Ούτος ήτον από την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, τέσσαρας θυγατέρας έχων προφητευούσας (από τας οποίας ήτον η Ερμιόνη και η Ευτυχίς, και όρα εις την δ’ του Σεπτεμβρίου κατά την οποίαν εορτάζονται), καθώς περί τούτου αναφέρει ο θείος Λουκάς εις διάφορα μέρη των Πράξεων. Και Ευαγγελιστήν αυτόν ονομάζει, λέγων. «Τη επαύριον εξελθόντες οι περί τον Παύλον, ήλθομεν εις Καισάρειαν. Και εισελθόντες εις τον οίκον Φιλίππου του Ευαγγελιστού (του όντος εκ των επτά) εμείναμεν παρ’ αυτώ. Τούτω δε ήσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι» (Πραξ. κα’, 08). Μαρτυρεί δε ο αυτός, και ότι ο Απόστολος ούτος κατεστάθη Διάκονος υπό των Αποστόλων επάνω εις τας χρείας και τραπέζας των πτωχών και χηρών, μαζί με τον Στέφανον και τους άλλους πέντε (Πραξ. ς’). Ούτος εγέμωσε την Σαμάρειαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και τον Σίμωνα Μάγον εβάπτισε, με το να υπεκρίθη εκείνος, ότι εδέχθη την πίστιν του Χριστού. Αρπαγείς δε από Άγγελον Κυρίου, έφθασεν εις τον δρόμον τον Ευνούχον της βασιλίσσης Κανδάκης, και κατηχήσας αυτόν, εβάπτισεν.
Έπειτα πάλιν εφέρθη από τον Άγγελον εις την Άζωτον, και εφώτισεν αυτήν με την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου. Μετά ταύτα επήγεν εις την Τράλλην, την ευρισκομένην εν τη Μικρά Ασία, και δια της διδασκαλίας του έπεισεν όλους τους εκεί ευρισκομένους να πιστεύσουν εις τον Χριστόν. Εις αυτήν δε την πόλιν κτίσας και Εκκλησίαν, προς Κύριον εξεδήμησεν.***
Ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής Θεοφάνης ο
Γραπτός, ο Επίσκοπος Νικαίας, ο ποιητής μεν πολλών Κανόνων, αδελφός δε του
Αγίου Θεοδώρου του Γραπτού, εν ειρήνη τελειούται
Ούτοι οι Άγιοι ήτον υιοί γονέων ευσεβών, οι οποίοι
εκατοίκουν εις την Παλαιστίνην, και επιμελούντο την αρετήν της φιλοξενίας, εν
έτει ωη’ [808]. Από δε την φιλομαθή και σπουδαίαν γνώμην των γονέων τους,
έμαθον και οι υιοί των ούτοι όλην την σοφίαν, τόσον την εσωτερικήν και ιεράν,
όσον και την εξωτερικήν των Ελλήνων. Έπειτα έγιναν Μοναχοί. Και επειδή έζων
ζωήν οσίαν και ενάρετον, δια τούτο εχειροτονήθησαν Ιερείς. Όταν δε ο δυσσεβής
Θεόφιλος ο εικονομάχος ελύσσαζεν εναντίον των αγίων εικόνων, και εμπόδιζε να μη
προσκυνή τινας αυτάς, εν έτει ωκθ’ [829], τότε απεστάλθησαν οι δύω ούτοι
πάνσοφοι αδελφοί προς αυτόν, από τον τότε Πατριάρχην της αγίας πόλεως
Ιερουσαλήμ. Και παρασταθέντες έμπροσθεν εις το πρόσωπον εκείνου, ήλεγξαν αυτόν,
και τον ωνόμασαν μισόχριστον και θεομάχον. Όθεν κατά προσταγήν του, βάλλονται
και οι δύω μέσα εις την φυλακήν, και εκεί μένουσι καιρόν πολύν. Έπειτα
εκβάλλονται από την φυλακήν, και δέρνονται εις όλον το σώμα. Μετά ταύτα δε
εγράφησαν επάνω εις το πρόσωπόν τους με σίδηρον πυρωμένον, στίχοι ίαμβοι.
Οίτινες εφανέροναν την αιτίαν, δια την οποίαν τους εκαταδίκασεν ο βασιλεύς. Και
ο μεν Άγιος Θεόδωρος, βάλλεται πάλιν εις την φυλακήν. Και μετά την φυλακήν
εξορίζεται. Και εν τη εξορία τελειόνοι τον δρόμον της ζωής του. Ο δε Άγιος
ούτος Θεοφάνης, εξορίζεται εις την Θεσσαλονίκην, και μετά τον θάνατον του
Θεοφίλου, ανακαλείται από την εξορίαν υπό Θεοδώρας της βασιλίσσης (ήτις
συνέστησε την Ορθοδοξίαν) και υπό του υιού της Μιχαήλ, του ευσεβώς
βασιλεύσαντος εν έτει ωμβ’ [842], ανακαλεσθείς δε, χειροτονείται Μητροπολίτης
της Νικαίας από τον άγιον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ο οποίος
κατήργησε την χριστομάχον αίρεσιν των εικονομάχων. Θεοφιλώς λοιπόν και
θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του ο μακάριος, ευγαίνει από την παρούσαν ζωήν.
Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου