Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Αντιστροφή - Αλεξανδρεύς

Αντιστροφή

Αλεξανδρεύς

Βράδυ τέταρτης μέρας. Καθώς απλώνω το κορμί μου στο στρωσίδια νιώθω δυο αντίθετες δυνάμεις να με τραβούν καθεμιά προς το μέρος της. Η απογοήτευση από τη μια μεριά, η ελπίδα από την άλλη. Μπλεγμένες γεννήθηκαν και οι δύο με μήτρα το ίδιο γεγονός. Σα δυο δίδυμα παιδιά, αλλιώτικα. Αγόρι το ένα, κορίτσι το άλλο. Ξανθό το πρώτο, μελαχρινό το δεύτερο.

Σήμερα, δεν πήγαμε στην Ιερουσαλήμ. Κατάκοποι από τις τρεις προηγούμενες μέρες, μείναμε στη Βηθανία να ξεκουραστούμε. Να ξεκουράσουμε δηλαδή το κορμί μας, αφού το μυαλό μας –το δικό μου τουλάχιστον, αλλά φαντάζομαι και των υπολοίπων το ίδιο- παλεύει να χωνέψει, να ταχτοποιήσει όσα ζήσαμε όλες τις προηγούμενες ημέρες. Από το Σάββατο ως τα σήμερα μου μοιάζουν να έχουν περάσει αιώνες. Πλησιάζει το Πάσχα και πρέπει να ετοιμαστούμε. Να, αύριο βράδυ θα γίνει το δείπνο των Αζύμων. Οι πιο συστηματικοί από την παρέα μας αναζητούν το πού και το με τι. Θα μείνουμε εδώ στη Βηθανία ή θα πάμε ξανά στην Ιερουσαλήμ; Προσωπικά προτιμώ την ηρεμία της Βηθανίας.

Σήμερα το πρωί έκανα μια μικρή βόλτα μέχρι το νεκροταφείο. Πλησίασα τον άδειο τάφο του Λαζάρου. Πεταμένη σε μιαν άκρη η πέτρα που κάποτε τον χώριζε από τους ζωντανούς. Κάθισα απέναντί της και σκεφτόμουν. Α! να μην υπήρχαν πια αυτές οι πέτρες! Να μην έκλειναν οριστικά και αμετάκλητα. Να μη χώριζαν ζωντανούς από πεθαμένους… Κάποτε θα γέλαγα σ’ αυτή τη σκέψη.

Ίσως και να μην την είχα αφήσει να καλοσχηματιστεί στο μυαλό μου. Να την είχα πετάξει πριν ακόμα την καταλάβω. Μα μετά τον Λάζαρο, η σκέψη όχι απλά γεννιέται μα και θρονιάζεται στο κέντρο του μυαλού μου. Γιατί να είναι ένας ο Λάζαρος; Γιατί να μην είμαστε όλοι Λάζαροι; Ακόμα καλύτερα. Γιατί να μη γίνεται να μην μπούμε καν σ αυτή τη διαδικασία. Πώς μού ‘ρχονται αυτές οι σκέψεις. Γύρω μου, σ’ όλη τη φύση με περιβάλλει η φθορά και ο θάνατος. Καθετί που γεννιέται, πεθαίνει. Πεθαίνει αδιαμαρτύρητα ή έστω με πόνο και λύπη, αλλά πεθαίνει. Εμείς οι Εβραίοι έχουμε βέβαια, μια υπόσχεση αθανασίας. Οι Γραφές λένε πως θα ζήσουμε αιώνια και ο προφήτης, ο μέγας ο Ηλίας ανάστησε κάποτε έναν νεκρό. Και ο Ραββί πριν από την ανάσταση του Λαζάρου είχε ήδη αναστήσει δύο. Το δωδεκάχρονο κορίτσι του Ιαείρου και το γιο της χήρας της Ναΐν. Στην πρώτη ανάσταση δεν ήταν κανείς μας μπροστά. Η δεύτερη έγινε μπροστά στα μάτια μας στη μέση του δρόμου. Διαλύθηκε πάραυτα η πομπή της κηδείας ή μάλλον μετατράπηκε σε πανηγύρι χαράς. Μα… Εκείνο που είχα προσέξει, είναι πως και στις τρεις αυτές αναστάσεις που θυμάμαι, οι κερδισμένοι ήταν παιδιά. Παιδιά και μάλιστα μόλις πριν λίγο πεθαμένα. Σαν να τους χρωστούσε κάποιος την υπόλοιπη ζωή και όσο ήταν ακόμα καιρός, όσο το κορμί ήταν ακόμα ζεστό και ευλύγιστο την έδινε πίσω. Ενώ στο Λάζαρο;  Τετραήμερος νεκρός και ηλικιωμένος! Α! ήταν αλλιώτικη η ανάσταση του Λαζάρου! Ένα σώμα νεκρό τέσσερις μέρες, ένα σώμα τυλιγμένο με τα οθόνια, με την κοκαλωμένη σμύρνα να τα κάνει αδιαπέραστα, που ανίσταται, δείχνει μιαν άλλη δύναμη. Μιαν άλλη εξουσία! Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ξεσηκώθηκαν οι Σαδδουκαίοι. Πώς να συνεχίσουν να πουλάνε την άρνησή τους στην ανάσταση; Ποιο επιχείρημα να επιστρατεύσουν για την περίεργη επιλογή τους να πιστεύουν πώς το κορμί μας έχει ημερομηνία λήξης; Κι εδώ που τα λέμε, τι σόι πίστη είναι αυτή που τη σφραγίζει ο θάνατος;

Κι από την άλλη οι φαρισαίοι είπαν «Με ποια εξουσία τα κάνεις όλα αυτά;» Καλά κατάλαβα λοιπόν πώς πέρα από καθετί άλλο η ανάσταση του Λαζάρου δείχνει μιαν άλλη εξουσία να κατέχει ο Ραββί! Μιαν εξουσία που στο μυαλό του κάθε φρόνιμου Εβραίου δεν μπορεί παρά να έχει ένας! Ο Μεσσίας!

Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να γυρίσω στο σπίτι του Λαζάρου, του ανθρώπου που αποδείκνυε πέρα από οτιδήποτε άλλο, ποιος είναι ο Ραββί. Βρήκα κόσμο μαζεμένο απέξω. Ρώτησα κι έμαθα πως ήρθαν να δουν τον Λάζαρο. Να πειστούν με τα μάτια τους ότι είναι αληθινός. Κάποιοι έφευγαν να πάνε στο νεκροταφείο. Κάθισα σε μια άκρη. Μασούλησα λίγο ψωμί κι ελιές. Μου είπαν ότι το βράδυ θα μαζευτούμε στο σπίτι του Σίμωνα. Μας είχε καλεσμένους.

Το δείπνο στον Σίμωνα θα το θυμάμαι! Είχε ξεκινήσει σαν ένα κανονικό δείπνο με καλεσμένους εκτός από την ομάδα μας, κάμποσους ακόμα, το Λάζαρο και τις αδελφές του. Η συζήτηση περιστρεφόταν σε διάφορα θέματα, αν και μπορώ να πω ότι ο Δάσκαλος ήταν πολύ πιο σιωπηλός απ’ ότι συνήθως. Δεν ξέρω αν η ένταση των προηγούμενων ημερών ή αν αυτά που επρόκειτο να έρθουν τον έκαναν τόσο σκεφτικό. Πάντως σχεδόν κανείς μας δεν κατάλαβε πότε και πώς γλίστρησε στη συντροφιά μας εκείνη η γυναίκα. Με γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις, σαν ένα περίεργο πλάσμα που ελίσσεται ανάμεσα στα πόδια μας βρέθηκε μπροστά στα πόδια του Ραββί. Εκείνος δεν φάνηκε να αιφνιδιάστηκε. Ούτε να ενοχλείται. Έμεινε ακίνητος καθώς η γυναίκα άνοιξε βιαστικά ένα αλαβάστρινο δοχείο με άρωμα και του το έχυσε στα πόδια. Ύστερα με μια αστραπιαία κίνηση τράβηξε το περίτεχνο κόσμημα που συγκρατούσε δεμένα ψηλά τα μαλλιά της και τα άφησε να πέσουν μέχρι χαμηλά, κάτω από τους ώμους της. Στρίβοντας ελαφρά το κεφάλι έκανε τα μαλλιά της να φτάσουν ως το πάτωμα κι ύστερα με τα δυο της χέρια άρχισε να σκουπίζει τα πόδια του Ραββί. Μερικοί από τους καλεσμένους δυσανασχέτησαν. Πρώτος ο οικοδεσπότης σηκώθηκε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Ένα νεύμα του Δασκάλου ήταν αρκετό για να τον γυρίσει στη θέση του. Η ένταση