Ποιο ήταν το αξίωμα του Αγίου Δημητρίου στη
Θεσσαλονίκη;
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Η τιμή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της
Θεσσαλονίκης, συνδέεται στενά με την ταυτότητα της πόλης και την ιστορική της
συνέχεια από τη ρωμαϊκή στην βυζαντινή εποχή. Πίσω όμως από τη λατρευτική
παράδοση, υπάρχει ένα σημαντικό ιστορικό ερώτημα: ποιο ακριβώς αξίωμα κατείχε ο
Δημήτριος όταν μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (περ. 303 μ.Χ.);
Κατά τα τέλη του 3ου αιώνα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
βρισκόταν σε διαδικασία αναδιοργάνωσης. Ο Διοκλητιανός και ο συναυτοκράτοράς
του Μαξιμιανός, εφαρμόζοντας τις μεταρρυθμίσεις τους (περ. 293–305 μ.Χ.),
επανασχεδίασαν τον διοικητικό χάρτη της αυτοκρατορίας ώστε να γίνει πιο
αποτελεσματική η διακυβέρνηση. Μέχρι τότε, η Μακεδονία αποτελούσε μία ενιαία
επαρχία με πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες που ασκούσαν ενιαία εξουσία.
Μεταξύ 296 και 305 μ.Χ., η επαρχία αυτή διαιρέθηκε σε μικρότερες διοικητικές μονάδες,
πράγμα που αργότερα αποτυπώνεται και στην Notitia Dignitatum (τέλη 4ου –
αρχές 5ου αιώνα).
Η νέα διαίρεση προέβλεπε τις εξής Επαρχίες:
Macedonia Prima (Πρώτη Μακεδονία) με έδρα τη Θεσσαλονίκη,
Macedonia Secunda ή Salutaris (Δευτέρα Μακεδονία ή Ευδαίμων), πιθανόν με έδρα τη Στόβο (η αρχαία Στόβος αντιστοιχεί σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο του Gradsko (Γκράτσκο) — περίπου 80 χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης και 13 χιλιόμετρα νότια του σημερινού Veles (Βέλες),
και τις περιφερειακές επαρχίες Epirus Vetus και Epirus Nova, που αποκόπηκαν από το παλαιό μακεδονικό
σύνολο.
Η Macedonia Prima, όπου ανήκε η
Θεσσαλονίκη, περιλάμβανε τον πυρήνα της αρχαίας Μακεδονίας: τη Θεσσαλονίκη,
Πέλλα, Βέροια, Έδεσσα, Αμφίπολη, και τις περιοχές μεταξύ Αξιού και Αλιάκμονα,
φθάνοντας δυτικά ως την Εορδαία. Προς τα βόρεια συνόρευε με τη Δαρδανία
(περιοχή Κοσσόβου–Σκοπίων), και προς νότο με τη Θεσσαλία.
Διοικητικά, η επαρχία αυτή υπαγόταν στη Διοίκηση
του Ιλλυρικού (Dioecesis Illyrici). Από το 312 μ.Χ. αποτελούσε τμήμα της
Πραιτωρικής Επαρχίας του Ιλλυρικού (Praefectura Praetorio per Illyricum).
Κατά την εποχή του Μαξιμιανού, η Διοίκηση του
Ιλλυρικού (Dioecesis Illyrici) περιλάμβανε τις επαρχίες:
Macedonia Prima
και Secunda,
Epirus Vetus
και Epirus Nova,
Dardania,
Mediterranea
Dacia και Ripensis Dacia,
καθώς και τμήματα της Pannonia Secunda.
Η πρωτεύουσα της διοίκησης του Ιλλυρικού ήταν το
Σίρμιον (Sirmium) — σημερινό Sremska Mitrovica στη Σερβία.
Έτσι, στα χρόνια του Αγίου Δημητρίου (τέλη 3ου –
αρχές 4ου αι.) το Σίρμιον ήταν το διοικητικό κέντρο του Ιλλυρικού, αλλά η
Θεσσαλονίκη (με το στρατηγικό της λιμάνι και τη θέση της στην Εγνατία Οδό) είχε
ήδη κομβική σημασία ως πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής με έδρα praeses ή dux.
Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ο
διοικητής μιας επαρχίας συνδύαζε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, με τίτλους
όπως praeses, legatus Augusti ή proconsul. Στην εποχή
του Μαξιμιανού όμως, αρχίζει να διαχωρίζεται η πολιτική από τη στρατιωτική
διοίκηση:
Ο praeses ή consularis αναλάμβανε
τις πολιτικές και δικαστικές υποθέσεις.
Ο dux είχε υπό τον έλεγχό του τον στρατό και την ασφάλεια της επαρχίας.
Στις αρχές του 4ου αιώνα, αυτός ο διαχωρισμός δεν
είχε παγιωθεί, και σε ορισμένες περιπτώσεις οι ίδιες προσωπικότητες ασκούσαν
μεικτή εξουσία.
Όπως δείχνουν τα αγιολογικά κείμενα, ο Δημήτριος
αποκαλείται «άρχων» ή «στρατηλάτης» της Θεσσαλονίκης, χαρακτηρισμοί που δεν
αντιστοιχούν σε κάποιο συγκεκριμένο ρωμαϊκό τίτλο, αλλά δηλώνουν γενικώς
υψηλόβαθμη θέση. Τα πρώτα μαρτυρολόγια (π.χ. Acta Demetrii 5ου αι.) τον
παρουσιάζουν ως στρατιωτικό και κυβερνητικό αξιωματούχο, διορισμένο από τον
ίδιο τον Μαξιμιανό. Επομένως, με βάση την ιστορική σύγκλιση των πηγών, το
πιθανότερο είναι ότι ο Άγιος Δημήτριος κατείχε αξίωμα τύπου praeses ή dux Macedoniae Primae, μια μορφή τοπικού διοικητή με
αρμοδιότητες τόσο πολιτικές όσο και στρατιωτικές — μεταβατικό στάδιο πριν από
τον πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών στα μέσα του 4ου αιώνα.
Δυστυχώς, οι πηγές δεν διασώζουν ονόματα πολιτικών
ή στρατιωτικών διοικητών της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο του Μαξιμιανού
(298–305 μ.Χ.). Στις επιγραφές και στα διοικητικά αρχεία εμφανίζονται πρόσωπα
και αξιώματα μεταγενέστερα, από τα μέσα του 4ου αιώνα και εξής. Επομένως, η
ιστορική ταύτιση του Δημητρίου με επίσημο dux ή praeses βασίζεται σε συγκριτική ανάλυση των όρων και όχι σε τεκμηριωμένη επιγραφή.
Οι αρχαιότερες παραστάσεις του Αγίου Δημητρίου,
όπως στα μωσαϊκά του 5ου–7ου αιώνα (π.χ. στη Ροτόντα και στον Άγιο Δημήτριο
Θεσσαλονίκης), τον δείχνουν ενδεδυμένο πολυτελή χιτώνα και μανδύα αξιωματούχου,
συχνά με χρυσό κόσμημα (clavus), σύμβολο διοικητικής τάξης της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. Αυτή η
απεικόνιση διαφέρει από την κατοπινή παράδοση, όπου ο Άγιος εμφανίζεται με
στρατιωτική πανοπλία και δόρυ, σύμφωνα με τον τύπο των στρατιωτικών αγίων όπως
ο Άγιος Γεώργιος.
Η πρώιμη ενδυματολογία πιθανότατα αντικατοπτρίζει
την ιστορική του ιδιότητα ως πολιτικοστρατιωτικού αξιωματούχου, και όχι μόνο ως
στρατιωτικού διοικητή. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η εικονογραφική μετάβαση από
τον άρχοντα στον πολεμιστή συνέβη σταδιακά από τον 9ο αιώνα, καθώς η τιμή του
Αγίου συνδέθηκε πιο στενά με τη στρατιωτική προστασία της πόλης.
Συνοψίζοντας μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι με βάση τη σύγκριση των αγιολογικών μαρτυριών, της ρωμαϊκής διοικητικής δομής και της πρώιμης εικονογραφίας, το πιθανότερο είναι ότι ο Άγιος Δημήτριος υπηρέτησε ως πολιτικοστρατιωτικός διοικητής (dux ή praeses) της Macedonia Prima, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια του Μαξιμιανού. Το αξίωμά του αντανακλούσε τόσο τη ρωμαϊκή τάξη ευγενών (equites) όσο και την αυξημένη στρατηγική σημασία της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 3ου αιώνα. Αν και δεν έχουμε άμεσες επιγραφικές μαρτυρίες με το όνομα και το αξίωμά του, οι επιγραφές και η διοικητική διάρθρωση της εποχής στηρίζουν την άποψη ότι η παράδοση διασώζει έναν ιστορικό πυρήνα που συνδέει τον μάρτυρα Δημήτριο με ένα από τα υψηλότερα αξιώματα της ρωμαϊκής Μακεδονίας.

1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ανάλυση. Μπορεί κάποτε νέα ευρήματα να τεκμηριώσουν την υπόθεση. Ελ.
Δημοσίευση σχολίου