Ούτος ο Άγιος εγεννήθη, και ανετράφη εις το Ικόνιον, κατά τους χρόνους Αυρηλιανού βασιλέως. Και επειδή ήτον περιβόητος κατά την ευσέβειαν και αρετήν, δια τούτο αρπάχθη από τους στρατιώτας, και εφέρθη έμπροσθεν του βασιλικού κριτηρίου. Παρασταθείς δε εις τον υπατικόν, ήτοι εις τον δεύτερον από τον βασιλέα, στηλιτεύει, και ελέγχει με πολλήν παρρησίαν των ειδώλων την πλάνην. Όθεν γυμνόνεται, και εξαπλωθείς από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, τόσον άσπλαγχνα δέρνεται με τα βούνευρα, ώστε οπού διεπέρασεν ο δαρμός έως και εις αυτά τα εσωτερικά σπλάγχνα του. Βασταχθείς δε παρ’ άλλων, ρίπτεται εις την φυλακήν. Είτα πάλιν φέρεται εις το κριτήριον. Και επειδή εφάνη γενναίος και άφοβος, δια τούτο βάλλεται πάλιν σιδεροδέσμιος εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε ο Αυρηλιανός μετά ολίγον καιρόν, μαζί με την βασιλείαν υστερήθη και την ζωήν, τούτου χάριν ο του Χριστού μάρτυς Χαρίτων, δια βασιλικής προσταγής ελευθερώθη από την φυλακήν.
Ελευθερωθείς λοιπόν από αυτήν, ευθύς εμεταχειρίσθη μίαν στενήν και ασκητικωτάτην ζωήν. Πίπτει όμως εις διαφόρους πειρασμούς. Διότι απερχόμενος εις την αγίαν πόλιν των Ιεροσολύμων, απαντά κλέπτας κατά την οδόν. Από τους οποίους πιασθείς, εφέρθη δεμένος εις το σπήλαιον των κλεπτών. Επειδή δε μετά ολίγον οι κλέπται κατά θείαν δίκην απέθανον, καθότι μία έχιδνα εφαρμάκωσε το κρασί οπού είχον, και εκ τούτου πιόντες εκείνοι εφαρμακώθησαν, τούτου χάριν ο μέγας Χαρίτων, λυθείς θεόθεν από τα δεσμά, έγινε κληρονόμος των άσπρων των κλεπτών. Όθεν εκείνα οπού οι κλέπται κακώς εσύναξαν, αυτός τα μεταχειρίζεται καλώς, εξοδεύσας αυτά εις πτωχούς, και εις οικοδομάς θείων ναών. Εσύστησε δε εκεί και Λαύραν ευαγεστάτην, ήτις επωνομάσθη Φάρος.
Εις το σπήλαιον δε εκείνο ησυχάζων ο Άγιος,
πολλούς μεν απίστους επίστρεψεν εις την του Χριστού πίστιν. Πολλούς δε ετράβιζε
και εις την μοναδικήν πολιτείαν. Αλλ’ επειδή εκ τούτων εμποδίζεται ο Όσιος από
την ηγαπημένην του ησυχίαν, δια τούτο επήγεν εις άλλο σπήλαιον και ησύχαζεν.
Αλλά και εκεί έγινεν εις όλους γνώριμος και ονομαστός δια τα θαύματα οπού
εποίει. Όθεν πολλούς τραβίξας εις την αγάπην της πολιτείας των Μοναχών, έκτισε
και εκεί δεύτερον ιερόν Μοναστήριον. Το οποίον εις όλον το ύστερον εστάθηκε Λαύρα,
ήγουν πολυάνθρωπον Μοναστήριον. Φεύγωντας δε και απ’ εκεί δια την σύγχυσιν των
πολλών ανθρώπων, πηγαίνει εις άλλο μέρος της ερήμου. Αλλ’ επειδή εσυνάχθησαν
πολλοί αδελφοί, και πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν δια της
διδασκαλίας του, τούτου χάριν κτίζει και εκεί τρίτην Λαύραν, ήτις κατά την
γλώσσαν των Σύρων επονομάζεται Σουκάς. Έπειτα ευρών ένα σπήλαιον εις υψηλόν
τόπον κείμενον, ανέβαινεν επάνω εις αυτό με σκάλαν, και εκεί ησύχαζε πολύν
καιρόν. Εκεί δια προσευχής του ανέβλυσε και νερόν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον
διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, εν ομολογία, και εν ακροτάτη ασκήσει,
και πολλοτάτους ενώσας με τον Χριστόν, πλήρης ημερών εγένετο και σωματικών και
πνευματικών. Όθεν πολλά συμβουλεύσας περί σωτηρίας ψυχής τους υποκειμένους αυτώ
Μοναχούς, προς Κύριον εξεδήμησε.
Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου