Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Δύο ποιήματα (ένα του Γ. Βερίτη και ένα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη)

Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, συζητιέται ίσως περισσότερο για τη ζωή του, και την αυτοκτονία του στις 7 Ιανουαρίου του 1944, και λιγότερο για το λογοτεχνικό, ποιητικό του έργο. Αν και αριστοκράτης έκανε παρέα με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους «περιθωριακούς».  Για αυτόν έγραψε ο Γ. Βερίτης. Σας παραθέτω το ποίημα του Γ. Βερίτη και στο τέλος ένα από τα ποιήματα του Λαπαθιώτη. (Α.Κ.Κ.)
 
 ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ 

του Γ. Βερίτη

«Κι ἐμεῖς, ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει,
μόλις ὁ κάμπος εἶχε κοκκινίσει,
μὲ μάτια ποὺ τὰ φλόγιζε ἡ χαρά,
κι ὅλοι γεροὶ κι ἀγέρωχοι σὰν Κροῖσοι,
– μὰ τὰ μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει,
μὲ καταματωμένα τὰ φτερά...»
(Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Ποιήματα, σ. 23:
«Οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς»)
 
Ψυχή, ποὺ πῆρες κι ἔσμιξες τὸ κρίμα καὶ τὸ κλάμα,
ἀπόψε κάτι μ’ ἔσπρωξε γιὰ νὰ βρεθοῦμε ἀντάμα...
Παίρνω στὰ δάχτυλα ἁπαλὰ καὶ μ’ ἄλγος ξεφυλλίζω
τοῦ τραγουδιοῦ σου τὸν ἀνθό, τῆς ζήσης σου τὸ δράμα,
–τὄνα σὰν τ’ ἄλλο, ὢ σπαραγμός!– κι’ ἔτσι, ἄθελα, δακρύζω.
 
Χρυσή ’ταν ἡ βαρκούλα σου, μετάξι τὸ πανί της,
μαλαματένιοι κι’ οἱ σκαρμοὶ κι’ ἀσήμι τὰ κουπιά,
κι’ ἐσύ, ὁ γλυκὸς τραγουδιστὴς κι’ ὁ λυγερὸς τεχνίτης,
(τὴν ὥρα ποὺ ξεκίνησες τήνε θυμᾶσαι πιά;)
ξανοίχτηκες, γιὰ νὰ χαρῆς –καὶ νὰ πνιγῆς!– μαζί της.
 
Ἄνοιξη γύρω κι’ ἄνθιζαν τὰ πέλαα καὶ τὰ οὐράνια,
κι’ ἔπλεκες τὸ τραγούδι σου μ’ ἀχοὺς κι’ ἀφροστεφάνια.
Σὰ νικητὴς ἐφάνταζες καὶ στρατηλάτης ἤσουν,
κι’ ἔσερνες σκλάβες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ μαζί σου.
Ποιὸς εἶπε, τάχα, πὼς θὰ ’ρθῆ στιγμὴ κι αὐτὲς νὰ σβήσουν;
 
Μὰ πῶς ἐπέρασε γοργὰ - γοργὰ τὸ καλοκαίρι
ἔτσι ἄπιαστα, ἀνεπαίσθητα καὶ βιαστικά, σὰ ρίγος;
Πῶς, ξάφνου, ὁ δείχτης ἔδειξε, μετά, τὸ μεσημέρι;
(λὲς καὶ τὸν κίνησε μεμιᾶς ἀόρατό ’να χέρι!)
– καὶ φώναξες: τί σύντομα ποὺ τέλειωσε κι’ ὁ τρύγος!
 
Ἐπέρασε.... Καὶ τώρα νά, φθινόπωρο θλιμμένο
σὲ βρίσκει νὰ σιγαλοτραγουδᾶς τὸ «Περιμένω...»
καὶ μ’ ἀγωνία νὰ καρτερᾶς, σὰ λυτρωμὸ καὶ χάρη,
κάποιο ὄρνιο μαῦρο γιὰ νὰ ’ρθῆ, τάχα ἀπὸ ποῦ φερμένο;
– ἀπ’ τὸ Μηδὲν στὸ Πουθενά, ἔτσι τὄπες;– νὰ σὲ πάρη.
 
Τῆς πεθαμένης σου χαρᾶς ἔχει στερέψει ἡ βρύση,
καὶ τὰ χαμένα πράματα, γλυκὰ κι’ ἀποσπερνά,
ὅλα ξυπνᾶνε μέσα σου πληγὴ ποὺ δὲν περνᾶ.
Κι’ αὐτὸς ὁ ἥλιος τί γοργὰ ποὺ τρέχει πρὸς τὴ δύση!
Ἄχ! δὲ μπορεῖ κανένας πιὰ νὰ σὲ παρηγορήση...
 
Τὸ δρόμο ποὺ ἀκολούθησες, μιὰ μέρα ἄθλιο τὸν εἶδες,
κι’ ἀπὸ τὰ βάθη σου ἔκραξες, μέσ’ στὴν ἀπόγνωσή σου.
Μά, ὢ κρίμα! δὲν τὶς ἄφησες τῆς πίστης τὶς ἀχτίδες
ἀκράτητες ἀπὸ παντοῦ μέσ’ στὴν ψυχὴ νὰ ὁρμήσουν,
κι’ ἄκαρπα πῆγε, ἀλίμονο, τὸ τραγικὸ «Λυπήσου».
 
Δίχως τὴν Πίστη ποὺ ἔμεινες, δίχως φωτιὰ καὶ ζέστα,
τόσο μακριὰ ποὺ τ’ ἄφησες τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα,
–καὶ τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ καὶ σὲ καλοῦνε, ἰδές τα!–
τόσο μακριὰ ποὺ τ’ ἄφησες κι’ ὅλο τραβιέσαι πέρα,
μαῦρο σκοτάδι ὁ κλῆρος σου στὴν ἄναστρην ἑσπέρα.
 
Γύρω σου κρύα καὶ παγερή, ἀπ’ ἄκρη ὡς ἄκρη ἡ χώρα.
Κι’ ὤ, πῶς ἐχύθη τοῦ βαθιοῦ μεσονυχτιοῦ ὁ θυμός,
καὶ χίμηξε ἀπ’ τὰ πέλαγα, γοερὴ καὶ ποντοπόρα,
ξεσπώντας πάλι, ξαφνικά, μέσ’ στὶς βραγιὲς ἡ μπόρα!
Αἷμα διψώντας, σ’ ἅρπαξε στὰ νύχια ὁ σκοτωμός.
 
Μὰ ἀκόμα δὲ σὲ σκέπασε τὸ ποὺ σὲ κράζει χῶμα,
κι΄ ἀπάνω ἀπὸ τὸ πτῶμα σου, καὶ πρὶ νὰ φέξη ἀκόμα,
κι’ ὅ,τι π’ ἀνθίζανε τὰ πρῶτα φῶτα τῆς ἡμέρας,
κυττάζοντάς το ἀχόρταγα τὸ σκοτωμένο σῶμα
μ’ ἄγρια χαρὰν ἐκάγχαζε σατανικὰ ἕνα τέρας...
 
 _______________________

 Εκ Βαθέων 
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
 
Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
–χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!
 
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθή,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθή!
 
Λυπήσου όλα κείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
 
Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
–και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…
 
Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
 
Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ
–λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: