Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Για όσους ψάχνουν τα ζύγια τους και χὠμα να πατήσουν…

"Ήμουνα λεπρός.
Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια.
Η κατάστασή μας ήταν φρικτή.
Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας.
Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών.
Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα.
Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα.
Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο! 
Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι!
Και δεν έφταναν αυτά.
Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν.
Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. 
Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
 
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας.
Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας.
Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι.
Συντροφιά με τη μοίρα μας!
Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη.
Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
 
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω.
Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά.
Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα.
Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά.
Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα.
Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε.
Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε.
Ερχόταν και άλλες φορές.
Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
 

Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του.
Κοίταξε το δάπεδο, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του.
Έπειτα συνέχισε την αφήγησή του:
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη.
Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει.
Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας.
Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα.
Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε.
Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει.
Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία.
Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια.
Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία!
Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων.
 Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
 

Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα.
Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια.
Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε.
Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει.
 Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο.
Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι!  
Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος.
Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας.
Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση.
Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
 

Ο πατέρας Χρύσανθος, που τον διέκρινε ταπεινοσύνη, θέλησε να τον διακόψει:
 
«Σε παρακαλώ...».
 
Εκείνος όμως συνέχισε την αφήγησή του. 
 
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία.
Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της.
Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας!
Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε.
Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας.
Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
 

Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα.
Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια!
Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας.
Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας.
Μας καθοδηγούσε όλους.
Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς.
Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου»
(Ματθ. ΣΤ´, 3).
Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για... 
 
Δεν ολοκλήρωσε όμως τη φράση του. Ξέπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα.
 
-Όταν διάβαζα δημοσιεύματα για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας, ένιωθα βαθιά συγκίνηση.
Όμως η σε κρητική διάλεκτο αφήγησή του, που έχει δωρική βαρύτητα, η περισσότερο ψυχολογική παρά λογική σύνταξή της, οι εκφράσεις του προσώπου του και οι κινήσεις των χεριών του, με τις οποίες τόνιζε τα λόγια του, οι ουλές του προσώπου του και τα φαγωμένα άκρα των δακτύλων του, φοβερά σημάδια που άφησε η λέπρα, και το βουβό κλάμα του μου προξένησαν στα σπλάχνα χαλασμό. 
 

Ο πατήρ Χρύσανθος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο, που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι κρύβουν στην καρδιά τους:
Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα.
Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός.
Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν το σταυρό στον Γολγοθά τους. 
Έπειτα η αρρώστια δε μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού.
 
Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής.
Έπειτα ρώτησα τον πατέρα Χρύσανθο πότε έφυγε από τη Σπιναλόγκα.
Εκείνος απάντησε:
Η ανακάλυψη και χρήση των αντιλεπρικών φαρμάκων έδωσαν τέλος στο δράμα των χανσενικών της Σπιναλόγκας.
Πολλοί θεραπευμένοι πήγαν στα σπίτια τους. Αυτοί που είχαν βαριές βλάβες μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της Αθήνας.
Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957.
Όλοι, γιατροί, νοσοκόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, εγκατέλειψαν το νησί.
Έπρεπε να το εγκαταλείψω και εγώ.
Όμως δεν το εγκατέλειψα.
Έμεινα εκεί ολομόναχος δύο ολόκληρα χρόνια.
Τρόφιμα έπαιρνα από την αποθήκη, που υπήρχε στο νησί για τους λεπρούς.
Είχα λίγα κηπευτικά. 
Τα καλλιεργούσα ο ίδιος σε ένα μικρό κήπο.
Στο νησί έβρισκα και λίγα άγρια χόρτα.
Οι ψαράδες μου έφερναν πολλές φορές ψωμί, λάδι και ψάρια.
Κάποτε όμως τα τρόφιμα της αποθήκης τέλειωσαν.
Και το πιο σπουδαίο, η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί λυπημένος.
Ο επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη Μονή τούτη (Τοπλου). 
 

Ο Ιερομόναχος Χρύσανθος στάματησε την αφήγησή του.
Όμως εγώ, γεμάτος απορία, τον ρώτησα: «Γιατί έμεινες μόνος στο νησί;».
 
Εκείνος απάντησε:
Λόγοι σοβαροί επέβαλαν την παραμονή μου στο νησί.
Έπρεπε να λειτουργώ στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών.
Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους."
 
-Αυτό είναι ένα μέρος της "κουβέντας" που έκανε ο Νίκος ο Στρατάκης το 1967 στη μόνη Τοπλου με τον πατέρα Χρλυσανθο (κατα κόσμο Ματθαίο Κατσουλογιαννάκη) και έναν πρώην χανσενικό ασθενή (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Κρητικές εικόνες" το 1984).
 
Ο χανσενικος ασθενής λεγόταν και μεσκινης από το τουρκικό miskin (βρωμερός, φτωχός, άθλιος).
 
O Άγιος Άνθρωπος πατήρ Χρύσανθος γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανα Σητείας το 1893 και εξεδημήσε το 1972, οπου και ετάφη στη μόνη Τοπλου.
 
Αναδημοσίευση απο τον τοίχο του Theodore Lian



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Άγιοι ιερείς, πιστοί στο καθήκον, ιερείς που τα δώσαν όλα για τον Χριστό και για τον άνθρωπο. Από ιερείς όπως και ο πατήρ Χρύσανθος, έχει ανάγκη η κοινωνία μας και η Εκκλησία. Αυτοί οι άγιοι κληρικοί πρέπει να είναι το πρότυπα των σημερινών κληρικών. Υπάρχουν και σήμερα άγιοι κληρικοί, αλλά ελάχιστοι για να επαληθεύουν τον κανόνα. Άγιε ιερέα π. Χρύσανθε πρέσβευε και υπέρ ημών.