Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Η φράση του Χριστού στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου — «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» (Λουκάς 16,29) — φανερώνει μια βαθιά θεολογική αλήθεια: ο Θεός έχει ήδη μιλήσει, έχει αποκαλυφθεί επαρκώς μέσα από τις Γραφές και προσκαλεί τον άνθρωπο να Τον ακούσει. Δεν χρειάζονται νέα θαύματα ή επιστροφές από τους νεκρούς για να πιστέψει κάποιος· η αλήθεια ήδη δόθηκε, και από τη στιγμή εκείνη η ευθύνη ανήκει στον άνθρωπο. Αυτή η θεμελιώδης θέση δείχνει ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός: παραδίδει τον Νόμο και τον Λόγο Του, αλλά σέβεται βαθιά την ελευθερία του ανθρώπου. Από τη δημιουργία ακόμη ο Θεός απευθύνει μόνο μια εντολή στον Αδάμ και την Εύα, όμως δεν τους εμποδίζει να την παραβούν. Ο σεβασμός στην ελευθερία αποτελεί προϋπόθεση της σωτηρίας· χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει αληθινή αγάπη ούτε γνήσια υπακοή.
Μέσα στην Αγία Γραφή βλέπουμε ότι ο Θεός, σε
ορισμένες περιόδους, επεμβαίνει με έντονο και προσωπικό τρόπο, ενώ σε άλλες
φαίνεται να σιωπά. Στην εποχή των Πατριαρχών η θεία παρουσία είναι ζωντανή και
άμεση. Ο Αβραάμ, πατέρας της πίστεως, καλείται να προσφέρει τον υιό του Ισαάκ
θυσία (Γένεση 22). Ο Θεός, όμως, την τελευταία στιγμή τον σταματά,
αποκαλύπτοντας ότι δεν επιθυμεί ανθρώπινες θυσίες αλλά εμπιστοσύνη και
αφοσίωση. Η σκηνή αυτή δεν είναι πράξη αυταρχισμού, αλλά θεία παιδαγωγία: ο
Θεός μετατρέπει τη δοκιμασία σε μήνυμα, μετακινώντας την έννοια της λατρείας
από τη βία στην αγάπη και την υπακοή.
Αργότερα, ο Ιακώβ παλεύει με τον Θεό στο πέρασμα
του Ιαβόκ (Γεν. 32,24-30) και τον ονομάζει «Θεὸν ὃν εἶδον πρόσωπον πρὸς
πρόσωπον». Η εμπειρία του δείχνει την άμεση σχέση που μπορούσε τότε να έχει ο
άνθρωπος με τον Δημιουργό του. Ο Ιωσήφ, αντίθετα, βιώνει την παρουσία του Θεού
μέσα από την ιστορία, χωρίς εμφανίσεις ή θαυμαστά γεγονότα: η πρόνοια ενεργεί
μέσα από την πορεία του βίου, υποδεικνύοντας μια μετάβαση σε πιο εσωτερικό
τρόπο θείας καθοδήγησης. Με τον Μωυσή η σχέση αυτή γίνεται θεσμική: ο Θεός
δίδει τον Νόμο, ο οποίος πλέον λειτουργεί ως σταθερό σημείο αναφοράς. Από εδώ
και πέρα, ο άνθρωπος καλείται να ζήσει με πίστη και υπακοή σε μια αποκάλυψη που
έχει ήδη παραδοθεί.
Η διαφορά ανάμεσα στις παλαιότερες και τις
μεταγενέστερες εποχές φαίνεται καθαρά στο περιστατικό του Ιεφθάε (Κριτές 11). Ο
Ιεφθάε υπόσχεται να θυσιάσει ό,τι πρώτο εξέλθει από το σπίτι του, εάν ο Θεός
τού δώσει νίκη, και καταλήγει να προσφέρει την ίδια του την κόρη. Εδώ ο Θεός
δεν μιλά ούτε επεμβαίνει. Η σιωπή Του δεν σημαίνει αδιαφορία, αλλά υπενθυμίζει
ότι ο Νόμος έχει ήδη δοθεί και οι εντολές Του είναι γνωστές. Ο άνθρωπος πλέον
οφείλει να σκέπτεται, να διακρίνει, να μην ενεργεί μηχανικά ή θρησκοληπτικά. Η
ίδια η Αγία Γραφή, με τη σιωπηλή αποδοκιμασία αυτού του γεγονότος, δείχνει τον
δρόμο της ωριμότητας: ο λαός του Θεού μαθαίνει να κατανοεί το θέλημα του Θεού
χωρίς να χρειάζεται συνεχείς εξωτερικές επεμβάσεις.
Στην πορεία της θείας οικονομίας η παρουσία του
Θεού δεν εκλείπει, αλλά ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το στάδιο
της πνευματικής ωρίμανσης του ανθρώπου. Ο Θεός δεν αλλάζει μορφή, αλλά
μεταποιεί τον τρόπο φανερώσεώς Του, ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να Τον δεχθεί
χωρίς να συντριβεί. Από τις άμεσες θεοφάνειες των Πατριαρχών, όπου ο Θεός
αποκαλύπτεται προσωπικά και ζωντανά, περνούμε στη φωνή των Προφητών, μέσω των
οποίων ο Λόγος Του εκφέρεται «ἐν πνεύματι ἁγίῳ». Η αποκάλυψη κορυφώνεται στην
Καινή Διαθήκη, όταν ο «Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1,14) και ο Θεός πλέον δεν
απευθύνεται απλώς μέσω λόγων, αλλά προσλαμβάνει την ίδια την ανθρώπινη φύση για
να την θεραπεύσει. Έτσι φανερώνεται πως η σιωπή ή η απουσία των παλαιότερων
εποχών δεν σημαίνει απομάκρυνση, αλλά αποτελεί στάδιο προετοιμασίας για την
πληρότητα της θείας αποκάλυψης στο πρόσωπο του Χριστού.
Σύγχρονοι επικριτές της Αγίας Γραφής συχνά
προβάλλουν το επιχείρημα ότι το ιερό κείμενο περιλαμβάνει πράξεις βίας, πολέμων
ή παράλογων θυσιών. Ορισμένοι φθάνουν στο σημείο να ζητούν να μη διδάσκεται στα
παιδιά, θεωρώντας ότι προωθεί την ανηθικότητα ή τη σκληρότητα. Η Εκκλησία,
ωστόσο, απαντά ότι η Αγία Γραφή δεν εγκρίνει το κακό που περιγράφει· το
αποκαλύπτει ώστε να κατανοηθεί η ανάγκη της σωτηρίας. Ο Μέγας Βασίλειος
υπογραμμίζει ότι η θεία αποκάλυψη προχώρησε σταδιακά, όπως ο παιδαγωγός που
καθοδηγεί ένα παιδί ώσπου να ενηλικιωθεί. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει πως
η σιωπή ή η ανοχή ορισμένων πρακτικών δείχνει τη μακροθυμία του Θεού, όχι τη
συνενοχή Του. Έτσι, τα σκληρά χωρία των Γραφών δεν πρέπει να διαβάζονται
αποκομμένα, αλλά μέσα στην ενότητα της ιστορίας της σωτηρίας, που καταλήγει
στην αγάπη του Χριστού.
Ο Θεός, λοιπόν, δεν είναι απών αλλά παιδαγωγός.
Από τις άμεσες επεμβάσεις των πρώτων αιώνων περνά σε μια σχέση εσωτερική, όπου
ο άνθρωπος καλείται να ερμηνεύει τα σημεία και να βαδίζει με βάση την πίστη. Ο
κόσμος έχει πλέον «τον Μωυσή και τους Προφήτες» — έχει τον Λόγο του Θεού
γραμμένο και ενσαρκωμένο. Η ευθύνη μετατίθεται στον άνθρωπο, που μπορεί να
δεχθεί ή να απορρίψει την αλήθεια. Ο Θεός δεν σιωπά επειδή απουσιάζει, αλλά από
σεβασμό· δεν αδιαφορεί, αφήνει τον άνθρωπο να επιλέξει ελεύθερα την οδό της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου