Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Καίτη Χιωτέλλη Ποιήματα 1961-2018 / ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 


 
«Καίτη Χ..., όπως... Χαγίλ!»

Με ξεχωριστή συγκίνηση και χαρά πήρα στα χέρια μου το φρεσκοδημοσιευμένο βιβλίο με τα ποιήματα της Καίτης Χιωτέλλη, η οποία έφυγε από κοντά μας πριν πέντε χρόνια.

Οι εκδόσεις Ιωνάς (ή μάλλον η ψυχή τους, ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος της Πρέβεζας και όχι μόνο) μου ζήτησαν κι έγραψα Επίμετρο. Το παραθέτω ευθύς, χωρίς να πω άλλη κουβέντα. Ό,τι αξιώθηκα να πω για την Καίτη, το έχω ακουμπήσει εκεί...

Θ.Ν.Π. / 14-5-2025

........................................................

«Καίτη Χ..., όπως... Χαγίλ!»

Η ζωή της Καίτης Χιωτέλλη (1928-2020) μοιάζει να σηματοδοτείται από τις δύο ποιητικές της συλλογές,την μια στην αρχή περίπου της δημόσιας παρουσίας της και την άλλη κατευθείαν στην δύση της. Χρονικά οι δύο συλλογές απέχουν μεταξύ τους σχεδόν εξήντα χρόνια. Η πρώτη, με τον τίτλο Ανατολικοί Δρόμοι, εκδόθηκε από τον «Δίφρο» το 1961 (όταν η Καίτη ήταν 33 ετών) και η δεύτερη, επιγραφόμενη Επιστρέφουν, κυκλοφόρησε από τους «Εν Πλω» το 2018 – όταν η Καίτη γινόταν 90 ετών. Δυο χρόνια μετά την έκδοση του Επιστρέφουν, η Καίτη Χιωτέλλη αναχώρησε (30 Ιουνίου 2020).

Το χρονικό ενδιάμεσο των σχεδόν εξήντα χρόνων από συλλογή σε συλλογή δεν ήταν διόλου κενό διάστημα. Αντιθέτως, ήταν καιρός ξέχειλος από σπορές, βοτανίσματα και σοδειές της αδάμαστης Καίτης: τόσο στο μεταφραστικό έργο (δηλαδή στο ξεκλείδωμα της αποθησαυρισμένης σε αρχαϊκό ιδίωμα σοφίας, ώστε να δυνηθούν να γίνουν συνδαιτυμόνες αυτής της σοφίας όλοι), όσο και στην αγρύπνια της ως μέλους της Εκκλησίας το οποίο είχε πάρει τοις μετρητοίς την ευαγγελική διαβεβαίωση για την ελευθερία των τέκνων του Θεού, και θύμωνε και με την μετάλλαξη (είτε ακούσια είτε εκούσια) των απελεύθερων σε υποζύγια.

Αυτά τα ζούσε εξακτινούμενα σε κάθε ανθρώπινο πεδίο: και στις διαπροσωπικές σχέσεις, και στην ιδιότητα του πολίτη, και στην έγνοια για τα οικουμενικά και πανανθρώπινα. Η Καίτη Χιωτέλλη, ποιήτρια, μεταφράστρια και ουσιαστικά θεολόγος –μαζί κι αδιάζευκτα αυτά– έγραφε σε πολλά έντυπα και δρούσε σε πολλά πεδία. Για παράδειγμα, υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των πρωτοποριακών περιοδικών Σκαπάνη (1961-1963) και Σύνορο (1964-1967), μέλος του «Οικουμενικού Φόρουμ Ευρωπαίων Χριστιανών Γυναικών» και φωνή ενός πηγαία εκκλησιαστικού φεμινισμού, συνεργάτις της «Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας» και του οδοιπορούντος περιοδικού Σύναξη και άλλα πολλά. Όλως ενδεικτικά σημειώνω ότι στο 2ο τεύχος της Σκαπάνης είχε δημοσιευτεί το ποίημά της «Μικρομάγαζα σ’ επαρχιακές πολιτείες» (Φεβρουάριος 1961, σ. 11), στο δε τεύχος 41 της Σύναξης το ποίημά της «Ο ανοιξιάτικος ο άνεμος» (Μάρτιος 1992, σ. 110).

Σ’ αυτόν λοιπόν τον μακρύ χρόνο που της χαρίστηκε, και που η ίδια πηδαλιούχησε, μοιάζει να έχουν εμβληματική θέση –σαν σηματοδότες εισόδου και εξόδου– οι δυο ποιητικές της συλλογές, που τώρα, στην παρούσα έκδοση επανεκδίδονται μαζί, σε ένα βιβλίο, με φροντίδα του ανθρώπου με τον οποίο βαθιά φιλία και συμπνευματισμός την συνέδεσε στην τελευταία εικοσαετία της ζωής της – τον π. Θεοδόσιο της Πρέβεζας, ο οποίος στο κοιμητήριο της Καισαριανής και την αποχαιρέτισε ως ποιήτρια .

Για τα ποιήματά της μιλώ ως αναγνώστης τους και ως συνομιλητής της. Ούτε τον ομότεχνό της στην στιχουργία καμώνομαι, ούτε τον αναλυτή ποίησης. Μιλώ απλά ως δωρεοδόχος της έγνοιας της, της παρρησίας της και της ματιάς της, που έβγαινε διαυγής απ’ τα σχιστά της μάτια, σε όλα τα πεδία στα οποία ανταμώναμε. Αρχής γενομένης το καλοκαίρι του 1995, σε διήμερο για τα χρέη της θεολογίας, οπότε και μας δώρισε τους Ανατολικούς Δρόμους με ιδιόχειρη αφιέρωση που ξεκινούσε: «Στην Ελένη και στο Θανάση...». Στις 2 Οκτωβρίου του 2018 η εγκάρδια αφιέρωσή της πάνω στο Επιστρέφουν ξεκινούσε πάλι έτσι: «Στην Ελένη και στον Θανάση...». Η Χιωτέλλη δεν έγραφε τυχαία. Άλλοτε πολύ απλά κι άλλοτε πιο σύνθετα, άλλοτε ξεκάθαρα κι άλλοτε παραβολικά, υποληπτόταν πολύ τον λόγο, και πάλευε με τον λόγο. Πάλευε με τον λόγο σημαίνει δύο πράγματα μαζί: από τη μια ότι πάλευε με όπλο τον λόγο, και από την άλλη ότι πάλευε με τον λόγο αντίπαλο, υπό την έννοια ότι κόπιαζε να αναμετρηθεί με το εύπλαστο αλλά και με το ανυπόταχτο του λόγου ταυτόχρονα. Και σεβαστικά και δημιουργικά. Όταν, προ ετών, έγραφα για την μεταφραστική μαστοριά της, έλεγα πως η Χιωτέλλη είχε κοφτερή ματιά και κοφτερό χαμόγελο και κοφτερή κουβέντα. Όμως αυτά τα κοφτερά της είναι ό,τι στοργικότερο κι ό,τι μητρικότερο. Μου θύμιζαν τα «εμβολιαστήρια»: τα μαχαιράκια που χρησιμοποιούνται στο μπόλιασμα των δέντρων, σε μια διαδικασία που έχει τομή, αλλά όχι ακρωτηριασμό˙ που θέλει χέρι αποφασιστικό, αλλά και τρυφερό. Με άλλα λόγια, χέρι που απλώνεται για να προσκαλέσει χέρι συνοδοιπόρου. Όχι χειραγωγούμενου. Τι θα απομείνει από την όψη της, αν τυχόν αποσιωπήσουμε την κόψη της;

Πιστεύω πως τα ποιήματά της, τα θέματά τους και η πλοκή τους, καθρεφτίζουν ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της. Όσοι την γνώρισαν, (είτε συμπνευματιζόμενοι μαζί της, είτε ενοχλούμενοι – αμφότεροι ήταν αρκετοί) νομίζω ότι εύκολα μπορούν να συγκλίνουν στο επίθετο που την χαρακτηρίζει: ήταν ανδρεία. Τιμητικό και άδικο ταυτόχρονα το επίθετο ανδρεία! Εξαιρετικά ενδεικτικό της συνθήκης με την οποία παλεύουν οι γυναίκες που έχουν υπόσταση. Είναι εμβληματική η ρητορική ερώτηση, «Γυναῖκα ανδρείαν τίς εὑρήσει;», από την ελληνιστική μετάφραση (των Ο΄) της Παλαιάς Διαθήκης (Παροιμίαι 31:10), η οποία έχει καταγράψει τον θαυμασμό για τέτοιες γυναίκες και την πολυτιμότητα της συνάντησης μαζί τους. Όμως η έντιμη πράξη του να αναγνωρίζεις μια γυναίκα ως ανδρεία, καταγράφει ταυτόχρονα κι ένα άδικο, μέσα από το οποίο πορεύονται οι κοινωνίες, και το οποίο η τίμηση σωστά πασχίζει να διεμβολίσει! Εξηγούμαι:

Κατά λέξη το θηλυκό επίθετο ανδρεία σημαίνει ανδρική. Σημαίνει δηλαδή εκείνην που έχει ιδιότητες του άνδρα. Κατά συνεκδοχή σημαίνει γενναία, θαρραλέα, και πάλι επειδή η πολεμική δραστηριότητα, μαζί με την γενναιότητα και το θάρρος που χρειάζεται, θεωρήθηκε κατεξοχήν ανδρική υπόθεση. Άλλοι λοιπόν χρησιμοποιούν το επίθετο ανδρεία υπονοώντας ότι ύψιστο επίτευγμα μιας γυναίκας είναι να αγγίξει εκτάκτως κορυφές οι οποίες φύσει αφορούν τον άντρα, άλλοι όμως, προσπερνώντας την προέλευση της λέξης, την χρησιμοποιούν για να πουν ότι τα σπουδαία του ανθρώπου (όπως η ψυχική γενναιότητα και η αγωνιστικότητα) δεν είναι φύσει μονοπώλιο κανενός φύλου. Αυτή, την δεύτερη εννόηση υπηρετεί η νεοελληνική μετάφραση του ως άνω χωρίου, όχι από την ελληνιστική μετάφραση, αλλά από το εβραϊκό πρωτότυπο: «Δυσεύρετη είναι η άξια γυναίκα!» . Με την λέξη άξια έχει αποδοθεί η εβραϊκή λέξη χαγίλ, που αφορά την δύναμη, την ικανότητα, την επιτυχία και τη δύναμη της προσωπικότητας, δηλαδή την υπόσταση, την βαρύτητα. Η Παλαιά Διαθήκη την αποδίδει σε μια από τις συγκλονιστικές γυναίκες της Βίβλου, την μετανάστρια Ρουθ (3:11). Στον δε εβραϊκό κανόνα, το βιβλίο της Ρουθ έρχεται αμέσως μετά από το ακροτελεύτιο κεφάλαιο των Παροιμιών (όπου βρίσκεται το χωρίο για την δυσεύρετη άξια γυναίκα), κι έτσι το εν λόγω χωρίο το εξηγεί ευθύς η βιωτή της Ρουθ, η γυναίκα που απέσπασε τον τίτλο χαγίλ από το νομιζόμενο μονοπώλιο των ανδρών.

Το Χ λοιπόν με το οποίο ξεκινά το επώνυμο της Καίτης, αφορά κυριολεκτικά επίθετο. Καίτη Χ..., όπως... Χαγίλ! Με γενναιότητα από καρδιάς, και όχι από μιζέρια, μεμψιμοιρία και προπέτεια που καμώνονται πως είναι θάρρητα!

Για τα ποιήματά της Καίτης Χαλίλ μιλώ ως αναγνώστης τους και ως συνομιλητής της. Το είπα. Ούτε τον ομότεχνό της στην στιχουργία καμώνομαι, ούτε τον αναλυτή ποίησης. Η αίσθησή μου λοιπόν είναι ότι οι στίχοι της αρθρώνουν κάποιες ραχοκοκαλιές, που είναι βασικές στην ύπαρξη, στην ενδοσκόπηση και στην πράξη της ποιήτριάς μας.

Είναι ποιήματα ανθρώπου δηλωμένα πιστού (δείτε λόγου χάριν τα ποιήματα Προσευχή και Αδέρφια όλης της γης), αλλά ακριβώς επειδή ο εν λόγω πιστός θέλει εντελώς στα σοβαρά να είναι πιστός, είναι ποιήματα ανθρώπου που προγραμματικά αποτάσσεται τον δαιμονικότερο πειρασμό των ευσεβών: τον εγκλωβισμό του Θεού στο τσεπάκι τους. Διαβάστε με προσοχή το ποίημα Η δεύτερη εντολή. Είναι ένα εγκάρδιο προσωπικό αντι-ειδωλολατρικό μανιφέστο, γεμάτο εκβραχιστική φρόνηση. Η Καίτη είχε καταλάβει ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο τον κομίζουν τα όμορφα, τα ιερά, τα απαραίτητα. Όλα αυτά δηλαδή που έχουν και παραέχουν σημασία, μα ακριβώς γι’ αυτό μπορεί να αποστατήσουν και να νοσφιστούν την θέση του Θεού . Οράματα, πόνο, βάθος, ομορφιά...


«Να τα διαβάσεις όλα να τα δεις
όλα να τα γευτείς να τα χαρείς
και να τα’ αφήσεις απροσκύνητα.
Να προσπερνάς όχι αδιάφορος
μα αδούλωτος.
Το σεβασμό το θαυμασμό σου
να προσφέρεις
την έκστασή σου κάποτε.
Τη λατρεία σου όχι».

Η ποίηση της Χιωτέλλη αποπνέει δίψα άσβεστη και πείνα ακόρεστη για τα ουσιώδη του ανθρώπου, για την λαχτάρα τους ή για την απώλειά τους, εν τέλει για το ανολοκλήρωτο. Αυτά είναι τόσο συχνά, που υφαίνουν ίσως την αίσθηση μια μελαγχολίας ή και απασιοδοξίας –σχεδόν απελπισίας– κατά τόπους . Αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται καθόλου για απόγνωση. Είναι ψηλάφηση του ἑνός οὗ ἐστι χρεία [εδώ η γενική του ἑνός μπορεί να διαβαστεί και ως ουδέτερου γένους 🙂του βασικού ζητούμενου) και ως αρσενικού γένους 🙂του Χριστού), με ίδιο νόημα ουσιαστικά]. Η ψηλάφηση αυτή συχνά περνά μέσα από ωδίνες και από γαληνέματα και από πικρίλες, αλλά με όλα αυτά εγκυμονείται μυστική, λυτρωτική, αδαπάνητη χαρά . Στην εν λόγω ψηλάφηση μπορεί κανείς να διακρίνει πολλά, μα προσωπικά στέκομαι σε δύο, έντονα αμφότερα: στην λαχτάρα για αγάπη και στην αναμέτρηση με την αυτοδικαιωτική θρησκευτικότητα. Η αγάπη φωτίζει το τι αφορά η πίστη της Χαγίλ μας. Και η αναμέτρησή της με την αυτοδικαιωτική θρησκευτικότητα αφορά όχι μόνο τον Φαρισαίο, αλλά και τον ναρκισσισμό όσων αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως φωτισμένη θεολογική πρωτοπορία η οποία και καταγγέλλει τον Φαρισαίο. Στην πρώτη της ποιητική συλλογή, το «Επί των γεγονότων» ξεκινά:


«Θε μου συγχώρεσέ μας τους αμαρτωλούς
που μήτε Φαρισαίοι σωστοί, μήτε Τελώνες είμαστε
μα ένα μείγμα ανίερο κι απ’ τα δυο».
Και στην δεύτερη συλλογή της διαβάζουμε στο «Ψαλμός διαφυγών»:
«Τα βρέφη και τα νήπια στην αγκαλιά του ας θρονιάζονται
τα νιάτα και τα σκολιαρόπαιδα ας τον ακούν κι ας του αντιμιλούνε. [...]
Και οι πονηρευόμενοι ας μαίνονται ζηλόφθονα
μάταια προφασιζόμενοι του οίκου σου τον ζήλον».

Δεν είναι μονότροπη η γραφή της Χιωτέλλη. Αλλού φαίνεται πολύ απλή και προβλέψιμη , κι αλλού η ηρεμία των αράδων ταράζεται με μια ανατροπή. Ανατροπή όχι μόνο στην ροή της αφήγησης, αλλά και στην συνείδηση, νομίζω, των αναγνωστών, σαν ερμηνευτικό σχόλιο που ανοίγει παραπέρα προοπτική σε αφηγήσεις που τις παίρνουμε για οικείες . Άφθονη η λυρικότητά της, ειδικά στις νατουραλιστικές εικόνες και παρομοιώσεις, θωπεύει την ψυχή με πολυχρησιμοποιημένους τρόπους, παράλληλα όμως με άλλους τρόπους που ζητούν από τον αναγνώστη να σηκωθεί για να πάρει ο ίδιος το τρατάρισμα που του φέρνει η ποιήτρια. Με μια αυθόρμητη αίσθηση θα έλεγα μάλιστα, αντί πολλών, ότι αλλού η γραφή της μου φαίνεται να πηγαίνει κοντά στον Βερίτη, και αλλού να περπατά με τον Καβάφη . Είναι μικτή η Χιωτέλλη. Μα η τρυφερότητα δεν αντιστρατεύεται τον στοχασμό, ούτε ο συλλογισμός παίρνει διαζύγιο από το μυστήριο. Είναι σαν η ποίηση της Χιωτέλλη, η οποία έχει γερά Βιβλικά ριζώματα, να αντλεί σταθερά από την ευαγγελική καρδιά. Την παραθέτω, μολονότι εκτενή, γιατί νομίζω ότι μ’ αυτήν κατά νου θα σφυγμομετρήσει καλύτερα την Χαγίλ μας – άσε που χρειαζόμαστε αδιάκοπα τον αναβαπτισμό μας σε τούτα τα νερά:

«Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Δευτέρα αὕτη• Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστιν. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς. Καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ’ ἀληθείας εἶπες ὅτι εἷς ἐστιν καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ. Καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν περισσότερόν ἐστιν πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν αὐτὸν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη εἶπεν αὐτῷ. Οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ» (Κατά Μάρκον 12:30-34).

Στα ποιήματά της αυτά πολλές φορές αποτυπώνονται όταν η ίδια απευθύνεται σε κάποιον προσωπικά, είτε σε άνθρωπο είτε στον Θεό. Περισσότερο ή λιγότερο φανερά υποφώσκει η έγνοια για την αγάπη. Και μου θυμίζουν μια τηλεφωνική συνδιάλεξή μας το 1999, για κάτι από την συνεργασία μας στην Σύναξη. Ακουγόταν σαν να έκλαιγε από πυρετό ή από κάποιο κάταγμα. Την ρώτησα τι της είχε συμβεί. «Σκοτώνεται κόσμος», μου είπε. «Τι κακό είναι αυτό...». Βομβαρδιζόταν η Σερβία...

Η ποιήτρια δουλεύει τα γύρω, τα έξω και τα μέσα. Δουλεύει και την επίγνωση ότι η ίδια δουλεύει ποιητικά. Τα ποιήματά της εκείνα που αφορούν την ίδια της την ποίηση είναι σαν σύνοψη τω καρδιογραφημάτων της. Σ’ αυτά σμίγουν η απώλεια, το ανολοκλήρωτο, η ελπίδα η ακαταίσχυντη. Η πρώτη της συλλογή έκλεινε με δύο τέτοια ποιήματα: Το Μοιραία στιγμή και το Αν είμαι... Η δεύτερη συλλογή της έκλεισε με το Απολογισμός. Το τελευταίο όλων. Μου φαίνεται πως ηθελημένα το έβαλε ως επίλογο της όλης ζωής της.


«Δεν υπηρέτησα της Ποίηση όσο και όπως έπρεπε
Και τώρα τον καιρό του αμητού
Ισχνούς εισπράττω τους καρπούς της απραξίας μου».

Επιμένω ότι η δίψα και η πείνα της –μέχρι τέλους– δεν είναι πεισιθάνατη. Καιρός του αμητού είναι ο καιρός της συγκομιδής. Ετούτο λοιπόν, το ακροτελεύτιο ποίημά της, φρονώ πως δεν είναι απλώς κλείσιμο. Άρρητα και ανείπωτα, με εκούσια χαμηλωμένο το μπόι της, είναι άνοιγμα: Για το ξεδίψασμα και το χόρτασμα εκείνο, για το οποίο δεν αρκεί ο παρών αιών.

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: