Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Νηστευτής, έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ’ [580]. Εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν. Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν, οπού εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον. Ο οποίος περιπατώντας εις την στράταν ομού με τον Άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του Αγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν φωνήν, οπού τω έλεγε. Δεν είναι συγχωρημένον εις εσένα αββά, δια να περιπατής εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου. Επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην, το μέγα αξίωμα της αρχιερωσύνης, οπού έμελλε να λάβη ο Ιωάννης. Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο Νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Αναγνωστών. Έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον, και μετά ταύτα Πρεσβύτερον.
Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη Διάκονος ο Άγιος
ούτος, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν του μεσημερίου.
Και εκεί ευρίσκει ένα ερημίτην, τον οποίον τινάς δεν εγνώριζεν από τους εκεί,
ποίος είναι. Ούτος λοιπόν έδειχνεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τα
σκαλοπάτια, οπού ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Τραπέζης, και αναβαίνουν επάνω
εις το ιερόν σύνθρονον, οπού κάθηται ο Αρχιερεύς. Και ταύτα δεικνύοντος αυτού,
ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων. Και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη, και μία
μελωδία γλυκυτάτη και παναρμόνιος. Όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήτον
ενδεδυμένοι με στολάς άσπρας και λαμπράς.
Αύτη δε η οπτασία, ήτον ένα σημάδι αληθινόν της
λαμπρότητος, οπού έμελλε να λάβη ο Άγιος Ιωάννης ούτος. Επειδή δε ήτον
διαμοιραστής των άσπρων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας ο Άγιος, εις καιρόν
οπού εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον
ένα πουγκείον άσπρα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην. Και επειδή
εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη
περισσοτέραν την ελεημοσύνην. Το δε πουγκείον τελείως δεν ευκερόνετο, αλλά και
περισσότερον ακόμη εγέμιζεν. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις το παζάρι, το
επονομαζόμενον Βουν, σκορπίζωντας εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί
ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε. Κύριε ελέησον, έως πότε δεν
ευκερόνεται εις ημάς το πουγκείον τούτο; Και παρευθύς, (ω και τι δεν κάμνει ο
φθόνος!) το μεν πουγκείον ευρέθη εύκερον. Ο δε Άγιος βλέπωντας με λεοντικόν και
άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ,
διατί, αν εσύ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε
διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκερονόμενον.
Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη δια να χειροτονηθή
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος, και δεν
επείθετο εις τούτο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτον τοιαύτη.
Εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, οπού έφθανεν από την γην έως του
ουρανού. Ομοίως εφάνη και ένα φοβερόν καμίνι αναμμένον. Εφάνη δε προς τούτοις
και ένα πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην. Δεν είναι
δυνατόν να γένη το πράγμα κατά άλλον τρόπον. Μόνον σιώπα. Ειδέ και αντιλέγεις,
ήξευρε ότι θέλεις δοκιμάσεις και τας δύω παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και
της καμίνου. Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με ένα μεγάλον φοβερισμόν. Όθεν αφ’
ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλωντας παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα
του Θεού, και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και τούτο πότε;
ύστερα αφ’ ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα κάθε
αρετής.
Μίαν φοράν διαπερνώντας ο Άγιος από τον τόπον τον
ονομαζόμενον Έβδομον, είδε πως εσηκώθη μεγάλη φορτούνα εις την θάλασσαν. Όθεν
δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού. Ο
δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός, με το να είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν
αίματος και δεν έβλεπε, δια τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και
εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια. Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε.
Τούτο το Σώμα του Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό
θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν. Και ω του θαύματος! ομού με τον
λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Ιωάννης.
Ένα καιρόν ηκολούθησε μεγάλον θανατικόν εις την
Κωνσταντινούπολιν. Όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ένα του υπηρέτην δύω ζιμπίλια, το
μεν εν ζιμπίλιον, εύκερον· το δε άλλο, γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν
αυτώ. Πήγαινε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν. Και μέτρα τους
νεκρούς, οπού περνούν από εκεί. Και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε
μέσα εις το εύκερον ζιμπίλιον. Τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν,
το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας, και ευρήκεν, ότι κατ’ εκείνην την ημέραν ευγήκαν
νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς. Ομοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν,
ευρήκεν, ότι ευγήκαν νεκροί ολιγώτεροι. Και ακολούθως τούτο ποιήσας έως εις
επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του
Αγίου. Τόσην δε επιμέλειαν έδειχνεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε οπού
εις έξι μήνας δεν έπιε νερόν. Το δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι,
και ολίγον πεπόνι, ή σταφύλια, ή σύκα ολίγα, από τα οποία, πότε το ένα έτρωγε,
και πότε το άλλο. Έτρωγε δε ταύτα έως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της
πατριαρχείας του.
Ο δε ύπνος του Αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον
εγίνετο. Καθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζονε τα στήθη του εις τα γόνατά του και
ούτως εκοιμάτο. Πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από εκείνον, οπού
ήθελεν, άναπτεν ένα κηρί. Εις δε το κηρί επήγνυε μίαν μεγάλην βελόναν. Υποκάτω
δε εις το κηρί και εις την βελόναν, έβανε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το
κηρί και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνα, τότε ερρίπτετο
η βελόνα μέσα εις την λεκάνην. Από δε τον κτύπον της βελόνης εξύπνα ο Άγιος και
ευθύς εσηκόνετο. Ανίσως δε καμμίαν φοράν ετύχαινε να μην ακούση τον κτύπον της
βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα. Με τοιούτον τρόπον επολέμει
τα πάθη ο τρισμακάριστος δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας. Ούτος ο
Άγιος δια προσευχής του εγύριζεν απράκτους και τους των βαρβάρων πολέμους, και
διέλυε τας βλάβας, οπού κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο. Και όλην την
ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς.
Μίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί
εις τον Άγιον. Αύριον, Δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν
πηλάλημα και παρατρέξιμον των αλόγων. Ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της
Πεντηκοστής. Ο δε Άγιος αποκριθείς είπε. Ιπποδρόμιον θέλει γένη εις την
Πεντηκοστήν; Παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι
άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον. Και ω του θαύματος!
όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, εις καιρόν οπού ήτον ανέφελος ο ουρανός,
έγιναν ανεμοστρόφιλα φοβερά και πλήθος ανέμων. Και τόση ραγδαία βροχή έπεσεν,
εις τρόπον ότι έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου, και
ενόμισεν, ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια. Τοιαύτη γαρ μεγάλη ταραχή των
στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα
άπαντας.
Γυνή έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις
ένα ερημίτην δια να τον ιατρεύση. Ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν. Πήγαινε εις
τον αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, και εκείνος θέλει
ιατρεύσει τον άνδρα σου. Όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του
ποθουμένου· επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου, έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας
της. Και πέρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκον της χαίρουσα. Με την ευχήν
του Αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν, και πολλοί ασθενείς
την θεραπείαν έλαβον. Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε,
εκοιμήθη εν έτει φϞε’ [595], τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου. Και έγινε μετά τούτον
Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του
Οκτωβρίου.
Όταν δε ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς
Κύριον, εβάλθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι Χριστιανοί.
Τότε ελθών Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να ασπασθή, ω του θαύματος! καθώς
αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν,
ωσάν να ήτον ζωντανόν· και λόγια δε τινά μυστικά είπεν εις το αυτί του, τα
οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν. Ώστε οπού
βλέποντες όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν, και εδόξαζον τον
Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους Αγίους του. Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως,
και εβάλθη μέσα εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου