Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία ενός λαού όπου το
γελοίο παριστάνει το αγαθό, το ευτελές τη δωρεά, και η ανακύκλωση σκουπιδιών
προβάλλεται ως πράξη πνευματικής κοινωνικότητας. Η πρόσφατη «δωρεά» της Ελένης Μενεγάκη – 61 βιβλία, ως επί το πλείστον από τις
Εκδόσεις Ψυχογιός – στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ελασσόνας, δεν είναι απλώς ένα
γεγονός. Είναι ένα
πολιτισμικό συμβάν απόλυτης βαρβαρότητας. Ένα μνημείο μεταμοντέρνας αποικιοκρατίας, στο
οποίο η αστική τηλεοπτική τάξη ξεφορτώνεται τα περιττά της σε βάρος μιας
υπαρκτής – αλλά εξορισμένης – επαρχιακής κοινότητας.
Αυτό που παρουσιάζεται με τη ροζ κορδέλα της «φιλανθρωπικής χειρονομίας» είναι, στην πραγματικότητα, ένα καταγέλαστο επεισόδιο της «αισθητικής εξουσίας», της εξουσίας δηλαδή που δεν σκοτώνει, αλλά καταναλώνει και επιβάλλει αηδία με χαμόγελο. Η Ελένη Μενεγάκη δεν διάλεξε ούτε ένα από αυτά τα βιβλία. Της τα έστειλαν, ως σύνηθες φορτίο influencer marketing, οι εκδότες – και εκείνη απλώς τα ξεφόρτωσε σε μια δημοτική βιβλιοθήκη για να δικαιολογήσει τον χώρο της στον χώρο. Εδώ δεν έχουμε φιλανθρωπία. Έχουμε πολιτισμικό dumping, με τη δημοσιότητα να λειτουργεί ως μέσο επιμελημένης ηθικής απολύμανσης.
Η βιβλιοθήκη της Ελασσόνας γίνεται, έτσι, το
σημείο απόθεσης της υπεραξίας του καναπέ, το ίζημα ενός πολιτισμού που παράγει ταχύτερα
βιβλία απ’ ό,τι μπορεί να παράγει ανάγνωση. Οι τίτλοι που δωρίζονται – «Ρουά Ματ», «Η
Ταχυδρόμος», «Emily in Paris», «Το Κορίτσι των Γενεθλίων», «Από Άλλον Κόσμο» – δεν είναι λογοτεχνία. Είναι προσομοιώσεις βιβλίου, αφηγήσεις
κατασκευασμένες όχι για να αναγνωσθούν, αλλά για να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα
του καταναλωτή μέσα από την αδράνεια. Η ανάγνωση εδώ δεν είναι επιτέλεση κριτικής συνείδησης. Είναι εργαλείο συναισθηματικής αποχαύνωσης. Η ανάγνωση ως παυσίπονο, όχι ως
μαχαιριά.
Δεν είναι απλώς «κακά» ή «εύκολα» βιβλία. Είναι
μηχανισμοί εξομοίωσης του υποκειμένου στην τηλεοπτική του εικόνα, η οποία ως
πολιτισμική μορφή παύει να σκέφτεται, να ενοχλείται, να κλονίζεται. Το
υποκείμενο που θα αναζητήσει στο δημόσιο ράφι το «Manifest» ή το «Η Ιστορία της Ζωής μου», δεν διαβάζει (αν
ποτέ τα διαβάσει κανείς) για να σωθεί. Διαβάζει για να συμπαραχθεί με το lifestyle του εξωφύλλου. Είναι το υποκείμενο
του «like» όχι του λογισμικού
λόγου.
Το χειρότερο; Το σύστημα είναι απολύτως συνεκτικό.
Ο δήμος ευχαριστεί με δημόσια ανακοίνωση.
Τα τοπικά μέσα αναπαράγουν τις φωτογραφίες με
χαριτωμένα captions.
Οι αναρτήσεις στο Instagram συνοδεύονται από ευχαριστήρια emojis.
Το θέαμα της δωρεάς υποκαθιστά το περιεχόμενο της
ανάγνωσης.
Η πολιτική του περιτυλίγματος συντρίβει την ηθική
της μετάδοσης.
Δεν έχει σημασία τι δόθηκε.
Σημασία έχει ότι δόθηκε κάτι – και ότι
αυτό φωτογραφήθηκε.
Αυτή είναι η τηλεοπτική μετανεωτερικότητα στην πιο
ωμή της εκδοχή: το
τίποτα παρουσιάζεται σαν τα πάντα, αρκεί να τοποθετηθεί στο κατάλληλο σκηνικό,
με την κατάλληλη επεξεργασία χρώματος. Είναι ο θρίαμβος της επιφάνειας επί της
ουσίας, του target group επί της κοινότητας, του fast culture επί της μορφωτικής αγωνίας.
Όποιος πιστεύει ότι μια βιβλιοθήκη μπορεί να
χτιστεί με τα απομεινάρια ενός τραπεζιού πρωινής εκπομπής, συναινεί σ’ έναν νέο
μεσαίωνα της δημόσιας συνείδησης.
Είναι και κάτι βαθύτερο, πιο σκοτεινό: η ανάθεση της «πολιτισμικής φροντίδας» σε
τηλεοπτικά είδωλα αναπαράγει
μια νέα μορφή υποκατάστατης πατρότητας:
αντί για παιδαγωγό, παρουσιαστή·
αντί για πνευματικό, content creator.
Ο αποδέκτης αυτής της «φιλανθρωπίας» δεν μαθαίνει
να διαβάζει· μαθαίνει να επαιτεί συμβολική αποδοχή. Και αυτή η αποδοχή
χορηγείται μέσω αχρηστευμένων τόμων, με κωδικούς εκδοτικού ρακοσυλλέκτη.
Αυτός είναι ο πολιτισμός μας; Ένας πολιτισμός που
δεν παράγει αξία, αλλά μόνο απόθεμα; Που δεν διαβάζει, αλλά αρχειοθετεί; Που
δεν συγκινείται, αλλά χαμογελάει σε ψηφιακά παράθυρα με copy-paste αποδοχή;
Αν αυτό είναι το τίμημα της πολιτισμικής
χειρονομίας, τότε ίσως είναι καλύτερα να μη γίνεται καμία. Να επιστρέψουμε
σιωπηλά στους παλιούς τόμους, στα σκονισμένα εξώφυλλα που ακόμη πονούν, στους
συγγραφείς που δεν έγιναν ποτέ influencers – και στα βιβλία που δεν χαρίζονται, αλλά
χαράσσονται.
Υ.Γ. Αν όλα αυτά ισχύουν όπως τα περιγράφουμε,
τότε πρόκειται για μια ήσυχη, σχεδόν αόρατη μετάλλαξη της δωρεάς σε εργαλείο
εκδοτικής προβολής — μια πράξη που, ενώ εμφανίζεται ως χειρονομία
γενναιοδωρίας, λειτουργεί ως εξευγενισμένη διαφήμιση.
Κι αν δεν ισχύουν, τότε ίσως απλώς παρακολουθούμε
την αθώωση της προώθησης μέσω της ευγένειας, εκεί όπου η φιλανθρωπία συναντά το marketing και η κοινωφελής πράξη γίνεται υποδοχέας
στρατηγικής ορατότητας.
Μάνος Λαμπράκης
1 σχόλιο:
Υπάρχουν και χειρότερα.
Δημοσίευση σχολίου