πλανιόταν στον αέρα. Τα χέρια της γυναίκας έτρεμαν και η ανάσα της ήταν γρήγορη και λαχανιασμένη. Ένιωθες πως ανάσαινε σαν να ανέβαινε έναν γκρεμό. Με δυσκολία, αλλά και με αποφασιστικότητα. Όταν τέλειωσε ένας αναστεναγμός που όμοιόν του δεν είχα ξανακούσει βγήκε από τα έγκατά της. Σωριάστηκε για μια στιγμή στα πόδια του όπως σωριάζεται ένα κουρέλι. Ένα δεύτερο υγρό, πολυτιμότερο από το πρώτο, έβρεχε τώρα τα πόδια του Ραββί. Ήταν τα δάκρυά της. Όλη η σκηνή δεν κράτησε παρά ελάχιστα. Μα θα μείνει χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου. Μάλλον όχι! Θα μείνει, όπως είπε ο Ραββί, στην ιστορία του κόσμου.

Μέσα σε εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης συγκίνησης άκουσα κάτι τόσο παράφωνο, που δεν πίστευα στα αυτιά μου. Σαν να σου χαρίζουν έναν υπέροχο πίνακα ή ένα εκπληκτικό ψηφιδωτό φτιαγμένο με τέχνη απαράμιλλη και κάποιος να γκρινιάζει πώς ο ζωγράφος χρησιμοποίησε παραπάνω από τα χρειαζούμενα χρώματα, πως ο ψηφιδογράφος στάθηκε σπάταλος με τα υλικά του. Έτσι κι ο Ιούδας! Κάνοντας γρήγορα τον υπολογισμό -πρέπει να είχε πείρα σ’ αυτό- άρχισε να γκρινιάζει για τη σπατάλη του μύρου. Το υπολόγισε σε τρακόσια μεροκάματα κι έφριξε, λέει, γιατί τάχα δεν δόθηκαν καλύτερα για τους φτωχούς. «Μην την κουράζετε πιότερο τη γυναίκα απ’ τον ανήφορο που σήμερα κατόρθωσε να ανέβει» τον αποστόμωσε ο Δάσκαλος. Πες, ότι τα ’φερε να με τυλίξει πεθαμένο, πράγμα που δεν θ’ αργήσει! Στο κάτω-κάτω φτωχοί θα υπάρχουν πάντα για όποιον τους νοιάζεται. Εγώ όμως φεύγω! Η πράξη της θα μείνει για πάντα γραμμένη να τη   μαθαίνουν οι άνθρωποι και να ελπίζουν. Κι όσο για αμαρτία; πάει πια, εσβήστη. Γιατί πολύ αγάπησε!

Γυρίζω πλευρό. Μα δεν κοιμάμαι. Ετούτος πρέπει να ’ναι ο Μεσσίας! Όχι γιατί ανάστησε το Λάζαρο! Μα γιατί σε έναν κόσμο που βασανίζεται από το Νόμο μπορεί να λέει: «Σε συγχωρώ γιατί πολύ αγάπησες!»

 

1ο μέρος ΕΔΩ
2ο  μέρος ΕΔΩ
3ο  μέρος ΕΔΩ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε τον Αλεξανδρέα που μας συντροφεύει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο τούτη τη Μεγαλοβδομάδα!