Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού (6 Δεκεμβρίου) - Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των τυράννων, εν έτει τ’ [300]. Και πρότερον μεν, έλαμψεν εν τη μοναδική πολιτεία. Ύστερον δε, δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του έγινε και Αρχιερεύς. Επειδή δε με ελευθέραν φωνήν εκήρυττεν ο Άγιος την ευσέβειαν, δια τούτο επιάσθη από τους άρχοντας της πόλεως Λυκίας, και ετιμωρήθη με δαρμούς και στρεβλώσεις. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν ομού με άλλους Χριστιανούς. Αφ’ ου δε ο μέγας Κωνσταντίνος έγινε βασιλεύς των Χριστιανών με ψήφον Θεού, τότε ελευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί, όσοι ήτον δεδεμένοι εις τας φυλακάς. Μαζί δε με αυτούς ελευθερώθη και ο μέγας ούτος Νικόλαος. Δεν επέρασε δε καιρός πολύς, και εσυναθροίσθη εις την Νίκαιαν υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε’ [325], της οποίας μέρος ήτον και ο θείος Νικόλαος.

Ούτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος βίος αυτού ιστορεί. Ηλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Οι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Κωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Δια τούτο ο Άγιος Νικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Κωνσταντίνου, και του επάρχου Αβλαβίου. Και τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Τον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες και δια φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν δια της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.

Ου μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός Νικόλαος. Όθεν και ιερώς και οσίως το ορθόδοξον αυτού ποιμάνας ποίμνιον, και φθάσας εις βαθύ γήρας, προς Κύριον εξεδήμησε. Πλην και μετά θάνατον, δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Επειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: δια τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.

Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτον ένας Χριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον δια κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Εσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Και επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, δια τούτο περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Οι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον δια να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον δια να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον δια τον του ανδρός πικρόν θάνατον.

Ο δε Χριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Και τούτο μη αισθανθείς ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Ομοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Αλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Βλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν. Αδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Εγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εβγήκα εις το καΐκιον. Και επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Εις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός) επήγα δια χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα.

Οι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Και εις πολλήν ώραν το, Κύριε ελέησον, έκραζον. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου. Και εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Αγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον δια να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Νικόλαον.

Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Αγίου, διεφημίσθη εις όλην την Μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Το οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Νικόλαον.

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: