Από τους δύω τούτους Οσίους Μακαρίους, ο μεν ένας, ήτον από την Αίγυπτον, ήτοι από το Μισήρι, όθεν και Αιγύπτιος επονομάζεται. Ο δε άλλος, ήτον από την Αλεξάνδρειαν, όθεν και Αλεξανδρεύς επικαλείται. Και ο μεν Αιγύπτιος Μακάριος, όστις έζη κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τογ’ [373], Μέγας επωνομάζετο. Καθό ήτον πρώτος και μεγαλίτερος κατά την ηλικίαν και τους χρόνους. Αυτός λοιπόν, επειδή και ηγάπησε την αρετήν εκ νεαράς του ηλικίας, δια τούτο και εφάνη άμεμπτος και ακατηγόρητος εις την ζωήν, έως εις τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του. Μετά δε τους τριάκοντα χρόνους, ανεχώρησεν εις την έρημον. Τόσην δε υπομονήν έδειξεν εις τους κόπους της ασκήσεως ο αοίδιμος, ώστε οπού, εις ολίγους χρόνους, ηξιώθη να λάβη το χάρισμα της διακρίσεως, και την κατά δαιμόνων εξουσίαν και δύναμιν, και το να προλέγη τα μέλλοντα, και το να ποιή θαύματα. Με πολλήν δε παρακάλεσιν του Αρχιερέως έλαβε και το της ιερωσύνης αξίωμα. Επειδή δεν υπέφερε να κρύπτεται ο λύχνος υποκάτω εις τον μόδιον. Ούτος προείπεν εις ένα μαθητήν του, οπού έκλεπτε τα εις τους πένητας διδόμενα αργύρια, ότι θέλει λάβη παρά Κυρίου οργήν και παιδείαν, ανίσως δεν παύση και δεν διορθωθή. Εξέβη δε εις έργον η πρόρρησίς του.
Διατί ο αδελφός εκείνος, επειδή δεν εδιωρθώθη, ελεπρίασεν. Εκ των χαρισμάτων δε τούτων του Αγίου πολλοί παρακινούμενοι, έτρεχον εις αυτόν, και ενώχλουν την ησυχίαν του. Ο δε Όσιος εκατασκεύασεν ένα λάκκον υποκάτω εις την γην με γυρίσματα, ωσάν κοχλίαν εις το είδος, μακράν από το κελλίον του έως μισόν στάδιον. Και εις το άκρον του λάκκου, έσκαψε με τα χέρια του ένα σπήλαιον. Και όταν ήρχοντο πολλοί άνθρωποι και τον ενώχλουν, τότε επερνούσε κρυφίως από τον λάκκον και εκρύπτετο μέσα εις το σπήλαιον, όθεν τινάς δεν τον εύρισκε. Περιττόν δε είναι να ειπούμεν δια το ολίγον φαγητόν και πιοτόν, οπού έτρωγε και έπινεν ο αοίδιμος, διατί και αυτή μόνη η θεωρία του σώματός του, εμαρτύρει την άκραν εγκράτειαν, οπού εμεταχειρίζετο.Ήλθε μίαν φοράν ένας αιρετικός εις τον Άγιον, ο
οποίος εφιλονείκει, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. Όθεν ο Μέγας Μακάριος
ανέστησεν ένα νεκρόν, δια να πείση και να πληροφορήση αυτόν. Έλεγε δε ο Όσιος,
ότι είναι δύω τάγματα των δαιμόνων. Και το μεν ένα τάγμα, πολεμεί τους
ανθρώπους εις διάφορα πάθη, θυμού, και επιθυμίας. Το δε άλλο τάγμα, το οποίον
ονομάζεται αρχικόν, πολεμεί τους ανθρώπους και τους ρίπτει εις διαφόρους
αιρέσεις και βλασφημίας και πλάνας. Τούτο δε το αρχικόν τάγμα των δαιμόνων,
αποστέλλει ο αρχηγός αυτών Σατανάς, εις τους μάγους, και εις τους αιρεσιάρχας.
Ούτος ο Όσιος έκαμε τον άνθρωπον εκείνον, οπού έτρωγε τριών μοδίων ψωμία, κατά
ενέργειαν του Διαβόλου, και οπού έπινεν ένα μέτρον κρασί: τούτον, λέγω, τον
έκαμε να τρώγη τρεις λίτρας μόνον ψωμί, ήτοι διακόσια ογδοηνταοκτώ δράμια. Μίαν
φοράν είδεν ο Άγιος ούτος τον Διάβολον, οπού είχε τας μηχανάς και εργαλεία του
μέσα εις μίαν λήκυθον, ήτοι εις ένα αγγείον του ελαίου. Όθεν και ερωτήσας
αυτόν, έμαθε και εδιώρθωσε τον μοναχόν Θεόπεμπτον, τον απατώμενον από τας
μηχανάς του Διαβόλου. Ούτος περιπατών εις την έρημον, ευρήκεν ένα κρανίον, το
οποίον ήτον ενός ιερέως των ειδώλων. Ερωτήσας δε αυτό, ήκουσε να του ειπή ότι,
όταν προσφέρη εις τον Θεόν τας προσευχάς του, τότε ελαφρόνονται ολίγον από την
βάσανον, οι εν τη κολάσει ευρισκόμενοι. Ούτος ανέστησε και άλλον νεκρόν, δια να
ειπή πού έκρυψε την παρακαταθήκην εκείνων οπού την εζήτουν, και πάλιν
επρόσταξεν αυτόν και εκοιμήθη. Προείπε δε, και ότι έχει να ερημωθή η Σκήτη.
Διηγείται ο Όσιος Παλλάδιος δια τον Αιγύπτιον τούτον Μακάριον, ότι ένας
ακόλαστος, ζητώντας να ελκύση εις σατανικόν έρωτα μίαν σώφρονα γυναίκα, και μη
δυνηθείς, έκαμεν αυτήν με διαβολικάς μαγείας να φαίνεται εις τους ανθρώπους
ωσάν φοράδα. Όθεν ο Όσιος ούτος επικαλούμενος τον Θεόν, απεκατέστησεν αυτήν να
φαίνεται πάλιν εις τους ανθρώπους γυνή, καθώς ήτον εκ φύσεως.
Λέγεται δε περί του ουρανίου τούτου ανδρός, ότι
τον περισσότερον χρόνον της ζωής του, εσχόλαζε μάλλον εις την μετά Θεού νοεράν
ένωσιν, πάρεξ εις όλα τα υπό τον ουρανόν πράγματα του κόσμου. Με τοιαύτα λοιπόν
θεάρεστα έργα και θαύματα υπερφυσικά διαλάμψας ο φερωνύμως Μακάριος ο Μέγας,
και χρόνων εννενήντα γενόμενος, απήλθε προς Κύριον.
Ο δε Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρεύς, ο και πολιτικός
ονομαζόμενος (διατί περισσότερον από τον Αιγύπτιον εδιάτριβεν εις τας πόλεις,
και με τους ανθρώπους συνανεστρέφετο, δια την των πολλών διόρθωσιν), αυτός
λέγω, εχρημάτισεν Ιερεύς των λεγομένων Κελλίων, μεταχειριζόμενος άκραν
εγκράτειαν και υπομονήν. Όθεν και έλαβε την χάριν των θαυμάτων παρά Θεού.
Τούτου τας αρετάς θαυμάσας ο Μέγας Αντώνιος, είπε προς αυτόν· «ιδού επανεπαύθη
το Πνεύμα το Άγιον εις εσένα, και θέλεις γένης κληρονόμος των αρετών μου».
Ούτος ο Όσιος, όταν ήκουε κανένα Μοναχόν, πως έκαμνεν έργον και κατόρθωμα
ασκητικόν, ελάμβανε ζήλον αγαθόν εις την ψυχήν του, και κατά μίμησιν εκείνου,
έκαμνε και αυτός το ίδιον κατόρθωμα. Όθεν ακούσας, ότι οι Μοναχοί, οπού
ευρίσκοντο εις τα Τάβεννα, και δια τούτο Ταβεννησιώται ονομαζόμενοι, όλην την
μεγάλην Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγαν φαγητόν, οπού να περάση από φωτίαν, τούτο
λέγω ακούσας, τους εμιμήθη και αυτός. Και επτά χρόνους δεν έφαγε φαγητόν, οπού
εμαγειρεύθη εις την φωτίαν, έξω από λάχανα ωμά, και όσπρια βρεκτά. Άλλην φοράν
ήκουσεν, ότι ένας άλλος Όσιος έτρωγε μόνον μίαν λίτραν ψωμί: ήτοι εννενηνταέξι
δράμια. Όθεν εβίασε και αυτός τον εαυτόν του και έτρωγεν εις τρεις χρόνους
τέσσαρας, ή πέντε ουγγίας ψωμί, ήτοι τριανταδύω, ή τεσσαράκοντα δράμια. Ομοίως
έπινε και τόσον ολίγον νερόν, όσον ήτον ανάλογον και αρκετόν εις τόσον ολίγον
ψωμί, οπού έτρωγε.
Πηγαίνωντας δε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον των
Ταβεννησιωτών δια να μάθη του κάθε ενός την πολιτείαν, και ελθούσης της μεγάλης
Τεσσαρακοστής, είδεν οπού, άλλοι μεν από αυτούς, έτρωγαν το βράδυ της κάθε
ημέρας, άλλοι δε, εις δύω ημέρας, άλλοι, εις τρεις, και άλλοι, εις πέντε, άλλοι
δε, όλην την νύκτα στέκοντες εις την προσευχήν, εδούλευον την ημέραν. Ταύτα,
λέγω, βλέπωντας ο Όσιος, εστάθη όρθιος ο μεγαλόψυχος εις μίαν γωνίαν μιας
κέλλας, και βρέξας φοινίκια, εδούλευεν, έως ου ετελειώθη όλη η Τεσσαρακοστή και
έφθασε το Πάσχα. Εις τας ημέρας δε ταύτας δεν έκλινε γόνυ, δεν εκάθισε, δεν
επλαγίασεν εις κλίνην, δεν έφαγε τελείως ψωμί, ούτε έπιε νερόν. Έξω μόνον από
φύλλα κραμβολαχάνου οπού έτρωγεν. Αλλά και αυτά τα έτρωγεν, εις μόνην την
Κυριακήν, όσον μόνον δια να φανή εις τους άλλους, ότι τρώγει.
Άλλην φοράν δεν εμβήκεν ο Όσιος υποκάτω εις στέγην
κελλίου είκοσιν ολόκληρα ημερονύκτια, μόνον δια να νικήση τον ύπνον. Όθεν εις
αυτά δεν εκοιμήθη τελείως. Αλλά, την ημέραν μεν, εκαίετο από το καύμα του
ηλίου, την νύκτα δε, έπηζεν από την ψυχρότητα. Ούτος εφιλονείκησε και ηγωνίσθη
μίαν φοράν να μη χωρίση τον νουν του από τον Θεόν εις πέντε ημέρας. Και
τοσούτον εθύμωσε τον Διάβολον, ώστε οπού εκείνος έβαλε φωτίαν και έκαυσε το
ψαθί, επάνω εις το οποίον εστέκετο ο Όσιος. Ομοίως έκαυσε και όσα άλλα είχεν εις
το κελλίον του. Μίαν φοράν ενώχλησεν ο λογισμός τον Όσιον δια να υπάγη εις την
Ρώμην, ίνα ωφεληθή εκ των εκεί ευρισκομένων Οσίων. Αυτός δε πεσών κατά γης,
εξάπλωσε τα πόδιά του, και έλεγε. Τραβάτέ με εσείς δαίμονες, διατί εγώ
θεληματικώς με τα ποδάριά μου εις άλλο μέρος δεν πηγαίνω. Επειδή δε πάλιν
ενωχλείτο από τον λογισμόν, εφορτόνετο εις την πλάτην του ένα ζιμπίλι γεμάτον
από άμμον, και επήγαινεν εις ένα και άλλο μέρος. Και έτζι με τοιούτους τρόπους,
ενίκησε τον ενοχλούντα λογισμόν, χάριτι του Χριστού.
Μίαν φοράν ενωχλήθη ο Όσιος από τον δαίμονα της
πορνείας. Όθεν επήγεν εις την πανέρημον, και εμβήκε μέσα εις ένα βαλτώδη τόπον,
και εκεί έμεινε μήνας έξι. Και τόσον πολλά κατεπλήγωσαν το σώμα του οι εκεί
ευρισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, ωσάν σφήκες, ώστε οπού εγέμωσαν από πρίσματα
και ζιμπούνους όλα τα μέλη του σώματός του. Όθεν μετά εξ μήνας εγύρισεν εις το
κελλίον του, και από άλλο τι δεν εγνωρίζετο πως είναι ο Μακάριος, πάρεξ από
μοναχήν την φωνήν. Ηλλοιώθη γαρ όλον του το πρόσωπον και το σώμα, και επαρωμοίαζε
με τους λεπρωμένους. Ούτος έσκαπτε μίαν φοράν ένα πηγάδι, και εκεί έτυχε να
ευρεθή μία ασπίδα, η οποία εδάγκασε τον Όσιον εις τας χείρας. Θανατηφόρον δε
είναι το δάγκαμα της ασπίδος. Ο δε Όσιος πιάσας αυτήν με τα δύω του χέρια από
τα χείλη και σιαγόνια, έσχισεν αυτήν, λέγων. Επειδή ο Θεός δεν σε έστειλε, πώς
εσύ ετόλμησες να με δαγκάσης; Μία φοράν εκάθητο ο Όσιος εις την αυλήν, και
ελάλει εις τους παρεστώτας αδελφούς τα προς ωφέλειαν. Τότε έρχεται εκεί μία
αγριογουρούνα, η οποία πέρνουσα μαζί το γουρουνόπουλόν της, οπού ήτον τυφλόν,
το έρριψεν έμπροσθεν εις τους πόδας αυτού. Ο δε Όσιος πτύσας εις τους τυφλούς
οφθαλμούς του ζώου, έκαμεν αυτό να αναβλέψη. Η δε γουρούνα πέρνουσα το γέννημά
της, ανεχώρησε, και το πρωί εσπούδασε και έφερεν εις τον Όσιον ένα δέρμα
μεγάλον ενός προβάτου. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν. Εγώ τα εξ αδικίας πράγματα
δεν δέχομαι. Η δε γουρούνα κλίνασα την κεφαλήν, ευγήκεν έξω από την αυλήν.
Κοντά δε εις τα άλλα θαύματα, εποίησε και ταύτα ο
Όσιος. Ιάτρευσεν ένα ανάξιον Ιερέα, του οποίου η κεφαλή εφαγώθη όλη έως εις το
κόκκαλον, αφ’ ου πρότερον υπεσχέθη, να μην ιερουργή εις το εξής αναξίως. Το
οποίον ήτον αίτιον του τοιούτου πάθους και ασθενείας του, καθώς και ο Άγιος
τούτο προείπεν εις αυτόν. Αλλά και μίαν ευγενή παρθένον και παράλυτον, ήτις
ήλθεν εις αυτόν από Θεσσαλονίκην, υγιή εποίησεν ο Άγιος. Και ένα παιδίον, το
οποίον ήτον πρισμένον, και εύγανε νερόν από όλας του τας αισθήσεις, εθεράπευσεν
ο Όσιος, και έδωκεν αυτό εις τον πατέρα του υγιές. Τόσον δε πλήθος
δαιμονισμένων ιάτρευσεν ο Όσιος ούτος, ώστε οπού σχεδόν δεν έχει αριθμόν. Και
ούτος δε ο Αλεξανδρεύς Μακάριος, είδε τον Διάβολον (καθώς τον είδε δηλαδή και ο
προρρηθείς Αιγύπτιος) και εβάσταζε τα είδη και εργαλεία, με τα οποία επλανούσε
τους Μοναχούς. Εφανέρονε δε ταύτα ο μιαρός αινιγματωδώς με ένα τρυπημένον
φόρεμα οπού εφόρει, και με κάποια κολοκύνθια, οπού εσήκονεν. Ούτος ο Όσιος
περιπατήσας ένα καιρόν μίαν μακρινήν στράταν, εμβήκεν εις το κηποταφείον του
Ιαννή και Ιαμβρή, των επί του Φαραώ μάγων. Και πάλιν εγύρισε, χωρίς να πάθη
κανένα κακόν από τους δαίμονας. Είχε δε ο Άγιος ούτος σώμα μικρόν και κολοβόν.
Είχεν ολίγας τρίχας εις τα χείλη και εις το άκρον του πώγωνος. Επειδή δια την υπερβολήν
των ασκητικών κόπων, ουδέ τρίχας εύγαλε. Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν και
θαύματα διαλάμψας και ούτος ο θείος Μακάριος, ανεπαύθη εν ειρήνη.
Με τούτους τους δύω Μακαρίους συνταξειδεύοντες
μαζί μερικοί τριβούνοι του βασιλέως ενδοξότατοι, εθαύμαζον την ευτέλειαν και
πτωχείαν οπού είχον. Όθεν ένας από αυτούς είπε. Μακάριοι είσθε εσείς, οπού
περιπαίζετε τον κόσμον. Ο δε Αλεξανδρεύς Μακάριος, απεκρίθη προς αυτόν. Ημείς
μεν, επεριπαίξαμεν τον κόσμον, ο δε κόσμος, περιπαίζει εσάς. Πλην ήξευρε καλά,
ότι και ημείς Μακάριοι ονομαζόμεθα καθώς εσύ και χωρίς να θέλης μας ωνόμασες.
Ταύτα δε ειπόντος του Αγίου, εκατανύχθη ο τριβούνος, και καταφρονήσας τα λαμπρά
του βίου πράγματα, απετάξατο τοις εαυτού υπάρχουσι, και έγινε Μοναχός. (Περί
του Αλεξανδρέως Μακαρίου όρα και εις το Λαυσαϊκόν.)
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου