σταρ» θα ήταν το… αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε κορυφαίος σκηνοθέτης
Στη συγκεκριμένη ταινία ήταν επιπλέον όλο το πακέτο
(Λαμπέτη, Χατζηδάκις κλπ) που την έκανε εξαιρετική
Κι ένα άλλο άρθρο για την ίδια ταινία που αναρτήθηκε προ ημερών: https://antifono.gr/to-teleftaio-psema-1958/
Δημοσίευση σχολίου