Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ - Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος

Άγιος Αναστάσιος Πέρσης.
Εικόνα Τέμπλου Ιερού Ναού
 Αγίων Τεσσαράκοντα
κατασκηνώσεως "Άγκυρα"
της ΓΕΧΑ Πατρών

Έ­νας πρώ­ην μά­γος κεί­ρε­ται μο­να­χός και α­να­δει­κνύ­ε­ται έν­θερ­μος ο­μο­λο­γητής και έν­δο­ξος μάρ­τυς Χρι­στού

Η δη­μο­σί­ευ­ση του κει­μέ­νου (υ­πο­στη­ρί­ζει ο αρ­θρο­γρά­φος σε χει­ρό­γρα­φη ε­πιστο­λή του προς τον «Εκκλησιολόγο») για τον Ά­γιο Α­να­στά­σιο τον Πέρ­ση έ­χει ι­διαί­τε­ρη σημα­σί­α για τον λα­ό και την το­πι­κή Εκ­κλη­σί­α των Πα­τρών για τους ε­ξής λό­γους:
1. Πα­λαιά φο­ρη­τή ει­κό­να του Α­γί­ου του 19ου αιώ­νος φυ­λάσ­σε­ται στον Πα­λαιό Ιε­ρό Να­ό του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου Πο­λιού­χου Πα­τρών.
2. Να­ός επ΄ ο­νό­μα­τι του Α­γί­ου υ­πάρ­χει στο χω­ριό Δρέ­πα­νο Α­χα­ϊ­ας της πε­ρι­φε­ρεί­ας Ι. Μ. Πα­τρών.
3. Ο πολυ­γρα­φό­τα­τος και ε­πι­φα­νής Θε­ο­λό­γος – συγ­γρα­φέ­ας κ. Πα­να­γιώ­της Μαρ­τί­νης, κά­τοι­κος Πα­τρών, έ­χει συγ­γρά­ψει και ε­πι­με­λη­θεί το πρώ­το και μο­να­δι­κό βιβλί­ο για τον Ά­γιο, το ο­ποί­ο εκ­δό­θη­κε α­πό τις εκ­δό­σεις «ΤΑ­ΩΣ» που ε­δρεύ­ουν στην Πά­τρα.
 4. Το έ­τος 1876 εκ­δό­θη­κε στην Πά­τρα α­κο­λου­θί­α του Α­γί­ου, η ο­ποί­α συ­μπε­ριε­λή­φθη στο προ­α­να­φερ­θέν βι­βλί­ο.

M­έσα στη σε­πτή χο­ρεί­α των ο­σί­ων και μαρ­τύ­ρων της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας εξέ­χου­σα θέ­ση κα­τέ­χει ο τι­μώ­με­νος στις 22 Ια­νουα­ρί­ου Ά­γιος Α­να­στά­σιος ο Πέρσης. Ο έν­δο­ξος και πο­λύ­α­θλος αυ­τός ο­σιο­μάρ­τυς του 7ου μ.Χ. αιώ­να, α­φού γνώ­ρισε τον Χρι­στό, ε­γκα­τέ­λει­ψε πλού­τη και α­ξιώ­μα­τα, ε­νε­δύ­θη­κε το μο­να­χι­κό σχή­μα, ο­μο­λό­γη­σε με παρ­ρη­σί­α τη χρι­στια­νι­κή του πί­στη και ε­πι­σφρά­γη­σε την ε­πί­γεια ζω­ή του με το έν­δο­ξο μαρ­τύ­ριο του.
Ο Ά­γιος Α­να­στά­σιος κα­τα­γό­ταν α­πό το χω­ριό Ρα­ζήχ της ε­παρ­χί­ας Ρα­σνου­νί της Περ­σί­ας και έ­ζη­σε στα χρό­νια του βα­σι­λιά της Περ­σί­ας Χοσ­ρό­η του Β’ (590-680). Ο ευ­γε­νι­κή ς κα­τα­γω­γής πα­τέ­ρας του ο­νο­μα­ζό­ταν Βαβ και ή­ταν ο­νο­μα­στός μάγος. Γι’ αυ­τό και ο γιος του, ο ο­ποί­οι; προ­τού βα­πτι­σθεί και ο­νο­μα­στεί Α­ναστά­σιος ο­νο­μα­ζό­ταν Μαν­γου­δάτ, φοί­τη­σε στην πε­ρί­φη­μη σχο­λή των μά­γων, της ο­ποί­ας ι­δρυ­τής ή­ταν ο πα­τέ­ρας του, για να α­να­δει­χθεί ι­σά­ξιος μ’ αυ­τόν στη μα­γι­κή τέ­χνη. Ό­ταν ε­νη­λι­κιώ­θη­κε, κα­τε­τά­γη στον στρα­τό του Χοσ­ρό­η και στο τάγ­μα των Τυ­ρώ­νων.
Το 614 ο βα­σι­λιάς Χοσ­ρό­ης κα­τέ­λα­βε τα Ιε­ρο­σό­λυ­μα και α­πή­γα­γε στην Περ­σί­α τον Τί­μιο Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου. Η θαυ­μα­τουρ­γι­κή φή­μη του Τι­μί­ου Σταυ­ρού εί­χε δια­δο­θεί τό­σο. πο­λύ στην. Περ­σί­α, ώ­στε το ιε­ρό αυ­τό σύμ­βο­λο του χρι­στια­νι­σμού προ­κά­λε­σε το εν­δια­φέ­ρον του Μαν­γου­δάτ για να γνω­ρί­σει τη χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α. Ευ­σε­βείς χρι­στια­νοί α­νέ­λα­βαν να τον ε­νη­με­ρώ­σουν για το με­γα­λεί­ο της χρι­στια­νι­κής πί­στε­ως. Το γε­γο­νός αυ­τό τον πα­ρα­κί­νη­σε στο να γνω­ρίσει το μυ­στή­ριο της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας σε τέ­τοιο βαθ­μό, ώ­στε άν­θη­σε μέ­σα στην Ψυ­χή του ο πό­θος για τον Χρι­στό και την α­ρε­τή.
Γι’ αυ­τό και φτά­νο­ντας στη Χαλ­κη­δό­να, ε­γκα­τέ­λει­ψε το στρά­τευ­μα α­πο­φα­σι­σμέ­νος να α­κο­λου­θή­σει την κα­τά Χρι­στόν ζω­ή. Α­πό τη Χαλ­κη­δό­να έ­φτα­σε στην Ιε­ρά­πο­λη και έ­μει­νε κο­ντά σε έ­ναν χρι­στια­νό συ­μπα­τριώ­τη ‘του. Ό­ταν άρ­χι­σε να αυ­ξά­νε­ται η α­γά­πη του για τον Χρι­στό, άρ­χι­σε να κα­τα­φεύ­γει στους να­ούς της πό­λης για να προ­σευ­χη­θεί και να ε­νη­με­ρω­θεί για τον βί­ο και το μαρ­τύ­ριο των α­γί­ων, ε­νώ η ε­πι­θυμί­α του ή­ταν να βα­πτι­σθεί χρι­στια­νός.
Γι’ αυ­τό και πή­γε στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα και βα­πτί­σθη­κε χρι­στια­νός α­πό τον με­τέ­πει­τα Πα­τριάρ­χη. Μό­δε­στο λαμ­βά­νοντας το ό­νο­μα Α­να­στά­σιος. Στη συ­νέ­χεια ε­κά­ρη μο­να­χός στο μο­να­στή­ρι του αββά Ιου­στί­νου, ό­που πα­ράλ­λη­λα με το δια­κό­νη­μα του μά­γει­ρα και του κη­που­ρού με­λε­τού­σε την Α­γί­α Γρα­φή και τους βί­ους των α­γί­ων και ε­πι­δι­δό­ταν στην προ­σευ­χή και την ά­σκη­ση. Στο μο­να­στή­ρι έ­μει­νε ε­πτά χρό­νια, αλ­λά ο διά­βο­λος θέ­λη­σε να του α­να­κό­ψει τον έν­θε­ο ζή­λο και την α­νο­δι­κή πο­ρεί­α προς την α­ρετή. Με την βο­ή­θεια ό­μως της προ­σευ­χής και την πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση του γέ­ρο­ντός του κα­τόρ­θω­σε να μεί­νει στα­θε­ρός στον πνευ­μα­τι­κό του α­γώ­να.
Έ­να α­προσ­δό­κη­το ό­νει­ρο, που του α­πο­κά­λυ­ψε ό­τι θα μαρ­τυ­ρή­σει για τον Χριστό, τον πα­ρα­κί­νη­σε να ε­γκα­τα­λεί­ψει κρυ­φά το μο­να­στή­ρι και να με­τα­βεί πρώτα στη Διό­σπο­λη, στη συ­νέ­χεια στο ό­ρος Γα­ρι­ζίν και τε­λι­κά στην Και­σά­ρεια της Πα­λαι­στί­νης. Ε­κεί πη­γαί­νο­ντας προς τον να­ό της Α­γί­ας Ευ­φη­μί­ας συ­νά­ντη­σε συ­μπα­τριώ­τες του μά­γους και άρ­χι­σε να τους ε­πι­κρί­νει για την πλά­νη τους και να τους κα­λεί να ε­γκα­τα­λεί­ψουν τη μα­γι­κή τέ­χνη και να α­κο­λου­θή­σουν τον Χρι­στό. Μά­λι­στα ε­ρω­τη­θείς ο ί­διος, τους α­πο­κά­λυ­ψε ό­τι κά­πο­τε ή­ταν και ε­κεί­νος μά­γος και ζού­σε μέ­σα στην πλά­νη, ε­νώ τώ­ρα εί­ναι πλέ­ον χρι­στιανός. Τό­τε οι Πέρ­σες στρα­τιώ­τες τον συ­νέ­λα­βαν και τον ο­δή­γη­σαν στον άρ­χο­ντα Μαρ­ζα­βα­νά.
 Ο Α­να­στά­σιος ο­μο­λό­γη­σε με θάρ­ρος τη χρι­στια­νι­κή του πί­στη και τό­τε ο τύ­ραν­νος προ­σπά­θη­σε να τον με­τα­πεί­σει με δώ­ρα και υ­πο­σχέ­σεις. Όμως ο Α­να­στά­σιος έ­μει­νε στα­θε­ρός και α­κλό­νη­τος στο χρι­στια­νι­κό του φρόνηµα. Τό­τε δό­θη­κε η ε­ντο­λή να του δέ­σουν τα πό­δια και τον λαι­μό με σι­δε­ρέ­νια α­λυ­σί­δα και τον υ­πο­χρέ­ω­σαν να α­νε­βά­ζει τε­ρά­στιες πέ­τρες στο φρού­ριο της Και­σά­ρειας. Μά­λι­στα πολ­λοί Πέρ­σες στρα­τιώ­τες τον κα­τη­γο­ρού­σαν ό­τι ε­γκατέ­λει­ψε την πα­λιά του πί­στη και έ­γι­νε χρι­στια­νός, οι δε κα­τη­γο­ρί­ες αυ­τές συ­νο­δεύ­ο­νταν με βιαιό­τη­τες ε­να­ντί­ον του.
Ο Α­να­στά­σιος ο­δη­γή­θη­κε και πάλι στον άρ­χο­ντα Μαρ­ζα­βα­νά, ο ο­ποί­ος προ­σπά­θη­σε να τον πεί­σει να ε­πι­στρέ­ψει στη μα­γι­κή του τέ­χνη. Ό­μως ο Α­να­στά­σιος ο­μο­λό­γη­σε και πά­λι την πί­στη του στον Χρι­στό πα­ρά τους εκ­φο­βι­σμούς που δέ­χθη­κε. Α­κο­λού­θη­σε ξυ­λο­δαρ­μός του μάρ­τυ­ρος, ο ο­ποί­ος κα­τά την πα­ρα­μο­νή του στη Φυ­λα­κή προ­σευ­χό­ταν α­διά­λει­πτα και έ­ψελ­νε ύ­μνους στον Θε­ό πε­ρι­στοι­χι­ζό­με­νος α­πό αγ­γέ­λους. ο Μαρ­ζαβα­νάς ε­νη­μέ­ρω­σε τον βα­σι­λιά Χοσ­ρό­η Β’ για την εμ­μο­νή του Α­να­στα­σί­ου στον Χρι­στό και τό­τε ε­κεί­νος διέ­τα­ξε να τον α­φή­σουν ε­λεύ­θε­ρο, αν αρ­νη­θεί τη χρι­στια­νι­κή του ι­διό­τη­τα με έ­ναν μό­νο λό­γο. Αλ­λά και πά­λι ο Α­να­στά­σιος έ­μεινε προ­ση­λω­μέ­νος στην πί­στη του, γι’ αυ­τό και ο τύ­ραν­νοι; α­πο­φά­σι­σε να τον στεί­λει στην Περ­σί­α για να δι­κα­στεί α­πό τον βα­σι­λιά. Προ­τού φύ­γει, συμ­μετεί­χε στην ε­ορ­τή της Υ­ψώ­σε­ως του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, γε­γο­νός που ε­νί­σχυ­σε τον πό­θο του για το μαρ­τύ­ριο, ε­νώ τό­νω­σε και το θρη­σκευ­τι­κό συ­ναί­σθη­μα των χρι­στια­νών. Στην πο­ρεί­α του προς την Περ­σί­α ο λα­ός εκ­δή­λω­σε τον σε­βα­σμό και την τι­μή του στο πρό­σω­πό του, ε­νώ μα­ζί του ή­ταν και έ­νας α­δελ­φός της μο­νής του αβ­βά Ιου­στί­νου για να του συ­μπα­ρί­στα­ται στον α­γώ­να του.
Φτά­νο­ντας ο Α­να­στά­σιος στην Περ­σί­α, ο βα­σι­λιάς έ­στει­λε έ­ναν άρ­χο­ντα για να τον α­να­κρί­νει. Ο έν­δο­ξος μάρ­τυς ο­μο­λό­γη­σε με γεν­ναιό­τη­τα την πί­στη του στον έ­να και α­λη­θι­νό Θε­ό και κα­τα­δί­κα­σε την πλά­νη, στην ο­ποί­α βρί­σκο­νται οι Πέρ­σες. Η τολ­μη­ρή ο­μο­λο­γί­α πί­στε­ως προ­κά­λε­σε την ορ­γή του άρ­χο­ντα, ο οποί­ος προ­σπά­θη­σε να τον με­τα­πεί­σει. ο Α­να­στά­σιος ο­δη­γή­θη­κε στη Φυ­λα­κή και την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα πα­ρά τους εκ­φο­βι­σμούς και τις α­πει­λές έ­μει­νε και πάλι α­κλό­νη­τος στην πί­στη του. Μί­α σει­ρά α­πό φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια α­κο­λού­θη­σαν για να κάμ­ψουν το α­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα του Α­να­στα­σί­ου, αλ­λά ε­κεί­νοι; τα δεχό­ταν ό­λα με υ­πο­μο­νή και καρ­τε­ρι­κό­τη­τα. Τό­τε ο βα­σι­λιάς Χοσ­ρό­ης έ­δω­σε τη δια­τα­γή να τον θα­να­τώ­σουν μα­ζί με τους άλ­λους χρι­στια­νούς, που βρί­σκο­νταν μα­ζί του στη Φυ­λα­κή.
Πε­ρί­που ε­βδο­μή­ντα χρι­στια­νοί αιχ­μά­λω­τοι θα­να­τώ­θηκαν δι’ α­παγ­χο­νι­σμού σε έ­να πο­τά­μι.
Την ί­δια τύ­χη εί­χε και ο έν­δο­ξος μάρ­τυς Α­να­στά­σιος, του ο­ποί­ου το μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος ε­πι­σφρα­γί­σθη­κε με τον α­πο­κεφα­λι­σμό του.
Το γε­γο­νός αυ­τό έ­λα­βε χώ­ρα στις 22 Ια­νουα­ρί­ου του 627 ή 628 μ.Χ., η­μέ­ρα ε­ορ­τα­σμού της πά­ντι­μης μνή­μης του. Το σώ­μα του ε­ντα­φιά­σθη­κε με τι­μές στο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Σερ­γί­ου και δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η α­να­κο­μι­δή των ιε­ρών λει­ψά­νων του, η ο­ποί­α ε­ορ­τά­ζε­ται στις 24 Ια­νουα­ρί­ου. Η τι­μί­α κά­ρα του Α­γί­ου φυ­λάσ­σε­ται στη Ρώ­μη στο Αβ­βα­εί­ο των Α­γί­ων Βε­νε­δίκτου και Α­να­στα­σί­ου, το δε υ­πό­λοι­πο ιε­ρό λεί­ψα­νο βρί­σκε­ται τε­θη­σαυ­ρι­σμένο στον να­ό του Α­γί­ου Φρα­γκί­σκου της Α­μπέ­λου στη Βε­νε­τί­α.
Προς τι­μήν του Α­γί­ου έ­χουν εκ­δο­θεί δύ­ο α­σμα­τι­κές α­κο­λου­θί­ες, η μί­α στην Κα­λα­μά­τα το 1865 και η άλ­λη στην Πά­τρα το 1876, ε­νώ οι α­θλη­τι­κοί α­γώ­νες και το μαρ­τύ­ριο του υ­μνού­νται και μέ­σα α­πό την α­κο­λου­θί­α, την ο­ποί­α ε­ποί­η­σε ο Μέ­γας Υμνο­γρά­φοι; Γε­ρά­σι­μος μο­να­χός ο Μι­κρα­γιαν­να­νί­της. Αρ­κε­τά δια­δε­δο­μέ­νη είναι και η τι­μή του Α­γί­ου στην πα­τρί­δα μας, α­φού να­οί επ’ ο­νό­μα­τί του έ­χουν κα­τα­γρα­φεί στο Βα­σι­λι­κό Ευ­βοί­ας, το Δρέ­πα­νο Α­χα­ϊ­ας, τις Βρύ­σες Κυ­πα­ρισ­σί­ας, τους Λά­κω­νες Κερ­κύ­ρας, την Τή­νο, τη Μύ­κο­νο και τη Σκό­πε­λο. Α­ξιο­μνη­μό­νευ­τος εί­ναι και ο κα­τα­στα­φείς α­πό τους σει­σμούς του 1953 ι­στο­ρι­κός να­ός του Αγί­ου στην πό­λη της Ζα­κύν­θου, ε­νώ ο ά­γιος τι­μά­ται σή­με­ρα και στον θε­με­λιωθέ­ντα το 1933 πε­ρι­κα­λή κα­θε­δρι­κό ιε­ρό να­ό του Α­γί­ου Ιω­άν­νου Προ­δρό­μου στο Λου­τρά­κι Κο­ριν­θί­ας, ό­που υ­πάρ­χει κλί­τος με ε­γκαι­νια­σμέ­νη Α­γί­α Τρά­πε­ζα επ’ ο­νό­μα­τί του. Πλού­σια εί­ναι και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση του Α­γί­ου Α­να­στα­σί­ου με α­ξιό­λο­γες τις Φο­ρη­τές ει­κό­νες, που Φυ­λάσ­σο­νται στους ιε­ρούς να­ούς Α­γί­ου Αν­δρέ­ου (Πα­λαιός) πο­λιού­χου Πα­τρών, Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Η­λιου­πό­λε­ως Α­θηνών και Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Βα­θέ­ος Ι­θά­κης.
Η ο­λό­θερ­μη ευ­χή ό­λων μας εί­ναι ο Ά­γιος έν­δο­ξος ο­σιο­μάρ­τυς Α­να­στά­σιος ο Πέρ­σης να πρε­σβεύ­ει α­διά­λε­πτα στον Πα­νοι­κτίρ­μο­να Θε­ό για την ε­νί­σχυ­ση της χρι­στια­νι­κής μας πί­στε­ως και την κα­τά Χρι­στόν πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α και προ­κο­πή στη ση­με­ρι­νή ε­γω­κε­ντρι­κή και τε­χνο­κρα­τι­κή ε­πο­χή μας. 
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Βι­βλιο­γρα­φί­α
· Μαρ­τί­νη Πα­να­γιώ­τη Σ, Δρ. Θ., Ο Ά­γιος Α­να­στά­σιος ο Πέρ­σης - Βί­ος και Μαρ­τύ­ριο, Εκ­δό­σεις «ΤΑ­ΩΣ», Πά­τραι
Υ.Γ. Εκ­δό­σεις «ΤΑ­ΩΣ», ο­δός Ε­λι­κώ­νος 8α, Τ.Κ. 263 31 ΠΑ­ΤΡΑΙ ( Τηλ.: 2610 621504,  Fax: 2610 621504 )

Ο "ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΟ­ΛΟ­ΓΟΣ”, α­φιε­ρώνει το κεί­με­νο τούτο εις τον
ε­ορ­τά­ζο­ντα σή­με­ρα, α­ξια­γά­πητο σε εμάς,
κ. Α­να­στά­σιο Κω­στό­που­λο.
Ο­λό­θερ­μες ευ­χές για μα­κρο­η­μέ­ρευ­ση, με κραταιά υγεία, ώ­στε να μας δί­δει α­νελ­λι­πώς Πνευ­μα­τι­κή Τρο­φή με τις γνώσεις του, τη βιοτή του και μέσα από το http://anastasiosk.blogspot.com. 
Χρόνια Πολλά και Ευλογημένα


Ευχαριστώ τον αγαπητό κ. Αλέξανδρο Κολλιόπουλο 
εκδότη της Εφημερίδας «Εκκλησιολόγος» 
για την αφιέρωση εις την σελίδα 8 Σαββάτο 22 Ιανουαρίου 2011 και τις ευχές του.  

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Εκκλησιολόγος σου αφιέρωσε το κείμενο. Εγώ τις ευχές και την αγάπη μου.
Χρόνια πολλά φίλε Τάσο.
Νίκος Κοσμ.

Παναγιώτης Τελεβάντος είπε...

Χρόνια πολλά και ευλογημένα.