ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
ΟΜΙΛΙΑ-ΘΕΜΑ:
Πρωτοπρεσβύτερος Γερασιμάγγελος Στανίτσας
Όταν
πείνασε, ο Θεός τον έθρεψε με το μάννα,
μια ουράνια τροφή, που ήταν κάτι διαφορετικό από το ψωμί, καθώς φαίνεται από τα
λόγια του Μωυσή, ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ εν παντί ρήματι
εκπορευομένω δια στόματος Θεού». Δηλ. ο άνθρωπος δεν θα ζήσει μόνο με το ψωμί,
αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού.
Με
το λόγο αυτό ο Χριστός αποστόμωσε τον διάβολο, όταν πείνασε στην έρημο κι ο
«πειράζων» τον προκάλεσε και του έλεγε: «εάν είσαι γιος του Θεού, πες αυτές οι
πέτρες να γίνουν ψωμιά.
Αν και πραγματικά ο Χριστός πεινούσε , αλλά δεν θέλησε να κάμει τέτοιο θαύμα, γιατί «δεν ζει ο άνθρωπος ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί».
Το ψωμί συντηρεί το υλικό σώμα, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το σώμα του. Μέσα στο σώμα είναι η ψυχή, και η ψυχή για να ζήσει έχει ανάγκη από τροφή, και τροφή της ψυχής, δεν μπορεί να είναι υλική, αλλά πνευματική.
Είναι
το «ρήμα», δηλ. ο λόγος του Θεού. Δεν θα ζήσει ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί, αλλά
επί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού».
Στον
προφήτη Αμώς αναφέρεται η σημασία που έχει ο λόγος του Θεού στη ζωή του
ανθρώπου. Εκεί ο Θεός μιλάει για μεγάλο
λιμό.:
«Έρχονται
μέρες και θα στείλω πείνα στη γη και δεν θα πεινούν οι άνθρωποι το ψωμί και δεν
θα διψούν το νερό, αλλά θα πεθαίνουν που δεν θάχουν ν΄ ακούσουν λόγο Θεού».
Μεγάλη
θεομηνία και συμφορά είναι ο λιμός.
Να
κλείσει ουρανός , να στερέψουν οι πηγές, να ξεραθεί το πρόσωπο της γης και να
πεθαίνουν ο άνθρωποι από έλλειψη τροφής από την πείνα».
Κι
όμως έτσι που μιλάει ο προφήτης καταλαβαίνουμε πως η μεγάλη πείνα και ο λιμός
είναι όχι να λείψει το ψωμί, αλλά ο λόγος του Θεού.
, Ο
λόγος του Θεού είναι τόσο αναγκαίος και απαραίτητος για την πνευματική ζωή του
ανθρώπου , όσο είναι το ψωμί για τη σωματική του συντήρηση. «Άρτω μεν σώμα
τρέφεται, λόγω δε θείω ψυχή στηρίζεται». Με το ψωμί τρέφεται το σώμα και με το
θείο λόγο στηρίζεται η ψυχή.
Ο
άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς» είναι τόσο αναγκαίος, όσο και ο «άρτος ο
επιούσιος». Μάλιστα δε σε ορισμένες περιπτώσεις ο θ. λόγος είναι αναγκαιότερος
και από την υλική τροφή.
Είναι
χαρακτηριστικό, ότι ο Χριστός ποτέ δεν μακάρισε τους χορτάτους, αλλά τους
εταλάνισε: «ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι» είπε.
Μακάρισε
όμως τους πεινασμένους λέγοντας: «μακάριοι οι πεινώντες».
Και
μακάρισε εκείνους που ακούνε το λόγο του Θεού:
«μακάριοι οι ακούοντες τον λόγο του Θεού. Δηλ. χαρά σ΄ εκείνους που
ακούνε το λόγο του Θεού, που έχουν την ευκαιρία ν΄ ακούνε, αλλά και να θέλουν
ν’ ακούσουν.
Πάντα
βέβαια μένει αυτό σαν ένα αναπάντητο ερώτημα:
Πόσοι
ακούνε; Πόσοι πεινάνε και διψούν για να ακούσουν λόγο Θεού;
Δεν
είναι χωρίς σημασία αυτό που ,λέγει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, όταν τελειώνει
κάποια διδαχή Του: «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω». Δηλ. όποιος έχει αυτιά για να
ακούει ας ακούει.
Ένα
από τα τρία αξιώματα με τα οποία ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, είναι το αξίωμα του
διδασκάλου ή του προφήτη. Ήρθε ν’ ανοίξει τα μάτια των τυφλών, να φωτίσει
εκείνους που κάθονται «εν σκότει και σκιά θανάτου». Ήρθε «φως εις αποκάλυψη
εθνών» για να φωτίσει τον ειδωλολατρικό κόσμο και ν’
αποκαλύψει στα έθνη την αληθινή θεογνωσία.
Ήρθε
για να θρέψει τους «πεινώντας και διψώντας την δικαιοσύνη» με τον ουράνιο άρτο
της θείας διδαχής Του.
Όταν
Τον άκουγαν οι άνθρωποι να διδάσκει, έλεγαν με θαυμασμό: «ουδέποτε ελάλησεν
άνθρωπο ως ούτος ο άνθρωπος».
Και μια γυναίκα που κάποτε μιλούσε , έβαλε μια
φωνή Κι είπε: «χαρά στη μάνα που σε γέννησε
και το γάλα που σε θήλασε».
Ένας
από τους οικειότερους τίτλους Του από
τους μαθητές Του ήταν του διδασκάλου, με
το «διδάσκαλέ μου» έτσι τον προσφώνησε η Μαρία , όταν Τον αναγνώρισε μετά την Ανάσταση.
Οι
Απόστολοι στάλθηκαν στον κόσμο από τον Ιησού διδάσκαλοι της πίστεως κα κήρυκες
του Ευαγγελίου. Όταν τους έστελνε τους έλεγε: «πορευμένοι κηρύσσετε…. Και ο
ακούων υμών εμού ακούει».
Έτσι
έστειλε τους αποστόλους να κηρύξουν και να διδάξουν τους ανθρώπους όταν τους
είπε: «καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, ούτω καγώ πέμπω υμάς».
Οι
απόστολοι ξεκίνησαν το έργο τους και ήξεραν καλά πως ήταν «υπηρέται του Λόγου,
του Υιού του Θεού. Και από τότε μέχρι σήμερα και τη συντέλεια των αιώνων
κηρύσσεται παντού το Ευαγγέλιο και δεν πρόκειται να έρθει η συντέλεια- Β΄
παρουσία του Κυρίου αν δεν ακούσει κάθε άνθρωπος το κήρυγμα της σωτηρίας, όπως
το βεβαιώνει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Τώρα
ο λόγος που οι απόστολοι βγήκαν να κηρύξουν στον κόσμο δεν ήταν λόγος και δική
τους σοφία. Το Ευαγγέλιο τους δεν ήταν «κατ ‘ανθρωπον». Ήταν το Ευαγγέλιο της
χάριτος και της δόξας του μακαρίου Θεού. Ήταν το ιερό και άφθαρτο κήρυγμα της
αιωνίου σωτηρίας.
Σε
κάθε σελίδα σχεδόν η Κ. Δ. μιλάει για τη θεία προέλευση και δύναμη του
Ευαγγελίου, για τη δραστικότητα και τα αποτελέσματα του θείου λόγου.
Είναι
«λόγος Θεού», «λόγος αληθείας», «λόγος ζωής». «λόγος Χριστού», λόγος ζων και
εναργής, λόγος που έχει τη δύναμη «οικοδομήσαι και δούναι την κληρονομίαν τοις
ηγιασμένοις πάσιν».
Ό,
τι υπάρχει στον κόσμο και ό, τι γίνεται
στην Εκκλησία, όλα υπάρχουν και γίνονται με τη δημιουργικό λόγο του Θεού. Με
τον λόγο του Κυρίου χτίσθηκαν και
στερεώθηκαν οι αμέτρητοι κόσμοι των άστρων. «Γεννηθήτω στερέωμα είπε ο Θεός και εγένετο ούτως». Ο
λόγος του Θεού είναι ο Λόγος ό ένας της τριάδος, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης «πάντα δι’ αυτού εγένετο»-όλα έγιναν μ’ αυτόν, και τίποτα απ’ ό, τι έγινε, δεν έγιναν χωρίς αυτόν.
Ο
λόγος της Εκκλησίας, ο λόγος με τον οποίο τελούνται τα θεία μυστήρια, ο λόγος
που μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε σώμα και αίμα Χριστού, είναι ο
ενυπόστατος θείος Λόγος, ο Υιός του Θεού.
Ο
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης συνοπτικά σε μια φράση λέει, ότι στην Εκκλησία και στον
κόσμο «παν το γινόμενον λόγω γίνεται». Αυτός ο λόγος που έκανε και κάνει τα
πάντα, δεν είναι ανθρώπινος λόγος, αλλά η προέκταση του δημιουργικού λόγου του
Θεού, ο ίδιος ο Θεός, «ο πανταχού παρών
και τα πάντα πληρών».
Ο
λόγος του Θεού, ο λόγος που κηρύττουμε, είναι εκείνος που απεργάζεται το
μυστήριο της πίστεως μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.. Όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «με το ένα σίδερο ακονίζουμε το
άλλο σίδερο, αλλά την ψυχή την ακονίζει ο θείος λόγος.
Με
το θείο λόγο τελείται κάθε ιερατική πράξη και κάθε μυστήριο στην Εκκλησία
«αγιάζεται δια λόγου Θεού και εντεύξεως». Έντευξη είναι η σύναξη των πιστών, η
κοινή προσευχή, η συνάντηση μας μέσα στο Ναό, που είναι και η συνάντηση μας με
τον Θεό.
Σ’
αυτή λοιπόν την κοινή προσευχή μας δεν έχουμε άλλο μέσον και όργανο παρά το
λόγο του Θεού που μας δίνει ο Θεός, που είναι ο λόγος της ευλογίας, η οποία
συνοδεύεται με το σημείο του σταυρού.
Ο
λόγος του Θεού είναι το κήρυγμα και η διδαχή της Εκκλησίας. Λόγος κύρους και απόλυτος της Εκκλησίας. Γιατί η αλήθεια
της εκκλησίας είναι αποκάλυψη και όχι ανακάλυψη και ανθρώπινη σοφία, που είναι
πάντα σχετική και περιορισμένη.
Οι
άνθρωποι αγωνίζονται ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια, όση θα μπορέσουν ποτέ να την ανακαλύψουν, χρησιμοποιώντας το
λογισμό τους. Άλλο όμως πράγμα είναι η αποκάλυψη της αλήθειας στους ανθρώπους
από τον Θεό.
Ο
Θεός ελεύθερα όσα θέλει και όσα κρίνει αποκαλύπτει στους ανθρώπους. Ανοίγει τα
μάτια των ανθρώπων για να δουν όσα είναι για τη σωτηρία τους. Ο Χριστός διδάσκει «ως εξουσίαν έχων» και «εν
εξουσία ήν ο λόγος αυτού». Δηλαδή όσα έλεγε ο Χριστός είχαν ένα απόλυτο κύρος.
Αυτά που έλεγε ο Κύριος δεν ήταν λογικά συμπεράσματα, αλλά πνευματική αξιώματα,
αλλά φανέρωνε την θεία βουλή και αποκάλυπτε στους ανθρώπους την αλήθεια της σωτηρίας.
Οι
απόστολοι και οι διάδοχοι τους , επίσκοποι, στην Εκκλησία, στους οποίους
εμπιστεύθηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έπρεπε να έχουν ένα κύρος και μια
πνευματική εξουσία, ως φορείς μιας τόσο μεγάλη αποστολής. Έλεγε στους
Αποστόλους: « ο ακούων υμών, εμέ ακούει και
ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται».
Οι
θείοι απεσταλμένοι και εκπρόσωποι του Χριστού που διαγγέλλουν τη βουλή του Θεού
είναι οι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και κήρυκες του θείου λόγου. Αυτό το ήξεραν
καλά οι Απόστολοι και το ξέρουν επίσης όσοι από τους ποιμένες και διδασκάλους
συνεχίζουν με γνώση και επίγνωση το έργο των Απόστολων στην Εκκλησία.
Ξέρουν
πως δεν τους έταξε η Εκκλησία, γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια είναι να
κηρύττουν ανόθευτο και αδάπανο το Ευαγγέλιο. Και ξέρουν και κάτι άλλο, ότι μέσα στην εκκλησιαστική τους διακονία και
αποστολή πρώτο χρέος έχουν να κηρύξουνε τον λόγον, λέγει ο Παύλος στο μαθητή
και επίσκοπο στην Έφεσο Τιμόθεο, και για τον εαυτό του λέει το γνωστό εκείνο :
«ουαί μοι, εάν μη ευαγγελίζομαι».
Της
μεγάλης ιεραποστολικής και κηρυκτικής δράσεως του αποστόλου Παύλου τις 14 επιστολές του --που είναι το γραπτό κήρυγμά
του- όπως και όλη η Καινή Διαθήκη- τα ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων
και οι Επιστολές του, είναι το γραπτό κήρυγμα των Αποστόλων.
Τα
Ευαγγέλια δεν είναι ιστορικά συγγράμματα , αλλά «υπομνήματα» δηλαδή γραπτό κήρυγμα, με σκοπό να την υπόμνηση
στους πιστούς εκείνα που είχα ακούσει προφορικά.
Μπορούμε
να πούμε γενικά, ότι η Κ. Δ. είναι μόνο ένα μέρος από την προφορική παράδοση
της αποστολικής Εκκλησίας, και αυτό φαίνεται καθαρά απ’ αυτό που γράφει ο Απ.
Παύλος στους Θεσσαλονικείς: «στήκετε και
κρατείτε τας παραδόσεις», καθώς και όσα γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «πολλά
και άλλα σημεία έκανε ο Ιησούς μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι
γραμμένα σε τούτο το βιβλίο».
Αλλά
ούτε κι εμείς μπορούμε να τα πούμε όλα σε αυτή την ομιλία.
Θέλουμε
μόνο να προσθέσουμε πως αυτή την εντολή και την παράδοση του προφορικού και του
γραπτού κηρύγματος τη συνέχισαν με πολλή συνέπεια οι πατέρες της Εκκλησίας και
τη συνεχίζουμε κι εμείς σήμερα όσο μπορούμε. Εννοούμε όλους τους ποιμένες και
διδασκάλους της Εκκλησίας- επισκόπους-πρεσβυτέρους που προφορικά η γραπτά κηρύττουν τον λόγο.
Κηρύττουμε
προφορικά η γραπτά όχι για να δείξουμε κάποια ικανότητα , ούτε για λόγους
κενοδοξίας , αλλά γιατί αυτό είναι το ιερό χρέος μας.
Δεν
μπορούμε να είμαστε ποιμένες , αν δεν είμαστε και διδάσκαλοι και δεν μπορούμε
να είμαστε διδάσκαλοι αν δε είμαστε ποιμένες. Αυτό το έργο του διδασκάλου είναι
έργα των ποιμένων της Εκκλησίας -επισκόπων και πρεσβυτέρων.
Παντού
ο απόστολος Παύλος, όταν γράφει δια διδασκάλους, βάζει πρώτα τους «ποιμένες και
διδασκάλους» λέγει: Αλλά όταν λέμε για το χρέος των ποιμένων και των
διδασκάλων της Εκκλησίας να κηρύττουν το
λόγο, πρέπει να πούμε και για το χρέος των πιστών να ακούνε το λόγο.
Μια
από τις μεγαλύτερες ευθύνες των ανθρώπων απέναντι στο Θεό είναι η στάση που
τηρούν απέναντι στο θείο λόγο, άλλα και στα ιερά πρόσωπα της Εκκλησίας, στα
οποία έχει ανατεθεί το έργο του κηρύγματος.
Ευθύνη
απέναντι στο θείο λόγο, δηλαδή να κηρύττουν έμπρακτα και με το παράδειγμα τους,
έχουν πρώτοι οι ιεροί διδάσκαλοι. Εδώ θα θυμηθούμε ν’ αναφέρουμε το λόγο του
Χριστού, ότι, «ο ποιήσας και διδάξας ούτος μέγας κληθήσεται».
Έτσι
όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας, καθώς οφείλουν έτσι και μπορούν να είναι
διδάσκαλοι, με τη φωνή των έργων τους, που είναι ευγλωττότερη από τη φωνή των
λόγων.
Τον
ιερό ποιμένα δεν τον κάνει διδάσκαλο στην Εκκλησία η ευγλωττία του, αλλά ο βίος
του και το παράδειγμά του.
Εσείς
οι πιστοί δεν μπορείτε να μας κρίνετε ούτε να μας διδάξετε, γιατί μας κρίνει ο
Θεός. Αυτό εννοεί ο απόστολος όταν γράφει: «ελάχιστα με ενδιαφέρει αν θα κριθώ
από σας ή από ανθρώπινο δικαστήριο----όταν πρόκειται να με κρίνει ο Θεός.
Συμβαίνει
όμως πολλές φορές οι χριστιανοί να μην μετρούν την ευθύνη τους απέναντι στο
λόγο που ακούνε, αλλά να κρίνουν εκείνους που κηρύττουν. Αλλά τότε είναι σαν να
αντιστρέφονται οι όροι: οι ακροατές
κρίνουν τον δάσκαλο, αλλά ο λόγος του Χριστού,- που- μας πείθει πως ποτέ ο
λόγος του Θεού δεν πάει χαμένος. «Ο αθετών εμέ , λέγει, και μη λαμβάνων τα
ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν, ο
λόγος ον ελάλησα εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα». Δηλαδή όποιος
περιφρονεί και δεν δέχεται τον λόγο μου, έχει εκείνον που θα τον κρίνει. Ο λόγος που ελάλησα εκείνος θα τον
κρίνει την τελευταία ημέρα.
Το
λόγο που ακούμε, τον Ιησού Χριστό που μας διδάσκει, εκείνον θα βρούμε μπροστά
μας, όταν θα ξανάρθει, όχι πια πράος και ταπεινός διδάσκαλος, αλλά κριτής «εν
τη δόξη αυτού».
Αλλά
η ευθύνη των χριστιανών δεν είναι μόνο ν’ ακούνε το λόγο, αλλά και να εκτελούν
το λόγο. Να είναι όχι μόνο ακροατές, αλλά και ποιητές του λόγου. Θα μπορούσε να
πει κανείς πως συμφέρει να μην ακούμε λόγο Θεού, παρά να ακούμε μόνο και να μην
προσπαθούμε να εκτελέσουμε έστω και κάτι απ’ όσα ακούμε.
Είναι
πολλοί που τρέχουν από κήρυγμα σε κήρυγμα και ξέρουν πολλά από όσα ακούνε και
διαβάζουν, αλλά δεν βλέπουμε να είναι και καλύτεροι από τους άλλους.
Έχει
πολύ μεγάλη σημασία εκείνο που γράφει ο
άγιος απόστολος Ιάκωβος για εκείνους που αρκούνται ν’ ακούνε μόνο το λόγο του
Θεού χωρίς να κάνουν εκείνα που ακούνε και διδάσκονται.,
Αυτοί
παραλογίζονται και εξαπατούν τον εαυτό τους ότι τάχα κάτι κάνουν, όταν
μαθαίνουν κάποιες αλήθειες της πίστεως και αποστηθίζουν μερικά χωρία της Αγ.
Γραφής, που τα χρησιμοποιούν ευκαίρως ακαίρως στη συνομιλία τους, θέλοντας να
κάνουν κι αυτοί το δάσκαλο.
Είναι
πραγματικά παραλογισμός να ξεγελά κανείς
τον εαυτό του, πάντοτε μανθάνων και μηδέποτε εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν
δυνάμενος, όπως γράφει ένας άλλος απόστολος, Δηλαδή δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν στην τέλεια γνώση
της αλήθειας.
Ο
Μ. Βασίλειος δε κάποια ομιλία του, για την ευθύνη απέναντι στο θείο λόγο και
εκείνου που διδάσκει και εκείνων που ακούνε γράφει αρχίζοντας την ομιλία του
κάνει μια προσευχή:
«Ας ευχηθούμε
σε μένα να μπορέσω να διδάξω σωστά και σε σας η διδασκαλία να έχει καρπό και
αποτέλεσμα. Δεν έχει σημασία, ότι εκείνος αυτή την ευχή την κάνει στην αρχή της
ομιλίας του και ότι εμείς τη αφήσαμε στο τέλος.
Η ουσία είναι ότι όποιος κηρύττει οφείλει να
κηρύττει άμεμπτα και όσοι ακούνε να έχει στη ζωή τους καρπό. Δεν είναι μικρή
και συνηθισμένη υπόθεση το θείο κήρυγμα και δε
είναι τυχαίο πράγμα ο λόγος του θεού. Απ’ αυτόν εξαρτάται η πίστη, αφού
η πίστη εξ ακοής, και η πνευματική ζωή
του χριστιανού. Γιατί είναι θεία αλήθεια και ιερή πραγματικότητα ότι
«ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσετε άνθρωπος αλλ’
εν παντί ρήματι εκπορευμένω δια στόματος Θεού.
Μετά π’ όλα αυτά που ειπώθηκαν θα μπορούσε κανείς
να ρωτήσει: Τελικά τι μας προσφέρει ο λόγος του Θεού όταν τον ακούμε η όταν τον
μελετούμε;
Συνοπτικά και απλά θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:
1.
Μελετώντας
τον λόγο του Θεού αισθανόμαστε τη γλυκύτητα της σοφίας του Θεού. τα ωραία
και υψηλά. Συνεπαρμένοι αναφωνούμε: «Ω βάθος σοφίας και γνώσεως Θεού, ως
ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και
ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού». Δηλαδή τι
σοφία αποστάζουν τα λόγια του Θεού! Σε
κάνουν πιο σοφό κι απ’ τους σοφούς, τους
έμπειρους, τους ηλικιωμένους. Μελετώντας τον λόγο του Θεού ξεπερνούμε σε σύνεση
και σε γνώση ακόμη και τους γεροντότερους , οι οποίοι προβάλλουν την πείρα
τους ως πηγή της σοφίας τους.
2.
Τη
γλυκύτητα του θείου λόγου την νοιώθουμε δίνοντας παρηγοριά στις πονεμένες
καρδιές μας. Είμαστε πονεμένοι και ο
λόγος του Θεού μας παρηγορεί: «Μη κλαίε».
. Είμαστε απογοητευόμενοι και ο λόγος του Θεού μας
ενθαρρύνει: «Εν τω κόσμω τούτω θλιψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον
κόσμον». Είμαστε ταραγμένοι και ο λόγος του Θεού μας ειρηνεύει: «Ειρήνη υμίν».
Είμαστε κουρασμένοι και ο λόγος του Θεού μας ξεκουράζει: «Δεύτε προς με πάντες
οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ
αναπαύσω υμάς».
3.
Είμαστε
λυπημένοι μετά από κάποιες πτώσεις μας
και ο λόγος του Θεού μας βοηθεί να μετανοήσουμε: «Αναστάς πορεύαομαι προς τον
πατέρα μου και ερώ αυτώ, πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου».
4.
Είμαστε
πενθούντες, αλλά ο λόγος του Θεού μας γεμίζει με την ελπίδα της Αναστάσεως:
«Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», διότι η Ανάσταση του Χριστού είναι η απαρχή
των κεκοιμημενων
5.
Είναι
η τροφή που τρέφει και ξεδιψά την ψυχή
μας.
6.
Ο
λόγος του Θεού μας αλλάζει και μας
μεταμορφώνει.
Κάποιος άπιστος Ευρωπαίος είχε πάει στην Αφρική
και εκεί είδε μια μέρα κάποιον ιθαγενή
διαβάζει την Αγία Γραφή.
-Αυτά τα παραμύθια διαβάζεται και εσείς εδώ, του
λέει.
Ο ιθαγενής ενοχλημένος από αυτό το σχόλιο του
απαντά:
-Έπρεπε να σε γνωρίσω, πριν αρχίσω να διαβάζω αυτά
–τα- όπως τα είπες- «παραμύθια», Θα σε
είχα φάει ολόκληρο!
Ο ιθαγενής ανήκε σε φυλή ανθρωποφάγων, όμως η
μελέτη του λόγου του Θεού τον
μεταμόρφωσε και τον οδήγησε στη
μετάνοια.
Οι γνώσεις μπορεί να μορφώνουν τους ανθρώπους ,
αλλά μόνο ο λόγος του θεού μεταμορφώνει.
Εμείς
οφείλουμε να χορταίνουμε και να ξεδιψούμε από το λόγο του Θεού. Να πίνουμε από το
πνευματικό μέλι, του λόγου Θεού. Αυτό
μας προτρέπει να κάνουμε ο σοφός Παροιμιαστής: «Φάγε μέλι, υιέ αγαθόν γαρ
κηρίον, ίνα γλυκανθή σου ο φάρυγξ». Δηλαδή, φάγε μέλι, παιδί μου διότι η κηρύθρα είναι ωραία και ωφέλιμη. Διότι όπως
γλυκαίνεται το στόμα σου με το μέλι, έτσι θα νιώσεις μέσα στην ψυχή σου τη γλυκύτητα της θείας σοφίας.
Ο
ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τα παραπάνω λέγει: «Από το μέλι τη μέλισσας δεν
μπορούμε να φάμε πολύ διότι η υπερβολική χρήση του δεν ωφέλει, αλλά βλάπτει.
Πνευματικό μέλι όμως μπορούμε να τρώμε όσο θέλουμε. Όχι μόνο δεν αρρωσταίνουμε,
αλλά και αν υπάρχει κάποια ασθένεια, είναι δυνατό να την αποδιώξουμε.
Ακόμη προσθέτει, ότι από την υπερβολική χρήση του μέλιτος αισθανόμαστε το αίσθημα του κορεσμού. Ενώ από την μελέτη του λόγου του Θεού δεν αισθανόμαστε ποτέ το αίσθημα του κορεσμού. Απεναντίας, επιθυμούμε να εντρυφήσουμε αυτόν περισσότερο.
Επίσης
προσθέτει, ότι στο αισθητό μέλι στη γλώσσα τελειώνει η ευχαρίστηση, και τελικά
χάνεται. Το μέλι όμως της χριστιανικής διδαχής φυλάσσεται μέσα στη συνείδηση, χαρίζει
διαρκή χαρά και μας κατευθύνει προς την βασιλεία του Θεού.
¨Οπότε:
«Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος».


1 σχόλιο:
Αμήν.
Δημοσίευση σχολίου