ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η
ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940[1]
Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και
Εθνολογίας
Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών
Σπουδών
του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Αυτό, στην αδιάσπαστη ιστορική, πολιτιστική και εθνική ενότητα του Ελληνισμού, το συναντούμε και στην Κύπρο, την ήδη από το 1878 Βρετανική αποικία, αλλά πάντοτε στρατευμένη στην υπόθεση και στην προοπτική της ένωσης με την Μητέρα Πατρίδα Ελλάδα. Οι Κύπριοι, καίτοι ζούσαν ακόμη τις συνέπειες της καταστολής της εξέγερσης της 21ης Οκτωβρίου 1931, δεν δίστασαν ούτε στιγμή, και δεν ολιγώρησαν. Βγήκαν στους δρόμους ενθουσιασμένοι, για να διακηρύξουν την υποστήριξή τους στη μαχόμενη Ελλάδα, και τον ενθουσιασμό τους για την απόφασή της να μην παραδοθεί, αλλά να αγωνιστεί.
Παρόμοιο κλίμα αποτυπώνουν οι εφημερίδες της εποχής και στη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Ενώπιον του κοινού εχθρού ο Ελληνισμός δεν δίστασε να υπερβεί και πάλι διαχωριστικές γραμμές και διαφορές, για να προασπίσει το ιερό έδαφος και τους τάφους των προγόνων. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που δυστυχώς μετά τις εθνικές εποποιίες σβήνει και χάνεται, δίνοντας κατά κανόνα τη θέση του στη «δολερή» διχόνοια, από την οποία τόσες συμφορές έχει μέχρι σήμερα υποστεί το Γένος μας, κάτι που μοιραία επαναλήφθηκε στην Ελλάδα και μετά το 1945.
Τρίτο χαρακτηριστικό, η ασυλλόγιστη και απροϋπόθετη ανδρεία. Η αυτοθυσία των Ελλήνων στρατιωτών και η παλλαϊκή συμμετοχή στον αγώνα, ακόμη και από τις γυναίκες της Πίνδου, είναι γνωστές και έχουν πολλές φορές τονιστεί. Οι Έλληνες πολέμησαν με το ίδιο σθένος που διαχρονικά χαρακτηρίζει το Γένος, από την εποχή των μαραθονομάχων και των ακριτών της βυζαντινής περιόδου, ως τους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 και των βαλκανικών πολέμων. Ανδρεία χωρίς υπολογισμό, χωρίς την εξέταση κινδύνων, χωρίς δισταγμό, δίχως λογική βάσανο. Ανδρεία ενώπιον της οποίας οι εχθροί κάμπτονται και υποχωρούν, οι σύμμαχοι θαυμάζουν και οι ιστορικοί απορούν και βουλεύονται.
Το ίδιο συνέβη και στην Κύπρο, όπου χιλιάδες, ακόμη και υπέργηροι παλαιοί πολεμιστές των εθνικών αγώνων, γυναίκες και έφηβοι ακόμη, ανάμεσά τους και αρκετοί Τουρκοκύπριοι, θέλησαν να στρατευθούν, και άρχισαν να γράφονται στους καταλόγους που κατάρτιζαν ειδικές επιτροπές, οι οποίες συστάθηκαν κατά τόπους, με πρωτοβουλία του Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Κύπρου Μητροπολίτου Πάφου Λεοντίου. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν θέλησαν να διευκολύνουν την μετάβαση των εθελοντών Κυπρίων στην μαχόμενη Ελλάδα, αντιθέτως μάλιστα προσπάθησαν να κατευθύνουν τον πατριωτισμό τους προς την κατάταξή τους στο «Κυπριακό Σύνταγμα», που επίτηδες είχαν καταρτίσει. Κάποιοι ωστόσο κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα, και να καταταγούν στον ελληνικό στρατό.
Δανείζομαι ορισμένα στοιχεία από σχετικό κείμενο του Γιάννη Χατζηχαραλάμπους: «Οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφτασαν στον Πειραιά στις αρχές του 1941. Μέχρι και την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπολογίζεται ότι έφτασαν μέσω Αιγύπτου και Λιβύης πέραν των τεσσάρων χιλιάδων Κυπρίων του «Κυπριακού Συντάγματος». Όσοι από τους στρατιώτες δεν ήταν εξοπλισμένοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη διάνοιξη και επιδιόρθωση οδικών δικτύων και για την κατασκευή οχυρωμάτων στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, καθώς και για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών στις εμπόλεμες περιοχές. Εκτός βέβαια από τους εθελοντές που μετέβησαν στην Ελλάδα από την Κύπρο, Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν στην Αγγλική πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό. Τον Νοέμβριο του 1940 συστάθηκε στην Αθήνα ειδική Κυπριακή Επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο. Έτσι άρχισε η ομαδική έγγραφή με τη μορφή υπογραφής της διαβεβαίωσης ότι: ‘επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής’… Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους σαράντα, περίπου, Κύπριους φοιτητές, οι οποίοι έσπευσαν να βοηθήσουν τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα»[2].
Χαρακτηριστικό του πνεύματος αυτού υπήρξε το μήνυμα που απηύθυνε προς τους Κυπρίους εθελοντές που έδιναν τον «ιερόν όρκον του Έλληνος Στρατιώτου», στις 14 Δεκεμβρίου 1940, ο εξόριστος Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, όπου μεταξύ άλλων έγραφε: «…η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του ‘αμύνεσθαι περί Πάτρης’, αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως προς την αθάνατον Μητέραν. Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω δια να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους, αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδαν».
Πέμπτο συστατικό του ηρωικού υποδείγματος της Ρωμιοσύνης η συλλογική έκφραση της αλληλεγγύης προς τον δοκιμαζόμενο. Εν προκειμένω όχι μόνο ολόκληρος ο ελληνικός λαός, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα παιδιά στρατεύθηκαν στην υπόθεση του αγώνα, αλλά και οι όπου γης ομογενείς έσπευσαν να προσφέρουν την υποστήριξή τους. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό τόσο στην ακριτική ηρωική ποίηση, όσο και στην Επανάσταση του 1821, όπου όλοι μαζί στρατεύονται στην κοινή υπόθεση του έθνους, στην δοκιμασία της πατρίδας.
Στον τομέα αυτό, η συμπαράσταση των Κυπρίων εκφράστηκε κυρίως με τους εράνους, των οποίων η επιτυχία, μετά την 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν συγκλονιστική. Δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες πρόσφεραν απλόχερα χρήματα, τρόφιμα και είδη ρουχισμού, τα χρυσά δακτυλίδια του γάμου και τα κοσμήματά τους. Οι έρανοι συνεχίστηκαν για όλο σχεδόν το διάστημα της Κατοχής, με κύριο συντονιστή τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο. Ό Καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου σημειώνει ότι «οι μετριότεροι υπολογισμοί για το συνολικό χρηματικό ποσό των κυπριακών εράνων υπέρ των αναγκών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου κυμαίνονται στις 300 – 350 χιλιάδες λίρες»[5]. Επίσης, αμέριστη ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου η συμπαράσταση και στους 6.000 τόσους Ελλαδίτες που κατέφυγαν στην Κύπρο και τους 8.000 περίπου που πέρασαν για λίγο από τη μεγαλόνησο καθ’ οδόν προς την Παλαιστίνη ή την Αίγυπτο.
Το ίδιο άλλωστε έγινε και στην Κύπρο, όπου οι αγώνες του έθνους διαχρονικά συνδυάζονται με την απαντοχή της πίστης στο Θεό και την παρηγοριά που δίνει στον άνθρωπο η λατρευτική ζωή. Γιατί και εδώ ισχύει αυτό που διαπιστώνει η Εκκλησία στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας: «αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν». ΚΙ αυτό το βιώνουν οι Έλληνες σε όλες τις δοκιμασίες του ιστορικού βίου τους, προσευχόμενοι πάντα πριν μπουν στη φωτιά της μάχης.
Έβδομο και τελευταίο διακριτικό του ηρωικού υποδείγματος του Ελληνισμού η συναίσθηση της οριακότητας και του καθοριστικού για το μέλλον χαρακτήρα των κρίσιμων ιστορικών συγκυριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η 28η Οκτωβρίου 1940 υπήρξε για το Γένος αφετηρία ραγδαίων εξελίξεων, οι οποίες ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες άλλαξαν τους όρους ζωής και τα δεδομένα της συλλογικής μας ύπαρξης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο. Με αυτήν την αίσθηση της αλλαγής πορεύθηκαν, ευελπιστώντας ότι θα ανέτειλαν ημέρες ευοδώσεως των εθνικών σκοπών.
Αυτό βεβαίως εννοούσε ο εξόριστος Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, όταν τον Δεκέμβριο του 1940 έγραφε προς τους Κυπρίους εθελοντές: «Είθε, ευδοκούσης της ευγενούς και Μεγάλης Συμμάχου μας, να είσθε οι άγγελοι εις την Κύπρον της από αιώνων μακρών ονειροπολουμένης Ελληνικής ελευθερίας». Αυτό δήλωνε ευθαρσώς και ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, όταν τον Μάιο του 1942 έγραφε προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου Τσαρλς Γούλλεϋ, επιστώντας του την προσοχή στο ότι ο κυπριακός λαός συμπαρατασσόταν με τους συμμάχους «έχων αντικειμενικόν σκοπόν την Ανάστασιν της Μεγάλης Ελλάδος και την Ένωσιν της Κύπρου μετά της Ελλάδος».
Οι καιροί όντως άλλαξαν, αλλά δεν μας ευνόησαν. Ο μεταπολεμικός κόσμος δεν υπήρξε ευμενής για τις εθνικές επιδιώξεις του Ελληνισμού. Ωστόσο, σε όσα προηγήθηκαν φάνηκε νομίζω καθαρά ότι εκείνο που στήριξε το Γένος στον τότε τιτάνιο αγώνα του ήταν το «ελληνορθόδοξο ήθος» των αγωνιστών, που βρίσκεται στην καρδιά αυτού που ονομάσαμε «ηρωικό υπόδειγμα του Ελληνισμού». Ένα υπόδειγμα που ξεκινά από τα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια, διατρέχει την ιστορική πορεία του Γένους, και το εμπνέει, ακόμη και στους νεώτερους και σύγχρονους εθνικοαπελευθερωτικούς και αμυντικούς πολεμικούς αγώνες του.
Περιλαμβάνει αυτό το εθνοπολιτιστικό παράδειγμα τις αρετές της φιλοπατρίας, της αγωνιστικότητας, της πίστης, της εθελοθυσίας, του αλτρουισμού, της διάθεσης προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, του πατριωτισμού, της κοινωνικής και εθνικής υπευθυνότητας, της συλλογικότητας. Και ενσωματώνει επίσης την αδάμαστη βούληση για απελευθέρωση και αποκατάσταση της αδικίας, για μαχητικότητα και προσφορά, για υπέρβαση του εγώ και εγκόλπωση του εμείς, όπως τα διδάχθηκαν οι αγωνιστές των εθνικών μας αγώνων στους κόλπους της Εθναρχούσης Εκκλησίας.
Στην διαδικασία αυτή, πριν τους πολεμιστές του 1940, είχαν θητεύσει οι νεομάρτυρες και οι εθνομάρτυρες, οι κληρικοί και οι δάσκαλοι, που συχνά μέχρις αυτοθυσίας πάσχιζαν ώστε οι υπόδουλοι να μην λησμονήσουν την ιστορία, την θρησκεία και την καταγωγή τους, να μην χάσουν την ιδιοπροσωπία τους. Είχε συμβάλει και είχε μαθητεύσει σε αυτήν όλος ο λαός, όλοι οι απλοί άνθρωποι που αποτέλεσαν τον κύριο κορμό του αγωνιζόμενου έθνους, κρατώντας με θυσίες τις παραδόσεις και την πίστη τους, επαναλαμβάνοντας την ιστορία και διατηρώντας τη γλώσσα τους. Και έτσι εξασφαλίστηκε η αρετή που στήριξε την τόλμη, ώστε το πολεμικό εγχείρημα να οδηγηθεί στην επιτυχία.
