Μια κούκλα από αλάτι ήρθε κοντά στη θάλασσα, μετά από ένα μακρινό ταξίδι στην ξηρά. Τότε ανεκάλυψε κάτι που μέχρι τότε δεν το είχε δει και γι' αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει. Στεκόταν λοιπόν στο σταθερό έδαφος της ξηράς, αυτή η στέρεη μικρή αλατένια κούκλα, καθώς παρατηρούσε ,συνειδητοποίησε ότι μπροστά της υπήρχε ένα άλλο έδαφος παράξενο και άγνωστο- προφανώς η επιφάνεια της θάλασσας- που κουνιόταν και έκανε θόρυβο, έτσι που της δημιουργούσε ανασφάλεια. Και τότε ρώτησε τη θάλασσα:"Μα καλά , τι είσαι συ"; Και εκείνη απάντησε: "Είμαι η θάλασσα". Και η κούκλα ρώτησε πάλι: "Τι είναι θάλασσα"; Και κείνη απάντησε: "Εγώ είμαι η θάλασσα". Τότε η κούκλα είπε: Δεν μπορώ να καταλάβω, αν και θα το ήθελα τόσο πολύ. "Πως θα το πετύχω"; Η θάλασσα της απάντησε: "Άγγιξέ με".
Η κούκλα άπλωσε δειλά το πόδι της και άγγιξε το νερό και τότε ένιωσε κάτι παράξενο, δηλαδή ένιωσε ότι η θάλασσα είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή. Τράβηξε το πόδι της από το νερό, έσκυψε κάτω και βλέπει πως δεν είχε πια δάχτυλα στο πόδι της. Φοβήθηκε και είπε: "Μα που πήγαν τα δάχτυλά μου; Τι μου έκανες"; Και η θάλασσα της είπε :"'Έχεις ήδη δώσει κάτι ώστε να μπορέσεις να με γνωρίσεις". Σιγά-σιγά το νερό έλιωνε την κούκλα και εκείνη όλο προχωρούσε μέσα στη θάλασσα. Όσο περισσότερο προχωρούσε τόσο περισσότερο καταλάβαινε, αλλά ακόμη δεν ήταν σε θέση να πει τι ήταν η θάλασσα. Και καθώς πήγαινε όλο και βαθύτερα έλιωνε συνεχώς και ρωτούσε: "Τι είναι θάλασσα" ; Στο τέλος ένα κύμα διέλυσε και το τελευταίο της κομματάκι και τότε η κούκλα φώναξε: "Θάλασσα είμαι εγώ". Είχε ανακαλύψει τι ήταν η θάλασσα, αλλά δεν είχε καταλάβει τι ήταν το νερό.
Μπορούμε να βρούμε μέσα στη μικρή αυτή ιστορία πολλά στοιχεία αλήθειας. Η κούκλα έμαθε τι είναι θάλασσα, αν και η ίδια ήταν πολύ μικρή, όταν είχε ταυτιστεί με την απεραντοσύνη της θάλασσας, διαλυμένη μέσα σ' αυτή. Κι εμείς όταν κοινωνούμε με το Θεό, δεν περικλείουμε το Θεό μέσα μας, αλλά εμείς "περιχωρούμεθα" σ' Αυτόν. Και σ' αυτήν την κοινωνία βρίσκουμε τον πραγματικό εαυτό μας, ασφαλισμένοι στην απεραντοσύνη Του.
Η κούκλα άπλωσε δειλά το πόδι της και άγγιξε το νερό και τότε ένιωσε κάτι παράξενο, δηλαδή ένιωσε ότι η θάλασσα είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή. Τράβηξε το πόδι της από το νερό, έσκυψε κάτω και βλέπει πως δεν είχε πια δάχτυλα στο πόδι της. Φοβήθηκε και είπε: "Μα που πήγαν τα δάχτυλά μου; Τι μου έκανες"; Και η θάλασσα της είπε :"'Έχεις ήδη δώσει κάτι ώστε να μπορέσεις να με γνωρίσεις". Σιγά-σιγά το νερό έλιωνε την κούκλα και εκείνη όλο προχωρούσε μέσα στη θάλασσα. Όσο περισσότερο προχωρούσε τόσο περισσότερο καταλάβαινε, αλλά ακόμη δεν ήταν σε θέση να πει τι ήταν η θάλασσα. Και καθώς πήγαινε όλο και βαθύτερα έλιωνε συνεχώς και ρωτούσε: "Τι είναι θάλασσα" ; Στο τέλος ένα κύμα διέλυσε και το τελευταίο της κομματάκι και τότε η κούκλα φώναξε: "Θάλασσα είμαι εγώ". Είχε ανακαλύψει τι ήταν η θάλασσα, αλλά δεν είχε καταλάβει τι ήταν το νερό.
Μπορούμε να βρούμε μέσα στη μικρή αυτή ιστορία πολλά στοιχεία αλήθειας. Η κούκλα έμαθε τι είναι θάλασσα, αν και η ίδια ήταν πολύ μικρή, όταν είχε ταυτιστεί με την απεραντοσύνη της θάλασσας, διαλυμένη μέσα σ' αυτή. Κι εμείς όταν κοινωνούμε με το Θεό, δεν περικλείουμε το Θεό μέσα μας, αλλά εμείς "περιχωρούμεθα" σ' Αυτόν. Και σ' αυτήν την κοινωνία βρίσκουμε τον πραγματικό εαυτό μας, ασφαλισμένοι στην απεραντοσύνη Του.
Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ
1 σχόλιο:
Αναστάσιε για να δεις πόσο σε αγαπώ. Ήλθα σε ίντερνετ-καφέ για να δω την αλληλογραφία μου και σε επισκέφθηκα και σένα. Από την Χαλκιδική σε χαιρετώ!!
Δημοσίευση σχολίου