Μελλούμενα
Αλεξανδρεύς
Τρίτη μέρα μετά την Ανάσταση του Λαζάρου. Κοιμήθηκα
χωρίς όνειρα χτες. Τέταρτο βράδυ που ξαπλώνω εδώ στο σπίτι της Βηθανίας. Μπορεί
η αναταραχή να γίνει κανονικότητα; Το
κορμί μου μοιάζει να έμαθε τη γωνιά του. Τα πόδια μου μοιάζουν να συνηθίζουν σιγά-σιγά
την απόσταση των δεκαπέντε σταδίων μέχρι την Ιερουσαλήμ. Κι η ψυχή μου όσο πάει
και συνηθίζει την ένταση της κάθε μέρας. Την αντιπαράθεση με τους Γραμματείς
και του Φαρισαίους που δε λέει να κοπάσει. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.
Σήμερα σηκωθήκαμε πάλι νωρίς. Μια σιωπή έχει
αρχίσει να εγκαθίσταται πια στη συντροφιά μας. Μια σοβαρότητα που ούτε η
χαρμόσυνη παρουσία του Λαζάρου δεν μπορεί να την διακόψει. Σιωπηλοί
ετοιμαζόμαστε, όπως αυτοί που ξέρουν πως σε λίγο δεν θα είναι πια μαζί. Όπως
εκείνοι που περιμένουν τον θάνατο. Πάντα πίστευα πώς η εκτέλεση ενός ανθρώπου
-ακόμα και του μεγαλύτερου εγκληματία- είναι κατά πολύ χειρότερη από
οποιοδήποτε έγκλημα. Όχι σε ηθικό βάρος. Σε φρίκη. Αυτό το προαναγγελθέν τέλος,
αυτή η τελετουργία του θανάτου, κάνει την εκτέλεση πιο αποκρουστική απ’ οτιδήποτε
άλλο.
Θα ‘θελα για μια φορά ο Δάσκαλος να διαψευστεί. Δεν τολμώ ωστόσο, όχι να του το πω (είδα τι άκουσε ο Πέτρος σαν το ξεστόμισε) αλλά ούτε να το σκεφτώ. Γρήγορα διώχνω τη σκέψη μου πριν φυτρώσει στο χώμα της ψυχής μου, πριν Τον ακούσω να μου λέει: «Τι διαλογίζεσαι;»
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς Αυτόν! Τρία
χρόνια αφού τα παράτησα όλα για χάρη Του δεν γίνεται να με αφήσει! Δεν γίνεται
να μας αφήσει!
Ξεκινήσαμε από τη Βηθανία -σπίτι της ένδειας δεν
σημαίνει το όνομά της;- και πορευόμαστε προς τα Ιεροσόλυμα. Φοβάμαι, ότι του
έχουν στημένη παγίδα. Για αυτό και βιάζομαι να φτάσουμε. Δεν θα τολμήσουν
βέβαια να τον συλλάβουν μέσα στο πλήθος. Τις άκρες φοβάμαι και τις απόμερες
μεριές. Φοβούνται τον όχλο. Φάνηκε ξεκάθαρα σαν τους ρώτησε αν το βάπτισμα του
Ιωάννου είναι από το Θεό! Μόλις αφήσαμε πίσω μας την κατάξερη πια συκιά. Τα
φύλλα της κείτονται όλα στο χώμα. Περάσαμε από το δρόμο του Όρους των Ελαιών
για να μπούμε στην πόλη. Ο Ραββί θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με τους φαρισαίους. Μια ακόμα φορά. Μια ακόμα μάχη. Τους μαλώνει κι όμως καταλαβαίνω
πως τους αγαπά. Τι περίεργη αίσθηση! Δεν θέλει να τους εκμηδενίσει. Θέλει να
τους ξυπνήσει. Θέλει να τους σώσει. Συζητά μαζί τους και είναι σαν το γιατρό
που δείχνει τις πληγές τους για να τις γιατρέψει. Μα πρέπει να θες να σε
γιατρέψει ο γιατρός!
Το πιο περίεργο είναι το κλίμα που εισπράττω από
τον όχλο. Δεν βλέπω πια τον ενθουσιασμό εκείνης της πρώτης μέρας. Ούτε καν την
επιδοκιμασία στην αντιπαράθεση με τους αργυραμοιβούς. Κάτι έχει κρυώσει στην
ψυχή τους. Παρακολουθούν και κάποιοι αποχωρούν.
Να πάνε με το θαύμα (ο Λάζαρος είναι μόλις χτεσινός) ή με τη συνήθεια; Ποιο θα
τους προσφέρει μεγαλύτερη σιγουριά; Κι ετούτος ο Ραββί που τον φωνάξανε Μεσσία
προχτές (αυτό δεν θα πει «Υιός Δαυίδ;») δε μοιάζει να ενδιαφέρεται για κανενός
είδους λευτεριά από τους Ρωμαίους. Αντί να τα βάλει μ’ αυτούς, τα ‘χει με τους
Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους. Ο λαός
μαζεύεται γύρω και ακούει. Ο Ιησούς απευθύνεται ξανά στο πλήθος. Να κάνετε όσα
διδάσκουν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τους λέει. Όσα κάνουν να αποφεύγετε!
Τ’ απόγευμα τραβήξαμε ανατολικά, κατά το Όρος των
Ελαιών. Η ησυχία του είναι κάτι που χρειαζόμαστε. Είδαμε τον Ραββί να αγναντεύει
την πόλη. Δάκρυσε καθώς έλεγε: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, πόσες φορές δε θέλησα
να μαζέψω τα παιδιά σου, σαν την κλώσα που μαζεύει τα κλωσσόπουλα». Πονάει για
τα μελλούμενα. Κάποιοι από μας σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Ρωτάνε,
ζητούν σημάδια αλάνθαστα για την Βασιλεία του Θεού, για την ώρα και τη στιγμή
του ερχομού της. Πολλά και διαφορετικά θα πει τότε ο δάσκαλος. Θα μιλήσει για
το τέλος της γης αλλά και για το τέλος τούτης της πόλης. Τρομερές μοιάζουν οι
προφητείες -μα όπως κάθε προφητεία- και δυσνόητες. Να μην τις καταλαβαίνεις
παρά μόνο μετά την πραγματοποίησή τους. Έτσι κι εγώ με το φτωχό μου το μυαλό
κάποια στιγμή παραιτήθηκα από την προσπάθεια να καταλάβω. Να βάλω στη σειρά
γεγονότα, τόπους και χρόνους. Το τέλος. Τι σημασία έχει το τέλος όλων; Όταν
τελειώσω εγώ, όταν ο θάνατος μου πάρει την πνοή, τότε, για μένα, το τέλος ήρθε.
Τα υπόλοιπα είναι για την περιέργεια. Μα αυτή την περιέργεια θα την κρατήσει
αναπάντητη ο Ραββί. Αυτόν το λόγο τον θυμάμαι! Μόνο ο Πατέρας, είπε. Μόνο
Εκείνος ξέρει πότε θα σημάνει το τέλος. Ή μάλλον η αρχή χωρίς τέλος.
Γυρίσαμε κατάκοποι. Φεύγοντας από το Όρος των
Ελαιών πρόσεξα πως ο Ισκαριώτης έλειπε. Θα ξέμεινε φαίνεται στην πόλη. Είχε τα
λεφτά όλων μας και θα ‘μεινε ν’ αγοράσει τρόφιμα για όλους. Δεκατρείς άντρες
δεν μπορούν να περιμένουν να τους ταΐζουν, για τέταρτη συνεχόμενη μέρα, τρία
φτωχά αδέρφια. Τούτος, ο Ισκαριώτης, με παραξενεύει πότε-πότε. Αν ήταν ν’
αποφασίσω εγώ, δεν θα του ‘χα εμπιστευτεί με τίποτα τα λιγοστά μας χρήματα. Μα
ήταν απόφαση του δασκάλου να τα κρατά αυτός. Ίσως έβλεπε στην φανερά μεγάλη του
αγάπη για το ασήμι μια σιγουριά ότι θα προσέχει πού ξοδεύει και το τελευταίο
νόμισμα. Ίσως πάλι να θέλει να δει αν θα φανεί άξιος μιας τέτοιας
αποστολής. Δεν ξέρω! Είμαι μαθητής. Δεν
είμαι δάσκαλος. Και προσόν κάθε καλού μαθητή είναι να εμπιστεύεται τον δάσκαλό
του.
Γυρίζω πλευρό. Το σπίτι ησύχασε πια τελείως. Η Μάρθα πρέπει να τέλειωσε με τη λάτρα του σπιτιού και ξάπλωσε. Δυο ήχοι ξεχωρίζουν στη νύχτα. Ένας βαθύς αναστεναγμός από το δωμάτιο του δασκάλου κι ένας ήχος σαν να μετράει κάποιος νομίσματα σιγά-σιγά. Το πρωί ίσως θα ‘πρεπε να το συζητήσουμε αυτό με τον Δάσκαλο. Α! Και μια τρίλια απ’ το παράθυρο. Ήχοι της νύχτας.
Αλεξανδρεύς
3 σχόλια:
Ότι καλύτερο για αυτές τις ημέρες αυτή η συνοδοιπορία.
Εύγε και πάλι εύγε!!!
Ν.εανια.Σ
Επιτέλους ο γνωστός Αλεξανδρευς ξανά στην λογοτεχνική και θεολογική δράση
Δημοσίευση σχολίου