Πέρασαν από τότε ογδόντα τέσσερα χρόνια, και οι αγωνιστές του χθες έγιναν οι ήρωες του σήμερα. Ο Ελληνισμός πότε με αρετή και τόλμη, και πότε χωρίς αυτές, αντιμετώπισε τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, και ονόμασε εποποιίες τις επιτυχίες του και καταστροφές τις αποτυχίες του. Αντιμετώπισε λιμούς, λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, επιδρομές αλλοφύλων και εμφυλίους πολέμους, άλλοτε με αρετή και τόλμη και άλλοτε χωρίς. Κατάφερε να μεγαλώσει το κράτος, και εν μέρει επέτυχε να μην μικρύνει τη Ρωμιοσύνη, καθώς αποτελεί ευτύχημα μάλλον το γεγονός ότι τελικά το έθνος δεν καταφέραμε να το κλείσουμε στα ασφυκτικά όρια της επικράτειας. Και σήμερα, κοντά έναν αιώνα μετά, αναστοχάζεται, προβληματίζεται, πανηγυρίζει και αναπολεί, με αφορμή την εύσημη επέτειο.
Τι όμως έχει μείνει από το πνεύμα του 1940, και πού θα καταλήξουμε κι εμείς στους φετινούς εορτασμούς μας; Μόνον αυτό το ηρωικό υπόδειγμα του ελληνορθόδοξου πνεύματος του Γένους αρκεί για να καταστήσει το νόημα της σημερινής επετείου εντελές για όλους εμάς και για τους επιγενομένους. Γιατί ποια άραγε είναι η χρησιμότητα της ιστορίας αν δεν οδηγεί σε διδακτικά συμπεράσματα για το μέλλον, και ποιο θα είναι το νόημα των πανηγυρισμών, αν δεν μας δείξουν ασφαλείς δρόμους για τη συνέχεια;
Εν προκειμένω μάλιστα, η επισήμανση αυτή αρκεί νομίζω για να εξηγήσει γιατί οι Έλληνες είμαστε το μόνο έθνος που εορτάζει όχι τη λήξη, αλλά την έναρξη του πολέμου. Γιατί εκεί, στην 28η Οκτωβρίου 1940, την επί τα καθ’ ημάς έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται ολοζώντανη η μακραίωνη ηρωική παράδοση του Ελληνισμού, η οποία αποτελεί και την πλέον βαρύτιμη εθνική κληρονομιά μας.
Να λοιπόν το δίδαγμα της σημερινής επετείου: οι Έλληνες του 1940 νίκησαν και έγιναν παράδειγμα προς μίμηση σε όλο τον τότε κόσμο όχι επειδή ήταν πολλοί και ισχυροί, αλλά γιατί ήταν πιστοί, ενωμένοι και αποφασισμένοι. Κυρίως δε επειδή ακολούθησαν το από αιώνων παγιωμένο και καταξιωμένο ηρωικό υπόδειγμα του Γένους, με τον ευδιάκριτο ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του[6]. Ένα υπόδειγμα από το οποίο, ας μην γελιόμαστε, και στη σημερινή δύσκολη συγκυρία «οι νόμοι και οι προφήται κρέμανται».
Ιδού το ιστορικό μας χρέος απέναντι στην Πατρίδα μας και ιδιαίτερα στην αιμορραγούσα από εθνικό πόνο Κύπρο μας!
[1] Πανηγυρικός Λόγος του Καθηγητή Μανόλη Γερ. Βαρβούνη, Κοσμήτορα της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, στη Δοξολογία για την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (Λευκωσία, 28 Οκτωβρίου 2024, Καθεδρικός Ναός Αγίου Βαρνάβα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου