Ἡ μεγάλη στέρηση
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος
Νικοδήμου
Σκέφτομαι τούς συνοδοιπόρους μου στήν κούρσα τῆς
σύγχρονης σκληρῆς ἱστορικῆς περιπέτειας. Tούς ἀνθρώπους, πού περπατοῦν πλάϊ μου, ἀλλά
διαφοροποιοῦνται θεληματικά στήν προοπτική τῆς πίστης. Ὅλους αὐτούς, πού μοχθοῦν,
ἀγωνιοῦν καί προβληματίζονται. Πού χουφτώνουν τή σκιά τῆς εὐτυχίας καί,
ξαφνικά, βρίσκονται ὁλομόναχοι στήν ἀνοιχτή θάλασσα. Πού δίνονται σέ τιτάνειο ἀγώνα
ἐνάντια στά κύματα καί διαπιστώνουν, πάνω στήν προσπάθειά τους, τήν ἀνθρώπινη
περατότητα καί τήν ἐφήμερη διάσταση τῆς εὐτυχίας.
Kαί σκέφτομαι, πόσο σκοτεινός καταντάει ὁ ὁρίζοντας καί πόσο ἀναπάντητα τά ἐρωτήματα, ἄν δέν ἔχει κάποιος γνωρίσει καί δέν ἔχει δοκιμάσει τή γλυκύτητα τῆς προσευχῆς. Ἄν, στό ἄνοιγμα τῆς μέρας του, δέ σηκώνει τό βλέμμα στόν οὐρανό, νά ἀνιχνεύσει τήν προστατευτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα καί νά ἐμπιστευτεῖ τήν ὕπαρξή του στή γνήσια, ἀλλά καί ἀπέραντη στοργή Tου. Ἄν κατά τή δοκιμή τῆς χαρᾶς δέ γνώρισε τό σκίρτημα τῆς εὐγνωμοσύνης σέ Kεῖνον, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκπορεύεται «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον» (Ἰακώβ. α΄ 17). Ἄν στόν αἰφνιδιασμό τῆς ἀποτυχίας ἤ τοῦ θανάτου, δέν ἄφησε τά θολωμένα του μάτια νά ἐκφραστοῦν, νά διατρανώσουν τή θλίψη τους καί νά ἀνακαλύψουν τήν κρυφή διάσταση τῆς αἰωνιότητας καί τό νοηματισμό τοῦ γεγονότος τῆς Ἀνάστασης.
Ἡ ὕπαρξη δίχως τήν προσευχή εἶναι μιά ζωντανή,
κινούμενη ὕλη, ἀλλά ἀνάπηρη.
Ἱκανή νά περπατήσει στίς λεωφόρους τῆς γῆς, νά
γευτεῖ καί νά χαρεῖ τίς μεταλλαγμένες τροφές, νά παλέψει στό στίβο τῶν γήϊνων ἐπιδόσεων,
νά συναντήσει τήν πηγή μέ τό γάργαρο νερό τῆς χαρᾶς, νά παραδοθεῖ στήν παράξενη
σιωπή τοῦ τάφου. Δίχως, ὅμως, ἀναφορά στόν αἰώνιο κόσμο τοῦ Θεοῦ. Kαί δίχως προσωπική σχέση μέ Ἐκεῖνον, πού εἶναι
«ἡ Ἀγάπη» καί «ἡ Aἰωνιότητα».
Δίχως τήν προσευχή οἱ μέρες κυλοῦν αἰνιγματικές. Ὁ ὁρίζοντας ἐμφανίζεται ὁλοένα
καί περισσότερο σκοῦρος. Ἡ βιοπάλη γίνεται καθημερινά πιό προβληματική, μιά καί
δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασφαλίσει τήν ἐπιμήκυνση τοῦ δρομολογίου του. Δίχως
τήν προσευχή ὅλα, ὅσα σχετίζονται μέ τήν ὕπαρξη καί μέ τό νοηματισμό τῆς
πορείας της, περνοῦν στό τοῦνελ τῆς ἀγνωσίας καί ἡ κρυάδα τοῦ τάφου δίνει ἕνα
φρικιαστικό μήνυμα προσκαιρότητας.
Ἄν οἱ ἀδελφοί
μου, πού περπατοῦν καθηλωμένοι στά στοιχεῖα τῆς γῆς καί ἀντιμετωπίζουν σέ κάθε
στιγμή τή φρίκη τοῦ τέλους, θελήσουν νά ἀνοίξουν διάλογο μέ τόν οὐρανό, θά ἀνακαλύψουν
τήν ἄλλη διάσταση τῆς ζωῆς καί τίς ἄλλες ἐμπειρίες τῆς ὕπαρξης. «Πολλῆς
ἡμῖν χρεία τῆς κατά Θεόν ἀναβάσεως, ἵνα νοήσωμεν τίνων πτωχεύομεν οὐ γάρ ἄν εἰς
ἐπιθυμίαν ἔλθοιμεν τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν, εἰ μή τήν ἐν τοῖς τοιούτοις ἑαυτῶν
πτωχείαν κατανοήσαιμεν. ἀλλ᾽ ἔμφυτός τις γίνεται καί ἐνδιάθετος τῆς προσευχῆς ὁ
τόνος, ὅταν γνῶμεν τίνων πτωχεύομεν καί πρός τήν ἀναβολήν τῶν ποθουμένων ἀκηδιάσωμεν
καί οὕτως ἐκχεῖται ἡ δέησις ἡμῶν διά τῶν ὀφθαλμῶν ἀντί ρημάτων χρωμένη τοῖς
δάκρυσιν» (Ἅγιος Γρηγόριος Nύσσης). (Ἔχουμε πολλή ἀνάγκη τῆς ἀνάτασης στό Θεό, γιά νά καταλάβουμε ποιά εἶναι ἡ
φτώχεια μας. Γιατί δέ θά φτάσουμε ποτέ νά ἐπιθυμήσουμε τά ἀληθινά ἀγαθά, ἄν δέν
κατανοήσουμε τή σχετική φτώχεια μας. Ἀλλά, ὅταν μάθουμε ὅτι εἴμαστε φτωχοί καί ὅταν
ἀρχίσουμε νά ἀδημονοῦμε γιά τήν ἀναβολή τῆς ἀναζήτησης τῶν ποθουμένων, τότε ἀναπτύσσεται
στό ἐσωτερικό μας καί βγαίνει αὐθόρμητα ὁ τόνος τῆς προσευχῆς. Kαί ἔτσι ἀναβλύζει ἡ δέηση καί ἐκχύνεται ἀπό
τά μάτια μας, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα, ἀντί γιά τά λόγια, τά δάκρυα τῆς
προσευχῆς μας.)
Aὐτά τά λυτρωτικά δάκρυα εἶναι δάκρυα χαρᾶς. Eἶναι κάθαρση τῆς πνευματικῆς ὅρασης. Eἶναι δυνατότητα πρόσβασης τοῦ νοῦ καί τῆς
καρδιᾶς στό αἰώνιο φῶς τοῦ Θεοῦ. Eἶναι ἀνακάλυψη τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Kαί περπάτημα, μέ τόν ὕμνο τῆς δοξολογίας καί τῆς εὐχαριστίας
στά χείλη, ἀκόμα καί ὅταν ὁ βηματισμός γίνεται ἀνάμεσα στά ἀγκάθια καί στίς
κακοτράχαλες ρεματιές.
Ἱκετεύω τούς ἀδελφούς μου, πού στερήθηκαν τή
δύναμη τῆς προσευχῆς, νά ἀφήσουν τήν ψυχή τους ἐλεύθερη νά ἀναζητήσει τό
Θεό-Πατέρα καί νά ἀνοίξει διάλογο ἀγάπης μαζί Tου.
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη
Πληροφόρηση», φύλλο 34, 1-4-2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου