Τη Δεύτερη Κυριακή του Λουκά διαβάζουμε μια από τις πιο σημαντικές
περικοπές του Ευαγγελίου, όπου ο Χριστός συνοψίζει το ήθος της Βασιλείας Του σε
λίγες μόνο λέξεις:
«Καθώς θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, κάνετε κι
εσείς το ίδιο σε αυτούς… Γίνεσθε οικτίρμονες, όπως και ο Πατήρ σας είναι
οικτίρμων» (Λουκ. 6,31–36).
Αυτά τα λόγια δεν είναι απλώς μια γενική προτροπή
για καλοσύνη· είναι η ουσία ενός νέου τρόπου ζωής. Ο Ιησούς καλεί τους
ανθρώπους να εγκαταλείψουν την ανταποδοτική λογική —να πάψουν να αγαπούν, να
δανείζουν ή να ευεργετούν μόνο όσους θα τους το ανταποδώσουν— και να αγαπούν
ακόμη κι εκείνους που τους πληγώνουν ή δεν μπορούν να τους ωφελήσουν με κανέναν
τρόπο. Αυτή είναι η αγάπη που γεννιέται από τον Θεό και δεν εξαρτάται από τον
άλλον, αλλά από τον εσωτερικό μετασχηματισμό της καρδιάς.
Η περικοπή ανήκει στο λεγόμενο «Επίπεδο Κήρυγμα» του Λουκά (6,17–49), που αντιστοιχεί στην «Επί του Όρους Ομιλία» του Ματθαίου. Εκεί, ο Ιησούς θεμελιώνει το νέο ήθος της Βασιλείας μπροστά σε πλήθος ανθρώπων — όπου περιλαμβάνονται Ιουδαίοι και εθνικοί, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες. Δεν πρόκειται για αφηρημένη φιλοσοφία· είναι λόγος προσανατολισμένος στην πραγματική ζωή.
Ο Λουκάς, περισσότερο από τους άλλους
ευαγγελιστές, υπογραμμίζει την κοινωνική διάσταση του Ευαγγελίου. Το ενδιαφέρον
του επικεντρώνεται στους περιθωριοποιημένους: στους φτωχούς, τους άρρωστους,
τις γυναίκες, τους αμαρτωλούς. Για τον Λουκά, η ευσπλαχνία του Θεού δεν είναι
θεωρητική, αλλά μεταμορφώνει ολόκληρες κοινωνίες. Η εντολή «Να είστε
σπλαχνικοί» δεν ζητά απλώς προσωπική καλοσύνη· είναι πρόσκληση σε ένα νέο
κοινωνικό ήθος, όπου η ισχύς αντικαθίσταται από τη συμπόνια και η απόσταση από
τον άλλον γεφυρώνεται από την αγάπη.
Η φράση «Καθώς θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι,
κάνετε κι εσείς το ίδιο» θυμίζει παραδόσεις που υπήρχαν και αλλού —και στην
ιουδαϊκή διδασκαλία του ραβίνου Ιλλήλ («Μη κάνεις στον άλλο ό,τι δεν θες να σου
κάνουν») και σε φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής. Όμως ο Ιησούς πηγαίνει ένα βήμα
παραπέρα: μετατρέπει την παθητική αποφυγή του κακού σε ενεργητική αναζήτηση του
καλού. Δεν αρκεί να μη βλάπτεις τον άλλον· καλείσαι να τον αγαπάς, να τον
βοηθάς, να προσεύχεσαι γι’ αυτόν.
Μέσα από αυτό, ο Χριστός επαναπροσδιορίζει ριζικά
τα κριτήρια της σχέσης με τον Θεό. Εκεί που ο Ιουδαϊσμός στηριζόταν στους
νόμους και τις πράξεις δικαιοσύνης, ο Ιησούς εισάγει ένα ήθος ταύτισης με τον
Θεό: η αγάπη δεν είναι καθήκον, αλλά μετοχή στον τρόπο ύπαρξης του Πατέρα — «να
είστε σπλαχνικοί, όπως Εκείνος». Σ’ αυτό βρίσκεται η μεγάλη καινοτομία του
Χριστού σε σχέση με τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής: ο
Θεός δεν είναι πλέον μακρινός δικαστής, αλλά Πατέρας που αγαπά ακόμη και τους «αχαρίστους
και πονηρούς». Ο άνθρωπος καλείται να Του μοιάσει μέσα από τη συγχωρητικότητα
και τη γενναιοδωρία.
Από κοινωνιολογική σκοπιά, το μήνυμα αυτό είναι
βαθιά ανατρεπτικό. Σε μια εποχή που οι σχέσεις λειτουργούσαν με βάση την
ανταλλαγή και την κοινωνική ιεραρχία, ο Ιησούς προτείνει μια κοινότητα χωρίς
διακρίσεις, όπου κάθε άνθρωπος έχει εγγενή αξία. Οι πλούσιοι καλούνται να
δίνουν χωρίς προσδοκία, οι δυνατοί να προστατεύουν χωρίς ανταλλάγματα, οι
άνθρωποι να αγαπούν χωρίς όρους. Έτσι το Ευαγγέλιο γίνεται όχι μόνο πνευματικό
αλλά και κοινωνικό γεγονός — ένας άλλος τρόπος να οργανωθεί η κοινωνία, με βάση
την ευσπλαχνία και την ενότητα.
Στον Λουκά η ευσπλαχνία αυτή παίρνει σάρκα και
οστά μέσα από παραδείγματα: ο Καλός Σαμαρείτης που σταματά να φροντίσει τον
πληγωμένο, ο Πατέρας που αγκαλιάζει τον άσωτο γιο, ο τελώνης Ζακχαίος που
μεταμορφώνεται από τη συνάντηση με τον Χριστό. Σε όλους αυτούς, η θεία αγάπη
γίνεται κοινωνική πραγματικότητα.
Η αξία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από το τι μπορεί
να προσφέρει, αλλά από το ότι είναι εικόνα Θεού.
Αν το εφαρμόσουμε στην καθημερινότητά μας, αυτή η
εντολή αλλάζει ριζικά τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ο εργαζόμενος δεν είναι
πια ανταγωνιστής, ο φτωχός δεν είναι βάρος, ο ξένος δεν είναι απειλή. Είναι
πρόσωπα που καλούμαστε να αγαπήσουμε όπως αγαπά ο Θεός. Ο Χριστός ουσιαστικά
προσφέρει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όχι γραπτό αλλά βιωματικό — μια κοινωνία
ευσπλαχνίας αντί για μια κοινωνία ανταγωνισμού.
Η περικοπή του Λουκά 6:31–36 είναι κάλεσμα να
ξανασκεφτούμε πώς ζούμε και πώς σχετιζόμαστε. Η αληθινή αγάπη, αυτή που ζητά ο
Χριστός, δεν υπολογίζει, δεν ζητά αντάλλαγμα, δεν μετρά το κέρδος. Είναι αγάπη
που χτίζει μια άλλη κοινωνία —την κοινωνία της Βασιλείας.
Στον κόσμο μας, όπου συχνά κυριαρχεί η ψυχρότητα,
η αδιαφορία και η εκμετάλλευση, τα λόγια αυτά παραμένουν επαναστατικά: «Να
είστε σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας». Μόνο έτσι, με έργα ευσπλαχνίας και
ανοιχτή καρδιά, μπορούμε να γίνουμε συνεργοί του Θεού στη μεταμόρφωση του
κόσμου.
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
***
On the Second
Sunday of Luke, we read one of the most powerful passages in the Gospel, where
Christ sums up the ethos of His Kingdom in just a few words:
“As you wish
that others would do to you, do so to them… Be merciful, just as your Father is
merciful” (Luke 6:31–36).
These words are
not merely a general call to kindness; they express the essence of a new way of
life. Jesus invites humanity to abandon the logic of reciprocity—to stop
loving, lending, or doing good only to those who will return the favor—and
instead to love even those who hurt us, or who have nothing to offer in return.
This is the love that is born of God, a love that depends not on others but on
the inner transformation of the heart.
This passage
belongs to what is called the “Sermon on the Plain” (Luke 6:17–49), Luke’s
counterpart to Matthew’s “Sermon on the Mount.” Here, Jesus lays the foundation
for the new moral vision of the Kingdom before a great crowd—Jews and Gentiles,
rich and poor, men and women alike. It is not abstract philosophy; it is a
message rooted in real life.
Luke, more than
the other evangelists, highlights the social dimension of the Gospel. His focus
is on those at the margins—the poor, the sick, women, and sinners. For Luke,
God’s compassion is not theoretical; it has the power to transform societies.
The command “Be merciful” is not simply a call to personal virtue; it is an
invitation to a new social ethic, where strength is replaced by compassion and
distance is bridged by love.
The saying “As
you wish that others would do to you, do so to them” echoes earlier moral
traditions—such as the Jewish rabbi Hillel’s teaching, “Do not do to others
what you would not want done to you,” and similar ideas found in ancient
philosophy. Yet Jesus goes a step further: He transforms the passive avoidance
of evil into an active pursuit of good. It is not enough merely to avoid
harming others; one is called to love them, help them, and pray for them.
Through this
teaching, Christ redefines the very basis of the human relationship with God.
Where Judaism centered on law and righteous deeds, Jesus introduces an ethic of
participation in God’s very being: love is not an obligation but a sharing in
the way of life of the Father—“Be merciful, as He is merciful.” This marks
Christ’s radical originality compared to the religions and philosophies of His
time: God is no longer a distant judge but a Father who loves even “the
ungrateful and the wicked.” Humanity is invited to resemble Him through
forgiveness and generosity.
From a social
perspective, this message is profoundly revolutionary. In a world built on
exchange and hierarchy, Jesus proposes a community without distinctions, where
every person has inherent worth. The rich are called to give without expecting
reward, the strong to protect without demanding return, and all people to love
without conditions. In this sense, the Gospel becomes not only a spiritual
reality but also a social one—a new way of organizing life based on compassion
and unity.
In Luke’s
Gospel, this mercy takes visible form in parables and encounters: the Good
Samaritan caring for the wounded man, the Father embracing the prodigal son,
the tax collector Zacchaeus transformed by his meeting with Christ. In each of
these, divine love becomes a tangible social reality.
A person’s
value is no longer determined by what they can offer, but by the fact that they
are made in the image of God.
If we apply
this teaching to everyday life, it radically transforms how we perceive the
world. The co-worker is no longer a rival, the poor are not a burden, and the
stranger is not a threat. They are persons we are called to love as God loves.
Christ effectively offers a new social covenant—not written in law, but lived
in mercy: a society of compassion instead of competition.
The passage
from Luke 6:31–36 is a call to reexamine the way we live and relate to others.
True love, the love Christ calls for, does not calculate, does not seek return,
does not measure gain. It is love that builds a new society—the society of the
Kingdom.
In our own age,
where indifference, coldness, and exploitation often prevail, these words
remain as radical as ever: “Be merciful, just as your Father is merciful.”
Only through
acts of mercy and openheartedness can we become co-workers with God in the
transformation of the world.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου