Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές ο
Ναπολέων Λαπαθιώτης, συζητιέται ίσως περισσότερο για τη ζωή του, και την αυτοκτονία
του στις 7 Ιανουαρίου του 1944, και λιγότερο για το λογοτεχνικό, ποιητικό του
έργο. Αν και αριστοκράτης έκανε παρέα με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους «περιθωριακούς».
Για αυτόν έγραψε ο Γ. Βερίτης. Σας παραθέτω
το ποίημα του Γ. Βερίτη και στο τέλος ένα από τα ποιήματα του Λαπαθιώτη. (Α.Κ.Κ.)
του Γ. Βερίτη
«Κι ἐμεῖς, ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει,μόλις ὁ κάμπος εἶχε κοκκινίσει,μὲ μάτια ποὺ τὰ φλόγιζε ἡ χαρά,κι ὅλοι γεροὶ κι ἀγέρωχοι σὰν Κροῖσοι,– μὰ τὰ μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει,μὲ καταματωμένα τὰ φτερά...»(Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Ποιήματα, σ. 23:«Οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς»)
ἀπόψε κάτι μ’ ἔσπρωξε γιὰ νὰ βρεθοῦμε ἀντάμα...
Παίρνω στὰ δάχτυλα ἁπαλὰ καὶ μ’ ἄλγος ξεφυλλίζω
τοῦ τραγουδιοῦ σου τὸν ἀνθό, τῆς ζήσης σου τὸ δράμα,
–τὄνα σὰν τ’ ἄλλο, ὢ σπαραγμός!– κι’ ἔτσι, ἄθελα, δακρύζω.
μαλαματένιοι κι’ οἱ σκαρμοὶ κι’ ἀσήμι τὰ κουπιά,
κι’ ἐσύ, ὁ γλυκὸς τραγουδιστὴς κι’ ὁ λυγερὸς τεχνίτης,
(τὴν ὥρα ποὺ ξεκίνησες τήνε θυμᾶσαι πιά;)
ξανοίχτηκες, γιὰ νὰ χαρῆς –καὶ νὰ πνιγῆς!– μαζί της.
κι’ ἔπλεκες τὸ τραγούδι σου μ’ ἀχοὺς κι’ ἀφροστεφάνια.
Σὰ νικητὴς ἐφάνταζες καὶ στρατηλάτης ἤσουν,
κι’ ἔσερνες σκλάβες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ μαζί σου.
Ποιὸς εἶπε, τάχα, πὼς θὰ ’ρθῆ στιγμὴ κι αὐτὲς νὰ σβήσουν;
ἔτσι ἄπιαστα, ἀνεπαίσθητα καὶ βιαστικά, σὰ ρίγος;
Πῶς, ξάφνου, ὁ δείχτης ἔδειξε, μετά, τὸ μεσημέρι;
(λὲς καὶ τὸν κίνησε μεμιᾶς ἀόρατό ’να χέρι!)
– καὶ φώναξες: τί σύντομα ποὺ τέλειωσε κι’ ὁ τρύγος!
σὲ βρίσκει νὰ σιγαλοτραγουδᾶς τὸ «Περιμένω...»
καὶ μ’ ἀγωνία νὰ καρτερᾶς, σὰ λυτρωμὸ καὶ χάρη,
κάποιο ὄρνιο μαῦρο γιὰ νὰ ’ρθῆ, τάχα ἀπὸ ποῦ φερμένο;
– ἀπ’ τὸ Μηδὲν στὸ Πουθενά, ἔτσι τὄπες;– νὰ σὲ πάρη.
καὶ τὰ χαμένα πράματα, γλυκὰ κι’ ἀποσπερνά,
ὅλα ξυπνᾶνε μέσα σου πληγὴ ποὺ δὲν περνᾶ.
Κι’ αὐτὸς ὁ ἥλιος τί γοργὰ ποὺ τρέχει πρὸς τὴ δύση!
Ἄχ! δὲ μπορεῖ κανένας πιὰ νὰ σὲ παρηγορήση...
κι’ ἀπὸ τὰ βάθη σου ἔκραξες, μέσ’ στὴν ἀπόγνωσή σου.
Μά, ὢ κρίμα! δὲν τὶς ἄφησες τῆς πίστης τὶς ἀχτίδες
ἀκράτητες ἀπὸ παντοῦ μέσ’ στὴν ψυχὴ νὰ ὁρμήσουν,
κι’ ἄκαρπα πῆγε, ἀλίμονο, τὸ τραγικὸ «Λυπήσου».
τόσο μακριὰ ποὺ τ’ ἄφησες τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα,
–καὶ τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ καὶ σὲ καλοῦνε, ἰδές τα!–
τόσο μακριὰ ποὺ τ’ ἄφησες κι’ ὅλο τραβιέσαι πέρα,
μαῦρο σκοτάδι ὁ κλῆρος σου στὴν ἄναστρην ἑσπέρα.
Κι’ ὤ, πῶς ἐχύθη τοῦ βαθιοῦ μεσονυχτιοῦ ὁ θυμός,
καὶ χίμηξε ἀπ’ τὰ πέλαγα, γοερὴ καὶ ποντοπόρα,
ξεσπώντας πάλι, ξαφνικά, μέσ’ στὶς βραγιὲς ἡ μπόρα!
Αἷμα διψώντας, σ’ ἅρπαξε στὰ νύχια ὁ σκοτωμός.
κι΄ ἀπάνω ἀπὸ τὸ πτῶμα σου, καὶ πρὶ νὰ φέξη ἀκόμα,
κι’ ὅ,τι π’ ἀνθίζανε τὰ πρῶτα φῶτα τῆς ἡμέρας,
κυττάζοντάς το ἀχόρταγα τὸ σκοτωμένο σῶμα
μ’ ἄγρια χαρὰν ἐκάγχαζε σατανικὰ ἕνα τέρας...
_______________________
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
–χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθή,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθή!
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
–και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ
–λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου