Η αφήγηση του Ευαγγελιστή Ματθαίου για τη
συνάντηση του Ηρώδη με τους Μάγους αποκτά βαθύτερο νόημα όταν ενταχθεί στο
ιστορικό και πολιτικό περιβάλλον της Ιουδαίας στα τελευταία χρόνια του 1ου
αιώνα π.Χ. (7-4 π.Χ.) Ο φόβος και η ανασφάλεια του Ηρώδη, όπως προκύπτουν από
την ευαγγελική διήγηση, δεν ήταν απλώς προσωπικά συναισθήματα· ριζώνουν στη
σύνθετη νομιμοποίηση της εξουσίας του και στη γεωπολιτική αστάθεια της εποχής.
Ο Ηρώδης ο Μέγας, γιος του Αντιπάτρου, ήταν Ιδουμαϊκής καταγωγής. Οι Ιδουμαίοι (οι αρχαίοι Εδωμίτες-απόγονοι του Ησαύ) εξαναγκάστηκαν να ασπαστούν την ιουδαϊκή πίστη γύρω στο 125 π.Χ. από τον Ιωάννη Υρκανό Α΄, ηγεμόνα και αρχιερέα της δυναστείας των Ασμοναίων. Από αυτή τη διαδικασία προέκυψε μια γενιά προσηλύτων που, παρότι υιοθέτησε τη λατρεία και τα έθιμα του Ισραήλ, συχνά αντιμετωπιζόταν ως μη πλήρως “ισότιμη” από μερίδα των Ιουδαίων εκ γενετής. Η ιδουμαϊκή καταγωγή του Ηρώδη υπήρξε, συνεπώς, μόνιμη σκιά πάνω στη βασιλεία του: τον καθιστούσε βασιλιά “ξένης προέλευσης”, χωρίς δεσμό με τη Δαβιδική βασιλική γραμμή, στοιχείο που για πολλούς Ιουδαίους είχε θεολογική και εθνική σημασία.
Η άνοδός του στην εξουσία πραγματοποιήθηκε χάρη
στη στήριξη της Ρώμης. Όταν οι Πάρθοι το 40 π.Χ. κατέλαβαν την Ιουδαία και
ανέδειξαν βασιλιά τον Αντίγονο Β΄ (Αντίγονο Ματταθία), ο Υρκανός Β΄ συνελήφθη
και ακρωτηριάστηκε (του έκοψαν τα αυτιά) ώστε να αποκλειστεί από την
αρχιερωσύνη. Ο Ηρώδης κατέφυγε στη Ρώμη και, με τη βοήθεια του Μάρκου Αντωνίου
και του Οκταβιανού, ανακηρύχθηκε από τη Σύγκλητο «βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».
Επιστρέφοντας με ρωμαϊκή στρατιωτική υποστήριξη, κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 37
π.Χ. και εδραίωσε τη βασιλεία του. Παρά το ότι τυπικά κυβερνούσε ως μονάρχης,
στην πράξη ήταν πελάτης-βασιλιάς (client king): εξαρτημένος από
τη ρωμαϊκή ισχύ.
Η εξουσία του, ωστόσο, παρέμενε εύθραυστη. Η μνήμη
της παρθικής επέμβασης και η προηγούμενη εξορία του τον έκαναν διαρκώς
επιφυλακτικό απέναντι σε κινήσεις με ανατολική προέλευση. Μετά την αποκατάστασή
του στον θρόνο, επιδίωξε προσεκτικές ισορροπίες και θέλησε με δώρα να
αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με τους Πάρθους. Για να μειώσει αντιδράσεις
στο εσωτερικό της Ιουδαίας πέτυχε την απελευθέρωση και επιστροφή του Υρκανού
Β΄. Ο Ηρώδης αρχικά τον δέχθηκε με τιμές, αναγνωρίζοντας το κύρος της
ασμοναϊκής γενιάς. Όμως, μέσα σε κλίμα καχυποψίας και δυναστικού ανταγωνισμού,
λίγα χρόνια αργότερα διέταξε την εκτέλεσή του, επικαλούμενος κατηγορίες
συνωμοσίας. Ανεξαρτήτως της ακριβούς αφορμής, ο Υρκανός μπορούσε να
λειτουργήσει ως συμβολικό σημείο συσπείρωσης αντιπάλων του καθεστώτος.
Μέσα σε αυτό το πολιτικά τεταμένο περιβάλλον
εμφανίζονται οι Μάγοι «ἀπὸ ἀνατολῶν». Ο όρος «Μάγοι», στη σύγχρονη
βιβλιογραφία, συνδέεται πιθανότατα με ιερείς/αστρολόγους ανατολικών παραδόσεων
(π.χ. περσικών ή βαβυλωνιακών). Έχοντας προέλευση από περιοχές που ανήκαν ή
βρίσκονταν υπό την επιρροή της Παρθικής Αυτοκρατορίας, η άφιξή τους στην
Ιερουσαλήμ θα μπορούσε εύλογα να εκληφθεί ως πολιτικά ευαίσθητη. Για τον Ηρώδη,
που γνώριζε πόσο εύκολα οι μεγάλες δυνάμεις αξιοποιούσαν θρησκευτικά και
προφητικά αφηγήματα, η παρουσία τέτοιων ανδρών ενδέχεται να φάνηκε ύποπτη. Σε
ένα διεθνές κλίμα έντασης Ρώμης–Παρθίας, δεν αποκλείεται να τους αντιμετώπισε
ως φορείς μηνύματος ή ως ένδειξη ότι κυκλοφορεί ένα σενάριο αλλαγής ισορροπιών
στην Ιουδαία.
Στο ερώτημά τους «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν
Ἰουδαίων;» (Μτ 2,2), ο Ηρώδης δεν άκουσε απλώς μια θρησκευτική απορία, αλλά μια
δυνητική πολιτική απειλή. Ένας «νεογέννητος βασιλιάς» μπορούσε να σημαίνει
διεκδίκηση θρόνου από πρόσωπο που ίσως επικαλούνταν και νομιμοποιητική (π.χ.
Δαβιδική) γενεαλογία — κάτι που ο ίδιος δεν διέθετε. Δεν είναι λοιπόν περίεργο
ότι, όπως γράφει ο Ματθαίος, «ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἰερουσαλὴμ μετ’ αὐτοῦ» (Μτ
2,3). Η «ταραχή» αυτή δεν είναι απλώς ψυχική αναστάτωση· εκφράζει το άγχος ενός
βασιλιά που στηριζόταν περισσότερο στη ρωμαϊκή ισχύ και σε μηχανισμούς ελέγχου
παρά σε ευρεία λαϊκή αποδοχή ή σε παραδοσιακούς τίτλους νομιμότητας.
Έτσι, η συνάντηση του Ηρώδη με τους Μάγους αποκτά
διπλό νόημα: θεολογικό και πολιτικό. Αποκαλύπτει πως η γέννηση του Ιησού, πριν
ακόμη αναγνωριστεί από τους “πολλούς”, μπορούσε να διαβαστεί ως απειλή από την
εξουσία, γιατί υπαινισσόταν μια άλλη τάξη βασιλείας. Πολιτικά, νομιμοποιημένη
από την βασιλική γενιά του Δαβίδ. Θεολογικά, όχι θεμελιωμένη στη βία και τον
φόβο, αλλά στην αγάπη. Ο Ηρώδης, τοποθετημένος ανάμεσα στη Ρώμη και στους
υπηκόους του, αντιλαμβάνεται το μήνυμα των Μάγων ως προοίμιο ανατροπής. Και
μέσα από αυτό το επεισόδιο, η ιστορική πραγματικότητα της εποχής φωτίζει το
δραματικό βάθος της ευαγγελικής αφήγησης: η εξουσία που στηρίζεται στον φόβο,
τρέμει πάντοτε μπροστά στην ελπίδα που γεννιέται.
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
***
The Meeting of
Herod with the Magi
Matthew the
Evangelist’s account of Herod’s meeting with the Magi takes on deeper meaning
when placed within the historical and political context of Judea in the final
years of the first century BC (7–4 BC). Herod’s fear and insecurity, as they
emerge from the Gospel narrative, were not merely personal emotions; they were
rooted in the complex legitimacy of his authority and in the geopolitical
instability of the time.
Herod the
Great, son of Antipater, was of Idumean origin. The Idumeans (the ancient
Edomites—descendants of Esau) were compelled to embrace the Jewish faith around
125 BC by John Hyrcanus I, ruler and high priest of the Hasmonean dynasty. From
this process emerged a generation of proselytes who, although they adopted the
worship and customs of Israel, were often regarded by a portion of Jews by
birth as not fully “equal.” Herod’s Idumean background was therefore a lasting
shadow over his reign: it made him a king of “foreign” provenance, with no
connection to the Davidic royal line—something that, for many Jews, carried
theological and national significance.
His rise to
power was achieved thanks to Rome’s support. When the Parthians captured Judea
in 40 BC and raised Antigonus II (Antigonus Mattathias) to the throne, Hyrcanus
II was arrested and mutilated (his ears were cut off) in order to bar him from
the high priesthood. Herod fled to Rome and, with the help of Mark Antony and
Octavian, was proclaimed by the Senate “King of the Jews.” Returning with Roman
military backing, he captured Jerusalem in 37 BC and consolidated his reign.
Although formally he ruled as a monarch, in practice he was a client king:
dependent on Roman power.
His authority,
however, remained fragile. The memory of the Parthian intervention and his
earlier exile made him continually wary of movements with an eastern origin.
After his restoration to the throne, he sought careful balances and attempted,
through gifts, to restore diplomatic relations with the Parthians. To reduce
internal opposition in Judea, he secured the release and return of Hyrcanus II.
At first Herod received him with honors, acknowledging the prestige of the
Hasmonean line. Yet amid a climate of suspicion and dynastic rivalry, a few
years later he ordered Hyrcanus’ execution, citing charges of conspiracy.
Regardless of the precise pretext, Hyrcanus could function as a symbolic point
of rallying for opponents of the regime.
Within this
politically tense environment, the Magi appear “from the east.” In contemporary
scholarship, the term “Magi” is most likely associated with priests/astrologers
of eastern traditions (e.g., Persian or Babylonian). Coming from regions that
belonged to, or lay under the influence of, the Parthian Empire, their arrival
in Jerusalem could reasonably have been perceived as politically sensitive. For
Herod, who knew how easily great powers could exploit religious and prophetic
narratives, the presence of such men may have seemed suspicious. In an
international climate of Roman–Parthian tension, it is not unlikely that he
would have treated them as bearers of a message, or as an indication that a
scenario of shifting power in Judea was in circulation.
In their
question, “Where is he who has been born King of the Jews?” (Matt 2:2), Herod
did not hear merely a religious inquiry, but a potential political threat. A
“newborn king” could mean a claim to the throne by someone who might also
invoke a legitimating (e.g., Davidic) genealogy—something Herod himself did not
possess. It is therefore not surprising that, as Matthew writes, “he was
troubled, and all Jerusalem with him” (Matt 2:3). This “troubling” is not
simply inner agitation; it expresses the anxiety of a king who relied more on
Roman power and mechanisms of control than on broad popular acceptance or on
traditional titles of legitimacy.
Thus, Herod’s
meeting with the Magi takes on a double meaning: theological and political. It
reveals that the birth of Jesus, even before he was recognized by the “many,”
could be read by those in power as a threat, because it suggested another order
of kingship. Politically, it was legitimized by the royal line of David.
Theologically, it was founded not on violence and fear, but on love. Herod,
positioned between Rome and his subjects, understands the Magi’s message as a
prelude to overthrow. And through this episode, the historical reality of the
time illuminates the dramatic depth of the Gospel narrative: power that rests
on fear always trembles before the hope that is being born.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου